Σχόλιο από την κ. Βασιλική Σακκά, Σύμβουλο Φιλολόγων Ν. Μεσσηνίας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της πρότασης για το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στην Ιστορία.
Η πρόταση υπάρχει αναρτημένη στην ιστοσελίδα του ΙΕΠ για όποιον θέλει να μελετήσει πρωτογενή πηγή και όχι δημοσιογραφική προτού εκφέρει άποψη.
«Παρακολουθώ με ενδιαφέρον το διάλογο και θα επιχειρήσω να απαντήσω σε κάποιες επισημάνσεις.
Ως προς τη σύνθεση της επιτροπής: Την πρωτοβουλία ανέλαβαν το ΙΕΠ και ο Πολυμέρης Βόγλης ο οποίος ήταν και στην επιτροπή που εκπόνησε το Π.Σ. Ιστορίας του 2010. Κάλεσε τα μέλη της τότε επιτροπής. Κάποιοι αρνήθηκαν, κάποιοι δέχτηκαν. Ο χρόνος ήταν πιεστικός και οι υπόλοιποι πανεπιστημιακοί οι οποίοι ορίστηκαν από το ΙΕΠ και τον κ. Κουζέλη πρότειναν δικούς τους συνεργάτες. Στην επιτροπή (5 πανεπιστημιακοί-5 μάχιμοι εκπαιδευτικοί) συμμετέχουν έτσι 3 ιστορικοί (Βόγλης, Κουλούρη, Κόκκινος), δύο ειδικοί στη διδακτική της ιστορίας (Κόκκινος, Παληκίδης), ένας ειδικός στην Αρχαία Ιστορία – Προϊστορία και διδακτική αξιοποίηση της Αρχαιολογίας και των μουσείων (Κ. Κασβίκης) δύο σχολικοί σύμβουλοι (Β. Σακκά και Π. Πυρπυρής) και τρεις εκπαιδευτικοί της τάξης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Τριαντάφυλλος Πετρίδης, Ζέτα Παπανδρέου, Κωνσταντίνα Αδριανοπούλου) – όλοι με ανάλογες σπουδές (ιστορία ή διδακτική της ιστορίας και παιδαγωγικά) με σχετικές ανακοινώσεις σε συνέδρια και δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, με εκπόνηση και δημοσίευση εκπαιδευτικών ερευνών πάνω στο θέμα και με εφαρμογές στην τάξη. ΜΑΧΙΜΟΙ, επαναλαμβάνω, όλοι. Θυμίζω ότι ο Τ. Πετρίδης συμμετείχε στην ομάδα που έφτιαξε τα βιβλία ιστορίας για την εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων και τα οποία συνιστούν το αρτιότερο επιστημονικά και παιδαγωγικά εκπαιδευτικό ιστορικό υλικό που έχει εκπονηθεί, κατά τη γνώμη μου, στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια. Προσωπικά, αν γενικευόταν η χρήση του υλικού αυτού (ως μεταβατική λύση) σε όλα τα Γυμνάσια θα είχα καλυφθεί.
Η εμπειρία όλων συνεπώς στο πεδίο είναι δεδομένη, όπως, θέλω να πιστεύω και η επιστημονική τους επάρκεια και εντιμότητα.
Η επιτροπή θα διευρυνθεί και με άλλους συναδέλφους. Τον τελικό λόγο έχει πάντα το ΙΕΠ σε συνεργασία με τους πανεπιστημιακούς. Είναι καλά όλα αυτά τα περί «σύνθεσης» αλλά μια στοιχειώδης συναντίληψη σε κάποια βασικά θέματα είναι προϋπόθεση για να παραχθεί έργο – ποια θέση μπορεί να έχει ο πολιτικός επιστήμονας κ. Καλύβας εδώ; Διαφορετικά, μπορούμε να συζητάμε αενάως. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο έχουν παραχθεί και παράγονται όλα τα Π.Σ μέχρι τώρα σε όλο το δυτικό κόσμο.
