Χαρακτηριστικό της δημοκρατίας δεν είναι να εκφράζει ελεύθερα ο καθένας τη γνώμη του αλλά υπεύθυνα και μετά από σκέψη, ακόμα και περίσκεψη. Αναφέρομαι στην εξοργισμένη και καταγγελτική επιστολή της Μ. Χρυσού για την «κατάργηση» των φωνηέντων η, υ, ω και τη μείωσή τους σε πέντε (5) από επτά (7), για τη μείωση των συμφώνων από δεκαεπτά (17) σε δεκαπέντε (15) και για την ανακατάταξη και το διαχωρισμό των συμφώνων σε τριβόμενα και κλειστά στο νέο βιβλίο της Γραμματικής των Ειρήνη Φιλιππάκη- Warburton, Μιχάλη Γιωργιαφέντη, Γεώργιου Κότζογλου, Μαργαρίτας Λουκά για την Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού. Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε αστραπιαία σε δεκάδες ιστοσελίδες, έγινε casus belli και, όπως ήταν αναμενόμενο, λάβαρο στα χέρια των απανταχού γλωσσαμυντόρων της ελληνικής και των από καθέδρας υπερασπιστών της ελληνικότητας και του έθνους.
Δόθηκαν έγκυρες και επιστημονικά τεκμηριωμένες απαντήσεις για όλα τα παραπάνω από τον πρόεδρο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας Ι. Καζάζη, τον καθηγητή Γλωσσολογίας Γ. Μπαμπινιώτη και από 140 γλωσσολόγους. Το καίριο λάθος ήταν η σύγχυση των φωνηεντικών φθόγγων, δηλαδή αυτών που ακούμε, με τα γράμματα του αλφαβήτου, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αποδίδουμε γραπτά τους φθόγγους. Παραπέμπω στην απάντηση του Ι. Καζάζη στο Βήμα, 12/7/2012: «τα φωνήεντα, δηλαδή οι φωνηεντικοί φθόγγοι, είναι πέντε (5) (a, e, i, o, u), ενώ τα γράμματα, δηλαδή η γραπτή απόδοσή τους, είναι δώδεκα (12): επτά μονά γράμματα (α, ε, ι, η, υ, ο, ω) και πέντε διγράμματα: τα ει, οι, υι (για τη γραπτή απόδοση του φθόγγου /i/), το αι (για την απόδοση του /e/), και το ου (για τη γραπτή απόδοση του /u/)». Προφέρουμε, λοιπόν, πέντε φωνήεντα και γράφουμε δώδεκα. Αυτό που διδαχθήκαμε στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1940), όπως φαίνεται, δεν αλλάζει. Αν ο φόβος μας είναι η κατάργηση φωνηέντων και η υπεραπλούστευση της ελληνικής γλώσσας, ας σκεφτούμε το αυτονόητο: φωνητική ορθογραφία των λέξεων είναι αδύνατο να υπάρξει. Για παράδειγμα, η λέξη που ακούμε ως /afti/, μπορεί να γραφτεί «αυτή», «αυτοί», «αφτί». Σε αυτή την περίπτωση, απλώς δε θα μπορούμε να συνεννοηθούμε. Οπότε, ας μην κινδυνολογούμε χωρίς λόγο.
Θα σταθώ, ως φιλόλογος και ως εκπαιδευτικός, σε μια νοοτροπία που ταλαιπωρεί τη σκέψη και, κατά συνέπεια, τη ζωή μας. Καθώς ολοκληρώνουμε την κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, θεωρούμε πως η γνώση που αποκτήσαμε εκεί θα παραμείνει διά βίου ακλόνητη, γιατί είναι αδιαμφισβήτητη. Ζητάμε με επιμονή την αυθεντία και προσκολλόμαστε στην αξιωματική σκέψη. Μόνο έτσι αισθανόμαστε ότι περπατάμε σε στέρεο έδαφος. Και πάνω σε αυτό χτίζουμε το οικοδόμημα της επιστημονικής μας κατάρτισης. Γι’ αυτό και η δυσκολία να δεχτούμε τόσο τις μικρές αλλαγές όσο και τις ανατροπές είτε αυτές αφορούν τη γλώσσα είτε την ίδια τη ζωή μας. Ένα το σχολικό εγχειρίδιο, συγκεκριμένες οι απαντήσεις, τυποποιημένη η σκέψη και η παραγωγή λόγου. Αυτή η νοοτροπία και η πρακτική επιβραβεύονται, ιδίως μέχρι το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το έχω ξαναγράψει, είμαστε υποπροϊόντα αυταρχικής εκπαίδευσης. Αν βρεθεί κανείς σε συνθήκες που αναπαράγουν τα παραπάνω ή αν εθελοτυφλεί, τον ακολουθεί αυτή η νοοτροπία και τον σύρει σε ιδεολογήματα περί ανωτερότητας της φυλής, συνωμοσίας και υποκινούμενου αφελληνισμού.
