Ο Μάρκος καθόταν σκυθρωπός, με μάτια άδεια, οι ώμοι του κρεμασμένοι και το σώμα του καμπουριασμένο, ενώ τα γερασμένα του χέρια έτρεμαν. Απέναντί του στέκονταν τα δυο παιδιά από τα οποία ο ίδιος στέρησε τη γιαγιά τους.
«Στο γράμμα σας ζητήσατε να μας δείτε και στείλατε μαζί και αυτό» είπε η Ελένη δείχνοντάς του το μαντίλι. «Της μοιάζεις πολύ», είπε ο Μάρκος κοιτώντας την Ελένη. «Σε ποια μοιάζω;» ρώτησε το κορίτσι κοιτώντας τον αδερφό του. «Η γιαγιά σας ήταν πανέμορφη, η εμφάνισή της και η συμπεριφορά της δε θύμιζαν κοπέλα μεσαίας τάξης… Ίσως να μην το γνωρίζετε, αλλά ο παππούς και η γιαγιά σας κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Πήραν την απόφαση να εγκατασταθούν εδώ, διότι κινδύνευαν εκεί πέρα.»
«Τα ξέρουμε ήδη όλα αυτά, εσύ, όμως, ποιος είσαι και γιατί ήθελες να μας συναντήσεις;» είπε ο Κώστας ανυπόμονα. «Ήμουν συνέταιρος του παππού σας, γνωστός και ως Μάρκος. Συνέταιρος… στις απαγωγές γυναικών. Τις φυγαδεύαμε για τα αραβικά κράτη, εκεί πουλιόντουσαν στα σκλαβοπάζαρα και εμείς πληρωνόμασταν. Κάποτε ο παππούς σας, ο Ιωάννης, έλειπε για πολλούς μήνες, ταξίδευε· ήταν τότε που ο Ρωμανός και η χήρα Αυτοκράτειρα Ευδοκία παντρεύτηκαν.
Εκείνη την περίοδο τα χρήματά μου όλο και λιγόστευαν και έτσι, απελπισμένος, ξεγέλασα την Μαρία να με ακολουθήσει σε ένα δασάκι με τη δικαιολογία πως ο άντρας της είχε πέσει θύμα ληστών, ενώ επέστρεφε, αλλά σύντομα κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και προσπάθησε να διαφύγει. Παρόλα αυτά, κατάφερα να την πιάσω λίγα μέτρα πιο πέρα, ενώ έσκαβε κάτι στο χώμα και έτσι την ανάγκασα να ανέβει στο καράβι.
Το ξέρω, αυτό που έκανα ήταν αισχρό, αλλά θέλω να επανορθώσω. Είμαι πολύ γέρος για να την αναζητήσω εγώ ο ίδιος, γι’ αυτό θα σας δώσω ό,τι πληροφορίες έχω για να τη βρείτε.»