Αρχείο ετικέτας Ιησούς Χριστός

Ο Χριστός και οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι

Του ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ· Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Η περιθωριοποίηση ορισμένων ανθρώπων για κοινωνικούς λόγους ή για λόγους υγείας αποτελεί σύμπτωμα του εκπεσόντος από την αρχική φυσιολογική κατάσταση της δημιουργίας του «καλού λίαν» ανθρώπου. Βέβαια σήμερα, εποχή πανδημίας, οι λόγοι υγείας δεν οδηγούν σε ταπεινωτική συμπεριφορά εκ μέρους των υπολοίπων. Δεν ήταν το ίδιο όμως την εποχή του Χριστού,  όπως φαίνεται στην περίπτωση των λεπρών (των πασχόντων από τη νόσο του Hansen, κατά τη σημερινή επιστημονική ορολογία). Είναι τρομερό να φανταστούμε για μια στιγμή τον εαυτό μας απομακρυσμένο από όλους τους άλλους ανθρώπους, με απαγόρευση κάθε δυνατότητας επαφής και συναντήσεως, με άρρωστο και συνεχώς φθειρόμενο κορμί από κάποια μεταδοτική αρρώστια και επί πλέον συνοδευμένο με τη μόνιμη καταφρόνια της κοινωνίας ότι η αρρώστια που έχουμε, κατά τις αντιλήψεις ορισμένων κύκλων της τότε εποχής, αποτελεί τιμωρία για την αμαρτωλή ζωή μας. Και ξαφνικά κάποιος μας πλησιάζει αψηφώντας τους κιν­δύνους, καταπατώντας τις επικρατούσες κοινωνικές προ­καταλήψεις, δείχνοντας άφοβα και απεριόριστα την αγά­πη του. Δεν θα αισθανθούμε άπειρη ευγνωμοσύνη γι’ αυ­τόν;

Μια τέτοια περίπτωση δέκα τραγικών ασθενών μας παρουσιάζει η διήγηση του ευαγγελιστή Λουκά, τους οποίους άγγιξε η σωστική χάρη και η θεραπευτική δύναμη του Χριστού. Ας δούμε σε μετάφραση την ευαγγελική διήγηση:

«Εκείνο τον καιρό καθώς έμπαινε ο Ιησούς σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπόν από μακριά  και του φώναζαν δυνατά: ‘Ιησού, Δάσκαλε, ελέησέ μας!’  Βλέποντάς τους εκείνος τους είπε: ‘Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς’. Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα.  Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή τον Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν μάλιστα Σαμαρείτης.  Τότε ο Ιησούς είπε: ‘Δεν θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά πού είναι; Κανένας τους δεν βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει τον Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;’  Και σ’ αυτόν είπε: ‘Σήκω και πήγαινε στο καλό· η πίστη σου σε έσωσε’» (Λουκ. 17, 12-19).

Η αγάπη του Θεού που σαρκώνει μέσα στον κόσμο και αποκαλύπτει με τη ζωή και τον θά­νατό του ο Χριστός δεν περιορίζεται στους ολίγους, στους εκλεκτούς, στους υγιείς, στους δικούς του. Εκτείνεται σε όλους, ακόμη – ή μάλλον ιδιαίτερα – σε αυτούς που οι «σοβαροί» και «ευσεβείς» άνθρωποι της εποχής του θεωρούν μολυσμένους και αμαρτωλούς. Δεν γνωρίζει ο Χριστός όρια κοινωνικά, πολιτικά ή θρησκευτι­κά. Εκδηλώνεται η αγαθότητά του κατά τη διήγησή μας σε δέκα ανθρώπους που τους ένωσε ο πόνος της μολυσματικής αρρώ­στιας, της λέπρας. Ο Ιησούς τους συναντά και διαλέγεται μαζί τους, ξεπερνώντας τον Μωσαϊκό Νόμο που απαγορεύει τη συνάντηση και επαφή με λεπρό. Σε ανάλογη περίπτωση θεραπείας λεπρού οι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν το ρήμα «ήψατο αυτού» (Ματθ. 8,3). Ο ένας μάλιστα από αυτούς ήταν αλλοεθνής, ήταν Σαμαρείτης.

