Αρχείο ετικέτας Ελλαδική Εκκλησία

Το τέλος της ελληνικής διαφοράς

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Είπε κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Λένε (ορισμένοι πολιτικοί) ότι θέλουν να χωρίσουν την Εκκλησία από το κράτος. Αν μπορούσαν να χωρίσουν και τον λαό από το κράτος θα ήταν το τέλειο!» (η παράθεση από μνήμης).

Είναι φανερό, από σωρεία ενδείξεων, ότι το 1821 οι Έλληνες δεν ξεσηκώθηκαν για να ιδρύσουν έθνος – κράτος ευρωπαϊκού τύπου. Στόχος αυτονόητος ήταν «να πάρουνε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά». Ο ίδιος ο Όθωνας, με την είδηση θανάτου του σουλτάνου Μαχμούτ (1839), ήταν έτοιμος να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να στεφθεί αυτοκράτορας! Όμως το κατεπείγον, από την πρώτη κιόλας Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, ήταν να διακηρυχθεί, με την ορολογία της εποχής, η συγκρότηση πολιτειακού σχήματος που να πραγματώνει την επανένταξη των Ελλήνων στην κοινωνία των εθνών.

Η καθολικευμένη στην Ευρώπη ορολογία-γλώσσα της εποχής έλεγε «θρησκεία» και εννοούσε Ρωμαιοκαθολικισμό και Προτεσταντισμό – η Ορθοδοξία αφορούσε στα σλαβικά φύλα, όχι στην κυρίως Ευρώπη, όπου διεκδικούσαν θέση οι Έλληνες. Επιπλέον, όταν τα «Συντάγματα» των εξεγερμένων Ελλήνων χρησιμοποιούσαν την έκφραση «Η επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», ήταν αδύνατο να έχουν διαγνώσει τον αντιθετικό νοηματικό χαρακτήρα που εύστοχα προσδόθηκε στις λέξεις «εκκλησία» και «θρησκεία» περίπου στα μέσα του 20ού αιώνα.

Ας μου επιτραπούν τηλεγραφικές διευκρινίσεις: Η λέξη «θρησκεία» παραπέμπει σε ένα απολύτως ατομοκεντρικό γεγονός: ατομικές πεποιθήσεις, ατομική πειθάρχηση σε ηθικές εντολές, ατομική συμμετοχή στη λατρεία, τελικά και ατομική «σωτηρία»: συνέχιση της ατομικής ύπαρξης σε έναν «υπερβατικό», αέναο χρόνο. Η λέξη «εκκλησία» σήμαινε αρχικά τη σύναξη, μάζωξη, συνάθροιση των πολιτών, που αποφάσιζε για τον συλλογικό βίο. Και, στη συνέχεια, έναν τρόπο ύπαρξης και βίου, που πραγματώνει τη ζωή ως σχέση, ως κοινωνία αναγκών, ελπίδων, στόχων. Μια αληθινή σχέση που ελευθερώνει την ύπαρξη από τον χρόνο, όπως την ελευθερώνει και ο έρωτας.

Διακόσια χρόνια τώρα, το μικρό κομμάτι του Ελληνισμού που ελευθερώθηκε, ζει μέσα σε ένα ψέμα αυτοκαθορισμού του. Αποτυπωμένο το ψέμα σε όλα τα Συντάγματα, από το πρώτο, της Επιδαύρου (1822), ως τον σημερινό πασοκικό τραγέλαφο, επαναλαμβάνουν το ίδιο «θεμελιώδες» άρθρο: «Επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας».

Το «επικρατούσα θρησκεία» κραυγάζει ότι είναι δάνειο από τη Δύση. Σημαίνει μια ατομική επιλογή που υπερτερεί αριθμητικά, δεν σχετίζεται με την ταυτότητα του Έλληνα.

Γι’ αυτό και στα τρία πρώτα Συντάγματα (Επιδαύρου, Άστρους, Τροιζήνας) είναι σαφής η ανάγκη να καθοριστεί ποιος είναι ο Έλληνας – τι κάνει τον Έλληνα να είναι Έλληνας: η φυλή, η γεωγραφία, μια κοινή ιδεολογία; Ορίζουν λοιπόν και τα τρία πρώτα Συντάγματα ότι:

«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες και απολαμβάνουν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων» (Επίδαυρος, 1822).

– Ακριβής επανάληψη και στο Σύνταγμα του Άστρους (1823).

«Έλληνες είναι, όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν διά να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν. Όσοι εις ξένας Επικρατείας είναι γεννημένοι από πατέρα Ελληνα» (Τροιζήνα, 1827).

Η λέξη «πολιτισμός» σημαίνει τον «τρόπο βίου στην πόλη» και κατά προέκταση τον κοινό «τρόπο βίου». Σήμερα η σημασία των λέξεων (δηλαδή, η νοο-τροπία, ο τρόπος-του-νοείν) έχει αλλάξει ριζικά. Όταν τότε οι Έλληνες έλεγαν πιστεύω, έχω πίστη, εννοούσαν: εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη. Η πίστη δεν ήταν εγωτική πεποίθηση, ατομική επιλογή ιδεολογίας και ηθικού κώδικα, ήταν τρόπος ζωής, τρόπος σχέσεων. Όπως αγαπάς τη μητέρα σου ή η μητέρα το παιδί της, όπως η φιλία, όπως ο έρωτας δεν είναι επιλογές «πεποιθήσεων» ή καλλιέργεια συναισθημάτων, έτσι και η μετοχή στην Εκκλησία ήταν σχέσεις, τρόπος ύπαρξης, πράξη αυθόρμητη, καθημερινή – σταυροκόπημα, αναμμένο καντήλι, κοινή όλων νηστεία, διάλογος με τους αγίους (όπως ο Μακρυγιάννης με τον Αϊ-Γιάννη), μετοχή στη γιορτινή χαρά της Κυριακής και κάθε πανηγύρεως.

Ζούμε σε άλλη κοινωνία από αυτήν που έσωζε κάποτε ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτήν που προϋπέθεταν τα πρώτα Συντάγματα της ανεξαρτησίας. Σήμερα έχει αλλάξει και η σημασία των λέξεων, η νοο-τροπία (τρόπος-του-νοείν). Με απλοϊκό ορθολογισμό πρέπει να παραδεχτούμε ότι γι’ αυτό το σαφέστατο ιστορικό τέλος της Ελληνικής Διαφοράς, τέλος της Ελληνικότητας, ευθύνη καίρια έχει ο ελλαδικός κλήρος, οι επίσκοποι.

Ανέχθηκαν και ανέχονται να χαρακτηρίζεται στο Σύνταγμα η Εκκλησία σαν «επικρατούσα θρησκεία». Αυτή τη θρησκειοποίηση τη θέλουν, τους βολεύει. Είναι υπάλληλοι του κράτους, τους μισθοδοτεί, για τις δικές του σκοπιμότητες, το επίσημα και υποχρεωτικά άθεο κράτος. Η επισκοπική ηγεσία της Εκκλησίας συνήθως από κοινωνικά στρώματα πολύ χαμηλής καλλιέργειας, ζουν σαν μαικήνες και άρχοντες, με στόλο ιδιωτικών αυτοκινήτων, επαύλεις, παραθαλάσσια θέρετρα, σωρεία υποκόμων – κάποιοι απαιτούν μέχρι και 4.000 ευρώ για να λειτουργήσουν σε ενορία της επισκοπής τους! Ίσως οι λιγότεροι. Αλλά οι υπόλοιποι σιωπούν.

