Η Φυσική Αγωγή κατά το Ελληνικό Σύνταγμα.

(Επιμέλεια Παναγιώτης Μαυροδάκος Κ.Φ.Α.)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην Ελλάδα, για τον σύγχρονο όρο φυσική αγωγή (1975 και εντεύθεν) έχουν δοθεί αρκετοί ορισμοί που δεν απορρίπτουν τις αθλητικές δραστηριότητες μέσα στα πλαίσιά της, όμως όλοι την εντάσσουν στην εκπαιδευτική διαδικασία και στο χώρο του σχολείου. Παρ’ όλ’ αυτά, ο όρος Φυσική Αγωγή, φαίνεται να μην μπορεί να καθορίσει με ακρίβεια τα όρια ενός χώρου που τείνει να καλύψει κάθε φυσική δραστηριότητα που χρησιμοποιεί ως μέσον την ανθρώπινη κίνηση. Για το λόγο αυτό έχουν προταθεί για την αντικατάσταση ή συμπλήρωση του προηγουμένου, οι όροι Κινησιολογία, Αθλητική Επιστήμη, Επιστήμη της Αθλητικής κίνησης. Όπως άλλωστε προκύπτει κι από την ετυμολογία του ιδίου του όρου, η πρώτη λέξη ( φυσική εκ της λέξεως φύσις, φυσικός) αναφέρεται στα μέσα επίτευξης του παραπάνω στόχου και αυτά δεν μπορεί να είναι άλλα από το σύνολο των φυσικών και σωματικών ασκήσεων ενώ η δεύτερη ( αγωγή εκ του ρήματος άγω) αναφέρεται στο σκοπό, τον στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την παιδεία, την εκπαίδευση, την ευεξία, την ψυχαγωγία, την ολοκλήρωση. Σύμφωνα με τα παραπάνω ένας ορισμός που θα μπορούσε να δοθεί για την φυσική αγωγή είναι ο εξής: Φυσική αγωγή είναι η δια της σωματικής και φυσικής δραστηριότητας προσπάθεια ολοκλήρωσης του ανθρώπου και ένταξής του στην κοινωνία και αυτός είναι ένας από τους στόχους της παιδείας. Είναι όμως αυτός ο πραγματικός ορισμός της; Η περαιτέρω διερεύνηση του όρου αποτελεί σύγχρονη ανάγκη ώστε να οριοθετηθεί το περιεχόμενο και ο σκοπός της ίδιας της Φυσικής Αγωγής.

Σύμφωνα με τον Διεθνή Καταστατικό Χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού της UNESCO, η φυσική αγωγή και ο αθλητισμός κατοχυρώνονται ως απαράγραπτα ανθρώπινα δικαιώματα όπου θα πρέπει να έχουν ελεύθερη πρόσβαση όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτου φυλής, φύλου, χρώματος, θρησκείας, κοινωνικής προέλευσης ή άλλων παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η χρήση της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού, σύμφωνα με την αθλητική παράδοση της κάθε χώρας, είναι ουσιώδης για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μέσω των προγραμμάτων Φυσικής Αγωγής και αθλητισμού, τα οποία οφείλουν να συμβάλουν στη διατήρηση και τη βελτίωση της υγείας, να παρέχουν απασχόληση για τον ελεύθερο χρόνο, να αναπτύσσουν τη δύναμη της θέλησης και την αυτοπειθαρχία σε όλα τα νεαρά άτομα συμπεριλαμβανομένου και των παιδιών προσχολικής ηλικίας, αναπτύσσοντας ανάλογες συνήθειες συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο του Αθλητισμού, η Φυσική Αγωγή και ο αθλητισμός χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα για την διατήρηση της υγείας του πληθυσμού όπως και σαν ασπίδα κατά την καταπολέμηση του σύγχρονου φαινομένου της παχυσαρκίας. Επίσης, οι αξίες που πρεσβεύει ο αθλητισμός χρησιμοποιούνται ως γνώσεις, ερεθίσματα, δεξιότητες που εξυψώνουν την προσωπική προσπάθεια και οδηγούν στην προσωπική ολοκλήρωση. Ο αγωνιστικός αθλητισμός είναι θεμιτός αρκεί να εκπληρώνει το σκοπό του εκπαιδευτικού αθλητισμού, άλλωστε μόνο εξειδικευμένο προσωπικό μπορεί να έχει την ευθύνη για τη Φυσική Αγωγή ενώ  για την ανάπτυξη του αθλητισμού μπορεί να συμμετέχει και εκπαιδευμένο εθελοντικό προσωπικό. Οι εγκαταστάσεις και ο απαραίτητος εξοπλισμός καθώς και οποιαδήποτε άλλη βοήθεια, είναι στοιχεία που πρέπει να παρέχονται από τις δημόσιες αρχές για την καλλίτερη διεξαγωγή της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού. Τέλος μία από τις σημαντικότερες διατάξεις του Διεθνούς καταστατικού Χάρτη της UNESCO, αναφέρει ότι Φυσική Αγωγή και αθλητισμός πρέπει να έχουν ιδιαίτερη θέση σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να εξισορροπούνται οι φυσικές, πνευματικές και ηθικές δραστηριότητες των μαθητών. Με την παραπάνω διάταξη μπορεί να λεχθεί ότι αναγνωρίζεται ο ισότιμος ρόλος του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής στο σχολείο όπως και η συνεισφορά του στους γενικότερους στόχους της εκπαίδευσης.

 

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Ο Διεθνής Καταστατικός Χάρτης της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού της UNESCO δεσμεύει τα κράτη μέλη, ένα εκ των οποίων είναι και η Ελλάδα, ως προς τις υποχρεώσεις τους απέναντι στη Φυσική Αγωγή και τον αθλητισμό. Ένα από τα βασικά ερωτήματα που αναδύονται είναι εάν η χώρα μας ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις που έχει υπογράψει σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση. Η τελευταία, όπως και η Λευκή Βίβλος του Αθλητισμού, φαίνεται να διαχωρίζει τις έννοιες της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού ως προς την έννοια, όχι όμως και ως προς τις υποχρεώσεις των κρατών, τα οφέλη που προκύπτουν ή που θα πρέπει να προκύπτουν από αυτές. Πώς αντιμετωπίζει το ελληνικό σύνταγμα τη Φυσική Αγωγή; Διαχωρίζει τη Φυσική Αγωγή και τον αθλητισμό όπως η Λευκή Βίβλος του Αθλητισμού και ο Διεθνής Καταστατικός Χάρτης της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού της UNESCO; Πώς αντιμετωπίζουν τα ελληνικά αναλυτικά προγράμματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τους στόχους της φυσικής αγωγής; Πληρούνται οι προϋποθέσεις που έθεσε ο νομοθέτης για το ρόλο της φυσικής αγωγής στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Ποιός ήταν ο αντίστοιχος όρος για τη Φυσική Αγωγή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα; Ήταν θεσμοθετημένη στο εκπαιδευτικό σύστημα της τότε εποχής και ποια η σχέση της με τον αθλητισμό; Τελικά, με βάση την παράδοση της χώρας, ο όρος Φυσική Αγωγή χρειάζεται να αντικατασταθεί, κι αν ναι από ποιον;

 

ΣΚΟΠΟΣ

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι κατά κύριο λόγο να διερευνήσει μέσω του συνδυασμού της καταγραφικής και της αναλυτικής μεθόδου τον όρο Φυσική Αγωγή όπως αυτός αναφέρεται κατά κύριο λόγο στο Σύνταγμα της Ελλάδος (Άρθρο 16 παρ.2) καθώς και το αν υπάρχει διαχωρισμός της προς τον αθλητισμό. Επίσης, μέσω της ιστορικής μεθόδου θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστεί ο ρόλος της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού κατά την αρχαιότητα και από τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας σύμφωνα με την παράδοση της χώρας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, και πάλι μέσω της καταγραφικής και αναλυτικής μεθόδου θα γίνει προσπάθεια να αναλυθεί ο τρόπος που παρουσιάζεται η Φυσική Αγωγή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα, όπως και το κατά πόσο ανταποκρίνεται στις επιταγές του Συντάγματος για το ρόλο της. Τελικά, με την καταγραφή των επιμέρους συμπερασμάτων και τη βοήθεια της επαγωγικής μεθόδου θα γίνει προσπάθεια να απαντηθεί το βασικό ερώτημα για το εάν η Ελλάδα δίνει την ανάλογη αξία στη Φυσική Αγωγή όπως επιτάσσει η συμμετοχή της στο Διεθνή Καταστατικό Χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού της UNESCO και τη Λευκή Βίβλο του Αθλητισμού.

