Αρχείο ετικέτας Αγιολογία

Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης γράφει για τον Ευγένιο Βούλγαρι

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Δύο πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του σύντομου αρθριδίου, ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης[1] – η μνήμη του τιμάται την 14η Ιουλίου – ο σημαντικότερος των Κολλυβάδων Πατέρων και ο κλεινός Ευγένιος Βούλγαρις[2], αμφότεροι λόγιοι του 18ου αιώνα. Αν και τα βήματά τους ίσως να μη διασταυρώθηκαν κάποια στιγμή στους ίδιους δρόμους, ο πρώτος έτρεφε σεβασμό για τη λογιοσύνη του δευτέρου.

Σ’ ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την Ομολογία Πίστεως (Βενετία 1919), ο άγιος Νικόδημος απολογούμενος τρόπον τινά για τη συγγραφή αυτού του σπουδαιοτάτου βιβλίου του, γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «συνήθεια γαρ εξ αρχαίων χρόνων επικρατεί εις την του Χριστού Εκκλησίαν και όποιος κατηγορείται εις τα της Πίστεως, και να απολογήται εις α κατηγορείται […] Έτζι ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς ιδίαν Ομολογίαν εξέθετο  εξέθετο Πίστεως […] και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου, εν τη κατά Φλωρεντίαν Συνόδω […] έτζι και πολλοί των νεωτέρων Διδασκάλων εποίησαν, ως ο Κυρ Ευγένιος και άλλοι»[3]. Άξιο παρατήρησης είναι εδώ το γεγονός ό,τι δίπλα σε κορυφαίους αγίους (Γρηγόριο Παλαμά και Μάρκο Ευγενικό) τοποθετεί και τον Ευγένιο Βούλγαρι.

Αλλά και στο Νέον Μαρτυρολόγιον (1799)[4], ο άγιος Νικόδημος αναφέρει ότι ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός εσπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους «υποκάτω εις τον διδάσκαλον Παναγιώτην Παλαμάν˙ μετά δε ταύτα παρέλαβε και την Λογικήν από τον διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον τον εκ Μετζόβου, όστις εκεί εσχολάρχησε μετά τον σοφώτατον Ευγένιον»[5].

Πόσο σημαντική υπήρξε η φυσιογνωμία του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου φαίνεται από το παρακάτω χαρακτηρισμό του B. Knös: «το έργο του Νικοδήμου είναι σημαντικό και πολύ δικαιολογημένα κατέχει διάσημη θέση στην ιστορία τόσο της Ελληνικής Εκκλησίας όσο και του Ελληνισμού»[6].

[1] Για τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη σημαντικές είναι οι μελέτες των: πρωτοπρ. Κ. ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗΣ, (1998), Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, Αθήνα: Ακρίτας· G. MARNELLOS, (2002), Saint Nicodeme l’ Hagiorite (1749-1809), Θεσσαλονίκη: Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών.

[2] Για τον Ευγένιο Βούλγαρι βλ. Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, (2011), Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Σκιαγράφηση των πολιτισμικών αλλαγών και των ιδεολογικών ζυμώσεων στον 18ο αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη: Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, όπου και πλουσιότατη βιβλιογραφία.

[3] Ομολογία Πίστεως, στο: Π. Β. ΠΑΣΧΟΣ, (1996), Εν ασκήσει και μαρτυρίω. Ανέκδοτα Φιλοκαλικά και Κολλυβαδικά υμναγιολογικά κείμενα για τον Μοναχισμό, τους Νεομάρτυρες και την Παράδοση, των αγίων Νικοδήμου Αγιορείτου και Αθανασίου Παρίου. Στο επίμετρο εκδίδεται ολόκληρη η δυσεύρετη Απολογία και Ομολογία Πίστεως του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Αθήνα: Αρμός, σ. 178. Και αλλού γράφει ξανά: «υπομνήσθητι, ότι και ο κατά φιλοσοφίαν περιβόητος Ευγένιος και παρά σου θαυμαζόμενος, επήγεν εις Πετζέρσκαν και προσεκύνησε τα λείψανα των εκείσε αγίων Ασκητών». Βλ. Αυτόθι, σ. 80.

[4] Όπως είναι γνωστό ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ένα μεγάλο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας το αφιέρωσε στην αγιολογία της Εκκλησίας με τη μορφή των συναξαρίων. Κι αυτό το έκαμε διότι πίστευε ότι τα συναξάρια αποτελούν πνευματική τροφή για κάθε πιστό με εποικοδομητικό και παιδαγωγικό ρόλο στη ζωή των χριστιανών. Ένα από έργα του συναξαριακού τομέα είναι και το Νέον Μαρτυρολόγιον. Μετά την πρώτη έκδοσή του στη Βενετία το 1799, γνώρισε δύο ακόμη εκδόσεις τη δεύτερη στην Αθήνα το 1856 και την τρίτη ξανά στην Αθήνα το 1961. Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί ότι πρόθεση του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου ήταν να προλάβει τον κίνδυνο αρνήσεως της πίστης πολλών χριστιανών, εξαιτίας των πιέσεων και βασανιστηρίων που γνώριζαν από τους αδίστακτους αλλόθρησκους κατακτητές. Το γεγονός αυτό παραπέμπει κατευθείαν στην πεμπτουσία των μαρτυρίων των Νεομαρτύρων: ετούτοι αποτέλεσαν τη δόξα και το αίνος της Εκκλησίας του Χριστού και έγιναν παράδειγμα υπομονής για όλους του ορθοδόξους, οι οποίοι υπέφεραν κάτω από το δυσβάστακτο ζυγό της οθωμανικής τυραννίας. Ως συντάκτες των συναξαρίων του Νέου Μαρτυρολογίου ο άγιος Νικόδημος καταγράφει τον Πέτρο, ιερέα από τη Σόφια της Βουλγαρίας, τον Νικόλαο Μαλαξό, τον Θεοφάνη από τη Θεσσαλονίκη, τον Νικόλαο Κύρκο, τον Γεώργιο Κορέσσιο, Χιώτη λόγιο του 17ου αιώνα, τον Μελέτιο, Επίσκοπο Κυθήρων, τον Καισάριο Δαπόντε, τον ιερομόναχο Ιωακείμ εκ Πάρου και τον Ιωνά τον Καυσοκαλυβίτη. Μαζί με τα συναξάρια, το Νέο Μαρτυρολόγιο περιλαμβάνει και επτά ακολουθίες αγίων. Από τα 81 συναξάρια που περιλαμβάνονται στο εν λόγω Μαρτυρολόγιο, τα 46 ανήκουν στο άγιο Νικόδημο, ενώ τα υπόλοιπα μας κάμει γνωστό το συγγραφέα και μερικές φορές τον τόπο όπου βρίσκονταν αυτά νωρίτερα. Σημαντικό στην περίπτωση αυτή είναι το γεγονός ότι το Νέον Μαρτυρολόγιον περιλαμβάνει συναξάρια Νεομαρτύρων που ανήκουν και σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως την Εκκλησία της Βουλγαρίας, την Εκκλησία της Ρουμανίας και την Εκκλησία της Ρωσίας, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τον οικουμενικό και πανορθόδοξο χαρακτήρα των Νεομαρτύρων. [Απαραίτητη διευκρίνιση: αυτό το κείμενο της υποσημείωσης, αντλημένο από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου, ανήκει στον γράφοντα. Μαζί με άλλα κείμενα που αφορούν την αγιολογία αυτής της τοπικής Εκκλησίας γράφτηκαν όταν το Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου σχεδίαζε τη λειτουργία της ιστοσελίδας της Ιεράς Μητροπόλεως. Απορίας άξιο είναι γιατί το όνομα του γράφοντα δεν αναφέρεται από τους σημερινούς διαχειριστές της ιστοσελίδας].

