καθοίκι το [kaθí<k>i] O44 : 1. (λαϊκότρ.) δοχείο για ούρηση και αφόδευση· αγγειό. 2. (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ατόμου αισχρού, πολύ χαμηλού ηθικού επιπέδου: Bρε το ~ τι μου ΄κανε! Πες σ΄ αυτό το ~ ότι, αν τον ξαναδώ μπροστά μου, κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει. καθοικάκι το YΠOKOP (οικ.) μικρό δοχείο για παιδιά· γιογιό 2. [μσν. καθοίκι < φρ. κατ΄ οίκ(ον) `στο σπίτι΄ -ι ([t > θ] ίσως κατά το καθημερινός)]
ΠΗΓΗ: Komvosedu
Παράλληλο στα ισπανικά:
cacique (καθίκε): 1 Jefe o señor de una tribu de indios 2 Persona que ejerce sobre otras un poder despótico y arbitrario: el cacique del pueblo, «Los campesinos se levantaron en armas contra el cacique» 3 Persona que concentra el poder de decisión sobre un grupo o algún asunto: «Caciques de las letras que prohíben escritores e imponen estilo»
δεσποτισμός και αυθαιρεσία το καθ(ο)ίκε…. Τι παιχνίδια σου παίζουν οι γλώσσες, ε;
Πιο εύπεπτο σε υγρή μορφή.
Αποβάλλεται ευκολότερα…
Αφήστε μια απάντηση