Πιστεύεται ότι τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης μπορούν να δώσουν το έναυσμα ενός διαλόγου για μια σύγχρονη αναθεώρηση του όρου Φυσική Αγωγή, στη χώρα μας, καθώς και για τον επαναπροσδιορισμό των στόχων και της αξίας της Φυσικής Αγωγής στην ελληνική εκπαίδευση. Επίσης, η παρούσα μελέτη αναμένεται να συμβάλλει με την κριτική της στις σύγχρονες μεθόδους προσέγγισης της Φυσικής Αγωγής, στον προβληματισμό για την πρακτική τους εφαρμογή όσο και για την παιδαγωγική αναγκαιότητά τους σύμφωνα πάντα με όσα επιτάσσει το Σύνταγμα.

 

  1. I. Η ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ο όρος φυσική αγωγή είναι σύγχρονος όρος. Ποιος ήταν όμως ο όρος και ο ρόλος της στην αρχαιότητα; Αξίζει να μελετώνται παράλληλα με τον αθλητισμό ή μήπως είναι δύο διαφορετικοί χώροι;

Είναι αλήθεια ότι στοιχεία για την  ύπαρξη παιγνιδιών εν ίδει αθλητικών δραστηριοτήτων υπάρχουν σε όλους του αρχαίους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου και του Αιγαίου, όμως αθλητικοί αγώνες φαίνεται να πρωτοεμφανίστηκαν στη Μινωική Κρήτη (Ταυροκαθάψια). Οι αγώνες αυτοί ήταν θρησκευτικοί (αφιερωμένοι στη «Μητέρα-Θεά») όπως οι περισσότεροι άλλωστε αγώνες στην αρχαιότητα και τελούνταν σε ολόκληρο το νησί με τεράστια απήχηση. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι επρόκειτο για αγώνες επίδειξης και μόνο. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φαίνεται να μην υπάρχει κάποιος διαχωρισμός μεταξύ αυτού που ονομάζουμε σήμερα Φυσική Αγωγή και αθλητισμός, οι αγώνες που διεξάγονταν όμως είχαν θεσμοθετηθεί. Γυμναστική και αγωνιστική έχουν την ίδια έννοια και παρουσιάζονται μέσα από θρησκευτικούς αγώνες ικανοτήτων και επίδειξης σε ειδικά διαμορφωμένες αθλητικές εγκαταστάσεις, κάτι που δείχνει ότι υπήρχε μέριμνα κοινωνική αν όχι κρατική για τη διεξαγωγή τους.

Κατά τους Ομηρικούς χρόνους σκοπός της Αγωνιστικής των Ελληνικών φυλών ήταν η ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών πολεμικών αρετών για την εξυπηρέτηση του ηρωικού πνεύματος της φυλής, που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των σκληρών συνθηκών της τότε ζωής και των πολεμικών αναγκών της πολιτείας. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Ομηρική Αγωνιστική χαρακτηρίζεται ως “ηρωική”. Στην κοινωνία της Ιλιάδος, μυκηναϊκή εποχή, επικρατεί το ηρωικό ήθος, το οποίο αντιπροσωπεύεται από την αιώνια προτροπή του Πηλέα στον υιό του Αχιλλέα, όταν έφευγε για την Τροία: «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλον». Ο Ομηρικός ήρωας δεν καταδέχεται να ζει ως «άχθος αρούρης». Επιδιώκει κάθε στιγμή την τιμή και τη δόξα. Νιώθει περήφανος για τη γενιά του ( Γλαύκος προς Διομήδη: «Ταύτης τοι γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι» ) και θυσιάζει τη ζωή του χάριν της τιμής, της αξιοπρέπειας, της πατρίδας της οικογένειας, της φιλίας του κλέους και της αριστείας. Κατάκτηση αριστείας θεωρούνταν τότε και η νίκη σε αθλητικό συναγωνισμό, η οποία ήταν  προσφιλής συνήθεια του χαρακτήρα των Μυκηναίων. Στο μυκηναϊκό πολιτισμό, παρ’ ότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την αγάπη των ηρώων για τον αθλητισμό και τους αγώνες, ιδιαίτερα για τις αρματοδρομίες, δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις για οργανωμένους θεσμικά αγώνες ή συγκεκριμένους χώρους διεξαγωγής των. Οι αγώνες ήταν κυρίως ταφικοί (επί Πατρόκλω άθλα), τελούνταν δηλαδή προς τιμήν των ηρώων. Είναι όμως ξεκάθαρο, ότι η αγωνιστική ήταν άρρηκτα συνυφασμένη με τις καθημερινές συνήθειες και τα ήθη των Ελλήνων. Εκείνη την εποχή δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται ο όρος γυμναστική, ενώ ο αθλητισμός δεν είχε την έννοια της ενασχόλησης με συγκεκριμένο έργο για την απόκτηση βραβείου. Οτιδήποτε κι αν γίνεται δεν ενέχει εξειδίκευση και εμπίπτει στην αγωνιστική. Οι Μυκηναίοι συναγωνίζονταν. Μπορεί να λεχθεί ότι η συστηματικότερη καλλιέργεια της προσφιλέστατης συνήθειας των Ελλήνων να συναγωνίζονται, έδωσε το έναυσμα για την μετέπειτα εξέλιξη της «ελλόγου γυμναστικής». Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ούτε στο μυκηναϊκό πολιτισμό διαχωριζόταν η καλούμενη σήμερα φυσική αγωγή από τον αθλητισμό καθώς και ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη μέριμνα για την προετοιμασία των αθλητών. Επίσης δεν υπήρχε καν εξειδίκευση, αφού ο κάθε ήρωας μπορούσε να λάβει μέρος σε πολλούς και διαφορετικούς αγώνες.

Στη Σπάρτη έναν από τους δύο πυλώνες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική και είχε στρατιωτικό χαρακτήρα. Το σύστημα αγωγής της αποδίδεται στο Λυκούργο, ο οποίος ανέδειξε ως ιδανικό της σπαρτιατικής κοινωνίας την πολεμική αρετή. Η Σπαρτιατική αγωγή ήταν ιδιαίτερα σκληρή κι επίπονη, αφού απέβλεπε στη δημιουργία γενναίων πολεμιστών. Η γυμναστική και ο αθλητισμός είχαν πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή και την εκπαίδευση του κάθε Σπαρτιάτη πολίτη. Το γεγονός βέβαια ότι η εκγύμναση στην αρχαία Σπάρτη έφτανε στο σημείο της υπερβολής, είχε ως συνέπεια την μονομέρεια των πολιτών της. Στη Σπάρτη έχουμε την πρώτη ένδειξη για υποχρεωτική, θεσμοθετημένη  στο εκπαιδευτικό της σύστημα, γυμναστική (ασκήσεις προετοιμασίας για πόλεμο) και αγωνιστική-αθλητισμό. Δεν φαίνεται, όμως, ότι στη Σπάρτη διαχωρίζονται αυτά τα δύο, αφού δεν υπάρχουν ειδικοί ως προς την εκγύμναση των αθλητών της. Οι Σπαρτιάτες ολυμπιονίκες διαπρέπουν λόγω της υπερβολικής και συνεχής εκγύμνασης, του σθένους και του αισθήματος ανωτερότητας που τους διακρίνει.