[5] Νέον Μαρτυρολόγιον, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 31961, σ. 201.

[6] B. KNÖS, (1962).  L’ histoire néo-grecque, Uppsala σ. 522.

Tο μελανοδοχείο του οσίου Nικοδήμου του Aγιορείτου - τέλος 18ου αι. μ.Χ. - Mονή Bατοπαιδίου, Άγιον Όρος

Το μελανοδοχείο του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, (τέλος 18ου αιώνα)· Μονή Βατοπαιδίου. Άγιον Όρος.

Σχετική εικόνα

Ο Ευγένιος Βούλγαρις

12η Ιουλίου Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ένα από τα πολλά παράδοξα της εποχής μας είναι ότι αρνούμαστε να ομιλούμε για την αγιότητα. Πρόκειται για ένα πάγωμα της πίστης μας στον Χριστό και στους αγίους του. Πάρα ταύτα, όμως, ο άνθρωπος συνεχίζει να παραμένει θρησκευόμενο ον, έχει την ανάγκη να πιστεύει κάπου, έχει την ανάγκη για μια σταθερά, ένα σημείο αναφοράς, πάνω στο οποίο θα οικοδομεί το βίο του.

Η 12η Ιουλίου, ημέρα μνήμης του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, του και Καππαδόκη – η ακτινοβολία της αγιότητάς του έχει πια ξεπεράσει τα όρια της πατρίδας μας και έχει διαχυθεί σε Ανατολή και Δύση – καταδεικνύει ότι δεν μπορούμε να αντικρίσουμε το φως της δόξας αν εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε φορείς αυτού του φωτός· όπως ακριβώς λέγει ο ψαλμωδός: «εν τω φωτί σου οψόμαθα φως», (Ψα. 35, 10). Κι ο Όσιος Παΐσιος ήταν φορέας αυτού του φωτός. Εξ’ ου και η αγιότητά του.

10η Απριλίου· Μνήμη Αγίου Γρηγορίου Ε΄

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η 10η Απριλίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού είναι ημέρα σημαδιακή: ανήμερα του Πάσχα, στα 1821, στην κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου απαγχονίστηκε ο ιερομάρτυρας και εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε΄, τρεις φορές Οικουμενικός Πατριάρχης (1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821). Από τότε αυτή η πύλη παραμένει κλειστή. Ας μην ξεχνάμε εδώ και το εξής ακόμη γεγονός, έχει κι αυτό τη σημασία του και μας βοηθεί να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα που επακολούθησαν: ολίγες ημέρες πριν, τον τραγικό Μάρτιο του 1821, ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, εξάχρονος τότε, στην Πόλη όπου ζούσε με την οικογένειά του, είδε τον πατέρα του Δημήτριο, τον αδελφό του Μιχαήλ, το γαμβρό του Δ. Σκαναβή και το θείο του Ιωάννη κρεμασμένους στην εξώθυρα του σπιτιού τους.

Για το μαρτυρικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ πολλά έχουν γραφεί. Υπήρξε πράγματι τουρκόφιλος, όπως συχνά διατείνεται μερίδα ιστορικών που τον κατηγορεί ότι αφόρισε την Επανάσταση; Άραγε συμμετείχε στη Φιλική Εταιρεία ή ήταν πολέμιός της; Ευνόησε τη συγγραφή κειμένων που εναντιώνονταν στη Γαλλική Επανάσταση και στη διοχέτευση των ιδεών της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη; Τέτοια κείμενα ήταν η Χριστιανική Απολογία (τρεις εκδόσεις: 1798, 1800 και 1805) και Διδασκαλία Πατρική (1798). Ασχολούμενος παλαιότερα, κατά τη συγγραφή της μεταπτυχιακής μου διατριβής που ως θέμα είχε τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τους Κολλυβάδες Πατέρες τους τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, (Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813). Βίος – Δράση – Συγγράμματα. Συμβολή στην Εκκλησιαστική Ιστορία του 18ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1994) υποστήριζα ότι τα ιστορικά πλαίσια μέσα στα οποία έζησε ο άγιος Γρηγόριος Ε΄, κατά τον φθίνοντα δέκατο όγδοο αιώνα, ήταν ιδιαιτέρως συνταρακτικά, και από πλευράς πολιτικών, πολεμικών και από πλευράς ιδεολογικών ζητημάτων· δέκα σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οι ιδέες της είχαν κατακλύσει κυριολεκτικά ολόκληρη την Ευρώπη και τη Βαλκανική. Στον ελληνικό χώρο το ιδεολογικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί από τις ιδέες του  δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού, είχε διασπάσει τη νεοελληνική κοινωνία σε δύο μερίδες, τους διαφωτιστές και τους αντιδιαφωτιστές. Η κάθε μια εξέφραζε μια συγκεκριμένη ιδεολογία.

Κύριος πρωταγωνιστής στις κοινωνικοπολιτικές και πνευματικές ζυμώσεις που ευνοούσαν το κλίμα της αντιπαράθεσης των τελευταίων ετών, πριν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, στάθηκε η επίσημη πνευματική ηγεσία του Γένους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές η Εκκλησία κλήθηκε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, στην αντιμετώπιση των διαφωτιστικών ιδεών από τη μια και των οθωμανικών τυραννικών πιέσεων από την άλλη. Και πράγματι ο ρόλος αυτός υπήρξε ρωμαλέος, αφού οι ιδέες του Διαφωτισμού και της βασιλοκτόνας Γαλλικής Επανάστασης, έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση του Γένους.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο, της άμεσης αντιπαράθεσης, από τη δεκαετία του 1780 και μετά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο άρχισε την αντιευρωπαϊκή και κυρίως την αντιγαλλική του πολεμική. Ευθύς εξαρχής αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με την πολιτική των συνασπισμένων τότε δυνάμεων (Τουρκίας, Ρωσίας και Αγγλίας), ώστε ο κοινός εχθρός, η «φθοροποιός λύμη των Γάλλων», που ραγδαία εξαπλωνόταν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η αναγκαιότητα αυτή εντασσόταν μέσα στο γενικό πλαίσιο των προνομίων που τέσσερις σχεδόν αιώνες πριν, αμέσως μετά την Άλωση της Πόλης, είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’: ο Πατριάρχης εκτός από θρησκευτικός ηγέτης οριζόταν και ως εθνάρχης (miletbasi) και ήταν υπεύθυνος για το ποίμνιό του.

