Ο Αγώνας για την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό, που ξεκίνησε με την Επανάσταση του 1821, απαιτούσε, για να επιβιώσει και να συνεχιστεί, τον εξωτερικό δανεισμό. Οι μόνοι πρόθυμοι να δανείσουν τους Έλληνες ήταν οι τοκογλύφοι, οι οποίοι έθεσαν όρους εξοντωτικούς. Τελικά συνομολογήθηκαν δύο δάνεια με Άγγλους δανειστές, συνολικού ύψους 2.800.000 λιρών.
Τον Ιούνιο του 1823 το Εκτελεστικό (ήταν το ένα από τα δύο Σώματα που συστήθηκαν και αποτέλεσαν την Προσωρινή Διοίκηση, όπως θεσμοθετήθηκε στην Α' Εθνοσυνέλευση που διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στην Αγγλία για τη σύναψη του πρώτου δανείου. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, τον Φεβρουάριο του 1824, οι Ορλάνδος και Λουριώτης συνομολόγησαν δάνειο ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών με τον οίκο Loughnan – O' Brien.
Το δάνειο αυτό είχε επιτόκιο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 ετών. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του τέθηκαν από Ελληνικής πλευράς όλα τα δημόσια κτήματα (για την εξόφληση του κεφαλαίου) και όλα τα δημόσια έσοδα από τελωνεία, αλυκές κ.λ.π. (για την αποπληρωμή των τόκων).
Το ποσό που έφθασε τελικά στην Επαναστατική Διοίκηση (Μαυροκορδάτος – Κουντουριώτης) ήταν μόνο 298.726 λίρες και αυτό σε δόσεις! Ας δούμε πώς συνέβη αυτό. Αν και το ονομαστικό κεφάλαιο είχε ορισθεί στις 800.000 λίρες, το πραγματικό κεφάλαιο ορίσθηκε στο 59% του ονομαστικού. Αυτό σημαίνει ότι όποιος πλήρωνε 59 λίρες έπαιρνε μετοχές για 100 λίρες (την ίδια περίοδο το Μεξικό είχε δανεισθεί με 89,5% και το Περού με 88%).
Έτσι το δάνειο ξεκαθάρισε στις 472.000 λίρες. Από αυτό το ποσό κρατήθηκαν προκαταβολικά 80.000 λίρες για τόκους δύο ετών, δόθηκαν για προμήθεια 24.000 λίρες, για ασφάλιστρα δανείου 12.000 λίρες, για τοκοχρεολύσια 16.000 λίρες, για μεσιτείες 26.166 λίρες (μέσα στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνονται και 5.900 λίρες που πήρε ο Ορλάνδος ισχυριζόμενος ότι το ποσό αυτό το χρωστούσε η Κυβέρνηση στην σύζυγό του!) και 5.045 λίρες για έξοδα διαμονής των Ορλάνδου και Λουριώτη στο Λονδίνο!! Έτσι λοιπόν έμεινε ένα ποσό 308.789 λιρών. Από αυτό συμφωνήθηκε να δοθούν 298.726 λίρες σε μετρητά και 10.063 λίρες σε πολεμικά εφόδια.
Το πρώτο αυτό δάνειο σπαταλήθηκε κυρίως στον εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων, για αμοιβές μισθοφόρων Ρουμελιωτών και Σουλιωτών ενάντια στους Πελοποννήσιους για να κερδίσει η παράταξη του Κουντουριώτη την εμφύλια διαμάχη.
Την ανάγκη για την σύναψη του δεύτερου δανείου δεν επέβαλε μόνο η εξάντληση των χρημάτων του πρώτου, αλλά και η ανάγκη να αντιμετωπισθεί ο Ιμπραήμ με τακτικό στρατό και σύγχρονα ναυτικά μέσα. Έτσι τον Ιούλιο του 1824 το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη του νέου δανείου. Την διεκπεραίωση των σχετικών ενεργειών ανέλαβαν πάλι οι Ορλάνδος και Λουριώτης (έμπειροι γαρ) οι οποίοι πήγαν πάλι στο Λονδίνο και τον Φεβρουάριο του 1825 συνομολόγησαν δάνειο ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών με τον οίκο των αδελφών Ricardo. Το δάνειο αυτό δόθηκε με χειρότερους όρους από αυτούς που είχε δοθεί το πρώτο. Το πραγματικό κεφάλαιο ορίσθηκε στο 55,5% του ονομαστικού, δηλαδή στις 1.110.000 λίρες. Από αυτό κρατήθηκαν προκαταβολικά για τόκους δύο ετών, χρεολύσια, προμήθειες και λοιπές δαπάνες, ποσό 284.000 λιρών. Ποσό 200.902 λιρών διατέθηκε για αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου. Για εξοπλιστικές δαπάνες δόθηκαν 392.540 λίρες ως εξής: 77.540 για αγορά όπλων και πυροβόλων (λίγα έφτασαν στην Ελλάδα), 160.000 για παραγγελία σε Αγγλικά ναυπηγεία έξι ατμοκίνητων πλοίων και 155.000 για τη ναυπήγηση στην Αμερική δύο φρεγατών οπλισμένων με κανόνια. Έτσι το τελικό ποσό σε μετρητά κατέληξε να είναι 232.558 λίρες, δηλαδή λιγότερο από εκείνο του πρώτου δανείου, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα δύο αυτά δάνεια, που ονομάστηκαν "Δάνεια της Αγγλίας", είχαν ονομαστικό κεφάλαιο 2.800.000 λίρες (800.000 + 2.000.000), πραγματικό κεφάλαιο 1.582.000 λίρες (472.000 + 1.110.000). Το υπόλοιπο 1.218.000 (2.800.000 – 1.582.000) έμεινε υπέρ των δανειστών. Η Ελληνική Κυβέρνηση παρέλαβε 531.284 λίρες μετρητά (298.726 + 232.558) και 402.603 λίρες (10.063 + 392.540) σε πολεμικές παραγγελίες, σύνολο 933.887 λίρες. Το υπόλοιπο 648.113 (1.582.000 – 933.887) δόθηκε για προμήθειες, έξοδα δανείου κ.λ.π.
