Ένα από τα πιο δύσκολα επαγγέλματα είναι εκείνο του εκπαιδευτικού λόγω του ότι βρίσκεται σε μια τόσο στενή και βαθιά σχέση ψυχικής αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης με τα παιδιά με τα οποία έρχεται σε επαφή, ώστε τα αποτελέσματά της εργασίας του κυρίως να εξαρτώνται από τη σχέση που δημιουργείται και όχι από τις δικές του ενέργειες. Αφήνοντας την οικογένειά εντασσόμαστε στο σχολικό πλαίσιο φτιάχνοντας καινούργιους δεσμούς με τους εκπαιδευτικούς μας και τους συμμαθητές μας. Οι μαθητές μεταφέρουν στους εκπαιδευτικούς τις εικόνες των γονιών τους μαζί με τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτές.
Ο εκπαιδευτικός σαν σύμβολο εξουσίας ξυπνά στο μαθητή τις αντιδράσεις απέναντι στην πατρική φιγούρα και ότι αυτή η αντιπροσωπεύει για τον κάθε ένα ξεχωριστά. Εκτός όμως από τον εκπαιδευτικό, και οι συμμαθητές μπορούν να προκαλέσουν αντιδράσεις σύμφωνα με τα βιώματα που είχε μέσα στην οικογένεια με τα αδέλφια του και τις αδελφές του. Αυτή η συμπεριφορά, όπως είναι φυσιολογικό, προκαλεί τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στους συμμαθητές ανάλογες αντιδράσεις. Το σχολικό περιβάλλον αναπαράγει το οικογενειακό περιβάλλον και έτσι το μεταφέρει σε ένα διευρυμένο κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή σ’ αυτή την περίπτωση στο σχολικό πλαίσιο.
Οι εκπαιδευτικοί γίνονται αποδέκτες ισχυρών θετικών και αρνητικών συναισθημάτων. Όμως η κατάσταση στην οποία αναπτύσσονται τα συναισθήματα αυτά και ο τρόπος συμπεριφοράς του ίδιου του εκπαιδευτικού, καθώς και αυτά που γνωρίζει για τον εαυτό του, μοιάζουν να μη δικαιολογούν την παρουσία τους. Άλλοτε λοιπόν οι εκπαιδευτικοί νιώθουν κολακευμένοι, άλλοτε πληγωμένοι, τις περισσότερες φορές φαίνεται ότι αγνοούν την ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων, αλλά και όταν τα υποψιάζονται αμυδρά, καταλήγουν να υποτιμούν τη δύναμή τους και την ισχυρή επίδραση που ασκούν πάνω στη σχέση μαθητή-καθηγητή και κατά συνέπεια στη μαθησιακή ικανότητα. Όταν υπερισχύουν τα συναισθήματα φόβου ή φθόνου ή και τα δύο μαζί, εμπλέκονται ή ακόμα και εμποδίζουν τη διαδικασία της μάθησης. Ενώ σε αντίθεση, ο θαυμασμός, η αγάπη και η ευγνωμοσύνη μπορούν να ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την επιθυμία του μαθητή για να μάθει.
Αν λοιπόν ο εκπαιδευτικός μπορέσει να κατανοήσει, τη βάση της συναισθηματικής επένδυσης του μαθητή, μπορεί να αποκτήσει έτσι μια πιο αντικειμενική άποψη για την σχέση που δημιουργείται αλλά και για τη σχολική επίδοση του μαθητή. Κατανοώντας λοιπόν αυτή τη συναισθηματική διαδικασία ο εκπαιδευτικός δεν κινδυνεύει να παρασυρθεί από τον κολακευτικό θαυμασμό ενός μαθητή, και καταλαβαίνει ότι αυτός δεν είναι παρά η προσωποποίηση εκείνη τη στιγμή κάποιου επιθυμητού φαντασιωσικού αντικειμένου του μαθητή και η επίγνωση αυτή τον βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη με την οποία ένας μαθητής έρχεται στο σχολείο, μπορεί να οφείλεται μεν σε μεγάλο βαθμό στην αγάπη του για τους νέους, η οποία όμως ενισχύεται από τις καλές σχέσεις που έχει ο νέος στο σπίτι του, και να μη θεωρεί ότι αυτός προκάλεσε όλη αυτή τη θετική συμπεριφορά. Με την ίδια δε λογική, η καχυποψία και η εχθρότητα ενός μαθητή δεν πρέπει να θεωρείται σαν προσωπική επίθεση που πληγώνει τον καθηγητή και τον θυμώνει, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα παλαιότερων βιωμάτων. Όμως ό,τι και να φέρνουν τα άτομα σε μια νέα κατάσταση, δεν παύουν να διατηρούν την αίσθηση της πραγματικότητας και να συγκρίνουν τις πραγματικές τους εμπειρίες με τις προκατασκευασμένες ιδέες. Αν λοιπόν ο καθηγητής μπορεί να προσφέρει μια εμπειρία διαφορετική από εκείνη που ο μαθητής φοβάται, τώρα έχει μια νέα ευκαιρία να προσαρμόσει την εικόνα που έχει ο μαθητής για τον κόσμο και να μπορέσει να αναπτυχθεί πάνω στη βάση της νέας αυτής εμπειρίας παίρνοντας έτσι και το ρόλο του ενήλικα υποστηρικτή και κάνοντας ισχυρά συναισθήματα που είναι ζωντανά και δραστήρια και που προέρχονται από το παρελθόν να αλλάξουν στο πλαίσιο μιας καινούργιας σχέσης. Επομένως στο σχολείο, όπου ο μαθητής περνά ένα μεγάλο μέρος της ζωής του οι καθηγητές που σαν ενήλικες ασκούν μεγάλη επιρροή μπορούν να του προσφέρουν εμπειρίες οι οποίες είναι σε θέση να ενθαρρύνουν την εμπιστοσύνη βοηθώντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του………………..