Υπ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να δούμε την υπενθύμιση στα 1797 του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄ προς τον Γρηγόριο Ε΄, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την εγκατάσταση των Γάλλων στα Επτάνησα, ότι όφειλε να αντιταχθεί σε κάθε επαναστατική πράξη.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αναγκασμένο να εναρμονιστεί με την πολιτική του Σουλτάνου, για να μπορέσει έτσι να διαφυλάξει μέσα στις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί το «πατροπαράδοτον». Στη φάση αυτή, η στάση της Εκκλησίας, ολοένα και πιο αμυντική, είχε πολύ βαθύτερα αίτια: ήταν ζήτημα επιβίωσης του Γένους και ζήτημα διατήρησης της θρησκευτικής και πολιτισμικής του ταυτότητας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε τότε ιδεολογικά καλά θωρακισμένο και προετοιμασμένο για να αντιδράσει δυναμικά στον άκρατο ορθολογισμό και στις αντιθρησκευτικές ιδέες της διαφωτισμένης Ευρώπης.

Ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1798, το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπακούοντας ξανά στις πιέσεις της Υψηλής Πύλης εφοδίαζε τη ρωσσοτουρκική δύναμη που πορευόταν κατά των Γάλλων της Επτανήσου, με την έντυπη εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε΄ η οποία απευθυνόταν προς τους Επτανησίους. Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική εγκύκλιο, πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο στα χέρια της ιστορικής επιστήμης, κατά την οποία ο Γρηγόριος Ε΄ εξαπέλυε σφοδρή επίθεση κατά των Γάλλων. Η εγκύκλιος αυτή με την ευρεία διάδοσή της άσκησε ιδιαίτερη απήχηση σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια. Τη συμπλήρωναν δύο ακόμη γράμματα του Γρηγορίου Ε΄, γραμμένα λίγο πιο πριν (Αύγουστος του 1798), σταλμένα προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, τους δημογέροντες και το λαό της Σμύρνης. Από αυτά πληροφορούμαστε ότι όσοι ζούσαν υπό το καθεστώς της ξένης «προστασίας» έπρεπε να αποβάλουν την γαλλική υπηκοότητα και να γίνουν ξανά υπήκοοι του Σουλτάνου. Επίσης πληροφορούμαστε και την αποστολή αντιτύπων της εγκυκλίου του Σεπτεμβρίου 1798.

Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ε΄.jpg

Όσο όμως κι αν η αντιγαλλική προπαγάνδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχε απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος του υπόδουλου Ελληνισμού, οι επαναστατικές ιδέες των Γάλλων είχαν και αυτές την ανάλογη απήχησή τους.  Έτσι βλέπουμε να τυπώνονται μια σειρά από επαναστατικά φυλλάδια – η Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας (1797) του Ρήγα, η Αδελφική Διδασκαλία (1798) του Κοραή, η Προκήρυξη προς τους Ρωμαίους της Ελλάδος (1798) του Κωνσταντίνου Σταμάτη κ.ά. – τα οποία γρήγορα διοχετεύθηκαν στην ελληνική Ανατολή.

Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, με συνέπεια προς την ιστορική έρευνα και επιστήμη, οφείλουμε να υποστηρίξουμε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ορθότατα τιμάται σήμερα ως άγιος. Η ιστορική έρευνα, μακριά από την τάση ιδεολογικοποίησης των ιστορικών γεγονότων, έχει αποδείξει ότι ο αφορισμός της Επανάστασης ήταν εικονικός, έγινε κάτω από την πίεση της Υψηλής Πύλης και στόχο είχε τη διαφύλαξη του Γένους από δυνάμεις αλλότριες, και ως προς την πίστη του και ως προς την εθνική του πορεία.

Ένα βιβλίο που αποκαθιστά την αληθινή εικόνα του μαρτυρικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, το οποίο έχει απαράμιλλη λογοτεχνική αξία, σεβόμενο τις ιστορικές πηγές, είναι του Μάρκου Βενιέρη, συγγραφέα, ηθοποιού και σκηνοθέτη. Έχει τίτλο: Η μεγάλη θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριο Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία, και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Ακρίτας το 2001. Αξίζει να διαβαστεί με προσοχή…

Αποτέλεσμα εικόνας για Η μεγάλη θυσία. Πατριάρχης Γρηγόριο Ε΄. Αφηγηματική βιογραφία

Αποτέλεσμα εικόνας για ο σάκος του γρηγορίου Ε στον μανταμάδο

Στην Ιερά Μονή του Ταξιάρχη (Μανταμάδος Λέσβου) φυλάσσεται ο αρχιερατικός Σάκος του εθνομάρτυρα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Τον έδωσε ο ίδιος ο Γρηγόριος στον Πρωτοσύγκελλό του Πορφύριο που αργότερα έγινε Mητροπολίτης Σερρών και μετέπειτα Mυτιλήνης.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΒΥΛΑΣ ΤΟΥ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΤ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ιερομάρτυς Βαβύλας, επίσκοπος Αντιοχείας, του οποίου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη στις 4 Σεπτεμβρίου, μαρτύρησε επί βασιλείας του αυτοκράτορα Νουμεριανού (3ος αιώνας) και ετάφη στην πόλη της Αντιοχείας.

Για τον βίο του και το μαρτύριο του, έγραψε δύο ομιλίες ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γεγονός που αποδεικνύει την τιμή που απολάμβανε ο άγιος αυτός στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.

Στις μέρες μας ο άγιος Βαβύλας δεν είναι ευρύτερα γνωστός στους πιστούς. Κάποιοι …υποψιασμένοι τον γνώρισαν από ένα ποίημα του Καβάφη, ο οποίος αποδίδει στον άγιο την αρχαία του αίγλη: «ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα, ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας».

Αποτέλεσμα εικόνας για Καβάφης εγγονόπουλος

Ο ποιητής Κ. Π. Καβάφης λίγους μήνες πριν πεθάνει, συγκεκριμένα μεταξύ Νοεμβρίου 1932 και Απριλίου 1933 (πέθανε στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα των γενεθλίων του) έγραψε το τελευταίο ποίημα της ζωής του, το οποίο δεν πρόλαβε να το δημοσιεύσει σε μονόφυλλο, όπως συνήθιζε, με τον τίτλο “Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας”.