Ως προς το περιεχόμενο της πρότασης: Οι φάκελοι είναι ενδεικτικοί αλλά όχι τυχαίοι. Στόχος είναι να επισημανθούν κάποιοι ως υποχρεωτικοί (άλλωστε ως εκπαιδευτικοί έχουμε πάντα στο μυαλό μας ποια είναι εκείνα τα θέματα τα οποία πρέπει να έχουν κατανοήσει και εμπεδώσει οι μαθητές με το τέλος κάθε χρονιάς ώστε να μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές και τις συνέχειες την επόμενη χρονιά) και οι υπόλοιποι (οι οποίοι μπορούν να συμπληρωθούν από τους εκπαιδευτικούς) να επιλεγούν με βάση τα ενδιαφέροντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε σχολείου και περιοχής (εθνοτική και έμφυλη σύνθεση της τάξης, τοπικότητα, ενδιαφέροντα κλπ).
Εδώ εμπιστευόμαστε τον εκπαιδευτικό όπως δεν τον έχει εμπιστευτεί κανείς μέχρι τώρα. Δεν αφήνουμε χώρο για πολιτικές ακρότητες, αυθαιρεσία και ιδεοληψίες και όποιος το προσεγγίζει έτσι δεν έχει εμπιστοσύνη στον εκπαιδευτικό. Οι συνάδελφοι μπορούν να συνεργαστούν (η ταλαίπωρη συνεργατική κουλτούρα για την οποία μας λοιδορούν κάποιοι) ανά σχολική μονάδα ή ανά τάξη.
Και φυσικά προτείναμε πιλοτική εφαρμογή στο β΄μισό της επόμενης χρονιάς, αφού έχει προηγηθεί επιμόρφωση στο πρώτο μισό. Η ανατροφοδότηση είναι πολύτιμη και ζητούμενο. Δεν αντιμετωπίζουμε την ιστορία ως αριστερή ή δεξιά υπόθεση (να αντικαταστήσουμε αυτή την αφήγηση με την αντίθετή της) αλλά ως επιστημονική ή όχι. Δεν θα απαντήσουμε σε αιτιάσεις επιπέδου Πρώτου Θέματος ή του ‘Αρδην – ειλικρινά δεν μας αφορούν.
Στον καθορισμό των περιεχομένων δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι, αλλά υπάρχει μια ειλικρινής προσπάθεια ισόρροπης αντιμετώπισης ιστορικών περιόδων και ειδών ιστορίας. Φυσικά και δεν μονοπωλεί την πρότασή μας η πολιτική ιστορία, όμως ούτε απουσιάζει, ούτε υποβαθμίζεται. Συνειδητά υποστηρίζουμε τη σύγχρονη ιστορία την οποία ουδέποτε διδάχτηκαν οι μαθητές μας στην υποχρεωτική εκπαίδευση και η συστηματική διδασκαλία της οποίας αποτελεί αίτημα των διδασκόντων σε όλες τις εκπαιδευτικές έρευνες τα τελευταία 20 χρόνια.
Καινοτομίες (φυσικά όχι επαναστατικές- δεν ανακαλύψαμε την Αμερική): Το ιστορικό εργαστήριο που προτείνεται για την Δ’ τάξη του δημοτικού αποτελεί πρακτική που εφαρμόζεται με επιτυχία, όπως πιστοποιείται ερευνητικά, στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών: τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται ό,τι είναι περισσότερο οικείο, κοντινό προς αυτά, τοπικά και χρονικά. Ήδη έχουμε λάβει υπόψη τις σχετικές παρατηρήσεις για την εφαρμογή της πρότασης.