Και όμως, αυτού του τελευταίου η στάση είναι που κάνει εντύπωση και υπογραμμίζεται από τον ευαγγελιστή. Οι εννέα θεραπευμένοι, πλημμυρισμένοι από τη χαρά της υγείας και της συναντήσεως με τους συγγενείς και φίλους, βλέποντας δυνατό και καθαρό το σώμα τους, ξέχασαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον ευεργέτη Χριστό – τυπικό παράδειγμα των ανθρώπων όλων των εποχών που επικαλούνται τον Θεό στη θλίψη και τον πόνο, αλλά τον ξεχνούν στη χαρά. που νομίζουν ότι ο Θεός είναι το τελευταίο κατα­φύγιο στην ασθένεια όταν εξαντληθούν όλες οι άλλες αν­θρώπινες δυνάμεις και όχι ο πρώτος φίλος στην υγεία και στη χαρά. Ασφαλώς οι εναγώνιες κραυγές βοήθειας που απευθύνονται στον Θεό καθημερινά είναι περισσότερες από τις προσευ­χές ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης! Κι ας προτρέπει ο ιερεύς κάποια στιγμή, «μετά το πιστεύω», στη θεία Λειτουργία «Ευχαρστήσωμεν τω Κυρίω», κι ας απαντάει ο λαός δια των Ιεροψαλτών «Άξιον και δίκαιον». Μήπως, αλήθεια, αυτή η προτροπή  περνάει απαρατήρητη;

Πολλά πράγματα τα θεωρούμε αυτονόητα μέσα στη ζωή, χωρίς να αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε κανένα για τις καθημερινές δωρεές. Η αυτοτέλεια και η αυτοπεποίθηση δεν αφήνουν περιθώρια ευγνωμοσύ­νης προς τον ευεργέτη Θεό. Τα χείλη μας δύσκολα κι­νούνται για να πουν ένα ευχαριστώ, ενώ πολύ εύκολα, σχεδόν αυθόρμητα, απευθύνουν κραυγές και επικλήσεις βοήθειας στον καιρό της ανάγκης. Και εδώ συμβαίνει το εξής χαρακτηριστικό: Όταν περάσει η ανάγκη, όχι μόνο ξεχνούμε τη στιγμή της αδυναμίας ή ντρεπόμαστε γι’ αυτή, αλλά προσπαθούμε με εκδηλώσεις λεονταρισμού ή αυτοπεποιθήσεως να ισοσταθμίσουμε την επιδειχθείσα αδυναμία.

Η στάση αυτή είναι καθαρά ανθρώπινη και δείχνει την παγίδευσή μας μέσα στα οχυρωματικά έργα του εγωιστικά σκεπτόμενου εαυτού μας. Κι όμως, η λυτρωτική αγάπη του Θεού μας περιβάλλει καθημερινά. Ο σταυρός του Χριστού δεν σημαίνει μόνο το αποκορύφωμα μιας σειράς σωστικών ενεργειών που έκανε ο Θεός για τα πλά­σματά του, αλλ’ είναι η αρχή ατέλειωτων δωρεών που πλημμυρίζουν την ανθρωπότητα. Η σπουδαιότερη δε από αυτές συνίσταται στην κατανίκηση του φόβου του θανά­του και στην άνθηση της ελπίδας της αναστάσεως.

Όταν η οσμή του θανάτου, ιδιαίτερα στην εποχή μας, μας απειλεί συνεχώς, δεν αποτελεί βασικό λόγο ευγνωμοσύνης προς τον Θεό η ανατολή της ελπίδας για μια καινούργια ζωή, χωρίς πόνο, χωρίς θλίψη, χωρίς τρόμο θανάτου; Το κλείσιμο στον εαυτό μας, η φαρισαϊκή αυτάρκεια, η φαινομενικά δυναμική αυτοπεποίθηση, φέ­ρουν τη σφραγίδα της απειλής του θανάτου. Το άνοιγμα της καρδιάς μας στον Θεό είναι η απάντησή μας στις άπει­ρες δωρεές του Θεού, στο δώρο της ζωής που γενναιόδωρα μας προσφέρει, είναι το μεγάλο «ευχαριστώ». Ένα «ευχα­ριστώ» ευγνωμοσύνης που θα συνοδεύεται ασφαλώς από συμπεριφορά αντάξια της θείας δωρεάς. Στη διήγηση που σχολιάζουμε το ευχαριστώ προς τον Ιησού προήλθε από ένα αλλοεθνή, ένα Σαμαρείτη, που περιφρονούσε ο καθαρός Ιουδαίος. Ο πόνος της αρρώστιας ένωσε τους δέκα λεπρούς, η ευγνωμοσύνη του ενός, του Σαμαρείτη, προκαλεί τον έπαινο του Χριστού και την αναγνώριση της πίστης του στο τέλος της διηγήσεως, δίνοντάς μας έτσι ένα υπόδειγμα ευγνώμονος ευχαριστίας.