Το τελευταίο ποίημα του Αλεξανδρινού αναφέρεται σε ιστορικό περιστατικό του 362 μ. Χ., όπως μας το παραδίδουν εκκλησιαστικοί ιστορικοί (όπως ο Σωκράτης) του 4ου μ.Χ. αιώνα. Ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αντιόχεια ως αυτοκράτωρ, όταν μαθαίνει πως οι ιερείς του Απόλλωνα δεν θέλουν να δώσουν χρησμό, γιατί εκεί κοντά στο άλσος της Δάφνης, προάστιο της Αντιόχειας, ήταν θαμμένος ο μάρτυρας και επίσκοπος της Αντιόχειας Βαβύλας. Εκνευρισμένος ο Ιουλιανός διατάζει να μεταφέρουν οπωσδήποτε σε άλλο μέρος το λείψανό του. Πραγματικά οι χριστιανοί μεταφέρουν αλλού το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα. Όμως μέσα στη δίνη εκείνων των γεγονότων συνέβη κάτι αναπάντεχο: ξέσπασε μία μεγάλη φωτιά. Ο Ιουλιανός διέδωσε πως οι χριστιανοί έβαλαν τη φωτιά όμως ο Καβάφης παίρνει το μέρος των χριστιανών: «Aς πάει να λέει. / Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει. / Το ουσιώδες είναι που έσκασε».

Αξίζει εδώ να δούμε τι λέει για το ποίημα ο Γιώργος Σεφέρης. Στη διαμάχη Ιουλιανού -Βαβύλα, όπως τη χαρακτηρίζει ο Γιώργος Σεφέρης, ο νομπελίστας παρατηρεί πως ο Καβάφης τάσσεται αναμφισβήτητα με τον Βαβύλα (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Α΄, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 456.). Όμως γιατί ο Σεφέρης υποστηρίζει την άποψη πως ο Αλεξανδρινός θεωρεί τον Βαβύλα δικό του; Η απάντηση του είναι ξεκάθαρη. Το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα του θυμίζει έντονα την τραγική κατάληξη της ζωής που δεν είναι άλλη από το θάνατο. Οι στίχοι «Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού· / Το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή» είναι για τον Σεφέρη «οι μόνοι μη ειρωνικοί μέσα σε τούτο το ποίημα· οι μόνοι ατόφια συγκινημένοι, οι στίχοι που μιλούν για το λείψανο του “θαυμαστού”, του “καλλίνικου” Βαβύλα· γι’ αυτόν που “αινίττονταν ο ψευτοθεός”, ο αντίπαλος… τώρα απόμεινε ένα λείψανο (ενν. ο Βαβύλας) που το ’παιρναν και το πήγαιναν αλλού». «Συλλογιζόμουν» γράφει ο Σεφέρης «τον τελευταίο καιρό του Καβάφη καθώς τριγύριζε από εξάντληση σε εξάντληση, ή από νοσοκομείο σε νοσοκομείο· όχι πια ένα γερασμένο σώμα, αλλά ένα λείψανο, ένας Βαβύλας. Κανείς δεν ξέρει με τι παράξενα αποθέματα μέσα στο θάλαμο ή έξω από το κατώφλι της συνείδησης γίνεται ένα ποίημα».
Άρα μόνο με αυτήν τη συμφωνία, κατά τον Γιώργο Σεφέρη ο Καβάφης τάσσεται με το μέρος του Βαβύλα. Με τη συμφωνία ότι θα βρει μία ακόμα αφορμή, μοιραία την τελευταία της ζωής του, για να μιλήσει για την φθαρτότητα και την ματαιότητα της ζωής.

Ο Καβάφης γράφει το τελευταίο του ποίημα για τόπους και πρόσωπα αγαπημένα που ποτέ δεν είδε και δεν γνώρισε. Η Αντιόχεια τον συνέχει, αλλά δεν την επισκέφθηκε ποτέ. Ο Ιουλιανός, ως ιστορική μορφή τον απασχολεί πάντα, αλλά πάντα σε σχέση με τους χριστιανούς! Ο άγιος Βαβύλας ήταν και γι’ αυτόν άγνωστος, αλλά έγινε τόσο οικείος ως υπόθεση του ποιήματός του. Ενός ποιήματος που μοιάζει με θεατρική παράσταση, με αναφορά στο πρώιμο Βυζάντιο.

Κι εδώ θυμάμαι τον Γ. Π. Σαββίδη: «… νομίζω πως δεν χωρεί πια καμιά επιφύλαξη και πως είμαστε υποχρεωμένοι να διαβάζουμε με αναδρομικό χριστιανικό φωτισμό κάθε ποίημα του Καβάφη που έχει σχέση με τη θρησκεία, παγανιστική είτε Χριστιανική», Μικρά Καβαφικά, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985.

Ο Καβάφης ήξερε πολλά… Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας όπου τριγυρνούσε, λίγο πριν ξεψυχήσει…

ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Σαστίσαμε στην Aντιόχειαν όταν μάθαμε 

τα νέα καμώματα του Ιουλιανού.

 

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη! 

Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!), 

σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα 

δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του. 

Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί. 

Στην Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί.— 

Ένας απ’ τους εκεί ενταφιασμένους 

ήταν ο θαυμαστός, της εκκλησίας μας δόξα, 

ο άγιος, ο καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας. 

Aυτόν αινίττονταν, αυτόν φοβούνταν ο ψευτοθεός. 

Όσο τον ένοιωθε κοντά δεν κόταε 

να βγάλει τους χρησμούς του· τσιμουδιά. 

(Τους τρέμουνε τους μάρτυράς μας οι ψευτοθεοί.) 

Aνασκουμπώθηκεν ο ανόσιος Ιουλιανός, 

νεύριασε και ξεφώνιζε: «Σηκώστε, μεταφέρτε τον, 

βγάλτε τον τούτον τον Βαβύλα αμέσως. 

Aκούς εκεί; Ο Aπόλλων ενοχλείται. 

Σηκώστε τον, αρπάξτε τον ευθύς. 

Ξεθάψτε τον, πάρτε τον όπου θέτε. 

Βγάλτε τον, διώξτε τον. Παίζουμε τώρα; 

Ο Aπόλλων είπε να καθαρισθεί το τέμενος.» 

Το πήραμε, το πήγαμε το άγιο λείψανον αλλού· 

το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή. 

Κι ωραία τωόντι πρόκοψε το τέμενος. 

Δεν άργησε καθόλου, και φωτιά 

μεγάλη κόρωσε: μια φοβερή φωτιά: 

και κάηκε και το τέμενος κι ο Aπόλλων. 

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια. 

Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε— 

τι άλλο θα έκαμνε— πως η φωτιά ήταν βαλτή 

από τους Χριστιανούς εμάς. Aς πάει να λέει. 

Δεν αποδείχθηκε· ας πάει να λέει. 

