Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΛΥΚΟΣ
1. Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα σε μια λιμνούλα ζούσε μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι την Κοκκινοσκουφίτσα . Τη φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα γιατί φορούσε πάντα ένα κόκκινο σκουφάκι.
2. Ένα ωραίο πρωινό που η Κοκκινοσκουφίτσα δεν είχε σχολείο συμφώνησε με τη μαμά της να κάνει μια επίσκεψη στη γιαγιά της που ζούσε πέρα από τη λιμνούλα μακριά στο δάσος . Γέμισε λοιπόν το καλαθάκι της, με λίγα φαγητά ντύθηκε φόρεσε το , κόκκινο καπέλο της και βγήκε από το σπίτι της να μπει στη βαρκούλα και να περάσει στην απέναντι όχθη για να διασχίσει το δάσος και να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς . Λίγο πριν βγει από το σπίτι η μαμά της φώναξε «κοριτσάκι μου πρόσεχε τον κακό τον λύκο στο δάσος» «Καλά μαμά» φώναξε η Κοκκινοσκουφίτσα «θα προσέχω»
3. Έκλεισε πίσω της την πόρτα και προχώρησε προς τη λιμνούλα για να μπει στη βάρκα .Έκανε αρκετά βήματα για να φτάσει στη βάρκα αλλά παρατήρησε ότι η λίμνη δεν είχε νερό. «Περίεργο» σκέφτηκε «εδώ άλλοτε είχε νερό τι έγινε τώρα;» Η βαρκούλα της ήταν πολύ πιο πέρα και περπάτησε αρκετά για να την φθάσει. Μπήκε μέσα και μετά από λίγο έφθασε στην απέναντι ακτή όπου άρχιζε το δάσος. Έδεσε τη βαρκούλα σε ένα στύλο και άρχισε να περπατά στο δάσος.
4. -« Περίεργο που είναι το δάσος σήμερα» «Δεν μοιάζει με το δάσος που ξέρω. Το δάσος που ξέρω είναι καταπράσινο πετούνε παντού πεταλούδες και τιτιβίζουν πουλάκια .Έχει ωραίες μυρουδιές. «Εδώ μυρίζει σήμερα απαίσια.» Προσπάθησε να βρει λίγα λουλούδια για να τα πάει στη γιαγιά αλλά δεν βρήκε τίποτε.
5. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά μήπως δει το λύκο αλλά πουθενά ο λύκος . Προσπάθησε να δει το φίλο της το λαγό για να τον χαιρετήσει αλλά πουθενά . Μόνο μια πολύχρωμη πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της και πέταξε μακριά μέσα στο μαύρο τοπίο. Στενοχωρήθηκε έβαλε κάτω το κεφάλι και συνέχισε να προχωρεί μέχρι να φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς .
6. Τα παπούτσια της γίνανε ‘αύρα από κόκκινα που ήταν και τα άσπρα της καλτσάκια γίνανε και αυτά κατάμαυρα . «Ωχ θα φωνάζει η μαμά όταν τα δει αλλά τι να κάνω δεν φταίω εγώ. Αυτή η απαίσια μυρουδιά ‘ε ακολουθεί παντού αλλά δεν καταλαβαίνω τι είναι» μονολογούσε και προχωρούσε. Λίγο πιο πέρα συναντούσε συνήθως μια αλεπού με τα αλεπουδάκια της που τα χαιρετούσε αλλά ούτε αυτά τα είδε.
7. Ο κυρ σκαντζόχοιρος με την κυρά χελώνα που κάθε πρωί λιάζονταν σήμερα δεν ήταν εκεί . «Μα τι γίνεται» ξανασκέφτηκε .Καθώς προχωρούσε και σκέφτονταν δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα και έφθασε στο σπίτι της γιαγιάς. Έξω από το σπίτι της γιαγιάς υπήρχαν λουλούδια και έτσι έκοψε μερικά για να τα δώσει στη γιαγιά .
