Τα ζώα τον Χειμώνα κοιμούνται…

” Σε ένα πανέμορφο δάσος γεμάτο καστανιές, βελανιδιές, καρυδιές, βατομουριές και θάμνους υπήρχε ένα σχολείο που πήγαιναν όλα τα ζώα. Εκεί τα μικρά μάθαιναν  τρόπους να προφυλάσσονται από τους εχθρούς τους, να ξεχωρίζουν τα δηλητηριώδη μανιτάρια, να μαζεύουν τους καρπούς και να αλληλοβοηθούνται όταν χρειαζόταν. Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι έπαιζαν ανάμεσα στα λουλούδια και στους καταπράσινους θάμνους. Το Φθινόπωρο έτρεχαν πάνω στα ξερά φύλλα και μάζευαν καρπούς. ΄Ηταν όλοι φίλοι και τους άρεζε  το σχολείο τους. Μια γκρίζα φθινοπωρινή μέρα ένας από όλους ο αρκούδος ο Καφετούλης δεν εμφανίστηκε. Ο σκίουρος, ο σκαντζόχοιρος, ο ασβός,ο βατραχούλης, η χελωνίτσα και η μαρμότα τον έψαξαν παντού, αλλά δεν κατάφεραν να το βρουν. Πήγαν λοιπόν, να τον ψάξουν στη φωλιά του, αλλά ήταν κλειστή κι έτσι δεν μπόρεσαν να μπουν, αλλά ούτε και να κοιτάξουν μέσα. Την επόμενη μέρα ρώτησαν τη δασκάλα, την κυρά Κουκουβάγια πού μπορεί να ήταν ο φίλος τους. Αυτή τους απάντησε: Ο φίλος σας ήδη έχει πέσει σε χειμερία νάρκη!”. Τα ζωάκια δεν κατάλαβαν αμέσως και ρώτησαν τι είναι αυτή η “χειμερία νάρκη” κι εκείνη αποκρίθηκε: “Είναι ένας μακρύς ύπνος που διαρκεί όλον το χειμώνα. Πολλά ζώα του δάσους, ακόμη κι εσείς, κοιμούνται το χειμώνα γιατί δεν αντέχουν το κρύο και την παγωνιά. Σήμερα είναι η τελευταία μέρα του σχολείου σε λίγο δε θα κρατιέστε από τη νύστα και θα κοιμηθείτε σαν το φίλο σας τον αρκούδο και θα ξυπνήσετε την Άνοιξη”. Ο μικρός σκαντζόχοιρος επαναστάτησε γιατί δεν ήθελε να μείνει κλεισμένος και να κοιμηθεί τόσο καιρό. ο σκίουρος στενοχωρήθηκε, γιατί δε θα μπορούσε πια να ανεβαίνει και να χοροπηδά στα κλαδιά των δέντρων για να μαζέψει φουντούκια και καρύδια που τόσο του αρέσουν. Ο βατραχούλης κι αυτός απογοητεύτηκε γιατί δε θα μπορεί πλέον να πλατσουρίζει στο ποταμάκι και να παίζει με τους φίλους του νεροπόλεμο. Η χελωνίτσα αποφάσισε να κρατηθεί ξύπνια για να γνωρίσει το χειμώνα, εξάλλου τι το φοβερό έχει και όλοι τον αποφεύγουν; Ο ασβός χασμουρήθηκε και σκέφτηκε σα να έχει δίκιο η δασκάλα…ενώ η μαρμότα άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Έκλαψαν και τα χάμστερ, τα ποντικάκι, οι τυφλοπόντικες, τα φίδια, οι νυχτεριδούλες οι ατακτούλες, αλλά και τα σαλιγκάρια, τα σκουλήκια και όλα τα μικρούλια έντομα γιατί δεν ήθελαν να πέσουν σε χειμερία νάρκη. Τότε η κυρα Κουκουβάγια για να τα παρηγορήσει τους είπε: ” Η χειμερία νάρκη είναι μια ευχάριστη ξεκούραση. Ούτε θα καταλάβετε πότε θα έρθει η Άνοιξη και θα βρεθούμε ξανά όλοι μαζί. Τώρα πηγαίνετε να παίξετε και μαζέψτε φρούτα και καρπούς όσα μπορείτε να κουβαλήσετε. Θα τα χρειαστείτε όταν θα ξυπνήσετε….Οι μικροί σκαντζόχοιροι άρχισαν να κυλιούνται πάνω στα ξερά φύλλα, τα σκιουράκια έτρεχαν πάνω κάτω μαζεύοντας όσους καρπούς έβρισκαν και μασουλώντας βελανίδια και φουντούκια, τα βατραχάκια απολάμβαναν το τελευταίο πλατσούρισμα στο νερό ενώ οι μαρμότες έτρεχαν στο δάσος παίζοντας κυνηγητό. Η χελωνίτσα μασουλούσε τα τελευταία φυλλαράκια μιας αγριοφραουλιάς και οι ασβοί βιαστικοί έσκαβαν πιο βαθιές τρύπες και κουβαλούσαν ξυλαράκια και ξερά φύλλα για να φτιάξουν το πιο ζεστό και αναπαυτικό κρεβατάκι. Λίγο το ‘χεις τόσο καιρό θα μέναν κρεβατωμένοι! Οι νυχτεριδούλες πετάριζαν δεξιά κι αριστερά μη ξέροντας τι να κάνουν. Το απόγευμα όλα τα ζώα μαζεύτηκαν σε ένα χαλί από φύλλα γύρω από την κυρα Κουκουβάγια που τραγουδούσε ένα όμορφο τραγουδάκι με τη βραχνή φωνή της. Σιγά σιγά ένιωσαν τα βλέφαρά τους να βαραίνουν τόσο που με δυσκολία άκουγαν τη φωνή της δασκάλας τους.  Κουλουριάστηκαν κι αποκοιμήθηκαν αγκαλιά σαν μικρές μπαλίτσες το ένα δίπλα στο άλλο. Προτού βραδιάσει οι γονείς τους πήγαν να τα πάρουν για να τα πάνε στις φωλιές τους που έκλεισαν ερμητικά. Την επόμενη μέρα το δάσος φαινόταν έρημο. Ούτε φωνές, ούτε χαχανητά…Που και που κανένα λαγουδάκι ξεμυτούσε από τη φωλιά του ψάχνοντας συντροφιά μα κι αυτό γρήγορα κρυβόταν στο πρώτο βουητό του κρύου βοριά. Οι μικροί φίλοι κοιμόντουσαν ήσυχα και μόνο τις νύχτες το ουρλιαχτό του λύκου που έψαχνε για τροφή ακουγόταν και το αλύχτισμα της αλεπούς που τριγυρνούσε κι αυτή πεινασμένη στο έρημο δάσος. Κι όλα τους ονειρεύονταν την Άνοιξη και τα παιχνίδια που τους περίμεναν. Και η κυρα Κουκουβάγια τους νανούριζε και μας συμβουλεύει “Κουκουβα κουκουβά μη ξυπνάτε τα μικρά!”
Το παραμυθάκι έγινε αφορμή για δραματοποίηση. Μοιράστηκαν οι ρόλοι και τα παιδιά ακίνητα περιμένουν εντολές. Με το παράγγελμά μας αντιγράφουν τις κινήσεις των ζώων όπως αναφέρονται στη διήγηση…στο τέλος πέφτουν σε χειμερία νάρκη ενώ ο λύκος και η αλεπού άδικα τους ψάχνουν και η κυρά κουκουβάγια τους κοροϊδεύει και γελά λέγοντας τραγουδιστά: “Άδικα τριγυρνάτε! Τίποτα πια δε θα φάτε…Τα ζωάκια τα μικρά κοιμούνται ήσυχα πια.”

 

Ταϊσμένος, φουσκωμένος ο αρκούδος ξαπλωμένος
στη σπηλιά του ονειρεύεται και με τη γούνα του ζεσταίνεται.
Η μαρμότα κοιμάται κι αυτή σε μια τρύπα μες στη γη.
Και κοντά της ο ασβός κουλουριάζεται κι αυτός.
Εδώ θα ξεχειμωνιάσει και την είσοδο θα φράξει.
Μια μπαλίτσα αγκαθωτή ο σκαντζόχοιρος πιο κει
κι χελώνα αγαλιασμένη στο καβούκι της κρυμμένη.

Το σαλιγκάρι με το σκουλήκι κι ο τυφλοπόντικας με το ποντίκι
τις νυχτερίδες συναντάνε τις πιτζάμες τους φοράνε!
Ο σκιουράκος μοναχός κοιμάται ξυπνάει διαρκώς.
Τρώει λίγο, μασουλάει και στο ύπνο ξαναγυρνάει.
Είναι κι άλλοι…δε σας λέω που κοιμούνται το χειμώνα
γύρω γύρω μες στα χιόνια.
Μα καθένας τους γνωρίζει πως θα ‘ναι ώρα να ξυπνήσει
όταν Άνοιξη μυρίσει!

 

Στη συνέχεια , μπορούμε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να μιμηθούν τα ζώα που πηγαίνουν για “ύπνο” ,φτιάχνοντας μαζί τους μια διαδρομή τούνελ που τα οδηγεί στη φωλιά για να κοιμηθούν…αλλά και έξω από τη φωλιά όταν έρθει η Άνοιξη. Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε αυτήν την κατασκευή χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά όπως:
– Τουβλάκια γυμναστικής πάνω στα οποία θα περπατούν όταν μιμούνται τα ζώα
– Καρέκλες που ενώνουμε και κάτω από αυτές κινούνται σε δεύτερη φάση πηγαίνοντας στη φωλιά τους κ.α