Τέλος,  στην αρχαία Αθήνα η αγωγή των νέων περιελάμβανε τη γραμματική, τη μουσική και τη γυμναστική. Μέσω όλων αυτών επιδιώκετο η αρμονική ανάπτυξη του σώματος,  και του πνεύματος των νέων. Οι Αθηναίοι, οι κύριοι εκφραστές του μέτρου έδωσαν τεράστια ώθηση στη γυμναστική και από αισθητικής και επιστημονικής πλευράς. Το κάλλος, ως πρώτο συστατικό της καλοκαγαθίας(η οποία είναι η αρμονική συνύπαρξη της ψυχής και του σώματος), ήταν απόρροια της συνεχούς ενασχόλησης με τη γυμναστική. Η τελευταία σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν μόνο δημόσια αλλά προστατευόταν από το ίδιο το κράτος με νόμους. Ο όρος γυμναστική περιελάμβανε, τις ασκήσεις, τα παιγνίδια, τους χορούς και τα αθλήματα που πίστευαν ότι προάγουν τον άνθρωπο. Η αθλητική εξειδίκευση και η αθλητική επιστήμη αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου καθιερώθηκε και για πρώτη φορά ο γυμναστής ως ο επιστήμων που γνωρίζει καλώς όχι μόνον τις σωματικές ασκήσεις και την προπονητική μα και τη βιολογία του ανθρώπου.  Η Γυμναστική για τον Πλάτωνα συνιστά συμπλήρωμα αγωγής και μέσο παιδείας.  Διακρίνεται σε δύο είδη, την όρχηση και την πάλη. Στην ιδανική του Πολιτεία όρισε ότι η αγωγή των νέων θα πρέπει να τελεί υπό την καθοδήγηση της πολιτείας ώστε να προκύπτουν τα οφέλη υπέρ αυτής. Επίσης στο ιδανικό σύστημα που πρότεινε η μουσική και η γυμναστική, είχε εξέχουσα θέση. Ποτέ όμως η γυμναστική δεν θα πρέπει να γίνει αυτοσκοπός γιατί η μονομέρεια συνιστά αγριότητα. Το πνεύμα της πλατωνικής παιδείας θέτει το σώμα σε συνεχή κίνηση γιατί η αδράνεια μπορεί να προκαλέσει δυσάρεστες γι’ αυτό μεταβολές.

Για τον Αριστοτέλη, τον εκφραστή της μεσότητας,  η αγωνιστική κατάσταση συνίσταται από το μέγεθος του αθλητή, την ταχύτητα και τη δύναμή του. Επίσης, οτιδήποτε εμποδίζει τον άνθρωπο στην άσκηση της αρετής θεωρείται βάναυσο, όπως βάναυσο θεωρείται και οτιδήποτε καθιστά άχρηστο το σώμα και γίνεται επί πληρωμή. Τάχθηκε κατά της υπερβολικής άσκησης και υπέρ των ήπιων ασκήσεων εντάσσοντας στη θεωρία του για τη μεσότητα ως αρετή του σώματος την υγεία.

Βλέπουμε ότι και στην Αθήνα παρ’ ότι η αγωγή δεν ήταν υποχρεωτικά δημόσια, υπήρχε μέριμνα της πολιτείας για την γυμναστική, η οποία ήταν ενταγμένη στην εκπαίδευση των νέων αλλά αποτελούσε συνήθεια και τρόπο έκφρασης των περισσοτέρων πολιτών. Τη συγκεκριμένη περίοδο η Γυμναστική έχει δυϊκό χαρακτήρα καθώς γίνεται μια εμφανέστατη διάκριση μεταξύ γυμναστικής και αθλητισμού, όπου η μεν πρώτη αποτελεί μέρος της παιδείας, ο δε δεύτερος απευθύνεται στους ανθρώπους που ασχολούνται εξειδικευμένα με ένα άθλημα προκειμένου να κατακτήσουν βραβείο. Φυσικά η γυμναστική περιελάμβανε αγώνες μεταξύ των παίδων χωρίς βραβείο όμως κι αυτό αποτελούσε μέσο αγωγής. Στην αρχαιότητα υπήρξαν και αρκετοί φιλόσοφοι που κατέκριναν τον αθλητισμό (Ξενοφάνης, Ευριπίδης, Λουκιανός, Γαληνός) και τις υπερβολές των αθλητών όχι όμως τη γυμναστική του σώματος ως μέσο αγωγής και υγείας. Αυτό όμως έγινε κυρίως την εποχή που είχε επέλθει η κρίση και ο μαρασμός, ο επαγγελματισμός και η έλλειψη κάθε έννοιας μέτρου και αξιών μεταξύ των αθλητών. Στόχος τους δεν ήταν η αξία της γυμναστικής και του αθλητισμού στην εκπαιδευτική διαδικασία μα η υπερβολή της άσκησης και των τιμών.

Ένα πρώτο γενικό συμπέρασμα από την μέχρι τώρα ανάλυση της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού στην αρχαιότητα είναι ότι ο όρος Φυσική Αγωγή δεν χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες. Βέβαια, η ιδέα της γυμναστικής και του αγώνα γεννήθηκε στην Ελλάδα. Πριν συσταθούν πόλεις κράτη δεν διαχωρίζονταν η γυμναστική, από τον αθλητισμό ή την αγωνιστική. Από τότε που συστάθηκαν πόλεις κράτη, και ιδιαίτερα στην κλασική Ελλάδα, η γυμναστική, η αγωνιστική και το παιγνίδι αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα. Τα εκπαιδευτικά συστήματα προστατεύουν και προάγουν τη γυμναστική και τον αθλητισμό θεωρώντας ότι συμβάλουν στην ολόπλευρη ανάπτυξη των νέων. Η ελληνική αγωνιστική εμφανίζει έναν ηθικό ορίζοντα σεβαστό από όλους για την προσφορά της ως προς τις παιδαγωγικές, ηθικές και αισθητικές αξίες του ανθρώπου. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο αθλητισμός, εκτός όλων των άλλων, χρησιμοποιήθηκε από τη φυλή των Ελλήνων  και ως θεραπαινίδα της κακής έριδας που τους διέκρινε, της διχόνοιας και του πολέμου. Η αγωνιστική και η γυμναστική χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα αγωγής των νέων, ως μέσα ψυχαγωγίας, ως προετοιμασία για τον πόλεμο ακόμη και ως κατευνασμός του κακού εαυτού του ανθρώπου, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της κακής έριδας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ποτέ οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποίησαν την αγωνιστική και τη γυμναστική κατά κύριο λόγο για τη διατήρηση της υγείας τους όπως αναφέρει η Λευκή Βίβλος του Αθλητισμού ή σαν αυτοσκοπό. Θεωρούνταν ως μέσο αγωγής και παιδείας.

 

  1. II. Η ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΝΕΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Με βάση τα παραπάνω, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: πώς φθάσαμε από τον ενταγμένο στο εκπαιδευτικό σύστημα της κλασικής αρχαιότητας όρο γυμναστική, στον σύγχρονο όρο φυσική αγωγή;

