Αρχείο ετικέτας Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

ΑΝΑΜΕΣΑ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΟΥΣ

Του ΚΩΣΤΑ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τί είμαστε, επί τέλους; Ποιοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, τα μυστηριώδη αυτά όντα της δημιουργίας και ποια δυναμάρια, ποιοι μαγνήτες μας κρατούν πάνω από το χάος του θανάτου, μέσα στην ένταση της ζωής αυτής απ’ όπου διαβαίνουμε ως υπνοβάτες, σε όνειρο βαθύ φωτός και σκότους; Το αίνιγμα που φέρουμε ολάνοιχτο ως πληγή του νου και της καρδιάς απορία, όσο το συλλογιζόμαστε, τόσο και περισσότερο οξύνει την αγωνία μας που υπάρχουμε, τον φόβο μας μήπως κάποτε πάψουμε να υπάρχουμε.

Από παιδιά μας είχαν θρέψει και φωτίσει με τα κατάλοιπα ενός πολιτισμού που αντίκρυζε τον άνθρωπο στο κέντρο του σύμπαντος, ισάξιο με το σύμπαν, ανταγωνιστή του αστερωμένου ουρανού που προκαλεί την ίδια έκσταση και το αυτό σιωπηλό θάμβος που μας γεννά η αποκάλυψη του ηθικού κόσμου μέσα μας. Και σ’ αυτό τον άνθρωπο – κεντρικό άξονα του κόσμου, εδιδαχτήκαμε να διακρίνουμε μ’ ευκρίνεια καρδιάς το αθάνατο αντέρεισμα του Θεού. Εδιδαχτήκαμε, από το ανθρωποκεντρικό σύμπαν ν’ ανερχόμαστε με κομμένη ανάσα προς το θεοκεντρικό σύμπαν. Κι εκεί, να ορούμε δια της πίστης και της αγάπης όσα μυστήρια δεν θέρμαναν μ’ ενθουσιασμό την λογική μας. Υπήρξαμε κάποια παιδιά που περπατούσαμε έκθαμβα ανάμεσα στα θεία και στ’ ανθρώπινα για να ‘ρθει η Ιστορία να μας χτυπήσει με τους πιο θανάσιμους κεραυνούς της. Ποτέ ίσως παιδικά μάτια δεν είχαν αντικρύσει τόσην αγριότητα και τέτοιαν απανθρωπιά. Κάθε φορά που η ιστορική εμπλοκή της ζωής μας άφηνε ν’ ανασάνουμε, ψάχναμε ταραγμένοι μέσα μας να βεβαιωθούμε πως δεν είχαμε χάσει ολότελα την πεποίθησή μας στον άνθρωπο, πως εξακολουθούσαμε να τον τοποθετούμε ως στέμμα, στην κεφαλή της δημιουργίας – μιας δημιουργίας που δεν βρίσκαμε ξεκάθαρα ποτέ το σκοπό της. Κι όσοι από μας δεν βλέπαμε καμιά πλέον ελπίδα να φέγγει στην πολιτική πράξη, πιστέψαμε κι εργαστήκαμε ώστε αυτός ο άνθρωπος, του καιρού μας ο μοιραίος άνθρωπος να εξαγνιστεί, να γίνει αληθινός άνθρωπος δια της πολιτιστικής πράξης, με την καλλιέργεια που πραγματοποιεί το μυστηριώδες άροτρο του πνεύματος. Γιατί όσα και να εζήσαμε, φοβερά και σκοτεινά, εμείς εξακολουθούμε να πιστεύουμε στην αξία και στην πνευματική – αγαθοποιό επομένως – αξιοσύνη του ανθρώπου. Ανθρωπιστές, λοιπόν; Ναι, ανθρωπιστές καταγαυσμένοι από το φως του Θεού, μ’ ένα ωστόσο ματωμένο σημάδι στο μέτωπο.

Όμως μέσα στην επιταχυνόμενη εξαχρείωση της σημερινής ζωής και στην οξυνόμενη εξαγρίωση του ανθρώπου των καιρών μας, συχνά ανεβαίνει, ως θρίαμβος αίματος, στα χείλη της ψυχής μας το τρομερό ερώτημα: ο άνθρωπος στον οποίο πιστέψαμε, η αξία στην οποία στηριχτήκαμε, αρπαγμένοι μια ολόκληρη φουρτουνιασμένη ζωή, είναι τάχα ο ίσιος μ’ αυτόν που συναντάμε στην καθημερινή μας ζωή; Είναι ο αναιδής των αγοροπωλησιών, ο χυδαίος των λεωφορείων, ο ανενδοίαστος εκμεταλλευτής, ο κακός κι αγενής γείτονας, ο αδιάκριτος και μοχθηρός συνάδελφος στην εργασία, είναι αυτός που επικυρώνει την αθλιότητα, που απολαμβάνει την κατάπτωση, ο τυφλός, ο φανατικός, ο χαλαστής; Είναι κείνος που ως ιδανικό οιστρηλάτησε ολάκερη τη ζωή μας ή μήπως άλλον εμείς λατρέψαμε, σ’ άλλον θεοφρούρητο άνθρωπο πιστέψαμε κι άλλος κυκλοφορεί πλάι μας σήμερα ως βδέλυγμα της ερημώσεως του πολιτισμού και του ακατάσχετου λιμού των ψυχών που ζει ο κόσμος στο γέρμα του σημαδιακού και σημαδεμένου μαζί αυτού αιώνα;

Αναρωτιούματε και αμήχανοι, δεν κατορθώνουμε να ανασύρουμε από τα βάθη μας μιάν ικανοποιητική απόκριση. Τι είμαστε, λοιπόν; Ποιοι είμαστε μεις που συνηθίσαμε την φθαρμένη μας μορφή στον ανελέητο καθρέφτη; Και τι είναι, ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι, οι άλλοτε κοντινοί, οι άλλοτε πολύ μακρινοί, κομήτες κινούμενοι παλμικά, μέσα σε μια ζωή όπου οι εφιάλτες πληθαίνουν κι όπου οι χαρές σπανίζουν, οι χαρές των ανθρώπων.

Ευτυχώς που ο Θεός στέλνει ακόμη τις δικές του χαρές και μισθοδοτεί τον χαμένο κόσμο με ήλιο, με θάλασσα, με βλαστούς, με καρπούς, με φεγγάρι κι αστέρια, με το σκίρτημα το πολύφωνο της μέρας και με την βαθειά, θεσπέσια σιγή της νύχτας. Ευτυχώς…

Κ. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Ανάμεσα φωτός και σκότους», Ευθύνη, τχ. 206, (Φεβρουάριος 1989) 83-84.