Η συστηματική αξιοποίηση των μνημείων, του μουσείων των αρχαιολογικών /αρχαιογνωστικών εργαστηρίων ακολουθεί το ίδιο σκεπτικό. Η καθημερινότητα, ο πόλεμος και η ειρήνη, η τέχνη και ο πολιτισμός, το περιβάλλον και η θρησκεία, οι επώνυμοι πρωταγωνιστές και οι ανώνυμοι άνθρωποι συνιστούν ιστορία η οποία με αυτή την ποικιλία και τον πλουραλισμό των εκφράσεών της προσεγγίζεται μέσα από την ατελή- φυσικά- και ανοιχτή σε εποικοδομητικές παρατηρήσεις και βελτιώσεις πρόταση. Το λυπηρό είναι η προεξαγγελτική άρνηση σε όλα και μάλιστα από φορείς με θεσμικό ρόλο και με βαριά ιστορία υποστήριξης καινοτομιών πίσω τους. Η ανάδειξη της Προϊστορίας , βασικής περιόδου για τη μετέπειτα κατανόηση της συγκρότησης των αρχαίων πολιτισμών αποτελεί καινοτομία. Δεν υποβαθμίζεται φυσικά η Αρχαία Ιστορία ούτε, κατά την άποψή μας η Βυζαντινή / Μεσαιωνική. Το τοπικό και το περιφερειακό εντάσσεται στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο.
Μπορούμε να συζητήσουμε για την έκταση των εξεταζόμενων χρονικών περιόδων ανά τάξη – όμως η προσέγγιση που προτείνεται εδώ είναι διαφορετική. Χρειάζονται σίγουρα περισσότερες διευκρινίσεις- άλλωστε δεν είναι η τελική μορφή της πρότασης, αλλά βάση για συζήτηση, γι αυτό και η διαβούλευση: καθόλου προσχηματική. Οι παρατηρήσεις και οι προτάσεις, πολλές και ενδιαφέρουσες, από πανεπιστήμια, συναδέλφους και συλλογικότητες συγκεντρώνονται, ταξινομούνται, κωδικοποιούνται. Κάποιες από αυτές θα υιοθετηθούν, προφανώς.
Δεν τίθεται σε συζήτηση, κατά την άποψή μου, ότι η εθνική μας ταυτότητα δε νοηματοδοτείται με τον ίδιο τρόπο, αναλλοίωτη και άκαμπτη μέσα στο χρόνο. Μια εθνική ταυτότητα όχι φοβική, αμυντική και περίκλειστη ενός «περιούσιου λαού», αλλά ανοιχτή, περιεκτική και ανεκτική, που δεν περιχαρακώνει τον εαυτό αλλά αγκαλιάζει τον άλλο είναι το ζητούμενο σε κάθε ευνομούμενη και δημοκρατική σύγχρονη πολιτεία. Γιατί κινδυνεύουμε από μια τέτοια προσέγγιση;
Η έμφαση στην ιστορία – πρόβλημα που θα γεννά ανάλογο γόνιμο προβληματισμό και θα καλλιεργεί κριτικές προσεγγίσεις και ιστορική σκέψη ερμηνεύτηκαν από κάποιους ως αμφισβήτηση αιώνιων αληθειών (αναφέρθηκε ότι πρέπει να πούμε «τα πράγματα όπως έγιναν», κατά τη θετικιστική ρήση του Leopold von Ranke τον 19ο αιώνα). Δεν υπάρχουν όμως τέτοιες στην ιστορία, ή αν υπάρχουν είναι ελάχιστες («the past is unpredictable»). Η ίδια η φύση της ιστορίας είναι η διερεύνηση της εγκυρότητας των ερμηνειών με βάση τα ερωτήματα που υπαγορεύει το παρόν – οι ερμηνείες δεν μπορεί να είναι ούτε αναλλοίωτες, ούτε ισότιμες φυσικά.