8. Αμέσως μετά χτύπησε την πόρτα και…. εμφανίστηκε η γιαγιά . « Γιαγιά τι κάνεις όρθια; Εσύ έπρεπε να είσαι ξαπλωμένη γιατί είσαι άρρωστη» κοριτσάκι μου της είπε η γιαγιά εγώ είμαι άρρωστη, αλλά φιλοξενώ κάποιον που είναι ακόμη ποιος άρρωστος και χρειάζεται τη βοήθειά μας. Έλα να σου τον γνωρίσω», της είπε η γιαγιά ,την πήρε από το χέρι και την πήγε στο δωμάτιο της.
9. Η κοκκινοσκουφίτσα έμεινε άφωνη . Αντίκρισε ένα λύκο στο κρεβάτι της γιαγιάς. «Γιαγιά τι είναι αυτό;» «Είναι ο λύκος κοριτσάκι μου» «Γιατί είναι έτσι αδύνατος γιαγιά;» «Γιατί πεινάει κοριτσάκι μου.» «Γιατί τρέμει γιαγιά;» «Γιατί φοβάται κοριτσάκι μου». «Ποιόν φοβάται γιαγιά ο Λύκος;» «Τους ανθρώπους κοριτσάκι μου.» «Γιαγιά δεν μου λες την αλήθεια. Το παραμύθι είναι αλλιώς Εγώ ξέρω ότι ο λύκος πρέπει να σε φάει και να έρθω εγώ να σε σώσω.»
10. «Λάθος κοριτσάκι μου. Δεν είναι έτσι. Ο κακός ο λύκος που ξέρεις από το παραμύθι είναι αυτός εδώ. Ζούσε ήσυχος στο δάσος μέχρι πριν μια εβδομάδα .Το δάσος όμως πήρε φωτιά από ένα τσιγάρο αναμμένο και κάηκε για αυτό και μύριζε απαίσια . Για αυτό τα παπούτσια σου και οι κάλτσες σου γίνανε μαύρα. Ο φίλος σου ο λαγός εξαφανίστηκε . Το ίδιο και ο σκαντζόχοιρος και η χελώνα. Η αλεπού με τα αλεπουδάκια της εξαφανίστηκαν δεν τους βλέπω πλέον. Ο λύκος ήρθε στην πόρτα μου πριν εβδομάδα και κουβαλούσε στα δόντια του ένα από τα αλεπουδάκια της φίλης του της αλεπούς αλλά το χάσαμε και αυτό γιατί ήταν τσουρουφλισμένο από τις φλόγες. Έκανα ότι μπορούσα αλλά δεν τα κατάφερα .Η γούνα του λύκου κάηκε σε πολλά σημεία και είχε και είχε αδυνατίσει γιατί είχε να φάει μέρες
11. Βλέπεις δεν έβρισκε τίποτε να φάει γιατί όλα κάηκαν .Η φωτιά δεν άφησε τίποτε πίσω της . Μόνο αποκαΐδια και μια πεταλούδα πολύχρωμη που την είδα αρκετές φορές. Είδες που η λίμνη ξεράθηκε; Τα αεροπλάνα και τα πυροσβεστικά οχήματα άντλησαν πολύ νερό για να σώσουν το δάσος άλλα ούτε το δάσος σώθηκε και κοντεύουμε να χάσουμε και τη λίμνη». «Έλα τώρα να ταΐσουμε το λύκο για να συνέλθει . Για να δούμε τι έφερες . Ελπίζω να έφερες λίγο κρέας να του δώσουμε για να χορτάσει .»Οι δύο τους λοιπόν ταΐσανε τον λύκο που αισθάνονταν τρισευτυχισμένος γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε φίλους που τον αγαπούσαν και δεν φοβόταν πια.
12. «Γεια σου κυρ λύκε είπε η Κοκκινοσκουφίτσα . Περαστικά σου, θα έρθω να σε βρω αύριο και να σου φέρω φαγητό για να μπορέσεις να σηκωθείς και μετά θα βρούμε μαζί ένα καινούριο δάσος για να κάνεις καινούρια οικογένεια και να ζήσεις ευτυχισμένος. Ο λύκος έτρωγε σχεδόν κάθε μέρα από το χέρι της Κοκκινοσκουφίτσας και έγινε καλά και έζησε πολλά χρόνια ευτυχισμένος μαζί με τα λυκόπουλά του.
Συγγραφή παραμυθιού: Κώστας Καϊτελίδης