Ο όρος γυμναστική  της αρχαιότητας περιελάμβανε το σύνολο των ανθρώπινων κινητικών δραστηριοτήτων, σωματικών ασκήσεων και αθλημάτων ως μέσον της σφαιρικής αρχαιοελληνικής αγωγής. Τα Βασιλικά διατάγματα της 6ης Φεβρουαρίου 1834 και 31ης Δεκεμβρίου 1836 θέσπισαν δίωρη διδασκαλία ανά εβδομάδα του μαθήματος της γυμναστικής στα δημοτικά σχολεία. Στα Ελληνικά σχολεία η γυμναστική γίνεται κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης από τα μαθήματα. Στα Γυμνάσια η γυμναστική γίνεται μετά το πέρας των μαθημάτων και κατά τους θερινούς μήνες. Το Βασιλικό διάταγμα της 18ης  Φεβρουαρίου 1871 εισάγει στρατιωτικές ασκήσεις και αποσπασμένους ανθυπασπιστές στα σχολεία της χώρας. Στο συγκεκριμένο προτεινόμενο σχέδιο νόμου αναφέρεται για πρώτη φορά ο όρος σωματική αγωγή. Με τον όρο σωματική αγωγή πλέον εννοείται η «εξασφάλιση της υγείας και την τροπή των νέων προς υγιείς και ηθικές συνήθειες και πράξεις». Το Γερμανικό σύστημα σωματικής αγωγής, το οποίο εισήχθη από τους Βαυαρούς στην Ελλάδα, το πρώτο μισό του 20ου αιώνος αντικαθίσταται από το Σουηδικό που χαρακτηρίζεται από στατικές ασκήσεις ορθοσωμίας. Ο περιορισμός του αρχαιοελληνικού όρου γυμναστική από το Σουηδικό σύστημα ασκήσεων έδωσε το έναυσμα για την αντικατάστασή του. Η κατάργηση του Σουηδικού συστήματος φυσικής αγωγής και το πρώτο αναλυτικό πρόγραμμα φυσικής αγωγής για το δημοτικό σχολείο έγινε μόλις το 1977. Από το 1975 σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος χρησιμοποιείται και επίσημα ο όρος Φυσική Αγωγή, με βάση τις θέσεις και τις αντιλήψεις του Ρουσσώ  για την εκπαίδευση των νέων. Το 1990 συντάχθηκαν τα νέα αναλυτικά προγράμματα με αθλητοκεντρική προσέγγιση. Η τελευταία αναθεώρηση των αναλυτικών προγραμμάτων έγινε το 2003.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους χρησιμοποιήθηκε ο όρος γυμναστική και εντάχθηκε στην εκπαίδευση με τελείως διαφορετική σημασία από αυτή που είχε στην αρχαιότητα. Στόχος της εκπαίδευσης δεν ήταν πλέον ο καλός καγαθός πολίτης της κλασικής αρχαιότητας. Η εκπαίδευση δεν είχε καν στο κέντρο τον άνθρωπο. Είχε τη γνώση, δεν υπήρχε δηλαδή  ισορροπία μεταξύ πνευματικής και σωματικής ανάπτυξης των ελληνοπαίδων. Το κύριο βάρος έπεφτε στη γνώση και η γυμναστική γινόταν κατά την περίοδο των διακοπών ή σε ώρες που δεν γινόταν μάθημα. Κύριοι υπεύθυνοι γι’ αυτό κρίνονται οι δημοδιδάσκαλοι της εποχής οι οποίοι ηρνούντο να δεχθούν τα οφέλη της άσκησης. Σε αντίθεση με την αρχική έννοια του όρου, η γυμναστική δεν χρησιμοποιήθηκε σαν μορφωτικό μέσο, αλλά για την υγεία, την εκτόνωση από τα μαθήματα και την ισχυροποίηση του σώματος. Επίσης, τα  ξενόφερτα συστήματα εκγύμνασης που εντάχθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μπορεί να λεχθεί ότι λειτούργησαν αρνητικά απομακρύνοντας τους Έλληνες από μία ασχολία σύμφυτη με την παράδοσή τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που τελικά υιοθετήθηκε ένας ξενόφερτος όρος με αρκετές ασάφειες ως προς την έννοια και το περιεχόμενό του, η Φυσική Αγωγή.

 

III. Η Φ.Α ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΑΡΘΡΟ 16 παρ. 2   

Στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος, άρθρο 16 παράγραφος 2, αναφέρονται τα εξής: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Όπως φαίνεται ο νομοθέτης για πρώτη φορά αναφέρει τη φυσική αγωγή, αντικαθιστώντας τον προηγούμενο όρο της Σωματικής Αγωγής, ως σκοπό της παιδείας και άρα βασικής αποστολής του Κράτους. Μερικά από τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι: α) Όπως καταγράφεται η Φυσική Αγωγή από το Σύνταγμα, ποιούς αφορά ανάμεσα στους Έλληνες; β) Έχει κατά νου ο Έλληνας νομοθέτης τη διάπλαση των Ελλήνων; γ) Έχει κατά νου ο νομοθέτης και τον αθλητισμό; δ) Αυτά που επιτάσσει το Σύνταγμα, ταυτίζονται με όσα αναφέρονται στη βίβλο του Αθλητισμού και στο διεθνή καταστατικό χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού της UNESCO;

Σύμφωνα με τα παραπάνω η Φυσική Αγωγή, αν και δεν δίνεται ένας ακριβής ορισμός για το τι ακριβώς είναι και το ποιοι είναι οι στόχοι και οι σκοποί της, μπαίνει υπό τη σκέπη του Κράτους τάσσεται στους σκοπούς της παιδείας και διατηρεί μια ισότιμη σχέση με την ηθική, πνευματική και επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ως δικαίωμα ελευθέρων πολιτών. Από τα παραπάνω, είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης έχει υπ’ όψη του τη διάπλαση των Ελλήνων και γι’ αυτό το λόγο ο όρος Φυσική Αγωγή καθιερώνεται ως αυτός που εκπροσωπεί τη γυμναστική ως παιδεία στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της χώρας καθώς και το επιστημονικό πεδίο που ασχολείται με την έρευνα και τους τρόπους διδασκαλίας των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Άρα η Φυσική Αγωγή είναι πλέον δικαίωμα για όλους τους Έλληνες πολίτες και αποκτά και νομικά τον παιδαγωγικό της ρόλο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ρόλος της παιδείας δεν μπορεί να οριστεί χρονικά καθώς παιδεία, ειδικά με το σύγχρονο όρο δια βίου μάθηση, μπορεί να λάβει ο κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτου ηλικίας. Επίσης όλα τα παραπάνω (ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή), συντελούν ή θα πρέπει να συντελούν και στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης καθώς και στη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων Ελλήνων πολιτών. Σκοπός λοιπόν της Φυσικής Αγωγής, εκτός της σωματικής καλλιέργειας και ανάπτυξης, θα πρέπει να είναι και η συμβολή της στην πνευματική εξέλιξη και την ηθική διάπλαση καθώς και στην ανάπτυξη εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των νέων. Μέσω της Φυσικής αγωγής , το ελληνικό Σύνταγμα θέτει παιδαγωγικούς στόχους τους οποίους καλείται να τους καλύψει μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

Από την ανάλυση του άρθρου 16 παράγραφος 2, συμπεραίνουμε ότι το Ελληνικό Σύνταγμα εντάσσει τη Φυσική Αγωγή στους σκοπούς της παιδείας και τη θέτει ως ένα από τα σημαντικότερα αγαθά για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας του κάθε Έλληνα. Επίσης, το γεγονός ότι η Φυσική Αγωγή αποτελεί και δικαίωμα του κάθε Έλληνα, συμφωνεί απόλυτα με τον καταστατικό χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού της UNESCO όπως και με τη Λευκή Βίβλο του αθλητισμού. Ακόμη, το Σύνταγμα αποστασιοποιείται από την μέχρι τότε υποβάθμιση της γυμναστικής-Φυσικής Αγωγής στην Ελλάδα δίνοντάς της πρωταγωνιστικό ρόλο στην ολοκλήρωση, την υγεία και την παιδεία του Έλληνα.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο άρθρο 16 παράγραφος 9, αναφέρονται τα εξής: «Ο αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους.» Εάν παρατεθούν και οι δύο παράγραφοι μαζί (2 και 9), φαίνεται καθαρά ότι ο νομοθέτης διαχωρίζει τις δύο έννοιες. Χωρίς να δίδεται συγκεκριμένος ορισμός, είτε για τον αθλητισμό είτε για τη Φυσική Αγωγή, διακρίνονται από το νομοθέτη και το μεν πρώτο ως πιο ευρύ το εντάσσει στους σκοπούς της παιδείας άρα απευθείας και ως αποστολή του Κράτους ενώ το δεύτερο ως πιο βραχύ το εντάσσει υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους. Ετυμολογικά ο αθλητισμός προέρχεται από τη λέξη άθλος που σημαίνει κοπιαστικό έργο, αγώνας-άμιλλα για βραβείο, μόχθος κόπος, κατόρθωμα . Ο αθλητισμός είναι δραστηριότητα, η οποία εντάσσεται απόλυτα και μόνο σε οργανωμένες κοινωνίες. Αποτελεί παρεμφερή έννοια με τη Φυσική Αγωγή, καθώς κι αυτός χρησιμοποιεί ως μέσα τις φυσικές και σωματικές δραστηριότητες, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ζωής και ολοκλήρωσης του ανθρώπου και μια φυσική τάση του ανθρώπου να συναγωνίζεται. Χωρίζεται σε αθλητισμό για όλους και αγωνιστικό αθλητισμό.

