ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
(μέρος α΄)
Κατηγορούμενο (απλό) είναι το όνομα το οποίο δίνει στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος μια σταθερή ιδιότητα.
π.χ. Σωκράτης ἐστί σοφός
Κατηγορούμενο μπορεί να είναι: κλιτός τύπος (ουσιαστικό, αντωνυμία, αριθμητικό, μετοχή, επίθετο) απαρέμφατο, εμπρόθετος προσδιορισμός, δευτερεύουσα πρόταση
Είδη κατηγορουμένου
Από συνδετικά ρήματα: | 1 Απλό
2 Γενική Κατηγορηματική |
|
Από άλλα ρήματα | 1 Επιρρηματικό
2 Προληπτικό |
Κατηγορούμενο από συνδετικό ρήμα
- ΑΠΛΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ: συμφωνεί σε πτώση με τη λέξη στην οποία δίνει ιδιότητα μέσω συνδετικού ρήματος.
Ως συνδετικά ρήματα χρησιμοποιούνται:
- το εἰμί και τα συνώνυμά του: ὑπάρχω, γίγνομαι, τυγχάνω (τυχαίνει να είμαι), διατελῶ (είμαι συνεχώς), ἔφυν (γεννήθηκα), πέφυκα (είμαι εκ φύσεως), ἀποβαίνω (φαίνομαι)
- * τα μεταποιητικά/μεταπλαστικά ρήματα: γίγνομαι, ἐκβαίνω/ ἀποβαίνω (γίνομαι), ποιῶ (κάνω), ποιοῦμαι (γίνομαι), καθίστημι (κάνω), καθίσταμαι (γίνομαι), κτῶμαι (αποκτώ)
- * τα προχειριστικά/ εκλογής σημαντικά ρήματα: ἀποδείκνυμι (διορίζω), ἀποδείκνυμαι αἱροῦμαι (εκλέγω, εκλέγομαι), χειροτονῶ (εκλέγω με ανάταση χεριού), χειροτονοῦμαι, λαγχάνω
- * τα κλητικά ρήματα: καλῶ, καλοῦμαι, λέγω, λέγομαι, ὀνομάζω, ὀνομάζομαι, προσαγορεύω (ονομάζω), προσαγορεύομαι
- * τα δοξαστικά ρήματα: νομίζω, νομίζομαι, ἡγοῦμαι (νομίζω), κρίνω, κρίνομαι, χρῶμαι (θεωρώ, έχω), ὑπολαμβάνω (θεωρώ), φαίνομαι, δοκῶ (νομίζω), δοκοῦμαι
- Τα ρήματα από τις κατηγορίες β, γ, δ, ε συντάσσονται με:
Α. δυο αιτιατικές όταν είναι ενεργητικά, από τις οποίες η μια είναι αντικείμενο και η άλλη κατηγορούμενο του αντικειμένου και
Β. κατηγορούμενο του υποκειμένου, όταν είναι παθητικά, πχ.
τήν φιλοπονίαν ἀρετήν ἐγώ καλῶ ΑΛΛΑ ἡ φιλοπονία ἀρετή ὑπ’ ἐμοῦ καλεῖται
⇒ Το ρήμα χρῶμαι συντάσσεται με αντικείμενο και κατηγορούμενο του αντικειμένου σε δοτική.
π.χ. χρῶμαι αὐτοῖς συμβούλοις.
Ώρα για εξάσκηση