«Πόσο άσχημη μπορεί να είναι αυτή η μέρα;» αναρωτήθηκε ο Jacob Brown, καθώς έφευγε το μεσημέρι από το σπίτι του, για να πάει στη δουλειά του, στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Η επιθυμία να επισκεφθεί τη Mary, τη μικρή του αδερφή και τον γιο της τον Max καθόρισαν τη συνέχεια.
«Γυναίκα, πάλι εδώ είναι αυτός; Διώξ’ τον και φέρε μου να πιω μια μπύρα και τον γιο μου να τον δω.» φώναξε ο Tyler. Ο γαμπρός του έφτασε ενώ βρισκόταν ακόμα στο σπίτι της, μεθυσμένος, όπως συνήθιζε.
Ποτέ δεν τον συμπάθησε. Όμως, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τον γάμο του, αφού παντρεύτηκαν κρυφά και ήδη η αδερφή του ήταν έγκυος. Όσο και αν προσπάθησε να κρατηθεί, φώναξε «Πάλι μπεκρόπινες, Tyler; Τι σου έχω πει; Δε θα τολμήσεις να πλησιάσεις ξανά τον ανιψιό μου σε αυτή την κατάσταση, ούτε στα 5 μέτρα. Πάντα έλεγα ότι είσαι ανίκανος για σύζυγος της αδερφής μου και πατέρας του παιδιού της. Ήξερα ότι όλη σου τη ζωή θα τριγυρνάς μεθυσμένος.».
Η συνέχεια γνωστή: οι δύο άνδρες πιάστηκαν στα χέρια, ευτυχώς τους χώρισαν οι αστυνομικοί, ύστερα από τηλεφώνημα μιας γειτόνισσας.
Ο Jacob, όταν συνήλθε, πήγε στη γειτόνισσα και αφού της ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά του, την έβαλε να του υποσχεθεί ότι θα του τηλεφωνήσει, αν ξαναδεί τέτοια συμπεριφορά από τον γαμπρό του.
Τότε ο Jacob ξεκίνησε για τη δουλειά, μόνο που και εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Ο εικοσιεπτάχρονος άνδρας, οργισμένος από την κατάσταση στο σπίτι της αδερφής του, δεν άντεξε τον κακότροπο πελάτη. Λογομάχησε, με αποτέλεσμα να απολυθεί. Συνεχίζεται…