Το άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος αποτελεί τη θεσμική εγγύηση του δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της αθλητικής δραστηριότητας. Γιατί όμως ο νομοθέτης προβαίνει σε αυτή τη διάκριση και δεν τοποθετεί και τον αθλητισμό στους σκοπούς της παιδείας; Διά μέσου της αθλητικής πράξης, του αθλητικού πνεύματος και ήθους δεν πραγματοποιούνται οι σκοποί της παιδείας; Μπορεί να λεχθεί ότι από τον εξωσχολικό αθλητισμό, αφαιρείται σιωπηρά ο παιδαγωγικός χαρακτήρας, αυτός που υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα για την αγωνιστική, και παραμένει απλά ο χαρακτήρας της εξειδικευμένης σωματικής προσπάθειας για μέγιστη επίδοση. Επίσης, υπάρχει συμφωνία του ελληνικού Συντάγματος με τον καταστατικό χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού της UNESCO, καθώς και στα δύο διαχωρίζεται η Φυσική Αγωγή από τον αθλητισμό. Βέβαια, στον καταστατικό χάρτη της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού της UNESCO μπορεί να χρησιμοποιείται διαφορετική λέξη για την κάθε δραστηριότητα όμως το μοναδικό σημείο στο οποίο υπάρχει διαχωρισμός ως προς τις δύο, είναι το προσωπικό και η εξειδίκευσή του, που θα έχει την ευθύνη για τη Φυσική Αγωγή (μόνο εξειδικευμένο) και τον αθλητισμό (ακόμη και με λίγη εκπαίδευση). Στην ουσία δεν διαφέρουν και πολύ οι δύο έννοιες. Το ότι η χρήση της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού είναι ουσιώδης για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου φαίνεται και από το Σύνταγμά μας, που θέτει υπό τη σκέπη του τον αθλητισμό ενώ ορίζει τη Φυσική Αγωγή ως σκοπό της Παιδείας. Δηλαδή, «ο Αθλητισμός έμμεσα και η Φυσική Αγωγή άμεσα, επιδιώκει σκοπούς που αφορούν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ελεύθερη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής σωματικής και αθλητικής παιδείας και δράσης». Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι ο αθλητισμός προστατεύεται από το κράτος γιατί η άθληση, ατομική ή συλλογική, έχει παιδαγωγικό και κοινωνικό χαρακτήρα, επομένως αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα για τον κάθε πολίτη. Τώρα το ότι η Φυσική Αγωγή και ο αθλητισμός πρέπει να έχουν ιδιαίτερη θέση σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να εξισορροπούνται οι φυσικές, πνευματικές και ηθικές δραστηριότητες των μαθητών, η χώρα μας το έχει δεχτεί. Μπορεί όμως να το εφαρμόσει; Όσο αφορά τη Λευκή Βίβλο του αθλητισμού, κάνει μια αρχική διάκριση μεταξύ Φυσικής Αγωγής, υποδεικνύοντας τη σχολική δραστηριότητα, και αθλητισμού, καταδεικνύοντας τον εξωσχολικό αθλητισμό, όμως φαίνεται ότι κατέχουν την ίδια θέση, αφού η χρησιμοποίηση και των δύο, γίνεται κατά προτεραιότητα για τη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού όπως και σαν ασπίδα κατά της καταπολέμησης του σύγχρονου φαινομένου της παχυσαρκίας. Η αλήθεια είναι πως μόνο από το άρθρο 2 παρ. 3, αναφερόμενη (η Λευκή Βίβλος) στον αθλητισμό, αναγνωρίζει τις αξίες του, που έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε ηθική, πνευματική και επαγγελματική καλλιέργεια όπως αναφέρει και το Σύνταγμά μας ως σκοπούς της Παιδείας.

  1. IV. ΣΚΟΠΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Πως αντιμετωπίζεται όμως η Φυσική Αγωγή από το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος; Τηρούνται αυτά που επιτάσσει το Σύνταγμα της χώρας καθώς και αυτά που προβλέπει ο Διεθνής καταστατικός χάρτης της UNESCO και η Λευκή Βίβλος του αθλητισμού; Τι γίνεται τελικά στην πράξη;

Η Φυσική Αγωγή είναι ενταγμένη στο αναλυτικό πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου από το 1977. Στην ουσία δεν διαφέρει και πολύ από τα μέχρι τότε τεκταινόμενα στο χώρο της Φυσικής Αγωγής, έχει δηλαδή ως κύριο περιεχόμενο αυτό του σουηδικού συστήματος. Η σοβαρότερη προσπάθεια, που μπορεί να θεωρηθεί και σταθμός, για την αναμόρφωση του περιεχομένου της Φυσικής Αγωγής στο δημοτικό σχολείο έγινε το 1988. Τότε πρώτη φορά αποδεσμεύτηκε η Φυσική Αγωγή από την πολυετή επικράτηση της αποκλειστικής εκγύμνασης των νέων με στατικές και τακτικές ασκήσεις. Στην ουσία καταργήθηκε η Σουηδική Γυμναστική στο δημοτικό σχολείο και το πρόγραμμα εμπλουτίστηκε με πολλές και ποικίλες κινητικές και αθλητικές δραστηριότητες. Στο αναλυτικό πρόγραμμα του 1988 αναφερόταν ότι ειδικό μέσο γης Φυσικής Αγωγής είναι οι φυσικές ασκήσεις, οι οποίες διδάσκονται με βασικό μέσο της παιγνιώδεις δραστηριότητες, τουλάχιστον για τις τέσσερις πρώτες τάξεις. Ένα από τα σημαντικά σημεία του συγκεκριμένου Αναλυτικού Προγράμματος ήταν ότι τόνιζε την ανάγκη μιας ομοιομορφίας ως προς τη διδασκαλία μέσω του ενιαίου προγραμματισμού. Επίσης, το πρόγραμμα χωριζόταν σε τρεις κύκλους. Ο πρώτος περιελάμβανε την Α΄ και Β΄ τάξη, ο δεύτερος την Γ΄ και Δ΄ ενώ ο τρίτος την Ε΄ και ΣΤ΄. Στον πρώτο κύκλο προτεινόταν ελεύθερο και δημιουργικό παιχνίδι χωρίς κανόνες και περιορισμούς, στον δεύτερο το παιχνίδι να έχει μεγαλύτερη διάρκεια και αρκετούς περιορισμούς και στον τρίτο κύκλο το παιχνίδι να αποκτήσει οργανωμένη μορφή, συγκεκριμένους κανόνες, μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση.  Στα τότε Αναλυτικά Προγράμματα, οι αθλοπαιδιές, ο στίβος και οι χοροί αποκτούν ισότιμη θέση  με τις στατικές και τακτικές ασκήσεις στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής. Τη συγκεκριμένη περίοδο άρχισε να ενισχύεται και η τάση για εντονότερη γύμναση των παιδιών κατά τη διάρκεια του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής, ώστε να επέλθουν καλύτερες βιολογικές προσαρμογές και να ακολουθήσουν αθλητικές επιδόσεις[95]. Η μετάβαση αυτή δημιούργησε αρκετά προβλήματα στους γυμναστές που κλήθηκαν να διδάξουν το μάθημα οδηγώντας και πάλι στη μονομέρεια. Συγκεκριμένα λόγω του ότι δεν είχαν καθοριστεί τι θα διδάσκονταν και σε ποιο τρίμηνο καθώς και το γεγονός ότι η διδασκαλία των νέων αντικειμένων δεν ήταν υποχρεωτική, οδήγησε τους άλλους γυμναστές στο να διατηρήσουν τον παλιό τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος και άλλους να υποχρεώνουν τους μαθητές σε έντονη εκγύμναση με στόχο τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και την επίδοση[96]. Φυσικά η παραπάνω εξέλιξη εξέτρεψε τη Φυσική Αγωγή από τους βασικούς της στόχους, που δεν είναι άλλοι από αυτούς της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το νόμο 1566/1985 άρθρο 1, «σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά» και πιο συγκεκριμένα στον ίδιο νόμο άρθρο 4 παράγραφος 1 αναφέρονται τα εξής: «Σκοπός του δημοτικού σχολείου είναι η πολύπλευρη πνευματική και σωματική ανάπτυξη των μαθητών μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο ευρύτερος σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, το δημοτικό σχολείο βοηθεί τους μαθητές:

