Οι σταχτομπούτες του κόσμου

 stahtopoutes-tou-kosmou

Οι σταχτοπούτες του κόσμου.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γνωρίζει ότι το γοβάκι των παραμυθιών ανήκει σε μια και μοναδική ηρωίδα τη Σταχτοπούτα. Αυτό που δεν ξέρουν οι περισσότεροι είναι ότι δεν υπάρχει μια και μόνο Σταχτοπούτα αλλά πολλές. Μάλιστα δεν είναι και όλες τους γυναίκες, αφού υπάρχει κι ένας… Σταχτοπούτης. Η Ελληνική εκδοχή της σταχτομπούτας είναι το λαϊκό παραμύθι “η Σταχτομάρω”.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές του διαδεδομένου παραμυθιού της Σταχτοπούτας και παραλλαγές. Ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο ξεκινά. Με τις σταχτοπούτες του κόσμου βρήκαμε ομοιότητες που κινήθηκαν κυρίως γύρω από την μητέρα – μητριά, τις δυο κακές αδελφές και το αίσιο τέλος και διαφορές οι οποίες μας έδωσαν την ευκαιρία να μιλήσουμε για τις πολιτιστικές παραδόσεις, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις κοινωνικές δομές, το πολιτισμικό επίπεδο, αλλά ακόμα και τις ποικίλες κλιματολογικές συνθήκες του κάθε γεωγραφικού τόπου κάθε λαού σύντομα και συνοπτικά.

Η παντόφλα της Πεντάμορφης (Περιπετειακός μύθος από την Ανδριάνα Καρρά)images

Μια φορά κι να καιρό ζούσε σ’ ένα μακρινό βασίλειο μια φτωχή κοπέλα. Ήταν πεντάμορφη. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Ζούσε μόνη της σε ένα μικρό αλλά καθαρό σπιτάκι. Κάθε πρωί άνοιγε ένα ξύλινο μπαούλο και έβγαζε ένα ζευγάρι ασημένιες παντόφλες που της είχε δώσει η μητέρα της. Ήταν κεντημένες με ασημοκλωστή και  στον πάτο τους έγραφαν «για την πεντάμορφη». Τις ξεσκόνιζε και τις έβαζε στο παράθυρο να τις δει ο ήλιος.                                                                                                                                                                        Ένα πρωινό, μια γάτα περνώντας από εκεί τις πέρασε για ψάρια και βούτηξε την μια. Όταν κατάλαβε ότι δεν τρωγόταν την παράτησε στα σκουπίδια . Ένα άλογο που έσερνε μια άμαξα πέρασε την πάτησε, τρόμαξε όμως και την κλότσησε  δυνατά. Η παντόφλα τότε  πετάχτηκε ψηλά και σκάλωσε στο κλαδί ενός δένδρου.

Σε λίγο ένας πραματευτής σταμάτησε να ξαποστάσει κάτω από αυτό. Ενώ σκούπιζε το ιδρωμένο καραφλό κεφάλι του, η παντόφλα γλίστρησε από το κλαδί και έπεσε πάνω του. Αφού του πέρασε η πρώτη τρομάρα, έσκυψε και μάζεψε την λερωμένη παντόφλα. Την  κοίταξε καλά και την έχωσε στο σακί που κρεμόταν  στον γάιδαρο του.

Θέλοντας να φτάσει στο επόμενο χωριό για να πουλήσει την πραμάτεια του προσπάθησε να περάσει  ένα ορμητικό  ποτάμι. Ο καημένος ο γάιδαρος ταλαιπωρήθηκε πολύ. Γλίστραγε και τραμπαλιζόταν ανάμεσα στις κοφτερές πέτρες του ποταμού. Η παντόφλα από τα πολλά  κουνήματα πετάχτηκε έξω από το σακί και έπεσε στο ποτάμι. Άρχισε λοιπόν να επιπλέει και να  ταξιδεύει μέσα σ’ αυτό σαν καράβι.

Την ίδια μέρα το βασιλόπουλο της χώρας  είχε βγει για  βόλτα στο ποταμό. Βλέποντας την παντόφλα την έπιασε και  την περιεργάστηκε.    Όταν  διάβασε αυτό που έγραφε στον πάτο της, γεμάτος περιέργεια, γύρισε  στο παλάτι και την έδωσε στο τσαγκάρη να την καθαρίσει και να την κάνει καινούρια. Ήθελε να μάθει σε ποιον ανήκει. Έδωσε διαταγή στον τελάλη να γυρίσει όλη την χώρα και να διαλαλήσει, ότι όποιος έχει το ζευγάρι της ασημένιας παντόφλας θα αποκτήσει πολλά φλουριά.

Η Πεντάμορφη όταν το άκουσε  έτρεξε στο παλάτι όχι για τα φλουριά, αλλά γιατί ήθελε την παντόφλα που της είχε χαρίσει η μάνα της.  Το βασιλόπουλο θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την παντρεύτηκε.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.