Ακούγοντας για δωρεά οργάνων οι περισσότεροι σκεφτόμαστε τον εαυτό μας ως δότη και ποτέ ως λήπτη. Έχουμε όμως σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο να χρειαστούμε μόσχευμα εμείς ή κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο κάποια στιγμή στη ζωή μας; Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες είναι πιθανότερο να βρεθούμε στη θέση του λήπτη κατά τη διάρκεια της ζωής μας παρά του δότη μετά τον θάνατό μας.
Η δωρεά οργάνων και ιστών μετά το τέλος της ζωής αποτελεί την ύψιστη μορφή εθελοντικής προσφοράς και αλτρουισμού, καθώς είναι βασική προϋπόθεση για την πραγματοποίηση μεταμοσχεύσεων. Σήμερα η μεταμόσχευση αποτελεί τη μοναδική θεραπευτική λύση για την τελικού σταδίου καρδιακή, ηπατική, πνευμονική και νεφρική ανεπάρκεια και από έναν μόνο δότη μπορούν να σωθούν περίπου είκοσι ασθενείς.
Δωρητής οργάνων μπορεί να γίνει κάποιος που είναι εγκεφαλικά νεκρός, καθώς ο εγκεφαλικός θάνατος αποτελεί μη αναστρέψιμη κατάσταση και ισοδυναμεί με τον πραγματικό θάνατο, εφόσον όμως νοσηλεύεται διασωληνωμένος σε κάποιο νοσοκομείο της χώρας και οι γιατροί τον κρίνουν κατάλληλο. Το νομικό πλαίσιο μεταμοσχεύσεων στην Ελλάδα απαιτεί για την πραγματοποίηση της δωρεάς την εν ζωή συναίνεση του δωρητή ή τη συναίνεση των συγγενών του μετά τον θάνατό του. Δότης μπορεί να γίνει κανείς και εν ζωή. Από ζωντανό δότη μπορούν να μεταμοσχευθούν νεφρό, μέρος του ήπατος, του πνεύμονα ή του λεπτού εντέρου, καθώς και αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα.
Στην Ελλάδα η δωρεά οργάνων αποτελεί δυστυχώς άγνωστη πράξη, κυρίως λόγω της έλλειψης ενημέρωσης και εμπιστοσύνης στο σύστημα Υγείας. Είναι στο χέρι του καθενός μας να το αλλάξουμε αυτό. Φτάνει μόνο να μπούμε για λίγο στη θέση όλων αυτών των ανθρώπων που περιμένουν διακαώς ένα μόσχευμα για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους και θα καταλάβουμε τη σημαντικότητά της.