α) να διευρύνουν και αναδιατάσσουν τις σχέσεις της δημιουργικής τους δραστηριότητας με τα πράγματα, τις καταστάσεις και τα φαινόμενα που μελετούν,
β) να οικοδομούν τους μηχανισμούς που συμβάλλουν στην αφομοίωση της γνώσης, να αναπτύσσονται σωματικά, να βελτιώνουν τη σωματική και ψυχική τους υγεία και να καλλιεργούν τις κινητικές τους ικανότητες.»
Με βάση τα παραπάνω, η Φυσική Αγωγή στο δημοτικό σχολείο είναι υποχρεωμένη να συμβάλλει στην επίτευξη τόσο του γενικού στόχου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και στους επιμέρους του δημοτικού σχολείου. Στο αναλυτικό πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Ο σκοπός της Φυσικής Αγωγής στην υποχρεωτική εκπαίδευση (δημοτικό και γυμνάσιο) είναι να συμβάλει κατά προτεραιότητα στη σωματική ανάπτυξη των μαθητών και παράλληλα να βοηθήσει στην ψυχική και πνευματική τους καλλιέργεια καθώς και στην αρμονική ένταξή τους στην κοινωνία». Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό,

Το 1995 συντάχθηκαν τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα του Δημοτικού σχολείου, ενώ το 1997 εξεδόθη το πρώτο βιβλίο-βοήθημα για τους γυμναστές που δίδασκαν τότε στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με αυτό, σκοπός της φυσικής Αγωγής στο δημοτικό σχολείο είναι: «μέσα από ποικίλες κινητικές και αθλητικές δραστηριότητες, να βοηθήσει κατά προτεραιότητα στη σωματική ανάπτυξη των μαθητών και να συμβάλει στην ψυχική και πνευματική τους καλλιέργεια, καθώς και την αρμονική τους ένταξη στην κοινωνία».  Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι επιμέρους σκοποί της Φυσικής αγωγής είναι α) η σωματική ανάπτυξη (που χωρίζεται σε κινητική και βιολογική), β) η ψυχική και γ) η πνευματική καλλιέργεια και η βιωματική ανάπτυξη. Ο τελευταίος από τους επιμέρους σκοπούς της Φυσικής Αγωγής, ο βιωματικός, σύμφωνα με το συγκεκριμένο Αναλυτικό πρόγραμμα είναι από τους βασικότερους διότι «αποτελεί το επιστέγασμα» όλων των προηγούμενων σκοπών. Σύμφωνα με αυτό το σκοπό, ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής θα πρέπει να βοηθήσει το μαθητή του δημοτικού σχολείου να συνειδητοποιήσει την σημαντικότητα και τα οφέλη της άσκησης και να συνεχίσει να αθλείται εφ’ όρου ζωής μέσα από σωστές αθλητικές συνήθειες (αθλητικά χόμπυ).

Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι το Αναλυτικό Πρόγραμμα χωρίζει τις δραστηριότητες σε τρεις διαφορετικούς κύκλους, όπου ο κάθε κύκλος έχει ενιαία ύλη. Οι ώρες που διδάσκεται το μάθημα είναι  δύο ώρες ανά εβδομάδα στην κάθε τάξη του δημοτικού σχολείου. Ο πρώτος αφορά τις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού (Α΄ και Β΄), ο δεύτερος την (Γ΄ και Δ΄) δημοτικού και ο τρίτος την (Ε΄ και ΣΤ΄). Αν και το περιεχόμενο της Φυσικής Αγωγής δεν είναι συγκεκριμένο, οι αρχές που στηρίζεται το περιεχόμενο των δύο πρώτων κύκλων διαφέρει από αυτό του τρίτου. Στους δύο πρώτους κύκλους, (τάξεις Α΄, Β΄, Γ΄και Δ΄) η προσοχή επικεντρώνεται στην ποικιλία των κινήσεων που θα διδαχθεί ο μαθητής, χωρίς μεγάλη ανάλυση της τεχνικής της κάθε δεξιότητας. Αυτό συμβαίνει για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη σωματική και κινητική ανάπτυξη του μαθητή, χωρίς την εξειδίκευση που παρατηρείται κατά κόρον στον εξωσχολικό αθλητισμό. Το παιδί θα πρέπει να ασκηθεί μα να μη διαμορφώσει κάποιο συγκεκριμένο στυλ από αυτή την ηλικία. Επίσης δίνεται μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη της φαντασίας και της δημιουργικότητας σε αυτούς τους κύκλους. Στον δεύτερο κύκλο γίνεται και μια αρχή στη μύηση των μαθητών στις αθλοπαιδιές, το στίβο και την ενόργανη. Στον τρίτο κύκλο, δίδεται μεγαλύτερος χρόνος στις αθλοπαιδιές (50% του συνολικού)  και απομακρύνεται η μεγάλη ποικιλία και ελευθερία των κινήσεων. Το εν λόγω περιεχόμενο μπορεί να λεχθεί ότι πλησιάζει το περιεχόμενο αυτό του Γυμνασίου. Από τις αθλοπαιδιές διδάσκονται οι εξής: καλαθοσφαίριση, πετοσφαίριση, ποδόσφαιρο και χειροσφαίριση. Από το στίβο(19% του συνολικού χρόνου), οι δρόμοι ταχύτητας, οι σκυταλοδρομίες, το μήκος, το ύψος, η σφαίρα και το ακόντιο. Επίσης, διδάσκονται ενόργανη γυμναστική(11% του συνολικού χρόνου) και παραδοσιακοί χοροί(19% του συνολικού χρόνου).  Σε αυτό τον κύκλο, επιλέχθηκαν τα πιο παραδοσιακά-δημοφιλή αθλήματα, που υπάρχει βεβαίως και η δυνατότητα να  διδαχθούν στο δημοτικό σχολείο, της Ελλάδος για να αποτελέσουν τις αθλοπαιδιές. Επίσης ένα ακόμη κριτήριο της παραπάνω επιλογής, είναι οι γνώσεις των διδασκόντων και ο χρόνος που απαιτείται για να διδαχθεί ολοκληρωμένα μία δραστηριότητα. Προτιμήθηκαν οι αθλοπαιδιές γιατί καλύπτουν ο μεγαλύτερο μέρος των επιμέρους στόχων της Φυσικής Αγωγής, οι οποίοι προαναφέρθηκαν, και συμβάλλουν καλύτερα στη δια βίου άσκηση.

Το Αναλυτικό πρόγραμμα του 1995 φαίνεται να έχει παραπλήσια δομή με αυτό του 1988, αν και διαπιστώνεται μια αλλαγή ως προς την κατανομή των ωρών στα αντικείμενα της διδακτέας ύλης, δίνεται όμως μεγαλύτερη βαρύτητα στον κινητικό στόχο του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής. Έτσι ο όλος προσανατολισμός του προγράμματος είναι η ανάπτυξη των κινητικών και αθλητικών δεξιοτήτων των μαθητών.

Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα του 2003 διατήρησε τους στόχους και τις ανάγκες διδασκαλίας συγκεκριμένων κινητικών και αθλητικών δεξιοτήτων του προηγούμενου αναλυτικού προγράμματος και πρόσθεσε τη διαθεματική προσέγγιση στη Φυσική Αγωγή. Συγκεκριμένα γίνεται μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αυτοτελής διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων που διδάσκονται στο δημοτικό σχολείο και να ενισχυθεί η εσωτερική συνοχή, η οριζόντια διασύνδεση των επιμέρους γνωστικών αντικειμένων. Πιστεύεται ότι η διαθεματική προσέγγιση δίνει στο μαθητή μια ολιστική αντίληψη της γνώσης, η οποία του επιτρέπει να διαμορφώνει προσωπική άποψη για τα θέματα που σχετίζονται μεταξύ τους, με ζητήματα της καθημερινότητας διαμορφώνοντας σιγά σιγά τη δική του κοσμοθεωρία. Στόχος των εκπαιδευτικών Φυσικής Αγωγής είναι να βοηθήσουν τους μαθητές να κατανοήσουν ότι ο κόσμος αποτελεί μία ολότητα και να  αναδείξουν την αξία της μάθησης στη Φυσική Αγωγή. Επίσης, ειδικά ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής θα πρέπει να προσέχει να μην υπερβαίνει τα πέντε λεπτά διαλόγου, στην προσπάθειά του να εφαρμόσει τη διαθεματικότητα, καθότι ο πρωτεύον στόχος του μαθήματος είναι το κάθε παιδί να είναι κινητικά ενεργό τουλάχιστον 20 με 25 λεπτά κατά τη διάρκεια μίας διδακτικής ώρας. Αποτέλεσμα της παραπάνω προσπάθειας θα είναι να μην χάσει το μάθημα της Φυσικής Αγωγής την αυτοτέλειά του. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι το 2006 εκδόθηκαν και τα πρώτα βιβλία για μαθητές δημοτικού στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής με βάση τη διαθεματικότητα και αυτά.