Το ουσιώδες είναι που έσκασε.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγιος βαβύλας

ΠΗΓΗ

Ιδιωτική Οδός

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ. Η μαρτυρία τριών αγίων

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Πλήρης χάριτος ο θησαυρός της εκκλησιαστικής μας παράδοσης αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη, ακόμη και για το σημερινό αδιάφορο θεολογικά άνθρωπο. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Στέκομαι μόνο σε μια, επίκαιρη μιας και συνδέεται με τη μνήμη του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου (14 Ιουλίου).

Όποιος μελετά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι αυτή, στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των αγίων, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα και εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο αντικείμενο και να την περιορίσουν μόνο στην περιοχή της γνώσης. Φέρνω ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη, να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι θεολογικές προϋποθέσεις, που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων Ελλήνων από λογής – λογής παραχαράξεις της πίστης. Τούτο επαληθεύεται από το γεγονός ότι πολλοί λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους, κληρικοί οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, με ειδικές συγγραφές, που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη διάσωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοήσει κανείς ότι οι δυνάμεις που στους χρόνους της δουλείας ενήργησαν και υπέσκαψαν καταλυτικά τα πνευματικά θεμέλια της ελληνορθόδοξης Ανατολής, ήταν ο Σχολαστικισμός και ο Διαφωτισμός. Γεγονός είναι ότι και τα δύο αυτά μεγέθη, ποικιλότροπα επηρέασαν πολλούς ορθόδοξους διδασκάλους λογίους που έζησαν και έδρασαν στην Ευρώπη. Ο Σχολαστικισμός, όπως αυτός δοκιμάστηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό με τον θωμιστικό αριστοτελισμό και αργότερα με τον πιετισμό, δικαιώθηκε τόσο στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όσο και στην Αντιμεταρρύθμιση, αλλοτρίωσε τις βιωματικές ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο Διαφωτισμός από την άλλη πλευρά, όσο κι αν υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, που κυρίως αφορούσαν τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτισμική αποτελμάτωση, τελικά εσήμανε τον αφελληνισμό του Γένους και την αποστασία από την ελληνορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό και η επιρροή των δύο αυτών ρευμάτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, υπήρξε καίρια και σε πολλές περιπτώσεις έγινε αποδεκτή, παρότι έτυχε ισχυρών κριτικών αντιστάσεων, οι οποίες όπως ήταν λογικό προήλθαν εξ ολοκλήρου από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.

Έχοντας, λοιπόν, αυτό το σκηνικό υπ’ όψη, είναι ευτύχημα το γεγονός που κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη μια διαφορετική ανάγνωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η διαφορετική αποτίμηση μας πηγαίνει κατευθείαν σε πρόσωπα που αντιστάθηκαν στο ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα αυτό στη νεοελληνική συνείδηση. Ομιλώ, εδώ, για την ιδεολογία του Αντιδιαφωτισμού, η οποία στάθηκε αντίθετη στη μετακένωση στην καθ’ ημάς Ανατολή των φιλοσοφικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εκφράστηκε από λογίους κληρικούς και διδασκάλους, όπως η τριανδρία των Αγίων Αθανάσιου Παρίου, Νικοδήμου Αγιορείτου, Μακαρίου Νοταρά, γνωστοί ως Κολλυβάδες Πατέρες. Οι πνευματικοί καρποί της κίνησης αυτής, που προσφυώς από τον π. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς ονομάσθηκε «φιλοκαλική αναγέννηση», μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Πρώτον, αποκάλυπτε μια απροσδόκητη για την εποχή της θεολογική εγρήγορση, τροφοδοτώντας το Γένος με όλα εκείνα τα στοιχεία για πνευματική αυτάρκεια. Δεύτερον, και οι τρεις Άγιοι, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Μακάριος ο Νοταράς, υπήρξαν ενσυνείδητοι εκφραστές της πατερικής αυθεντίας και συμπύκνωσαν στο έργο τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για την επαναφορά των λειτουργικών πράξεων της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Εξ’ ου και η επιμονή τους για συχνή Θεία Μετάληψη και για τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο κι όχι την Κυριακή. Τρίτον, η αναφορά τους στη διδασκαλία των «θεοφόρων διδασκάλων της Εκκλησίας», λειτούργησε ως η θεμελιώδης αφετηρία για προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας, προσδιορισμένης ως πολιτισμική αντιπρόταση, προς τη διαδικασία μετάβασης προς νέες μορφές παιδευτικών αξιών που πρωτίστως προωθούσε ο Διαφωτισμός. Και τέταρτον, επέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782), όπου το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, προερχόμενο για μια ακόμη φορά μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.

ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αυτές οι διαπιστώσεις, για αντίσταση της αγιότητας έναντι κοσμικών και διανοητικών σχημάτων στο Σώμα του Ζώντος Χριστού, ως μυστηριακή κοινότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ολάκερου δηλαδή του σώματος του λαού της, «συν όλη τη Εκκλησία», καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος, κατά τη γνώμη μου εδραιώνουν την άποψη και πρόταση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, για κοινό εορτασμό των παραπάνω τριών Αγίων, στα πρότυπα του εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, με κύριο στόχο τη διαρκή προβολή της φιλοκαλικής αναγέννησης στον πολυπολιτισμικό 21ο αιώνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ (ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ)

Πέραν των πολλών επιστημονικών συνεδρίων που κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει προς τιμήν και μνήμη των τριών αγίων Κολλυβάδων Πατέρων, η βιβλιογραφία έχει εμπλουτισθεί και με αρκετές μελέτες. Η παρακάτω παράθεση σχετικής βιβλιογραφίας είναι ενδεικτική.

ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Το κολλυβαδικό κίνημα. Η τελευταία φιλοκαλική αναγέννηση, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001.

ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, (μοναχός), Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του 1749-1809, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.

ΖΗΣΗΣ Θ., (πρωτοπρ.), Κολλυβαδικά. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Άγιος Αθανάσιος Πάριος, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004.

ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Α., «Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μικρό σχόλιο», Παριανά, τχ. 73(Απρίλιος – Ιούνιος 1999)133-136, [και Εκκλησιαστική Αλήθεια, (16 Ιουνίου 1999)7].

Ο ίδιος, «Ορθόδοξη Εκκλησία και Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Manifesto, τχ. 17(Άνοιξη 2009)61-63.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ Ι., «Η κίνηση της Εκκλησίας εκτός του κόσμου τούτου», Επίγνωση, τχ. 71(1999).

ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ Α., «Ο άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο ορθόδοξος φωτισμός», Θεολογία, 70(1999)158-170.

ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗΣ Κ., (πρωτοπρ.), Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.

MARNELLOS G., Saint Nicodeme l’ Hagiorite (1749-1809), εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 2002.

ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ., (πρωτοπρ.), «Η δυναμική του Διαφωτισμού στη δράση των Κολλυβάδων», Ο Ερανιστής, 21(1997)189-200.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Άγιος Μακάριος Κορίνθου. Ο γενάρχης του φιλοκαλισμού, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000.

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Σ., Το υμναγιολογικό έργο των Κολλυβάδων. Συμβολή στη μελέτη της αγιολογικής γραμματείας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007.

ΠΑΣΧΟΣ Π., Εν ασκήσει και μαρτυρίω, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996.

ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ Α., (Αρχιμανδρ.), Η φιλοκαλική αναγέννηση του XVIII και XIX αιώνα και οι πνευματικοί καρποί της, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1984.

ΣΚΡΕΤΤΑΣ Ν., (Αρχιμανδρ.), Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008.

6 Ιουλίου· μνήμη αββά Σισώη…

Ο όσιος Σισώης ο Αιγύπτιος στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου

Το δέος του αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου, (μονή Βαρλαάμ, Μετέωρα, 1566)· [1]

Το δέος του αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου [2], (Καστοριά, Θεολόγος Μαυριώτισσας, 1552)· στον τάφο υπάρχουν και δύο άλλοι σκελετοί, δηλωτικό στοιχείο της μεταθανάτιας ισότητας.

Η θεολογική διδασκαλία του αγίου Ανδρέα Κρήτης

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ[1]

Τιμώντας τη μνήμη αγίων της Ορθόδοξης παράδοσής μας, όπως εδώ του αγίου Ανδρέα Κρήτης, οφείλουμε να ζωντανέψουμε τη διδασκαλία τους. Και αυτό όχι για να τη μιμηθούμε δουλικά, όπως ουκ ολίγοι δυστυχώς σχολαστικά ακόμη και από το χώρο της Εκκλησίας κατά κόρον διδάσκουν, αλλά μόνο δημιουργικά, να γίνουμε και εμείς πρωτοπόροι και δημιουργοί στη δική μας εποχή, όπως ήταν και εκείνοι στη δική τους. Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ο «λαμπρότερος και πανηγυρικώτερος», ο «πάντων μουσικώτερος»[2], ο λόγιος άγιος που με το πληθωρικό υμνογραφικό και ρητορικό του έργο «τον κόσμον εφώτισεν» και ανύμνησε «Παρθένον την άχραντον» κατά τον χρονογράφο Θεοφάνη τον Ομολογητή[3], υπήρξε ένας εκ των σπουδαιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων του δευτέρου μισού του 7ου και του πρώτου μισού του 8ου αιώνα. Αγιοπολίτης ή Ιεροσολυμίτης, χαρακτηρισμός που αποδίδονταν στους τροφίμους της Μονής του αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα[4], παραμένει μέχρι σήμερα, γνωστός περισσότερο από το ποιητικό του έργο, με κορυφαίο αυτό του Μεγάλου Κανόνα[5]. Καίτοι επισκιάσθηκε από τη φήμη του συγχρόνου του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, η αξία του υμνογραφικού αλλά και του ρητορικού του έργου, καθολικά αναγνωρίστηκε από τη θεολογική και φιλολογική έρευνα. Και τούτο διότι, ο Ανδρέας Κρήτης θεωρήθηκε ο κύριος εισηγητής της ποιήσεως των ασματικών κανόνων. Αν και το ζήτημα της αρχής του κανόνα οριστικά δεν έχει ακόμη επιλυθεί – ο Θ. Δετοράκης ορθά  επισημαίνει ότι πηγές, όπως ο Vita Vaticana, ο Αθηναϊκός Βίος και ο λόγιος μοναχός Ιωάννης Φιλάργης αποδίδουν ομόφωνα την εύρεση του κανόνα στο Κοσμά Μελωδό[6] – σίγουρο είναι ότι ο Ανδρέας Κρήτης υπήρξε ο κυριότερος συνθέτης κανόνων. Μια παρένθεση εδώ σχετική με τη γενικότερη υμνογραφική παραγωγή του Ανδρέα Κρήτης είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε το εύρος του ποιητικού του χαρίσματος. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως οι ύμνοι του, σε μια συνέχεια αλλά και διάρκεια με αυτούς του Ρωμανού Μελωδού, του Κοσμά Μαϊουμά, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Ιωσήφ Υμνογράφου και του Ιωάννη Μαυρόποδα, κατά ένα λόγο στην έκφρασή τους δείχνουν ένα βάθος συναισθημάτων που απουσιάζει από την υπόλοιπη βυζαντινή ποιητική γραμματεία. Θα ήταν, όμως, ατόπημα να αντιμετωπίζαμε τούτο το έργο μόνο μέσω της ποιητικής οπτικής. Η κατανόηση της δομής της βυζαντινής υμνογραφίας, απαιτεί πάνω από όλα γνώση του λειτουργικού της ρόλου[7].

Μολονότι, λοιπόν, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης υπήρξε διάσημος μελωδός, δυστυχώς μέχρι σήμερα συνολικά το θεολογικό του έργο δεν έχει τύχει επισταμένης μελέτης. Βιβλιογραφικά για να τεκμηριώσω την άποψη μου, θα έλεγα ότι εκτός των αναφορών σε συνοπτικές θεολογικές και φιλολογικές γραμματολογίες, ελάχιστες είναι οι μελέτες που διεξοδικά αναφέρονται σε αυτόν. Αναφέρω ενδεικτικά τις μελέτες των Σ. Ευστρατιάδη[8], Ν. Τωμαδάκη[9], Θ. Δετοράκη[10] και Ι. Φουντούλη[11].

Η παρούσα εισήγηση κινείται προς δύο βασικές κατευθύνσεις, κυρίως θεολογικές. Αποτιμά τη θεολογική διδασκαλία του αγίου Ανδρέα Κρήτης πάνω σε δύο επίπεδα, τη βραχύβια σχέση του με το μονοθελητισμό και τη διδασκαλία του για τη Θεοτόκο. Μια διευκρίνιση εδώ για να αποφύγω κακοτοπιές, είναι νομίζω απαραίτητη: γεγονός είναι ότι η Εκκλησία στη μακρόσυρτη παράδοση της, το περιεχόμενο της πίστης της το έβλεπε πάντα ως κάτι το ζωντανό και όχι ως μια απλή θεωρητική διδασκαλία, όπως στρεβλά γίνεται σήμερα. Σε αυτήν άνετα μπορεί κανείς να διαβλέψει το αγωνιστικό ήθος των Πατέρων της Εκκλησίας, που σε συνδυασμό με τη λαγαρή και ανεπιτήδευτη λογιοσύνη τους, αλλά και την απλότητα του βίου τους, έναντι στους ερειπιώνες κάθε είδους αιρέσεων και ιδεολογιών, αντέταξαν με αξιώσεις μια χαρισματική θεολογία, φωτεινή, με όλα τα πράγματα της κτίσης και τα γεγονότα της ιστορίας[12]. Αν στον άγιο Ανδρέα Κρήτης προσγράφουμε τους χαρακτηρισμούς του εκκλησιαστικού λειτουργού, του δεινού ρήτορα και ποιητή, του ανθρώπου της πράξεως και της θεωρίας, του εμβριθή γνώστη της βιβλικής και πατερικής θεολογίας, του ασκητή ζων εν τω κόσμω, του φιλάνθρωπου, του αγίου εν κατακλείδι, που χειραγωγεί ακόμη και σήμερα τον άνθρωπο προς την κατάνυξη και τη μετάνοια[13], είναι γιατί το έργο του μαρτυρεί τη θεογνωσία, που πρώτα είναι κάθαρση και φωτισμός μέσω της εμπειρίας και των μυστηρίων, και έπειτα όραση του Θεού στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του γεγονότος της Εκκλησίας. Αυτό, δηλαδή, που ολάκερη η βιβλική και πατερική παράδοση θέτει ως γνώση του Θεού μέσω θέας και λόγου.

Η βραχύβια σχέση του αγίου Ανδρέου Κρήτης με το μονοθελητισμό

Είναι γνωστό ότι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης κατά το 713, κάτω από την πίεση του μονοθελήτη αιρετικού αυτοκράτορα Αρμένιου στην καταγωγή Βαρδάνη Φιλιππικού, προσχώρησε στην αίρεση του μονοθελητισμού. Η αίρεση αυτή σε θεολογικό επίπεδο, μολονότι αποδεχόταν τις δύο φύσεις του Χριστού, έκαμε λόγο για μια θέληση και μια ενέργεια του Χριστού. Στην πράξη τούτο σήμαινε ότι μετά την ένωση των δύο φύσεων, θεότητας και ανθρωπότητας, «υποστατικά και στη μια υπόσταση του σαρκωμένου Θεού Λόγου, το ένα πρόσωπο σε τούτη την ένωση είχε μια θέληση και μια ενέργεια»[14]· εξ’ ου μετά τον μονοθελητισμό στους μονοφυσιτικούς κύκλους, κυρίως της Αλεξάνδρειας, κυρίαρχο και επίμαχο θέμα υπήρξε και ο μονοενεργητισμός[15]. Ακολουθούμενος από τον τελευταίο, η χριστολογική αίρεση του μονοθελητισμού από τη μήτρα της γέννησής της, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, δεν άργησε να εισβάλλει και στους θεολογικούς κύκλους της Κωνσταντινούπολης. Πέρα από αυτή τη θεολογική συνιστώσα, σε πολιτικό τώρα επίπεδο αυτοκράτορες όπως ο Ηράκλειος, ο Κώνστας Β΄ και ο Βαρδάνης Φιλιππικός, επιζητώντας τον προσεταιρισμό των μονοφυσιτών και τη διάσωση του ανατολικού τμήματος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βρήκαν σημαντικό στήριγμα στη δραστηριότητα υπέρ του μονοθελητισμού του δυναμικού Σύριου Πατριάρχη Σεργίου, αρχιτέκτονα και θερμού υποστηρικτή της διδασκαλίας του. Κύριος στόχος του Σεργίου, αφότου εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης το 610, ήταν να αμβλύνει τη δυσαρέσκεια που προκαλούσε στους μονοφυσίτες ο Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έκαμε λόγο για δύο φύσεις του Χριστού φυσικά και ουσιαστικά καθ’ υπόσταση ενωμένες στη μια υπόσταση του Λόγου[16]. Γι’ αυτό και τέθηκε επικεφαλής το 634 της συντάξεως της Έκθεσης, κειμένου που υπέγραψε και ο Ηράκλειος[17]. Ωστόσο, η στάση του Σεργίου και η συνεπικουρούμενη στήριξη που του παρείχε ο Ηράκλειος, από τα γεγονότα φάνηκε καθαρά ότι είχε κυρίως πολιτικά κίνητρα[18]: αποσκοπούσε στην ασφάλεια της αυτοκρατορίας περισσότερο, παρά στην καθαρότητα της πίστεως.

Η δογματική διδασκαλία για τα δύο φυσικά θελήματα του Χριστού, προβλήθηκε με καθάριο τρόπο στο βαθυστόχαστο συγγραφικό έργο του αγίου Μαξίμου Ομολογητή, του οποίου η διδασκαλία αποτέλεσε την πιο γενναία συμβουλή στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 680[19]. Η σε εκπληκτικό εύρος συγγραφική παραγωγή του, τόσο σε αριθμό όσο και σε όγκο κειμένων, δείχνει το στοχαστή άγιο που αν και στρατευμένος στον αγώνα κατά του μονοθελητισμού, υπήρξε πρωτότυπη κυρίως στο χώρο της ασκητικής και μυστικής θεολογίας. Τα δύο φυσικά θελήματα του Χριστού, που αντιστοιχούν στις δύο καθ’ υπόσταση ενωμένες φύσεις, τη θεότητα και την ανθρωπότητα, ο Μάξιμος και η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τα όρισε ως ενωμένα και συνταιριασμένα «αδιαιρέτως, άτρεπτος, αμερίστως, ασυγχύτως»[20]. Για την διδασκαλία της Εκκλησίας, στο Χριστό είναι αδιανόητο να υπάρχουν δύο φύσεις και συνάμα ένα θέλημα. Αυτήν την πλάγια και κρυφή παραχάραξη επιχειρούσε ο μονοθελητισμός.

Πως τώρα αναμίχθηκε ο Ανδρέας Κρήτης σε αυτό το συνονθύλευμα των αιρετικών αποκλίσεων και παρεκτροπών, είναι ένα ζήτημα που πράγματι προκαλεί εύλογα ερωτηματικά. Και τούτο διότι πουθενά στο υμνογραφικό και ρητορικό του έργο δεν συναντούμε ίχνος της μονοθελητικής διδασκαλίας. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη ότι ήταν «μετριοπαθής και αδιάφορος έναντι των δογματικών λεπτομερειών». Απεναντίας, στη χριστολογική και κατ’ επέκταση την τριαδολογική διδασκαλία του, διαφαίνεται ότι ακολουθεί πιστά τη διδασκαλία του Όρου της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο ένας σαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, είναι φορέας και εκτελεστής των δύο φύσεων και των δύο θελημάτων και ενεργειών. Ο άγιος Ανδρέας χρησιμοποιεί πολλούς όρους για να περιγράψει την ενότητα του Θεού. Όροι όπως «μονάς απλή», «αδιαίρετος», «αμέριστον τη ουσία», «ομοούσιος», «ασύγχυτον τοις προσώποις»[21], καταδεικνύουν τη ρωμαλέα συμβολή του στην ορθή διατύπωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ειδικότερα, ο όρος «αμέριστον τη ουσία» είναι σαφές δάνειο από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία και αντικατέστησε το επίρρημα «αχωρίστως» της Όρου της Χαλκηδόνας.