ΠΗΓΗ

orthodoxia.info

Ανάσταση και Επανάσταση! Ας το σκεφτούμε…

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου / Δρ. Θεολογίας – Διευθυντής του περιοδικού Σύναξη

«Καλή Ανάσταση!»

Ξεχείλισε γύρω μας η ευχή, καθώς ζύγωνε το Πάσχα! Και προσοχή: Την διατύπωναν και ένθεοι και άθεοι. Άλλοι κυριολεκτικά, άλλοι μεταφορικά, πάντως όλοι έδωσαν την ευχή, κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία: Φανερώνει κάτι πολύ περισσότερο από την στεγνή ευχή «χρόνια πολλά», που απλώς μιλούν για στεγνή επιβίωση. Η «Καλή Ανάσταση» όμως μαρτυρά δίψα για ζωή της προκοπής, ελπίδα για ζωή αληθινή, απελευθερωμένη από κάθε θανατίλα!

Δυο σκέψεις έχω, ωστόσο:

Και η έννοια της Ανάστασης και η έννοια της Επανάστασης (θυμίζω ότι η επανάσταση νοείται ως ανατολή ενός νέου κόσμου, όπου το άδικο θα τερματιστεί) είναι αδιανόητες δίχως τον Χριστιανισμό. Είτε δέχεται είτε δεν δέχεται κάποιος τη χριστιανική πίστη, η έννοια της Ανάστασης και της ποθούμενης κατάργησης του κακού (σε κάθε του μορφή) αποτελεί χριστιανική συμβολή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εξηγούμαι:

Οι «αναστάσεις» που παρουσιάζονται σε άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες είναι εντελώς άλλο πράγμα. Σ’ αυτές ο χρόνος είναι κυκλικός, πράγμα που σημαίνει ότι ο κόσμος για πάντα θα υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει τώρα. Η Περσεφόνη «ανασταίνεται» μεν κάθε άνοιξη, αλλά αυτό σημαίνει ότι ξαναπεθαίνει άλλες τόσες φορές! Ο κύκλος είναι αιώνιος κι αδιάρρηκτος, και ο θάνατος ακατάργητος. Αντίστοιχα, αιώνια συνυπάρχουν το δίκιο και η αδικία. Στο κυκλικό μοντέλο, το δίκιο αντιπαλεύει μεν την αδικία, αλλά δεν κυριαρχεί οριστικά ποτέ. Με δυο λόγια, στο μοντέλο αυτών των πεποιθήσεων, ένας   ά λ λ ο ς     κόσμος    δ ε ν   είναι εφικτός.

Αντιθέτως, η Βίβλος και ο Χριστιανισμός έφεραν την έννοια της ευθύγραμμης (ή μάλλον: της σπειροειδούς) πορείας του χρόνου, δηλαδή της πορείας του κόσμου προς ένα μέλλον το οποίο δεν έχει ξαναϋπάρξει. Έφεραν δηλαδή την έννοια της πορείας προς το απόλυτα καινούργιο! Κι επειδή όλοι οι κόποι του ανθρώπου (ακόμα και οι πιο υπέροχοι) υποτάσσονται τελικά στον θάνατο, γι’ αυτό η Ανάσταση επιτεύχθηκε από τον κορυφαίο αλληλέγγυο, από έναν Θεό ο οποίος δεν επισκέφθηκε απλώς τον κόσμο, αλλά έκανε τον κόσμο εαυτό του (αυτό σημαίνει η ευαγγελική επιμονή ότι η ενανθρώπιση ήταν πραγματική, και όχι περαντζάδα ή virtual reality). H Ανάσταση πραγματώθηκε από τον συμπάσχοντα και αλληλέγγυο Θεό ο οποίος, μέσω της πράξης του, θανατώνει τον θάνατο και προσφέρει στους ανθρώπους μια δυνατότητα, η οποία δεν μπορεί να προκύψει από την ανθρώπινη φθαρτότητα. Και είναι μια δυνατότητα, την οποία ο άνθρωπος καλείται να τη δεχτεί όχι μοιρολατρικά, αλλά με την απόφασή του και με την πράξη του! Να την κάνει τρόπο ζωής. Ναι! Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός! Αυτό σημαίνει σπάσιμο του κύκλου και τίναγμα του ταξιδιώτη κόσμου προς το ακατόρθωτο. Ιδού η έννοια της επ-ανάστασης!

