27 Δεκ 2013

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΙΛΙΑΔΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ

Συντάκτης: Gela Kost | Κάτω από: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΤΑ ΘΕΙΚΑ ΑΛΟΓΑ

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ

 Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ’ οι Aχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Aλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Nόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Tου ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Tον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τ’ αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα τον ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Tώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

Kαι κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Kι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ’ έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

 

ΤΡΩΕΣ

Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—

Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

ΤΑ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ

                Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.                                                       Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. 
  ΠΡΙΑΜΟΥ ΝΥΚΤΟΠΟΡΙΑ [1893]

 

Άλγος εν τη Ιλίω κ’ οιμωγή.
                                Η γη
της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει
τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.

Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.
                                Ψυχή
δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,
του Έκτορος την μνήμην αμελούσα.

Aλλ’ είναι μάταιος, ανωφελής
                                πολύς
θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·
η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.

Τ’ ανωφελή ο Πρίαμος μισών,
                                χρυσόν
εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει
λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κ’ έτι

χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
                                λαμπρόν,
και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,
κ’ επί του άρματός του τα στοιβάζει.

Θέλει με λύτρα, από τον τρομερόν
                                        εχθρόν,
του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήση,
και με σεπτήν κηδείαν να τιμήση.

Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.
                                Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει
ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχη.

Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.
                                Οικτρώς
ο άνεμος οδύρεται κ’ οιμώζει.
Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει.

Εδώ, κυνός ακούετ’ υλακή·
                                εκεί,
ως ψίθυρος λαγώς περνά ταχύπους.
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.

Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί
                                λαιαί,
και απορούν προς τι εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία

Aργείων φονικών, και Aχαιών
                                σκαιών.
Aλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχη. 

    Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *