Η ημικρανία είναι μια χρόνια σύνθετη νευροαγγειακή διαταραχή με ισχυρό γενετικό υπόβαθρο. Υπάρχουν σπάνιες μονογονιδιακές μορφές ημικρανίας, καθώς και πιο κοινές πολυγονιδιακές μορφές. Σε άρθρο ανασκόπησης* συνοψίζονται οι πρόοδοι που έχουν γίνει στη γνώση και κατανόηση των γονιδίων και των γενετικών παραλλαγών που εμπλέκονται στην αιτιολογία της ημικρανίας.
Η ημικρανία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες μέτριες έως έντονες κεφαλαλγίες, συχνά σε συνδυασμό με μια σειρά από συμπτώματα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Οι κεφαλαλγίες επηρεάζουν το μισό μέρος του κεφαλιού, ενώ διαρκούν από 2 έως 72 ώρες. Ημικρανίες επηρεάζουν το 15%-20% των ενηλίκων στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά παραμένουν πεισματικά δύσκολο να εξηγηθούν. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι οι ημικρανίες τείνουν να τρέχουν σε οικογένειες αλλά δεν είναι σίγουροι για τους ακριβείς μηχανισμούς που προκαλούν τις ημικρανίες. Γνωρίζουμε από μελέτες διδύμων ότι οι ημικρανίες οφείλονται σε ένα κράμα γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Μάλιστα, περίπου τα 2/3 των περιπτώσεων αποτελούν κληρονομικές διαταραχές. Το άρθρο ανασκόπησης* δείχνει γιατί μερικές οικογένειες είναι επιρρεπείς σε ημικρανίες και πώς η γενετική μπορεί να επηρεάσει τον τύπο ημικρανίας που παρουσιάζουν.
Η ημικρανία χαρακτηρίζεται από δύο κύριους τύπους: Το 1/3 των ανθρώπων με ημικρανία αντιλαμβάνεται μία αύρα (μια παροδική οπτική, αισθητική, λεκτική ή κινητική διαταραχή που σηματοδοτεί ότι ο πονοκέφαλος θα επέλθει σύντομα) και τα 2/3 των περιπτώσεων παρουσιάζει ημικρανία χωρίς αύρα. Η κληρονομική ημιπληγική ημικρανία είναι σπάνιος τύπος ημικρανίας με αύρα που προκαλείται από μεταλλάξεις σε τρία κύρια γονίδια – CACNA1A, ATP1A2 και SCN1A. Κληρονομείται με αυτοσωματικό υποτελή τρόπο. Τα γονίδια αυτά κωδικοποιούν πρωτεΐνες που εμπλέκονται στο κανάλι μεταφοράς ιόντων και πρωτεϊνών μεταφοράς. Μελέτες σε κυτταρικά και ζωικά μοντέλα δείχνουν ότι, γενικά, οι μεταλλάξεις έχουν ως αποτέλεσμα τη διαταραχή της γλουταμινεργικής νευροδιαβίβασης και της υπερέκκρισης του φλοιού, οι οποίες καθιστούν τον εγκέφαλο να είναι πιο ευαίσθητος στην καταθλιπτική καταστολή της φλοιού, φαινόμενο που συμπίπτει με τα συμπτώματα της αύρας.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι ημικρανίες θα μπορούσαν να τρέξουν σε οικογένειες περιλαμβάνει πολυγονιδιακή** κληρονομικότητα. Εάν ένα χαρακτηριστικό είναι πολυγονιδιακό, αυτό σημαίνει ότι μια ομάδα γονιδίων επηρεάζει συλλογικά αυτό το χαρακτηριστικό. Σε αυτήν την περίπτωση, παραλλαγές σε πολλά γονίδια με ρόλο στη ρύθμιση νευροδιαβιβαστών στις νευρωνικές συνάψεις ή σε αγγειακή λειτουργία, μπορεί να προκαλέσουν κληρονομική ημικρανία, ημιπληγική ημικρανία και άλλες σχετικές διαταραχές. Στο άρθρο ανασκόπησης* περιγράφονται επιπλέον γονίδια που εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια της ημικρανίας.
Επίσης, σε εργασία (Felix M. Key, και συν. Human local adaptation of the TRPM8 cold receptor along a latitudinal cline. PLOS Genetics: e1007298, 3 Μαΐου 2018) παρουσιάζονται στοιχεία προσαρμογής σε μια ρυθμιστική γενετική παραλλαγή που βρίσκεται κοντά στο γονίδιο TRPM8. Αυτό το γονίδιο κωδικοποιεί για έναν υποδοχέα θερμοκρασίας που επιτρέπει στο άτομο να ανταποκρίνεται σε ψυχρές θερμοκρασίες. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι μια γενετική παραλλαγή του γονιδίου, έγινε συχνότερη στους πληθυσμούς που ζούσαν σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη τα τελευταία 25.000 χρόνια. Μόνο το 5% των ατόμων με καταγωγή από τη Νιγηρία φέρουν την παραλλαγή, σε σύγκριση με το 73% στην Ισπανία, με το 78% στη Βόρεια Ιταλία, και το 88% των ατόμων με Φινλανδική καταγωγή. Κατά συνέπεια η θετική επιλογή αύξησε τη συχνότητά της παραλλαγής σε διαφορετικούς βαθμούς στους Ευρασιατικούς πληθυσμούς. Είναι ενδιαφέρον ότι η παραλλαγή αυτή έχει προηγουμένως συσχετιστεί με πονοκεφάλους/ημικρανίες, ενώ το αρχικό κανονικό γονίδιο προστάτευε από την ημικρανία. Το ποσοστό των ατόμων που πάσχουν από τη διαταραχή ποικίλλει μεταξύ των ανθρώπινων πληθυσμών, αλλά είναι υψηλότερο σε άτομα Ευρωπαϊκής προέλευσης. Αυτό υποδηλώνει ότι η προσαρμογή στο κρύο συνέβαλε ενδεχομένως στη διακύμανση της επικράτησης της ημικρανίας που καταγράφεται σήμερα στους πληθυσμούς του ανθρώπου.
Τέλος, η αλληλούχιση του γενετικού υλικού επόμενης γενιάς θα επιταχύνει την εύρεση νέων πιθανών παραλλαγών γονιδίων που εμπλέκονται στην αιτιολογία της διαταραχής, ενώ σε συνδυασμό με τη βιοπληροφορική θα συνδράμουν στην ιεράρχηση, επιβεβαίωση και κατανόηση των μηχανισμών που προκαλούν τη διαταραχή.
Βιβλιογραφία: * Sutherland G. et al. (2019). Advances in genetics of Migraine. The Journal of Headache and Pain 20:72.
**Gormley P., et al. Common variant burden contributes to the familial aggregation of migraine in 1,589 families. Neuron, 2018 DOI: 10.1016/j.neuron.2018.04.014
Αναδημοσίευση από το facebook του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη