Solvay 1912-27

Τα συνέδρια του Solvay ξεκίνησαν το 1912 με χρηματοδότηση του βέλγου βιομήχανου Ernest Solvay και ήταν διάσημα στον κόσμο της φυσικής και της χημείας. Ήταν αφιερωμένες στα εξαιρετικά ανοικτά προβλήματα της επιστήμης, αλλά το πιο διάσημο συνέδριο υπήρξε το 5ο Συνέδριο Solvay τον Οκτώβριο 1927 σχετικά με τα ηλεκτρόνια και τα φωτόνια, όπου αξιοσημείωτοι φυσικοί απ όλο το κόσμο, συναντήθηκαν για να συζητήσουν τις νέες απόψεις για την κβαντική θεωρία. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες εκεί μέσα ήταν ο Albert Einstein και ο Niels Bohr που συζήτησαν τη μόλις θεμελιωμένη σύγχρονη κβαντομηχανική. Οι 17 από τους 29 που έλαβαν μέρος στο συνέδριο αυτό είχαν πάρει ή θα έπαιρναν στο μέλλον Βραβείο Νόμπελ.

Solvay_529 ιστορικοί επιστήμονες σε μία φωτογραφία, στο συνέδριο του Solvay το 1927

Πίσω: Auguste Piccard, Émile Henriot, Paul Ehrenfest, Édouard Herzen, Théophile de Donder, Erwin Schrödinger, JE Verschaffelt, Wolfgang Pauli, Werner Heisenberg, Ralph Fowler, Léon Brillouin.

Στη μέση: Peter Debye, Martin Knudsen, William Lawrence Bragg, Hendrik Anthony Kramers, Paul Dirac, Arthur Compton, Louis de Broglie, Max Born, Niels Bohr.

Μπροστά: Irving Langmuir, Max Planck, Marie Curie, Hendrik Lorentz, Albert Einstein, Paul Langevin, Charles-Eugène Guye, CTR Wilson, Owen Richardson.

Το 5ο συνέδριο υπήρξε επίσης η κορύφωση του αγώνα μεταξύ του Einstein και των οπαδών του επιστημονικού ρεαλισμού, που ήθελαν τους αυστηρούς κανόνες της επιστημονικής μεθόδου όπως αυτοί είχαν διατυπωθεί από τον Αμερικανό φιλόσοφο, μαθηματικό και επιστήμονα της λογικής Charles Sanders Peirce (1839 – 1914), που μερικές φορές είναι γνωστός και ως “ο πατέρας του πραγματισμού”. Από την άλλη πλευρά ήταν ο Bohr και οι ιδεαλιστές που απορρίπτουν τους αντικειμενικούς νόμους της φύσης και θεωρούν τον κόσμο σαν ένα χάος που μπαίνει σε τάξη μόνο από την ανθρώπινη συνείδηση.  Από το συνέδριο και πέρα η προσέγγιση του Bohr επεκράτησε στη σύγχρονη φυσική.

Ο Einstein δε δέχεται τους όρους που ισχύουν στην κβαντομηχανική, καθώς στο μικρόκοσμο (εντός του ατόμου) κάνοντας το ίδιο πείραμα υπό ίδιες συνθήκες δυο φορές, θα βγουν δυο διαφορετικά αποτελέσματα, αρνούμενος την ύπαρξη πιθανοτήτων, παθιασμένος να βρει την θεωρία των πάντων.

Ο Einstein υποστήριξε μέχρι τέλους τον ρεαλισμό, θεωρώντας την κβαντομηχανική ως μη ολοκληρωμένη θεωρία, ενώ ο Niels Bohr απέδωσε με όρους μαγείας (υιοθετήθηκε ως πραγματιστική η ειρωνική φράση του Αϊνστάιν «spookie action from a distance») το πώς τα πράγματα συμβαίνουν και προέτρεψε να μην ασχολούμαστε με αυτά που δεν γίνονται κατανοητά από τον ρεαλισμό. Ως και σήμερα δεν έχει επιτευχθεί συναίνεση για το θέμα στην επιστημονική κοινότητα.

Ο Einstein απογοητευμένος από την αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg, είπε τότε: «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια». και ο Bohr του απάντησε, «Αϊνστάιν, σταμάτα να λες τι να κάνει ο Θεός».

O Αϊνστάιν δεν πείσθηκε από τα λεχθέντα και υποστήριξε ότι η ερμηνεία Bohr-Heisenberg, αντέφασκε προς τη θεωρία της σχετικότητας.

Όταν ο Bohr απέδειξε την αβασιμότητα των επιχειρημάτων τού Αϊνστάιν, εκείνος επανήλθε με ένα νέο νοητικό πείραμα, το οποίο και πάλι αντέκρουσε ο Bohr. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Bohr εξήλθε «νικητής» από τις συζητήσεις τού 1927 και ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες αναγνώρισαν τη δύναμη των επιχειρημάτων του. O Αϊνστάιν ναι μεν αναγνώρισε την οξυδέρκεια που επέδειξε ο Bohr ως συνομιλητής του, δεν έστερξε όμως να παραδεχτεί την ορθότητα των απόψεων του.

Σε μια επιστολή του προς τον Schrodinger μισό χρόνο μετά το συνέδριο, ο Αϊνστάιν περιέγράφε σαρκαστικά την ερμηνεία της Κοπεγχάγης αποκαλώντας την «η ηρεμιστική φιλοσοφία των Heisenberg και Bohr — ή μήπως θρησκεία;» Και προσέθετε ότι «προσφέρει ένα απαλό προσκέφαλο για τον αληθινό πιστό που δύσκολα τον αφήνει να αφυπνισθεί».

O δεύτερος γύρος της περίφημης αντιπαράθεσης Bohr-Αϊνστάιν έλαβε χώρα στο 6ο Συνέδριο Solvay, τον Οκτώβριο του 1930, όταν η μποριανή ιδέα της συμπληρωματικότητας δυνάμωνε την επιρροή της μεταξύ των ευρωπαίων φυσικών.

Τα μέσα που επιστρατεύθηκαν για την κατάρριψη ήταν τα ίδια όπως και πριν τρία χρόνια, ένα νοητικό πείραμα. H έκβαση του δεύτερου γύρου της αντιπαράθεσης υπήρξε η ίδια όπως και του πρώτου: η μποριανή αντίληψη της κβαντικής μηχανικής ενισχύθηκε, και ο σκεπτικισμός τού Αϊνστάιν φάνηκε αδικαιολόγητος. Μέχρι τότε, ο Αϊνστάιν είχε ελπίσει να καταρρίψει την κβαντική μηχανική αποδεικνύοντας ότι οι σχέσεις αβεβαιότητας δεν ευσταθούσαν· η πίστη του στην έσχατη αιτιότητα παρέμεινε ακλόνητη, και κατά τη δεκαετία του 1930 μετατόπισε την εστία των ενστάσεων του από την ασυνέπεια στη μη πληρότητα.

-Δήμητρες Ζώτου- Ευθυμιοπούλου

Πηγή: http://physics4u.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων