Μαρ 11
08

Τα εκκλησάκια του τόπου μου…

Κάτω από (Διαθεματικές) από στις 08-03-2011

Εις το βουνό ψηλά εκεί…
ειν’ εκκλησιά ερημική…

Το ποίημα αυτό των παιδικών μας χρόνων ήταν η αφορμή να ψάξουμε για τα μικρά κοσμήματα του τόπου μας καθώς στις εξορμήσεις μας τα συναντούσαμε συχνά.

Στίχοι: Αργυρώ Καλλιβρετάκη

Άλλοτε μικρά εικονοστάσια
κι άλλοτε ερημικά εκκλησάκια
στον κάμπο ή στο βουνό,
στις ρεματιές ή μεσ’ τα βράχια.
Το ίδιο όμορφα, απλοϊκά,
βαθιά σεβάσμια,
ασβεστωμένα.
Με μια φτέρη ή μυρσίνη δροσερή
στην αυλή ή στη σκεπή τους.

Με φρέσκια τη μυρωδιά του ασβέστη
και με το καντήλι τους σβηστό.
Χωρίς σήμαντρο.
Με ίχνη από κατσίκι
περαστικό στο λιγοστό χώμα.

Μια πόρτα τα προφυλάσσει από το δρόμο.
Όχι πάντοτε κλειστή.
Καταφύγιο κάθε περαστικού.
Το βλέμμα του Θεού.

Πλούσια η ευλογία τους.
Τα ίχνη τους να χάνονται
πίσω στους αιώνες.
Με κτήτορες,
με ιστορία ή χωρίς.
μέσ’ στο βράχο.

Με καμπαναριό πέτρινο
ή σήμαντρο φτωχικά σκουριασμένο.

Πολιορκημένα
από μούχλα ή σουβά
αντιπαλεύουν θαρρετά τον χρόνο.
Αποφασισμένα δίκαια
να κεντούν την καρδιά της θλίψης.
Να ξαποσταίνουν στον ίσκιο της προσδοκίας.
να διαβαίνεις μπροστά τους
βαστάζοντας τον ουρανό.

Με δόξες βυζαντινές ή νεότερες
να σε κρατούν σε αιώνια αγρύπνια
να σε βοηθούν ν’ αψηφάς τη σκιά του φόβου.
Σαν ένα φως ακίνητο στους ελαιώνες.
Τη ψυχή μας να ορίζουν.

Να σου μιλούν παλιές αγιογραφίες.
Κι ένα δέντρο που ορθώνεται μονάχο
πάνω από του κόσμου το μέτρο,
να συντροφεύει στη μνήμη των αιώνων
το πέρασμα της αυγής τους.

Ολοένα να χαιρετούν τη ζωή νέοι βλαστοί,
άνθη κραταιά της ελπίδας.
διάδημα στο μέτωπο της καινούργιας Άνοιξης.

Αιώνες και εποχές που αντιστέκονται.
σήμαντρα που διηγούνται στον ουρανό ιστορίες.

Απλόχερα προσμένει η ευλογία
να διαβείς τη θύρα τους που βουλιάζει στο κενό του χρόνου.
Τα έργα των ανθρώπων πάντοτε τα πληγώνει ο χρόνος.

Καθημερινά η γαλήνη αναβαπτίζεται
στην απουσία των ανθρώπινων ήχων.
Μονάχα το κελάηδημα των πουλιών
έρχεται σαν χαρούμενο σκίρτημα
ν’ αφυπνίσει μελωδικά τους αιθέρες.

Σε μυθικές σπηλιές
σαν άγρια περιστέρια
κουρνιάζουν απέριττα ξωκλήσια.

Σε βαθύσκιωτα φαράγγια,
σα διαβείς να γείρεις
με τα πλατανόφυλλα στο νωπό χώμα,
ν’ αφουγκραστείς τη φωνή του νερού,
ν’ ακολουθήσεις το δρόμο της πέτρας.

Πρώτα αφανίζει ο καιρός το πιο γέρικο,
αποσυνθέτει αργά η μούχλα…

Κρυμένα πίσω από πλατάνια σκιερά
δίπλα σε μία πηγή που κελαρίζει.
μέσα στα λιόδεντρα με τα’ ασημένιο χρώμα τους
στο πρώτο φέγγος της αυγής να στραφταλίζει!

Κι ύστερα το βράδυ πάλι.
σα θα βγει στον ουρανό ο αποσπερίτης.

Μες το μετόχι το παλιό φαντάζει αρχοντικό,
Το εκκλησάκι που μονάχο του πια μένει.
Ιστορίες στα χτίσματα που έγειραν τριγύρω του
να διηγείται απ’ τα παλιά.
Ο σκίνος γέμισε με κόκκινους καρπούς,
στολίδι και φρουρός στην πόρτα τη μισάνοιχτη.
και μια ακονιζιά στο φύσημα τα’ αγέρα,
γεμίζει μυρωδιά την ξέθωρη, ζωγραφιστή
εικόνα την παλιά.

Ένα θυμάρι μπλάβισε του τοίχου την ξερολιθιά.
Το τάμα απ’ τον αγώνα
στο σπίτι του τον νυκοκύρη.

Το κοτσύφι διαλάλησε τη δόξα Του
σε μια καινούργια μέρα από κενό καμπαναριό.
κι ένα σπουργίτι προσμένει σιωπηλό
νάρθει η σειρά του,
από τη μουριά που δίπλα του δεν έχει πια καρπό.

Άγριο αμπέλι άπλωσε πλοκάμια ν’ ανεβεί
ψηλά στο χαλασμένο τοίχο,
να κρύψει την πληγή.
Κάπαρη άνθισε γιομίζοντας λουλούδια το λιόκλαδο
που λάδι πρόσφερε για ταπεινό καντήλι στο ιερό.

Στον ύπνο μου αγωνίζομαι να σας συνθέσω,
να σας χαρίζω αίμα και φωνή…

Τα εκκλησάκια του τόπου μας…




Αφήστε μια απάντηση