Η χριστιανική ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι δεν αφορά απλώς ένα όραμα για αλλαγή του κόσμου, αλλά συνδέει αυτό το όραμα με την ύπαρξη και τη δράση Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η ανθρώπινη ιστορία ανοίγεται σ τ ο  ά π ε ι ρ ο ! Ξέρουμε πολύ καλά ότι, όποτε οι άνθρωποι μάνιασαν, μέσα σε μια ναρκισσιστική επαναστατικότητα, να ορίσουν και να επιβάλουν το τέρμα της ιστορίας, γεννήθηκαν τυραννίες. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι ένας τρόπος ζωής στην καθημερινότητα, εμπνευσμένος από τη ρήξη με τον θάνατο, ένας τρόπος ζωής που να φέρνει στο σήμερα το φως της Ανάστασης, ένας τρόπος ζωής ανοιχτός στην ελευθερία, τη δημιουργικότητα, την ευθύνη και τον αναστοχασμό. Να έχει δηλαδή μια επαναστατικότητα που να μην ξεψυχά δημιουργώντας ένα νέο κατεστημένο (άντε πάλι κύκλος!), αλλά που να κρίνει κάθε νέο κατεστημένο, και που να μη θέλει με το στανιό να φράξει την ιστορία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το να μη είναι η Δευτέρα Παρουσία στο τσεπάκι κανενός, αλλά να αποτελεί εξορισμού την έκπληξη.

Όσοι δηλώνουν Χριστιανοί, είναι τραγικό αν γιορτάζουν την Ανάσταση σαν ξόρκι που δεν διαποτίζει τη ζωή, και σαν φολκλόρ ανώδυνο. Τόσο ανώδυνο, που να μην τους εμποδίζει να στρατεύονται καθημερινά με τις δυνάμεις της μισαλλοδοξίας, της αδικίας και του αποκλεισμού (δηλαδή με τις δυνάμεις του θανάτου). Οι φριχτές αυτοαναιρέσεις είναι βαρύ ποινικό-πνευματικό μητρώο για μας τους θρήσκους!

Κι όσοι δηλώνουν άθεοι και πρόθυμοι για επανάσταση, ας σκεφτούν τη σκέψη μου αυτή. Πιθανολογώ ότι θα ακουστεί πολύ στρατευμένη, αλλά είναι απλώς βγαλμένη απ’ την ψυχή μου, προς ανθρώπους ψυχωμένους: Αν το άπειρο του Θεού δεν υπάρχει, τότε η επανάσταση θα είναι απλώς επαναστασούλα, προορισμένη να συντριβεί στο μπετόν αρμέ του τέλους μας. Από τη μια να θέλεις το σπάσιμο του φυσιοκρατικού κύκλου, κι από την άλλη να μην αντέχεις το άνοιγμά του, είναι τουλάχιστον αυτοτραυματισμός, φίλοι!

Ζητώ, λοιπόν, το ασύνηθες. Ζητώ από όσους εύχονταν «Καλή Ανάσταση», να σκεφτούν πόσο ουσιαστικό θα είναι, από την Κυριακή του Πάσχα, να λένε: «Χριστός Ανέστη!». Το «Χριστός Ανέστη» δεν είναι ευχή! Είναι δήλωση. Είναι κατάφαση του ότι, ναι, η ευχή που μέχρι χθες έδινα («καλή Ανάσταση») δεν ήταν κενή από νόημα, δεν ήταν κούφιο σχήμα λόγου για θνησιγενείς ομορφιές και για ελπίδες με ημερομηνία λήξης. Είναι, αντιθέτως, διαβεβαίωση ότι η Ανάσταση είναι κυριολεκτικά το μέλλον.  

ΠΗΓΗ

Αποικία Ορεινών Μανιταριών

Ποιον Χριστό;

Της ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΣΑΛΑΜΠΟΥΝΗ / Επίκουρης Καθηγήτριας Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ

Με ρώτησε τις προάλλες μια φοιτήτρια με αφορμή τα όσα απασχολούν τη Σχολή μας αυτές τις μέρες (μετακομίσεις προσκυνηταρίων, η «επονείδιστη» προσθήκη στο μηχανογραφικό της φετινής χρονιάς, τα αποκαλυπτικά σενάρια προδοσίας και «διωγμών» και τα προσκλητήρια σε μαζικές εκδηλώσεις-επιδείξεις δύναμης) πώς μπορεί κανείς να αποφασίσει ποια είναι η αλήθεια και ποιο είναι το σωστό κάθε φορά. Μου ήρθε τότε στο νου εκείνη η «αιρετική» φράση που έγραψε στο σημειωματάριό του ο Ντοστογιέφσκι: “Ότι ο Χριστός έκανε λάθη, είναι αποδεδειγμένο! Ένα οδυνηρό αίσθημα, μου λέει: προτιμώ να κάνω λάθος με τον Χριστό παρά μαζί σας”. Θα μου πείτε βέβαια ποιον Χριστό. Αυτόν που σκεπάσαμε με τα βαριά πλουμίδια μίας «βυζαντινής» λαμπρότητας η οποία συνδέει δυστυχώς συχνά την πίστη με ηχηρές εκδηλώσεις ευσέβειας και μας καθιστά κύμβαλα αλαλάζοντα; Ή μήπως τον άλλον τον ηθικολόγο, που θεωρήσαμε πως μας ανέθεσε το ρόλο του κριτή του πλησίον μας; Ή μήπως εκείνον, τον ωραίο Έλληνα, που ανέδειξε το έθνος μας σε εκλεκτό και μοναδικό μέσα σε όλους τους λαούς αυτού του κόσμου, αφού σε μας μονάχα χάρισε τη σωτηρία; Ή τάχα τον Χριστό που τον κρεμάσαμε εικόνα στα αναπαυτικά σαλόνιά μας, όπου δεν έχει θέση φυσικά η δυστυχία αυτού του κόσμου παρά μονάχα ως θέαμα στο γυαλί της τηλεόρασης; Ποιον Χριστό τελικά; Τον Χριστό μίας φωνασκούσας πλειοψηφίας, τον Χριστό που μιλά μια γλώσσα μίσους, που γυρνά την πλάτη σε αυτόν που έχει ανάγκη (τους αγαπάμε, βρε αδελφέ, κι αν τους διώχνουμε απ’ τη δική μας γειτονιά ή πόλη, είναι από αγάπη, γιατί δεν θέλουμε να ταλαιπωρηθούν). Τον Χριστό που μας έμαθε πως εμείς είμαστε καλύτεροι από τους άλλους (να δεις πώς το λέμε τόσο εύστοχα: δεν κατακρίνουμε τον αμαρτωλό αλλά την αμαρτία του με λόγια σκληρά, εμείς που δε βλέπουμε το δοκάρι στο δικό μας μάτι). Κι όμως ο Χριστός, που ο Ντοστογιέφσκι προτιμά, είναι εκείνος που έκανε το «λάθος» να συγχωρήσει όσους τον οδήγησαν στον θάνατο, που μακάρισε τους πτωχούς τῷ πνεύματι και κήρυξε την αδυναμία και το όνειρο μιας Βασιλείας που δεν ήρθε ποτέ. Αυτός ο Χριστός δεν εντυπωσιάζεται από τα ξυλόγλυπτα προσκυνητάριά μας, δεν μπορεί να καταλάβει πώς χωρίσαμε εμείς τα παιδιά του σε εμάς και τους άλλους με μπάρες και αναθέματα, πώς μπορούμε διεκδικώντας την αποκλειστικότητα στην αλήθειά του να μεταβάλλουμε το ευαγγέλιό του σε μια υπόθεση ολίγων εκλεκτών. Αυτόν τον Χριστό, που ενοχλεί τον κάθε Μεγάλο Ιεροεξεταστή χτες και σήμερα, που φαίνεται εύθραυστος, αδύναμος, ελάχιστος, μοναχικός, τόσο λάθος τελικά για τον δικό μας καθωσπρεπισμό (κι ας μην τολμάμε να το πούμε, είπαμε είμαστε ευσεβείς, έχουμε εμείς τρόπους να τον διορθώσουμε), αυτόν τον Χριστό ίσως αξίζει να ακολουθήσουμε, να «σφάλουμε» μαζί του ανεπανόρθωτα αγαπώντας αυτόν που δεν είναι δικός μας, κλείνοντας τα αυτιά σε μισαλλόδοξα καλέσματα.

ΠΗΓΗ

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