Feed
Άρθρα
Σχόλια
#9 “Της Επετείου…” [Επιστρέφοντας τα δώρα]
29/10/2013

Όταν σβήνει ο ρυθμικός βηματισμός των παρελάσεων, βγαίνει χωλαίνοντας από κάποιο στενό στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης. Κουβαλά μέσα του τη μεγάλη εγκατάλειψη της ωραίας Μελισσάνθης -“αν πάψω να σε δω, θα βλέπω το τίποτε μπροστά μου…”, της γράφει- φοράει τη χλαίνη του, στη φόδρα έχει γράψει το όνομά της, στις τσέπες του έχει σκόρπια χαρτιά από ανολοκλήρωτα ποιήματα, στο χέρι βαστά το φύλλο πορείας για την πρώτη γραμμή του Μετώπου, δεν παρακάλεσε, τον φρόντισαν οι “φίλοι” του αστοί από το Κολωνάκι, κρατώντας τους δικούς τους στα γραφεία, εκείνος τελειωμένος ήταν, φθισικός, αδύναμος, τσακισμένος, δε βαριέσαι, εθνική ομοψυχία, να μπει στο τρένο τραγουδώντας, να τσακίσει το φασισμό -να’ χουμε να γιορτάζουμε.

Όταν σβήνει ο βόμβος των επιδειξιμανών μαχητικών στον αέρα, βγαίνει χωλαίνοντας μέσα από την ομίχλη της πολιτείας ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης. Είναι ώρα να κάνει-ως συνήθως- το σκληρό νυχτερινό νούμερο στη σκοπιά, τον στέλνουν οι “συμπολεμιστές” του στη θέση τους, αυτοί που του κλέβουν τις κάλτσες και τις φανέλες, του κρύβουν τα άρβυλα, εκείνος τελειωμένος ήταν, αδύναμος, τσακισμένος, δε βαριέσαι, εθνική ομοψυχία και έπος του ’40 και η “κάλτσα του στρατιώτη” και ήρωες στα βουνά της Αλβανίας -να ‘χουμε να γιορτάζουμε.

Όταν σβήνει ο ήχος από τα εθνικά εμβατήρια, εγώ βλέπω τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, λίγους μήνες μετά, Φλεβάρη του ’41, σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, στα Γιάννινα, κατάκοιτο, να σβήνει από τον τύφο. Στο πλάι του, η ωραία Μελισσάνθη, πολύ πριν γίνει “εποχή“, πολύ πριν αφεθεί ως “Γυναίκα με τα Μαύρα” στο δικό της πένθος και τη δική της αγωνιώδη μοναξιά, εκείνος θα πεθάνει, τελειωμένος ήταν, αδύναμος, τσακισμένος, ένας “τεμπέλης του σπιτιού”, δε βαριέσαι, άλλοι πήραν τα παράσημα, η Πατρίς εθριάμβευσε ξανά, απλώνονται οι σημαίες στα μπαλκόνια, οι Έλληνες ενωμένοι κάνουν θαύματα κι “Αέρα!”- να ‘χουμε να γιορτάζουμε.

Όταν σβήνει η φωνή από τα στρατιωτικά παραγγέλματα, παίρνω αγκαζέ τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη και τη Στέλλα-Μελίνα και βγαίνουμε στα Προπύλαια μια βροχερή πάντα 28η Οκτώβρη, μάλλον του 1955, να θαυμάσουμε τον Στράτο σημαιοφόρο και ωραία κορμιά. Κυρίως, να γιορτάσουμε τον έρωτα και τη ζωή πριν από το φονικό, να ακυρώσουμε την ομοιομορφία των παρελάσεων και τα παρόμοια που δίνουν ένα στρατιωτικό βάδισμα στη ζωή. Για το κέφι μας. Γιατί “οξειδώνονται στη νοτιά των ανθρώπων” μόνον όσοι κουβαλούν μέταλλο ψυχής. Για να μην αλλάξουμε, κατά πως οι εξουσίες θέλουν. Και να φωνάξουμε: “Και τι είμαι εγώ για να μ’ αλλάζουν, βρε αδερφέ; Γραμμόφωνο;”(στη 1h 14′ κ.ε) Έστω κι αν αυτό πληρώνεται με αίμα.

@Contrabbando

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων