Από τον Παναγιώτη Ζαφειρέλλη, την Τατιάνα Ιορδανίδη και τον Χρήστο Καρυπίδη
Aυτοβιογραφία
H Aυτοβιογραφία της Zακυνθινής λόγιας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832), μια σημαντική ιστορική μαρτυρία και συγχρόνως το πρώτο αξιόλογο δείγμα γυναικείας γραφής στη νεοελληνική γραμματεία (1881). Αναφέρεται στην αναζήτηση της ελευθερίας από μια νέα γυναίκα των αρχών του 19ου αιώνα και φανερώνουν την αντίδρασή της στο άκουσμα της είδησης για την επανάσταση του 1821.
Προσωπογραφία της Μαρτινέγκου. Νικολάος Καντούνης, 1832.
Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης, και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Oθωμανών, πως η Πάτρα και οι πλησίον της χώρες ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβίας, και πως οι επίλοιπες χώρες, κατά την συμφωνίαν ίσως, είχαν τότε καμωμένον το ίδιον, αλλά, ως πλέον μακράν, ακόμη η είδησις δεν ήτον φθασμένη εις την Ζάκυνθον. Oύτως είπεν μαύρος, διότι τέτοια ήτον η φήμη, οπού παρευθύς έτρεξεν.
Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι’ άλλο –καθώς εφαίνετο– δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Oυρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και, μαζί με αυτήν, επιστρεμμένας εις τας καθέδρας τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Γυμνασίου, ΙΤΥΕ Διόφαντος, Αθήνα.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γράφει στους Γαλαξιδιώτες στις 22 Μαρτίου 1821
“Αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται,
Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να δράξωμε τα άρματα μια μέρα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. […] Τώρα η Τουρκία είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλη κατεπάνω μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίστασι, όπου ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας έστειλε διά ελόγου μας. Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, όπου μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια, ή να ξεσκλαβωθούμε, ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτίμηση κάθε Χριστιανός και Έλληνας.
Οδυσσέας Ανδρούτσος, Adam de Friedel, 1830. https://www.greek-language.gr
Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857)
Η γυναίκα της Ζάκυθος, 1826
Στο σατιρικό κείμενο ο Σολωμός, ως εξαιρετικός πεζογράφος, κατακεραυνώνει την απαίσια συμπεριφορά της πλούσιας Ζακυνθινής απέναντι στις ρημαγμένες από την πολιορκία Μεσολογγίτισσες, Ο Ιερομόναχος Διονύσιος εξιστορεί τις απειχθείς πράξεις.
Κεφάλαιον [3] – Οι Μισολογγίτισσες
Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε. Στην αρχή εντρεπόντανε νά βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά βγούνε. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς. Και όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι.
François-Auguste-René, vicomte de Chateaubriand
Υπόμνημα περί της Ελλάδος του κ. αντικόμητος Σατωβριάνδου, μέλους μιας από τας υπέρ των ελλήνων εταιρείας, μεταφρασμένον από την γαλλικήν γλώσσαν. Εν Παρισίοις : Εκ της Τυπογραφίας Διδότου, 1825.
“Μήπως έμελλε ο αιώνας μας να δει πλήθη αγρίων ανθρώπων να καταπνίξουν τον αναγεννώμενο πολιτισμό στον τάφο ενός έθνους, το οποίο εξημέρωσε και εκπολίτισε την οικουμένη; Θα επιτρέψουν οι Χριστιανοί στους Τούρκους να σφάζουν ανεμπόδιστα τους Χριστιανούς; Και τα νόμιμα κράτη της Ευρώπης θα ανεχθούν χωρίς αγανάκτηση να δίνεται το ιερό όνομα της νομιμότητας σε ένα τυραννικό καθεστώς, το οποίο θα έκανε και αυτόν τον Τιβέριο να αισθάνεται ντροπή;”