Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης υπήρξε στρατιωτικός και λόγιος που εγκατέλειψε τη ζωή του και διέθεσε την περιουσία του για τη δημιουργία ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους. Γεννήθηκε τη 12η Δεκεμβρίου του 1792 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πρωτότοκος γιός του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας (σημερινή Μολδαβία, Ρουμανία και δυτική Ουκρανία). Φοίτησε στη σχολή του Σώματος των Βασιλικών Ακολούθων στην Πετρούπολη και υπηρέτησε στην αυτοκρατορική φρουρά. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου και έχασε το δεξί του χέρι.
Το 1820, ο Εμμανουήλ Ξάνθος του προσέφερε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, την οποία αποδέχθηκε και ξεκίνησε αμέσως την οργάνωση για την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Τότε, ο Ιωάννης Καποδίστριας τον έπεισε, λέγοντας ότι έπρεπε να επισπεύσει την προκατασκευή της.
Τον Ιούνιο του 1820 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, ενώ στις 22 Φεβρουαρίου 1821 πέρασε τον ποταμό Προύθο (σύνορο Ρωσίας – Μολδοβλαχίας). Δύο μέρες μετά, εξέδωσε προκήρυξη ανεξαρτησίας «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» και ύψωσε την σημαία της επανάστασης στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, μέρος στο οποίο απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού.
Μετά την παραίτησή του από τον ρωσικό στρατό, επιδόθηκε ο ίδιος στη δημιουργία στρατού. Στα μέσα Μαρτίου, συγκρότησε τον Ιερό Λόχο (στρατιωτικό σώμα από εθελοντές σπουδαστές). Όμως, ο στρατός του καταστράφηκε στις 7 Ιουνίου 1821 στη μάχη του Δραγατσανίου και υποχώρησε στα αυστριακά σύνορα. Αίτια της αποτυχίας ήταν η έλλειψη στρατιωτικών δυνάμεων και οικονομικής υποστήριξης, καθώς και ο αφορισμός του Υψηλάντη από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.
Τελικά, παραδόθηκε στους Αυστριακούς και φυλακίστηκε. Απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827, αλλά η υγεία του δεν του επέτρεψε να βοηθήσει στον Αγώνα. Πέθανε στη Βιέννη στις 31 Ιανουαρίου του 1828.
Πηγές: Ypsilantio