Το χειρότερο από όλα: Έχουν αλλοτριώσει το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής ζωής και αλήθειας σε, χυδαία χρησιμοθηρικό, κηρυγματικό ηθικισμό. Κήρυγμα, ιδεολογική προπαγάνδα, ωφελιμολογία – ούτε λέξη για το νόημα της ζωής και του θανάτου.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πασχαλινό επιμύθιο

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Πάσχα, η λέξη σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Από τη γη της αιχμαλωσίας στη γη της επαγγελίας, από την απολυταρχία του μηδενισμού στην έμπειρη ελπίδα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Η επαγγελία δεν έχει οπαδούς, έχει γιορταστές – όσους έχουν ψηλαφήσει ή πολύ διψάσει το θαύμα.

Το θαύμα είναι άσχετο με φαντασιώσεις για το «υπερφυσικό», την αλχημική μετασκευή της επιθυμίας σε ψυχολογική «βεβαιότητα». Άλλο η βιωμένη εμπειρία και άλλο η πληροφορία που την προσπορίζει η κατανόηση ή και η συναισθηματική ετοιμότητα. Το θαύμα της κυοφορίας και της γέννας, λ.χ., είναι γνώση αποκλειστική, μόνο για τη μάνα. Ο άνδρας, έστω και ο άριστος των μαιευτήρων, έχει πληρότατη πληροφόρηση, όχι γνώση της γέννας.

Στις κοινωνίες, τις ίδιες τις δικές μας, πριν τη Νεωτερικότητα, αλήθεια ήταν η βεβαιότητα, γεννημένη όπως το βλαστάρι, από σπόρο. Ξεχώριζε η γνώση από την πληροφορία, από τη συσκευασμένη για να πουληθεί είδηση. Σήμερα οι γνώσεις μας προϋποθέτουν τον συμβιβασμό με τη χρηστικότητα. Μας αρκεί η κατανόηση, περιττεύει η διακινδύνευση της εμπειρίας. Προσπερνάμε τη σχέση, μας εξασφαλίζουν οι «αυθεντίες». Προέχει ή συμβαδίζει με τη γνώση η απλή «ενημέρωση» ή η ψυχολογική μας συναίνεση.

Το Πάσχα του 2020 οδηγήθηκε να συρρικνωθεί στις εντυπώσεις. Καθόλου σχέση, καθόλου μετοχή, επομένως ούτε υποψία για Γιορτή – μόνο θέαμα τηλεοπτικό και ακρόαμα τηλεακουστικό. Στη θέση σώματος λαϊκού που γιορτάζει νίκη καταπάνω στον θάνατο, στήθηκε η solo ψαλμωδία. Ο λειτουργός να ευλογεί ένα κενό απουσίας πιστών, και στη γωνιά της μικρής οθόνης η τέλεια αρλούμπα: μεταφορά ιλιγγιώδους ποίησης και δραματουργίας σε «γλώσσα νοηματική»!

Όλοι οι ναοί κατάκλειστοι, βουβοί, τάφοι σφραγισμένοι «μετά κουστωδίας» (το περιπολικό της Αμεσης Δράσης στην πόρτα) – εξασφαλισμένος ο αποκλεισμός του θαύματος. Έρημοι δρόμοι συμπλήρωναν την εικόνα γενικευμένης συμφοράς ή πολέμου. Ασφαλώς και έπρεπε να ληφθούν μέτρα, να αναχαιτιστεί με κάθε τρόπο το θανατικό. Αλλά με τρόπο τίμιο, ευθύ, λ.χ. με τον εκκλησιαστικό ρεαλισμό του «πένθους», της θυσιαστικής έμπονης στέρησης. Να δηλώνουν πένθος οι κλειστές εκκλησιές, όχι πειθάρχηση σε «προοδευτικές» μηδενιστικές πολιτικές. Η ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση μιας στημένης παντομίμας σίγουρα είναι παρηγοριά για τον άρρωστο, τον κατάκειτο, τον υπερήλικα. Όμως η εικόνα της οθόνης γυμνώνει το αίνιγμα: Αν είναι έγνοια για τους αναγκεμένους ή φτηνιάρικη πολιτική επίδειξη «μέριμνας».