Δεν φοβάται, βέβαια, τα ερωτήματα η πρόταση αυτή – τα επιζητεί και τα θέτει. Και φυσικά, όταν αναφερόμαστε σε ιστορικές έννοιες δεύτερου επιπέδου (συνέχειες, ασυνέχειες, τομές, τεκμηρίωση, ηθικές κρίσεις) χρειάζονται διαφορετικές διδακτικές και μαθησιακές προσεγγίσεις που δεν βασίζονται αποκλειστικά στο εγχειρίδιο – ευαγγέλιο, το οποίο βεβαίως ούτε καταργείται ούτε υποβαθμίζεται, όπως αναφέρθηκε. Όπως δεν υποβαθμίζεται και η αφήγηση – δε νοείται ιστορία χωρίς αυτή, όπως δε νοείται ιστορία και χωρίς στοιχειώδη απομνημόνευση κομβικών στοιχείων. Το θέμα είναι να δουλεύουν οι μαθητές ώστε να μπορούν να προσεγγίζουν, να επεξεργάζονται, να κατανοούν, να αξιολογούν και να αναλύουν πρωτογενείς και δευτερογενείς ιστορικές πηγές ώστε να παράγουν την ιστορική αφήγηση – σε λόγο πλήρη νοήματος- και όχι να την αποστηθίζουν.
Μεθοδολογικά: αυτονόητη η έμφαση σε ερευνητικές, ανακαλυπτικές, ομαδοσυνεργατικές και βιωματικές πρακτικές. Δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε για τα αυτονόητα. (Ας θυμηθούμε τις αντιδράσεις και την αδράνεια του κλάδου στις αλλαγές στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στην Α΄ Λυκείου και πώς εξελίχθηκε αυτή τώρα, 6 χρόνια μετά). Πολλοί συνάδελφοι εφαρμόζουν τέτοιες μεθόδους, παρά την πίεση του υπάρχοντος ασφυκτικού προγράμματος. Οι Τ.Π.Ε., φυσικά και λαμβάνονται υπόψη, αλλά δεν εμφανίζονται ως πανάκεια – λειτουργούν συμπληρωματικά στη διδακτική διαδικασία όπως και στα άλλα γνωστικά αντικείμενα. Δεν είναι δυνατόν, όταν συντάσσουμε πρόταση Π.Σ. Ιστορίας σήμερα να μη λαμβάνουμε υπόψη μια ψηφιακή πραγματικότητα (με την οποία είναι πολύ περισσότερο εξοικειωμένοι οι μαθητές μας) και την επίδρασή της στις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας.
Τέλος, για θέματα διοικητικά και οικονομικά (πόσες ώρες, ποιοι θα διδάσκουν, υποδομές) η επιτροπή προφανώς δεν μπορεί ούτε να αποφασίσει ούτε να δώσει λύσεις- μπορεί όμως να εκφράσει την άποψή της με γνώμονα την καλύτερη εφαρμογή των προτάσεων, όπως και το έπραξε.
Η διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο μας πρέπει να αλλάξει. Προτάσεις αναμόρφωσης του ΠΣ και της διδακτικής διαδικασίας έγιναν και στο παρελθόν (2010-Διαμαντοπούλου και 2012-Μπαμπινιώτης) οι οποίες ουδέποτε είδαν το φως της δημοσιότητας, ούτε δοκιμάστηκαν στην πράξη ώστε να υπάρξει ανατροφοδότηση. Ας μη χαθεί άλλη μια ευκαιρία. Το να επιμένουμε να μην αλλάξει τίποτα γιατί έχουμε διαφωνίες είναι λυπηρό και αδιέξοδο. Το να βοηθήσουμε με την εποικοδομητική κριτική και την πιλοτική εφαρμογή να βελτιωθούν οι προτάσεις είναι καλύτερο κατά την άποψή μου.»
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο wiki της κ. Αγάθης Γεωργιάδου, στο πλαίσιο του διαλόγου για το νέο ΠΣ.
Αφήστε μια απάντηση