Θανάσης Β. Κούγκουλος
Το αντιστασιακό τραγούδι της περιόδου 1940 – 1944
Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το αντιστασιακό τραγούδι της περιόδου 1940 – 1944 αντιμετωπίζεται από τη νεοελληνική φιλολογία περισσότερο ως παραλογοτεχνικό φαινόμενο παρά ως αυθεντικό δημιούργημα άξιο προσοχής. Ωστόσο, με βάση τις θεωρητικές προϋποθέσεις που θέτει ο Γιώργος Βελουδής, αναμφίβολα ανήκει οργανικά στο σώμα της ελληνικής αντιστασιακής λογοτεχνίας. Υπολογίζεται ότι τα αντιστασιακά τραγούδια που σχετίζονται με τις οργανώσεις του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ) είναι πάνω από διακόσια πενήντα ενώ τα αντίστοιχα του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ) του Ναπολέοντα Ζέρβα ανέρχονται μόλις σε δώδεκα. Το σύνολό τους προσεγγίζει τα διακόσια πενήντα περίπου.
Η συλλογή και η τεκμηρίωση τους ξεκινά μέσα στην Κατοχή από τους ίδιους τους αγωνιστές της Αντίστασης. Η μετεμφυλιακή εκδίωξη της ηττημένης αριστεράς έχει αντίκτυπο στη σταχυολόγηση και στη μελέτη του αντιστασιακού τραγουδιού που γεννιέται στους κόλπους του ΕΑΜ, καθώς γίνεται απαγορευμένο είδος. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οργανωμένη απόπειρα αποθησαύρισης του σκόρπιου υλικού παρατηρείται στις πρώην σοσιαλιστικές λαϊκές δημοκρατίες, όπου καταφεύγουν οι πολιτικοί πρόσφυγες. Εκεί οι συνθήκες είναι ευνοϊκές εφόσον τα λαϊκά επαναστατικά τραγούδια δεν λογοκρίνονται και οι φορείς τους ανεμπόδιστα μπορούν να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους. Δύο κατηγορίες συλλογών καταρτίζονται στο εξωτερικό: α. ανθολογίες με αντιστασιακή ποίηση, στις οποίες περιέχονται και τραγούδια από γνωστούς δημιουργούς (π.χ. Τραγούδια της Αντίστασης, Εκδοτικό “Νέα Ελλάδα”, 1951) και β. συναγωγές καθαρά αντιστασιακών τραγουδιών, όπως το βιβλίο του Τάκη Αδάμου από τις «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις» στο Βουκουρέστι το 1964. Εντούτοις, παρά τα φιλότιμα και, αρκετές φορές, αξιόλογα εγχειρήματα των αγωνιστών – ανθολόγων, παραμένει ακόμη ως αίτημα μία έγκυρη φιλολογική / κριτική έκδοση των κειμένων των αντιστασιακών τραγουδιών που θα βασίζεται σε επιτόπια, αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα και θα αντιπαραβάλλει μεθοδικά τις διάφορες παραλλαγές τους.
Τα τραγούδια δεν υπαγορεύονται από την ηγεσία των οργανώσεων προς τον αγωνιζόμενο λαό. Πληθώρα ιστοριογραφικών πηγών υποδεικνύει πως ακολουθείται αντίστροφη πορεία. Ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους χωρίζονται σε α. κατεξοχήν θούρια πρωτότυπα ή μεταπλασμένα και β. δημοτικογενή που διατηρούν το πυρήνα ενός παλιού δημοτικού ή απλώς μιμούνται το ύφος της δημοτικής ποίησης. Κατά το πλείστον τα πρώτα προέρχονται από λόγιους της πόλης και τα δεύτερα από ανθρώπους της υπαίθρου. Αν και σημαντικότατο μέρος τόσο των δημοτικογενών τραγουδιών όσο και των πιο επεξεργασμένων θουρίων είναι στην ουσία επώνυμη ποίηση, διαδίδονται και εξαπλώνονται με τους όρους της προφορικής λαϊκής λογοτεχνίας. Τέλος, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να λησμονούμε πως τα αντάρτικα τραγούδια ανήκουν στη στρατευμένη λογοτεχνία. Προασπίζουν συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις ανάλογα με την πολιτική και στρατιωτική παράταξη από την οποία πηγάζουν.
Αφήστε μια απάντηση