Πιστεύεται ότι η διαθεματικότητα αποτελεί μια δυσεφάρμοστη μέθοδο για το μάθημα της Φυσικής Αγωγής, ιδιαίτερα για το δημοτικό σχολείο, καθώς αφαιρεί αρκετό χρόνο από την κίνηση των παιδιών. Στην πράξη δεν μπορεί να τηρηθεί ο κανόνας των πέντε λεπτών διαλόγου, διότι τα παιδιά είναι μικρά και χρειάζεται αρκετή ώρα μέχρι να κατανοηθεί το περιεχόμενό του. Επίσης, όσο κι αν αυτό προσπαθεί να αποσοβηθεί, η Φυσική Αγωγή, παραμένοντας στις δύο ώρες εβδομαδιαίως με τα βιβλία των μαθητών και τη διαθεματικότητα, θεωρητικοποιείται και χάνει την βασική αποστολή της που είναι η εξισορρόπηση πνευματικής και σωματικής καλλιέργειας στο δημοτικό σχολείο. Η διαθεματικότητα θα μπορούσε να εφαρμοστεί με μεγαλύτερη και καλλίτερη πληρότητα σπό τους δασκάλους, οι οποίοι διδάσκουν τα περισσότερα μαθήματα στο δημοτικό σχολείο και άρα έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια για διαθεματικές προσεγγίσεις. Ο χρόνος που αφιερώνουν μπορεί πολύ εύκολα να αναπληρωθεί από το χρόνο διδασκαλίας του άλλου μαθήματος στο οποίο έγινε η προσέγγιση. Κάτι τέτοιο στη Φυσική Αγωγή είναι δυσεφάρμοστο όπως επίσης και ο πεντάλεπτος διάλογος. Η πράξη δείχνει ότι για το δημοτικό σχολείο και όχι μόνο χρειάζονται τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά. Εκφάζεται ο φόβος ότι η περαιτέρω θεωρητικοποίηση της Φυσικής Αγωγής μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο ως προς το ίδιο το μάθημα και το ρόλο του στο δημοτικό σχολείο, μα και ως προς  την ψυχική και σωματική υγεία των μαθητών. Τέλος αξίζει να αναφερθεί ότι η διδασκαλία των δύο ωρών εβδομαδιαίως της Φυσικής Αγωγής, όσο καλά κι αν προσεγγισθεί η δια βίου άσκηση, δεν μπορεί να είναι αρκετή για την εμπέδωσή της. Για να επέλθουν βιολογικές προσαρμογές με την άσκηση χρειάζεται ενασχόληση τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα ενώ για να επέλθει συνήθεια, έξις κατά τον Αριστοτέλη, καθημερινή. Προτείνεται λοιπόν η απαλειφή της διαθεματικότητας όσο αφορά το μάθημα της Φυσικής Αγωγής από τα σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα του δημοτικού και η αύξηση των ωρών διδασκαλίας για να μπορέσει η Φυσική Αγωγή να ανταποκριθεί στους σκοπούς και τους στόχους της. Επίσης επειδή στόχος είναι η πολύπλευρη ανάπτυξη των μαθητών καλό θα ήταν να μη διδάσκονται μόνο αυτά τα αθλήματα που έχουν καθιερωθεί μέχρι σήμερα στα αναλυτικά προγράμματα αλλά να εμπλουτιστούν και με άλλα που να μπορούν να διδαχθούν στα σχολεία μας έτσι ώστε να υπάρχει ουσιαστική πολύπλευρη κινητική ανάπτυξη των Ελλήνων μαθητών.

 

 

  1. V. ΣΚΟΠΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Η Φυσική Αγωγή είναι ενταγμένη και στα αναλυτικά προγράμματα του Γυμνασίου και του Λυκείου. Ειδικά για το Γυμνάσιο το άρθρο 5 του νόμου 1566/85 αναφέρει: «Σκοπός του γυμνασίου είναι να προωθήσει, μέσα στο πνεύμα του ευρύτερου σκοπού της εκπαίδευσης, την ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών σε σχέση με τις δυνατότητες που έχουν στην ηλικία αυτή και τις αντίστοιχες απαιτήσεις της ζωής». Αντίστοιχα για το Λύκειο το άρθρο 6 παράγραφος 2 του εν λόγω νόμου αναφέρει: «Το λύκειο επιδιώκει την ολοκλήρωση των σκοπών της εκπαίδευσης». «Οι επιμέρους στόχοι της Φυσικής Αγωγής για το Γυμνάσιο και το Λύκειο είναι: ο κινητικός – εκφραστικός, ο βιολογικός, ο υγιεινός, ο βιωματικός, ο κοινωνικός – ηθικός και ο πνευματικός – γνωστικός, απλά διαφέρουν ως προς το περιεχόμενο και το χαρακτήρα». Σύμφωνα με τα νέα αναλυτικά προγράμματα (Φ.Ε.Κ. Τεύχος Β΄, αρ. φύλου 304/13-03-03, Παράρτημα, Τόμος Β΄, σελ 4296) οι επί μέρους στόχοι της Φυσικής Αγωγής για το Γυμνάσιο παραμένουν οι ίδιοι, όμως δεν αναφέρονται καθόλου οι ειδικοί στόχοι του Λυκείου.

Το νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα καθορίζει σαφώς ότι, ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο, η επάρκεια σε ότι αφορά στις κινητικές δεξιότητες αθλημάτων πρέπει να είναι ο στόχος στον οποίο δίνεται προτεραιότητα και μέσω αυτού να μπορούν να επιτευχθούν και οι υπόλοιποι. Όταν η διδασκαλία εστιάζεται στην εκμάθηση κινητικών δεξιοτήτων πρέπει να μεγιστοποιείται ο χρόνος εξάσκησης. Επίσης έχουν εκδοθεί και τρία βιβλία για τους μαθητές των τριών τάξεων του Γυμνασίου. Δεν συνέβη το ίδιο για τους μαθητές του Λυκείου για του οποίους δεν έχει προβλεφθεί κάτι τέτοιο. Οι ώρες διδασκαλίας του μαθήματος για είναι 3 ώρες την εβδομάδα για του μαθητές της Α΄ και Β΄ γυμνασίου και 2 για τους μαθητές της Γ΄. Αντίστοιχα για το Λύκειο οι ώρες είναι 2 για την Α΄ και Β΄ και 1 για την Γ΄. Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι κύριος στόχος της Φυσικής Αγωγής στο Λύκειο είναι ο βιωματικός και η δια βίου άσκηση, να καταλάβει δηλαδή ο μαθητής την αξία της άσκησης και να συνεχίσει να ασκείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το νέο στοιχείο των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων Φυσική Αγωγής και για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι η διαθεματικότητα. Οι εκπαιδευτικοί Φυσική Αγωγής στον ημερήσιο, μηνιαίο, τριμηνιαίο και ετήσιο προγραμματισμό που σχεδιάζουν οφείλουν να συμπεριλάβουν κατά ποσοστό 5-10% την διαθεματική προσέγγιση (θεμελιώδεις έννοιες, διαθεματικά σχέδια εργασίας, διαθεματικές δραστηριότητες). Μπορεί να λεχθεί ότι το να παραμείνουν οι ίδιες ώρες διδασκαλίας του μαθήματος της Φυσικής Αγωγής στο Γυμνάσιο και να προστεθεί ένα βιβλίο που προάγει το γνωστικό τομέα του μαθήματος, εύλογο είναι ότι υποβαθμίζει τον κυρίαρχο στόχο της που είναι ο κινητικός. Το ίδιο το αναλυτικό πρόγραμμα αναιρεί τους στόχους που θέτει. Επίσης, όπως έχει ήδη λεχθεί για το δημοτικό σχολείο, η διαθεματικότητα είναι δυσεφάρμοστη στο μάθημα της Φυσικής Αγωγής και το υποβαθμίζει, αφού υπολείπει χρόνο από την κίνηση των Ελληνόπαιδων. Πολύ πιο εύκολα τα υπόλοιπα θεωρητικά μαθήματα (Φυσική, Ιστορία κλπ) θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν παραδείγματα από τη Φυσική Αγωγή ώστε να δράσουν διαθεματικά. Τέλος, η μηδαμινή αναφορά των νέων αναλυτικών προγραμμάτων στη Φυσική Αγωγή του Λυκείου και η μη έκδοση βιβλίου δείχνει την απαξίωσή της από το ίδιο το κράτος. Προφανώς η μη ύπαρξη βιβλίου δεν μπορεί να ενταχθεί στα αρνητικά της Φυσικής Αγωγής του Λυκείου. Ο βασικός στόχος του παραμένει ο βιωματικός και η δια βίου άσκηση αλλά το πιο πιθανό είναι να μην μπορεί να επιτευχθεί λόγω των ελάχιστων ωρών διδασκαλίας.

