ΦΙ-ΛΟΛΟ-ΓΙΚΑ Ή ΦΙΛΟ-ΛΟΓΙΚΑ;
10 Δεκ 2019

Ροΐδης – “Πάπισσα Ιωάννα”

Συντάκτης: ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ | Κάτω από: Νεοελληνική λογοτεχνία, Πεζογραφία
Roidis_Emanouil

“Μετρ” της ειρωνείας και του δηκτικού ύφους, οξύνους και ορθολογιστής, ο Ροΐδης στρέφει τα βέλη του, μεταξύ άλλων, κατά των υπερβολών που εντοπίζει στις θρησκευτικές διδαχές και κατά των πρακτικών που παρατηρεί μεταξύ των εκπροσώπων του κλήρου.

Από την αρχή ήδη του αποσπάσματος ο συγγραφέας καταγγέλλει την αγελαία συμπεριφορά των μοναχών, κάνοντας αναφορά στην εκδίωξή τους «εκ της μάνδρας των». Με καυστικό ύφος και πολλαπλές αναφορές θίγει εν συνεχεία το ζήτημα της  «ρυπαρότη[τος] των καλών πατέρων», της έλλειψης στοιχειώδους υγιεινής, που τους καθιστά «δυσώδεις και ρυπαρ[ούς]», κατάσταση που φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την ιδιότητα του ευσεβούς (έτσι παρουσιάζονται όλοι «οι προτιθέμενοι να αρέσωσι εις μόνον τον Θεόν»). Ενδέχεται, βέβαια, ο συγγραφέας να θέλει να υπονοήσει και τη ρυπαρότητα των σκέψεων και της συμπεριφοράς των ρασοφόρων και όχι μόνο αυτή των σωμάτων τους.

Ο Ροΐδης ειρωνικά και κατ’ επανάληψη χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της εκκλησίας «αγγελικ[ούς] και μεγαλόσχημ[ους]», στηλιτεύοντας τόσο την διαδεδομένη εντύπωση ότι το σχήμα τους εγγυάται και την ψυχική τους ευγένεια,  όσο και την κομπορρημοσύνη  και τη μεγαλομανία που διακρίνει τη συμπεριφορά τους, ως ταγών της εκκλησίας (σε αντίθεση, βέβαια, με τις διδαχές του χριστιανισμού περί ταπεινοφροσύνης). Οι παραπάνω ιδιότητες διαψεύδονται είτε άμεσα («Οι μάλλον […] εξηγριωμένοι ήσαν αγγελικοί τινες») είτε έμμεσα με την επίδειξη συγκεκριμένων συμπεριφορών, αποκαλυπτικών της υποκρισίας, του ψεύδους, της λαγνείας, της εκδικητικότητας ή της άσκησης εκφοβισμού. Έτσι, «οι μεγαλόσχημοι εκείνοι οπαδοί του Αγίου Βασιλείου […] εξήρχοντο πολλάκις έχοντες ορνίθιον εις την κοιλίαν και αμάρτημα εις την συνείδησιν», υποκύπτοντας στις απολαύσεις, αν και, υποκριτικά, τις καταδικάζουν, εκστομίζουν απειλές «ίνα φοβήσωσι […] δια των φλογών της κολάσεως ή των αφορισμών της Εκκλησίας», είναι εκδικητικοί («εξεδικούντο την ακατάδεκτον καλογραίαν») και επιρρεπείς σε κάθε είδους σαρκικές απολαύσεις («Εις ηγούμενος, δύο αρχιερείς […] εγνώριζον ήδη το περιεχόμενον του ράσου της»).

Με δεξιοτεχνία ασκεί επίσης αμείλικτο έλεγχο στην αμάθεια των ιερωμένων: δάνειζαν ή δώριζαν χειρόγραφα στην Ιωάννα, επειδή δεν ήταν σε θέση οι ίδιοι να τα διαβάσουν, όπως υποδηλώνει ο μύθος της αλεπούς και του αλόγου. Κατακρίνει την οπισθοδρομικότητά τους («καλογηρική σκωρία»), ενώ θεωρεί ότι έχουν επιλέξει αυτή την ιδιότητα όχι ως λειτούργημα αλλά ως μια εύκολη και άκοπη ασχολία: «τα Κύριε ελέησον ήταν η καλλιτέρα τέχνη και καλώς ποιών έμεινε καλόγηρος».

Οι διδαχές της χριστιανικής θρησκείας επίσης ελέγχονται για την προσκόλληση στους τύπους («νερόβραστος δίαιτα, μακραί προσευχαί […]) και την αφελή πεποίθηση ότι η τήρηση αυτών των τύπων αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη σωτηρίας («δια πλειόνων ή ολιγωτέρων νηστειών και μαστιγώσεων να κατακτήσωσιν υψηλόν τινά ή  ταπεινωτέραν θέσιν εν τω Παραδείσω»). Ειρωνικά αντιμετωπίζεται επίσης η πίστη σε θαυμαστές μορφές ασκητών που «αγιοποιούνται» («επιχειρήσας να μη λαμβάνη άλλην τροφήν πλην της αγίας μεταλήψεως απέθανε μετα δεκαήμερον […]», ενώ ανάλογη διακωμώδηση επιφυλάσσει ο συγγραφέας στα «θαύματα», όπως αυτό που συνέβη στον Φρουμέντιο, όταν ο άγιος Βονιφάτιος τον θεράπευσε από τον έρωτά του (η διαδικασία παρουσιάζεται περίπου ως εγχείρηση). Η καθολική εκκλησία δεν είναι άμοιρη της κριτικής του Ροΐδη. Ο καθολικός ιερέας που προσπαθεί να ηρεμήσει τη θάλασσα προσφέροντας θεία μετάληψη στα δελφίνια και παρασύρεται από τα κύματα, ανήκει σίγουρα στο πάνθεον των πιο σπαρταριστών ηρώων του.

Τεχνίτης της πένας, σπινθηροβόλο και κριτικό πνεύμα, ο Ροΐδης στηλιτεύει τα κακώς κείμενα θρησκείας και εκκλησίας, στοχεύοντας να αφυπνίσει σαν «τις χήνες του Καπιτωλίου» όχι πλέον τους Ρωμαίους, αλλά τους Ρωμιούς συμπολίτες του.

Ετικέτες: ,

Τα σχόλια είναι κλειστά.