Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ ΣΕ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΤΗΣ ΓΡΙΠΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

Η ανοσοποιητική αποτύπωση της παιδικής ηλικίας στη γρίπη τύπου Α ενός ατόμου διαμορφώνει τον κίνδυνο μόλυνσής του κατά τη διάρκεια εποχιακών επιδημιών με τον ορότυπο H1N1 ή H3N2. Με άλλα λόγια, πόσο κινδυνεύει να μολυνθεί κάποιος από τον ιό της γρίπης εξαρτάται όχι μόνο από την ικανότητα μεταλλαγής του υπότυπου του ιού τη συγκεκριμένη εποχή, αλλά και από το στέλεχος του ιού και την αλληλουχία του που μολύνθηκε αρχικά κατά τη διάρκεια της ζωής του, π.χ. κατά την παιδική ηλικία.
Η εποχική γρίπη βρίσκεται σε έξαρση στη χώρα μας αυτήν την εποχή. Έχουν καταγραφεί 21 θάνατοι από επιπλοκές. Τα περισσότερα κρούσματα οφείλονται στον ιό γρίπης τύπου Α (ποσοστό ~95%), ενώ τα λιγότερα στον ιό γρίπης τύπου Β (~5%). Από τα κρούσματα με τον τύπο A: ανήκαν σε ποσοστό 36% στον υπότυπο Α(Η1Ν1) και σε ποσοστό 64% στον υπότυπο Α(Η3Ν2), ο οποίος είναι πιο επικίνδυνος για ηλικιωμένα άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού. Ο υπότυπος Η1Ν1 προκάλεσε την Ισπανική πανδημική Γρίπη το 1918 και την Γρίπη των Χοίρων το 2009, ενώ ο Η3Ν2 προκάλεσε την Γρίπη του Χονγκ Κονγκ το 1968.
Δύο δημοσιεύματα διερεύνησαν γιατί ορισμένοι ασθενείς παρουσιάζουν πολύ χειρότερα κλινικά συμπτώματα από άλλους όταν μολύνονται ακόμη και με στελέχη από τον ίδιο υπότυπο του ιού της γρίπης. Διαπίστωσαν* ότι ο υπότυπος του ιού της γρίπης (H1N1 ή H3N2) στον οποίο εκτίθενται κάποιος στην πρώιμη παιδική ηλικία ή πρώτη φορά στη ζωή του υπαγορεύει την ικανότητα το ανοσοποιητικό σύστημά του να καταπολεμά τη γρίπη για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ειδικότερα, απέδειξαν ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν σε έτος όπου κυριαρχούσε ο υπότυπος H1N1 (και είχαν μολυνθεί) έχουν πολύ χαμηλότερη ευαισθησία στη γρίπη κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών όταν κυριαρχεί αυτό το στέλεχος, παρά από άτομα που πρώτα είχαν μολυνθεί από τον υπότυπο H3N2. Παρόμοια, όσοι είχαν μολυνθεί πρώτα με τον υπότυπο H3N2 είναι λιγότερο ευάλωτοι στη γρίπη Α κατά τη διάρκεια των εποχών που κυριαρχείται από τον υπότυπο H3N2. Επιπρόσθετα, η ανοσία που αποκτήθηκε αργότερα στη ζωή δεν παρέχει την ίδια ισχύ προστασίας με αυτήν που αποτυπώνεται στην παιδική ηλικία.
Για να κατανοήσουν αυτά τα αποτελέσματα, οι ερευνητές μελέτησαν τις ομοιότητες/διαφορές που παρουσιάζουν οι αλληλουχίες RNA μεταξύ των στελεχών του ιού της γρίπης H1N1 και H3N2. Αποδείχθηκε ότι ανήκουν σε δύο χωριστούς κλάδους ή ομάδες στο “γενεαλογικό δέντρο” του ιού της γρίπης. Ενώ η μόλυνση με κάποιον έχει ως αποτέλεσμα το ανοσοποιητικό σύστημα να είναι προετοιμασμένο, κατά κάποιον τρόπο, ακόμα και για μελλοντική μόλυνση και από τον άλλο υπότυπο, η προστασία από τις μελλοντικές λοιμώξεις είναι πολύ ισχυρότερη όταν εκτίθεται στο ίδιο υπότυπο που είχε εκτεθεί προηγουμένως.
Με άλλα λόγια, εάν ήσαστε παιδί και είχατε την πρώτη σας εμφάνιση γρίπης το 1957, όταν υπήρχε το στέλεχος H1N1 αλλά όχι ο υπότυπος H3N2, μια μόλυνση με H3N2 είναι πολύ πιο πιθανό να σας στείλει με συμπτώματα ακόμα και στο νοσοκομείο από ό, τι μια μόλυνση με H1N, όπως συμβαίνει με άτομα μεγάλης ηλικίας (άτομα 62 χρονών και πάνω) φέτος στη χώρα μας.
Τέλος, η ανοσία των ατόμων ποικίλει, ακόμα και αν δευτερευόντως μολυνθούν από στέλεχος που ανήκει στον ίδιο υπότυπο με την πρώτη σας έκθεση. Με άλλα λόγια, η ικανότητά μας να καταπολεμήσουμε τον ιό της γρίπης καθορίζεται όχι μόνο από τους υποτύπους που έχουμε συναντήσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας, αλλά και από την αλληλουχία του RNA του υπότυπου που είχαμε εκτεθεί.
Τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν το φαινόμενο που είναι γνωστό ως «αντιγονική αποτύπωση»**, γεγονός που υποδηλώνει ότι η πρώιμη έκθεση σε έναν από τους δύο υποτύπους της γρίπης που κυκλοφορούν κάθε χρόνο αποτυπώνεται στην ανοσία μας και επηρεάζει δυσανάλογα τη δια βίου ανταπόκριση του οργανισμού στη γρίπη.
Με βάση τα προηγούμενα, εξηγείται γιατί ο υπότυπος H3N2 (εμφάνιση το 1968) προκαλεί την πλειοψηφία των σοβαρών, κλινικά περιστατικών σε ομάδες ηλικιωμένων (62 χρονών και πάνω) υψηλού κινδύνου και την πλειοψηφία των συνολικών θανάτων. Από την άλλη, ο υπότυπος H1N1 (εμφάνιση το 1917) προκαλεί λιγότερους θανάτους και προσβάλει κυρίως νέους και μεσήλικες (άτομα μικρότερης ηλικίας των 62 ετών).
Αυτό ερμηνεύεται ότι η προηγούμενη ανοσία των ανθρώπων σε ιούς όπως η γρίπη ή ακόμα και ο κορωνοϊός μπορεί να έχει τεράστιο αντίκτυπο στον κίνδυνο να αρρωστήσουν κατά τη διάρκεια επιδημιών και πανδημιών. Επιπρόσθετα, τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον πανδημικό και επιδημικό σχεδιασμό, επιτρέποντας στους υπεύθυνους Υγείας να εκτιμήσουν ποιος μπορεί να διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο σε ένα δεδομένο έτος, με βάση την ηλικία τους και τους ιούς που κυριαρχούσαν τη στιγμή της γέννησής τους.
*Βιβλιογραφία. Gostic K.M., et al. (19/12/2019). Childhood immune imprinting to influenza A shapes birth year-specific risk during seasonal H1N1 and H3N2 epidemics. PLOS Pathogens, 15 (12): e1008109. Ελεύθερα προσβάσιμη.

https://web.facebook.com/konstantinos.triantaphyllidis/posts/1021908974855445

https://web.facebook.com/photo.php?fbid=1021908854855457&set=a.123261994720152&type=3