  1. VI. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Αρκετά χρόνια μετά την μεταπολίτευση μεταφέρονται στην Ελλάδα από τις αγγλοσαξονικές χώρες σύγχρονα φιλελεύθερα συστήματα Φυσικής Αγωγής που ισχύουν μέχρι σήμερα. Παρά τις ελλείψεις που παρουσιάζουν άφησαν οριστικά στο παρελθόν τα παλαιότερα αναχρονιστικά γυμναστικά συστήματα και αποτελούν σημαντική πρόοδο της Φυσικής Αγωγής. Για να είναι η Ελλάδα σύμφωνη με το άρθρο 1 παράγραφος δύο του διεθνούς καταστατικού χάρτη της UNESCO, θα πρέπει να ακολουθεί προγράμματα Φυσικής Αγωγής ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες της νεολαίας της και την παράδοσή της. Κάτι τέτοιο προς το παρόν δεν συμβαίνει απόλυτα με βάση τα αναλυτικά προγράμματα εκπαίδευσης. Μέγιστος σκοπός του ελληνικού σχολείου ήταν και είναι η μάθηση, η πνευματική καλλιέργεια. Όπως φαίνεται είναι μόνο αυτή, αφού οι δύο ώρες εβδομαδιαίως που διδάσκεται η φυσική αγωγή στο δημοτικό σχολείο καθώς και οι τρεις στην πρώτη και δευτέρα τάξη του γυμνασίου και οι δύο και πάλι στην τρίτη, δεν φαίνεται να είναι ικανές να εξισορροπούν την πνευματική με τη φυσική αγωγή, όπως σαφώς προτάσσει το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις που μετέχει η Ελλάδα. Συνέπεια των ελάχιστων ωρών που διδάσκεται η φυσική αγωγή στα ελληνικά σχολεία είναι η μη τήρηση του άρθρου 3 παρ. 2 του καταστατικού χάρτη φυσικής αγωγής της UNESCO που λέει ότι τα προγράμματα φυσικής αγωγής και αθλητισμού θα πρέπει να αναπτύσσουν συνήθειες συμπεριφοράς με απώτερο σκοπό την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Για να γίνει κάτι συνήθεια, έξις κατά τον Αριστοτέλη, να αποκτήσει το παιδί δηλαδή βιωματική σχέση μαζί του θα πρέπει να έχει καθημερινή επαφή, κάτι που στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδος δεν συμβαίνει με τη φυσική αγωγή. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τον παραπάνω καταστατικό χάρτη, η χώρα μας έχει δεσμευτεί να παρέχει τον απαραίτητο εξοπλισμό καθώς και τις εγκαταστάσεις που απαιτούνται για την όσο το δυνατόν καλλίτερη διεξαγωγή της Φυσικής Αγωγής και του αθλητισμού. Αυτό στην Ελλάδα δεν τηρείται επιβεβαιώνοντας την άνιση αντιμετώπιση πνευματικής και Φυσικής Αγωγής των Ελληνοπαίδων καθότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα όσο αφορά την καταλληλότητα των εγκαταστάσεων και των χώρων διεξαγωγής του μαθήματος όπως και αρκετές ελλείψεις αθλητικού υλικού.  Τα αναλυτικά προγράμματα είναι ταυτισμένα με τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, αναφέρονται σε διδακτέα ύλη, δίνοντας έτσι στη Φυσική Αγωγή χαρακτήρα μαθήματος ανάλογο με των άλλων μαθημάτων. Έτσι ο παιδαγωγικός ρόλος των καθηγητών Φυσικής Αγωγής υποβαθμίζεται γιατί τις περισσότερες φορές, λόγω του περιορισμένου χρόνου, περιορίζονται στην εκμάθηση της τεχνικής των αθλημάτων ή αγωνισμάτων. Η συμμετοχή των νέων σε αθλητικές δραστηριότητες και αγώνες είναι αναγκαία γιατί προκαλεί έντονα συναισθήματα, γεγονός που βοηθάει ουσιαστικά στην ομαλή και ισόρροπη ανάπτυξή τους και αυτό το προσφέρει αβίαστα η Φυσική Αγωγή και ο αθλητισμός. Η ικανοποιητική επίτευξη των στόχων των αναλυτικών προγραμμάτων της Φ.Α. είναι σε στενή συνάρτηση με τον χρόνο που διατίθεται στα ωρολογιακά προγράμματα αλλά και την υλικοτεχνική υποδομή και τις συνθήκες εφαρμογής στα σχολεία. Είναι μεγάλο πρόβλημα η αναντιστοιχία που υπάρχει στους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων και στις πραγματικές ώρες διδασκαλίας που διατίθενται. Ο βιωματική άσκηση, δηλαδή η ενασχόληση και η εξοικείωση του παιδιού με άθλημα ή δραστηριότητα της επιλογής του, τα οποία θα γίνουν άσκηση δια βίου είναι δύσκολο να επιτευχθεί με χρόνο μόνο μία ή δύο ώρες την εβδομάδα και με συνθήκες εφαρμογής κατά γενική ομολογία όχι ιδιαίτερα καλές. Όλοι γνωρίζουμε ότι τα βιώματα αποκτώνται κυρίως στις ηλικίες του νηπιαγωγείου και του δημοτικού και διατηρούνται με συχνή επανάληψή τους μέχρι και την εφηβεία. Στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του διεθνούς καταστατικού χάρτη της UNESCO, υπάρχει πρόβλεψη για την ενασχόληση παιδιών προσχολικής ηλικίας με τη Φυσική Αγωγή. Στα ελληνικά αναλυτικά προγράμματα προσχολικής αγωγής δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο ούτε υπάρχουν καθηγητές Φυσικής Αγωγής στην εν λόγω βαθμίδα. Παρατηρείται λοιπόν το φαινόμενο, να υπάρχει μια ανακολουθία μεταξύ του ιδίου του ελληνικού Συντάγματος των διεθνών συμβάσεων και των αναλυτικών προγραμμάτων εκπαίδευσης, η οποία σαφώς πλήττει την ισόρροπη ανάπτυξη των Ελλήνων.

Προτείνεται για λόγους παράδοσης και ουσίας ταυτόχρονα, η άμεση αύξηση των ωρών της διδασκαλίας της Φυσικής Αγωγής στα σχολεία, η κατάργηση της διαθεματικότητας και του ξενόφερτου όρου Φυσική Αγωγή που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία και να αντικατασταθεί από τον αρχαίο όρο γυμναστική. Η τελευταία να μπορεί να συμπεριλάβει όχι μόνο τις σχολικές δραστηριότητες μα και το σύνολο των δραστηριοτήτων των πολιτών όλων των ηλικιών που σκοπό έχουν την ερασιτεχνική αθλητική δραστηριότητα, εξαιρουμένου του πρωταθλητισμού. Να επιστρέψουμε πλέον στη διευρυμένη έννοια της ελληνικής γυμναστικής ως παιδείας, την οποία θα μπορούν να παράσχουν εξειδικευμένοι παιδαγωγοί σε ολόκληρο τον πληθυσμό.

  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αριστοτέλης, Ρητορική.

Αριστοτέλης, Πολιτικά.

Όμηρος, Ιλιάς.

Όμηρος, Οδύσσεια.

Πλάτων, Νόμοι.

Πλάτων, Πολιτεία.

Πλάτων, Τίμαιος.