Συμπέρασμα: ο Ελληνικός λαός χρεώθηκε 2.800.000 λίρες και έλαβε 933.887 λίρες, ενώ οι διάφοροι εμπλεκόμενοι (ξένοι και ντόπιοι) έλαβαν 1.866.113 λίρες!!!
Ας δούμε όμως την τύχη των πλοίων που παραγγέλθηκαν με τα χρήματα του δευτέρου δανείου. Σχετικά με την παραγγελία των έξι ατμοκίνητων πλοίων, μόνο τρία έφτασαν στην Ελλάδα ("Καρτερία", "Επιχείρησις" και "Ερμής"). Το 1826 έφτασε το πρώτο ατμόπλοιο, η "Καρτερία", σε κακή κατάσταση, το 1827 έφτασε η "Επιχείρησις" αφού προηγουμένως κινδύνεψε να βουλιάξει μόλις βγήκε στο πέλαγος διότι διερράγησαν οι λέβητες και το 1828 έφτασε το "Ερμής" με χαλασμένη μηχανή. Το ατμόπλοιο "Ακαταμάχητος" κάηκε κατά τις δοκιμές του, ενώ τα υπόλοιπα δύο σάπισαν στον Τάμεση ανίκανα προς πλεύση.
Όσον αφορά στις δύο φρεγάτες που είχαν παραγγελθεί σε ναυπηγεία της Ν. Υόρκης, μόνο μία, η "Ελλάς" ήρθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη, αφού οι ναυπηγοί ζητούσαν παραπάνω χρήματα από τις 155.000 που είχαν συμφωνηθεί. Τελικά η "Ελλάς" ήρθε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1826. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 1-8-1831, το μίσος των καραβοκυραίων κατά του Καποδίστρια θα οδηγήσει τον Ανδρέα Μιαούλη να πυρπολήσει με τα ίδια του τα χέρια την φρεγάτα στο λιμάνι του Πόρου!!!
Για να διευθετηθούν τα προβλήματα με την κατασκευή των φρεγατών, η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε τον έμπορο Αλέξανδρο Κοντόσταυλο στην Αμερική. Αυτός προσέφυγε σε δικαστήρια και τελικά επήλθε η λύση που προαναφέραμε: να πουληθεί η μία φρεγάτα για να σωθεί η άλλη. Αργότερα, βέβαια, ο Κοντόσταυλος έχτισε στην Αθήνα πολυτελή οικία, στον χώρο που είναι τώρα η Παλαιά Βουλή. Κατηγορήθηκε ότι είχε καταχραστεί χρήματα του δανείου για την παραγγελία των φρεγατών. Δεν δικάστηκε ποτέ, δεν αποδείχθηκε τίποτα. Ένας σατιρικός ποιητής της εποχής είχε γράψει: "ο οίκος σου, Κοντόσταυλε, μακρόθεν ομοιάζει τρίκροτον εξ Αμερικής, εξ ου αυτός πηγάζει".
Όταν, αργότερα, ο Καποδίστριας ανέλαβε ως Κυβερνήτης της Ελλάδας, έδωσε την εντολή στον Πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών Α. Κοντόσταυλο (ναι πάλι αυτός!) να κάνει απογραφή. Η αναφορά της Επιτροπής ήταν λεπτομερής και σαφής: «εις το ταμείον του Κράτους ευρέθη εν μόνο νόμισμα και αυτό κίβδηλον»…
Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια …
Πηγές:
Καμπουράκης Δ. "Μια Σταγόνα Ιστορία"
Κατσούλης Γ.Δ., "Οικονομική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως"
Παναγόπουλος Θ.Δ., "Τα Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας"
Φωτιάδης Δ., "Καραϊσκάκης"
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα "Αχός της Αράχωβας" τεύχος 7/Απρίλιος-Μάϊος 2010