8/5/2023
Είναι μεγάλη χαρά για μένα που βρίσκομαι απόψε εδώ να πω δυο λόγια για το νέο βιβλίο της Μαριέττας, την Ερατώ. Και η χαρά μου έχει βαθιές ρίζες γιατί με τη Μαριέττα μάς δένουν νήματα πολλά, και λογοτεχνικά και παιδαγωγικά. Όπως μου εμπιστεύτηκε τα παιδιά της -πόσα; 6 χρόνια πριν;- έτσι και τώρα μου εμπιστεύεται το μικρό λογοτεχνικό της παιδί να το πάρω κι αυτό απ’ το χέρι και να το παρουσιάσω στον κόσμο.
Ερατώ λοιπόν. Μούσα της λυρικής ποίησης, κόρη της Μνημοσύνης. Η Ερατώ τραγούδησε τον γάμο, τον έρωτα, την ποίηση. Κι η μητέρα της τη μεγάλωσε έτσι ώστε να μην ξεχνά. Ευαισθησία και μνήμη είναι οι δύο δρόμοι της Ερατώς και της συγγραφέως της.
Το βλέμμα του αφηγητή παρακολουθεί την Ερατώ από την πρώτη μέρα στο σχολείο ως τον ξεριζωμό και τη νέα ζωή.
Η Ερατώ είναι ένα γλυκό αλλά πεισματάρικο παιδί. «Μόνη μου» λέει και σχεδιάζει και γράφει και διεκδικεί. Είναι ένα κορίτσι διαφορετικό, που δεν το διασκεδάζουν τα παιχνίδια των φιλενάδων της, πνεύμα ανήσυχο και φιλοπερίεργο, που έχει πρότυπο υψηλό, που ονειρεύεται αλλιώτικους δρόμους στη ζωή της. Η φαντασία της αντισταθμίζει την πραγματικότητα που επιφυλάσσει η εποχή για τα κορίτσια.
Κι όπως συμβαίνει με όλα τα τραυματικά ιστορικά γεγονότα, έρχεται η μεγάλη Ιστορία να επηρεάσει την ατομική, την οικογενειακή, την τοπική και να ανακόψει κάθε δυναμική ανθρώπων και κοινοτήτων. Το ιστορικό υποκείμενο γίνεται θύμα και μπλέκεται στις ανεμόσκαλες της Ιστορίας.
Και δεν έφταιγε γι’ αυτή την εξέλιξη το κακό ποδαρικό που έκανε η Ερατώ τον Ιανουάριο του ’22. Αυτό ήταν ένας οιωνός ή μάλλον έτσι ερμηνεύτηκε. Οι αποφάσεις που οδηγούν στην καταστροφή ήταν αμείλικτα ειλημμένες σε πραγματικό επίπεδο. Κι ήρθε η φαντασία της Ερατώς να συγκρουστεί με μια ανελέητη πραγματικότητα.
Το ιστορικό υποκείμενο, όμως, όταν επιβιώνει, καλείται να γίνει δρων πρόσωπο. Μεταξύ μας, δεν έχει άλλη επιλογή. Εκεί συναντιέται το πρόσωπο με τη στιγμή κατά την οποία αυτό θα προσπαθήσει να βρει τον χώρο του μέσα σε έναν χαώδη δρόμο που του ανοίχτηκε. Και η Ερατώ ανασύρει όλες τις αρετές και τις ικανότητές της για να μη χαθεί μέσα στη νέα πραγματικότητα. Αρπάζεται από την αγάπη, αγάπη για τη χελώνα της, τους παππούδες της, τη Σμύρνη της, τις ιστορίες της. Όλα, «της». Αυτό που τη σώζει είναι αυτό που έχει κάνει δικό της. Και δικό της είναι ό,τι αγάπησε. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να της το πάρει κανείς ποτέ, ακόμα και όταν όλα θα έχουν αλλάξει.
Σε αυτό το σημείο, η φιλολογική μου ιδιότητα ζητά επίμονα τον λόγο. Δυο λόγια θα πω μόνο για το τεχνικό μέρος του βιβλίου: Μέσα στην ευθύγραμμη αφήγηση των γεγονότων παρεισφρέει η περιγραφή με τόσο λεπταίσθητες λεπτομέρειες, που καταλήγουν να γίνουν έντονες εικόνες από τόπους, μυρωδιές, αναμνήσεις, συνήθειες. Διαβάζουμε ένα προσεκτικά επιλεγμένο λεξιλόγιο, με ιδιωματισμούς και λέξεις που, αν και σου είναι άγνωστες, τις νιώθεις με έναν περίεργο τρόπο οικείες. Περιγράφεται ένα κόσμος που εισβάλλει στο μυαλό του αναγνώστη και αυτός άθελά του εγκολπώνεται την καθημερινότητα της ηρωίδας. Και παρασύρεται στο ευαίσθητο βλέμμα της. Και την ακολουθεί σε κάθε της σημαντική στιγμή, μελλοντικό σχέδιο, χαρά, εμπόδιο, πόνο, τραύμα και ελπίδα.
Γνωρίζω ότι πίσω από όλες αυτές τις λεπτομέρειες της σμυρνιώτικης ζωής κρύβεται επίπονη έρευνα, και μάλιστα υπό δύσκολες συνθήκες. Η μαεστρία της Μαριέττας όμως είναι και το φίλτρο της ζωής της. Διύλισε τα στεγνά ιστορικά τεκμήρια και μαλάκωσε τη στέρεη ιστορική γνώση με τη δική της αγάπη, με τον μοναδικό της τρόπο να μετασχηματίζει, να μεταμορφώνει με τρυφερότητα. Η Μαριέττα επιλέγει από ταλέντο, ένστικτο και πολλή δουλειά να εστιάζει σε ό,τι είναι θετικό. Σε αυτό που θυμίζει στον καθένα μας την ανθρωπιά του και την ευχαριστώ από την καρδιά μου που επιμένει.