Μοιάζει παρακμιακός εκφυλισμός να παίρνει η εξουσία μέτρα «για την αποφυγή συνωστισμού», πιο βάναυσα στις εκκλησιές από αυτά που καθόρισε για τα σούπερ μάρκετ. Δυο μέτρα η απόσταση ανάμεσα στους πελάτες των υπεραγορών, αποκλεισμός ολοκληρωτικός των πιστών από την εκκλησιά τους. Στο φετινό Πάσχα ψηλαφήσαμε, χειροπιαστά, τι σημαίνει η τερατώδης αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού στην Ελλάδα σώματος σε «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν»: Επίσκοποι και πρεσβύτεροι ήταν οι απλοί διεκπεραιωτές των κρατικών εντολών, υπάλληλοι της εξουσιαστικής γραφειοκρατίας.

Το κράτος έκανε τη δουλειά του, εξυπηρέτησε τους στόχους του, η Εκκλησία ήταν, άλλη μια φορά, ανύπαρκτη, αλλοτριωμένη, εκούσια θρησκειοποιημένη. Αυτό είμαστε, μια αποτυχία – η νίκη καταπάνω στον θάνατο «ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν ιδού ώδε ή ιδού εκεί». Πορευόμαστε με ελπίδα, αλλά ταυτόχρονα κοινωνούμε τον πόνο μας. Λέμε: θα μπορούσε να μαρτυρηθεί το «κάτι άλλο», το διαφορετικό που είναι η Εκκλησία, η ελευθερία της από τη θρησκευτική τυπολατρεία και τον νομικισμό. Για παράδειγμα:

Να πουν κάποιοι επίσκοποι με συνείδηση ρεαλιστικής, όχι αλληγορικής «πατρότητας»: Σεβόμαστε τον τρόμο του αδύναμου ανθρώπου για τον κορωνοϊό, για βασανιστικό θάνατο από πνιγμό. Γι’ αυτό επιστρέφουμε (προσωρινά ή μόνιμα) στο αρχαίο λειτουργικό τυπικό: Οι πιστοί να δέχονται τη «μερίδα των αγιασμάτων» στην παλάμη και όχι με κοχλιάριο από το κοινό ποτήριο. Αλλά είναι φανερό, είμαστε πολύ, πάρα πολύ μακριά από την αγάπη που ελευθερώνει.

Το Πάσχα του 2020 συρρικνώθηκε στις εντυπώσεις. Ωστόσο, έστω και στο γήπεδο των εντυπώσεων, η σύγκριση του υποταγμένου στην επαρχιωτική μειονεξία κρατικού Ελλαδισμού με την κοσμοπολίτικη αρχοντιά του μαρτυρικού Φαναρίου ήταν ζωηφόρα αποκάλυψη. Η τηλεοπτική εικόνα επέτρεπε τη σύγκριση και γεννούσε την οδύνη. Από το 1862, που εγκαινιάστηκε το αρχιτεκτονικό ανοσιούργημα του Γάλλου Boulanger, με σχέδια του Γερμανού Hansen, δεν βρέθηκε ένας (μα ούτε ένας) Έλληνας αρχιεπίσκοπος που να απαιτήσει την εξάλειψη – απόσβεση τουλάχιστον της ζωγραφικής θρησκευτικής παιδαριωδίας που «διακοσμεί» τον μητροπολιτικό ναό (έργα του Γερμανού Alexander Seitz).

Η τηλεοπτική αναμετάδοση προκαλούσε τη σύγκριση: της αρχοντιάς στο Φανάρι με την επαρχιωτίλα της Αθήνας. Εικόνες, λειτουργικά σκεύη, άμφια, ιεροτελεστικό τυπικό. Οι Ελλαδίτες με στολές σαν από καλογυαλισμένες φανταχτερές λαμαρίνες, οι Φαναριώτες με φινέτσα αισθητικής καλλιέργειας σε κάθε λεπτομέρεια.

Τι έχασε ο Έλληνας, τι έχει, τι του πρέπει.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