Εντούτοις, κάθε κλάδος έρχεται στην πορεία να ανατρέψει αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών. Έτσι προχωρούν οι επιστήμες, με οδηγό την αναζήτηση. Αλλιώς, θα ζούσαμε ακόμα στις σπηλιές. Το ερώτημα είναι πόσο ο εκπαιδευτικός είναι έτοιμος να δεχτεί τη νέα γνώση, να αναθεωρήσει, να κρίνει και να αποδεχτεί το γεγονός πως κάποια από την ήδη κατακτημένη μπορεί να μην ισχύει πλέον. Κατ’αρχάς, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι την προηγούμενη γνώση την κατέχει ορθά και όχι στρεβλά. Έπειτα, ότι έχει κάνει την υπέρβαση και διαθέτει ελεύθερη και ευέλικτη σκέψη χωρίς δογματισμούς. Τέλος, ότι είναι διατεθειμένος να μελετήσει και να επιμορφωθεί, ώστε να ακολουθήσει τις εξελίξεις της επιστήμης του και να απεγκλωβιστεί από τα απομεινάρια ιδεολογικών αγκυλώσεων, ψευδοεπιστημοσύνης και εμπάθειας.
Είναι απαράδεκτο να κατισχύουν η άγνοια και η αγραμματοσύνη στη σχολική τάξη. Ευγενικά οι γλωσσολόγοι μίλησαν για «παρανόηση των βασικών αρχών της γλωσσολογίας» και θεώρησαν πως η δασκάλα «δεν παραδέχεται στοιχειώδεις αρχές της γλωσσικής επιστήμης». Πώς να εκστομίσουν ότι η δασκάλα δεν είχε μελετήσει ούτε καν τη Γραμματική που είχε και η ίδια διδαχθεί; Πώς να ασχοληθεί, λοιπόν, με τη σύγχρονη Γλωσσολογία;
Κατηγορούμε το Υπουργείο και το κράτος για έλλειψη επιμορφωτικών δράσεων. Πολλοί επιστημονικοί φορείς δραστηριοποιούνται στο χώρο. Εξάλλου, είναι θέμα προσωπικής ευθύνης. Υπάρχουν και βιβλιοθήκες με υλικό πρόσφορο για μελέτη αν δυσκολευόμαστε να αγοράσουμε βιβλία. Από τους γιατρούς δε ζητάμε να είναι πάντα ενημερωμένοι για τη σύγχρονη ιατρική έρευνα και φαρμακολογία; Εμείς γιατί να διαφέρουμε; Μήπως λησμονήσαμε ότι από το Πανεπιστήμιο αποφοιτήσαμε ως επιστήμονες και ότι στη συνέχεια επιλέξαμε να εργαστούμε στην εκπαίδευση;
Ας μην ανησυχεί η συνάδελφος. Το ω δεν είναι είδος υπό εξαφάνιση. Θα μπορεί ακόμα να λέει «είσαι το Α και το Ω στη ζωή μου». Σε αυτή την «εξίσωση» αν προσθέσει κανείς τη σοβαρότητα, την επιστημοσύνη και τη γλωσσομάθεια, και αφαιρέσει την εμπάθεια, θα τη λύσει, και μάλλον θα (κατα)λήξει σε ω.
Δείτε επίσης: Γ. Γιατρομανωλάκη, Παραφωνίας έπαινος, Το Βήμα, 22/07/2012.
Το κείμενο δημοσιεύεται στη δεκαπενθήμερη κορινθιακή εφημερίδα Πολίτης της Κορινθίας, φύλλο 455, σ. 15.
Πολύ καλά τα λες Νατάσα.
Τη Φιλιπάκη τη θυμάμαι από το 1972 που έκανα το μεταπτυχιακό μου (Applied Linguistics) στο πανεπ Reading. Ήταν ήδη καθηγήτρια της Γραμματικής στο τμήμα Γλωσσολογίας. Ήδη από τότε τα όσα λες για τη γλώσσα ήταν κοινός τόπος εκεί. Αλλά και έτσι προχωρούν οι επιστήμες γενικότερα. Και κυρίως να μη μετατρέψουμε την ελληνικότητά μας σε βαρίδι, αλλά σε παράγοντα εξέλιξης και ανοίγματος του ορίζοντά μας.
Σε φιλώ
Νίτα
Ευχαριστώ για το σχόλιο, Νίτα.
Ξεχνάμε -ή μπορεί κάποιοι να μην το συνειδητοποιούν καν- ότι κάθε επιστήμη βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη.
Εις βάρος της δουλειάς και του επαγγελματικού σου κύρους είναι να μένεις πίσω από τις εξελίξεις.