Την ανάμειξη του Ανδρέα Κρήτης στο μονοθελητισμό τη διασώσει ο άγιος Θεοφάνης Ομολογητής. Αναφέρει ότι στη Σύνοδο του 712 καταδίκασε τη διδασκαλία της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπό την πίεση του Βαρδάνη Φιλιππικού, ο Ανδρέας Κρήτης υπέγραψε και αναθεμάτισε «μετά πάντων των κατά τους αυτούς χρόνους την προρρηθείσαν κατά των μονοθελητών αγίαν οικουμενικήν στ΄ σύνοδον». Ότι πρόκειται περί πολιτικής επιβουλής, καμμιά αμφισβήτηση δεν επιδέχεται. Την άποψη αυτή πρώτος υποστήριξε ο δεινός μελετητής του έργου του Ν. Τωμαδάκης[22], λέγοντας ότι μετά την εκθρόνιση του Βαρδάνη Φιλιππικού ο Ανδρέας απεκήρυξε το μονοθελητισμό, συγγράφοντας μάλιστα ιαμβικούς στίχους του οποίους και απέστειλε «προς τους αρνηθέντας την καταδίκην του μονοθελητισμού επισκόπους προς παραδοχήν, δια του αρχιδιακόνου και χαρτοφύλακος Αγάθωνος», παραδεχόμενος διπλή θέληση και ενέργεια του Ιησού[23].

Η περί Θεοτόκου διδασκαλία του αγίου Ανδρέου Κρήτης

Η Ορθόδοξη Θεολογία, πράγμα που είναι έκδηλο σε κάθε μνημείο της παράδοσής της, στο πρόσωπο της Θεοτόκου αναγνωρίζει τη συμμετοχή της στο μυστήριο της Οικονομίας του Θεού για τον άνθρωπο[24]. Τη χαρακτηρίζει «υπό πασών των γενεών προεκλεχθείσαν», διότι «αξιώθηκε να μετάσχει κατά τη φυσική της ενέργεια (την ενέργεια της θέλησης, αλλά και της μητρότητας) στην κοινή ενέργεια της Θεότητας, δηλαδή στην ίδια τη ζωή του Θεού»[25]. Η Θεοτόκος δεν είναι μόνον η ιστορική κλίμακα δι’ ης κατέβη ο Θεός, είναι η οντολογική θύρα δια της οποίας περνάει ο Θεός και κοινωνεί με κάθε άνθρωπο. Μυστήριο λειτουργικό προσκυνείται και οικειοποιείται στην Εκκλησία και τη λατρεία της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και κατέχει δεσπόζουσα θέση στη ζωή της. Φέρνω ως παράδειγμα την υμνολογία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου ως Μητέρα του Θεού υμνείται διότι «νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοί, Παρθένε άχραντε» και δοξάζεται ως «η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα»[26].

Βασική συνιστώσα της Ορθόδοξης βιβλικής και πατερικής θεολογίας είναι το γεγονός ότι ούτε υπερτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου, ανεβάζοντας τούτο στη θέση της θεότητας, ούτε όμως την υποτιμά, θεωρώντας την ως κοινή θνητή γυναίκα. Κάτι τέτοιο μόνο στη δυτική θεολογία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει. Είναι γνωστό ότι οι μεν Προτεστάντες αρνήθηκαν κάθε ευλάβεια προς αυτήν, οι δε Καθολικοί από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν έχουν αναπτύξει μια «μαριολατρεία» που κατά τον χαρακτηρισμό βασικού μελετητή της δυτικής θεομητορικής θεολογίας Rene Laurentin είναι παραβιβλική[27].

Το θεμέλιο της περί Θεοτόκου θεολογίας τοποθετείται στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 431. Τούτη η Σύνοδος, επικυρώνοντας τη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ρητά ονόμασε την Παναγία Θεοτόκο[28]. Η ίδια, επίσης, Σύνοδος στους μεθεπόμενους αιώνες έδωσε το έναυσμα να αναπτυχθεί μια θεολογία περί Θεοτόκου, η οποία είναι καταγραμμένη σε αναρίθμητες θεομητορικές ομιλίες και θεομητορικά εγκώμια, πραγματικά μνημεία λόγου και θεολογίας. Από αυτά τα σπουδαιότερα είναι του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, του Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως, του Ιωάννου Δαμασκηνού, του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, του Ανδρέα Κρήτης, του Θεοφάνους Νικαέως, των θεσσαλονικέων αγίων Γρηγορίου Παλαμά και Νικολάου Καβάσιλα και του Νικοδήμου Αγιορείτου. Όλοι τους δεν παύουν να τονίζουν την παναγιότητα της Θεοτόκου, το αμόλυντο της παρθενίας της, αλλά και τη θεμελιώδη χριστολογική σημασία του ρόλου που διαδραμάτισε στο μυστήριο της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.

Η περί Θεοτόκου διδασκαλία του Ανδρέα Κρήτης, στο περισσότερο μέρος της είναι εγκωμιαστική. Μεγάλο μέρος του ομιλητικού και υμνογραφικού του έργου[29] είναι αφιερωμένο σε αυτή. Στην Patrologia Graeca πέντε λόγοι του είναι αφιερωμένοι «Εις το Γενέθλιον»[30], «Εις το Γενέσιον»[31] και «Εις τον Ευαγγελισμόν»[32] της Θεοτόκου, όπως επίσης και ένας κανόνας «Εις το Γενέσιόν» της[33]. Βρισκόμενος κανείς μπροστά σε αυτά τα κείμενα, διαπιστώνει μια θεολογία που διατυπώνεται ποιητικά, μετάγεται σε υψηλή θεολογική λειτουργία, μακριά από ένα δύσκαμπτο δογματικό λόγο. Με σταθερή την προσήλωσή του στην παράδοση της Εκκλησίας, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης διδάσκει ότι η Θεοτόκος αποτελεί την ολοκλήρωση της Παλαιάς Διαθήκης: «αύτη τοίνυν, το πάντων αύχημα, θυγατήρ μεν έφυ του Δαυίδ, σπέρμα δε του Ιωακείμ, απόγονος μεν της Εύας, γέννημα δε της Άννης»[34]. Μιλάει σαφώς και «μετά αποδείξεως», ότι κατάγεται εκ σπέρματος Δαυίδ: «χρήναι δ’ ουν οίμαι τας από Δαυίδ γενεάς διαψηλαφήσαντα, κατά την του Λουκά και του Ματθαίου γενεαλογίαν, την μεν αναποδίζουσαν, τον δε, καθεξής οδεύουσαν, δια των άκρων επισυνάψαι τον νουν, είθ΄ ούτως την σύγχυσιν, καθ΄ ήν η περί τους τεκόντας τον Ιωσήφ συνεχύθη συγγένεια, καθ’ ειρμόν εκθέσθαι, και τον τρόπον, καθ’ όν και η Παρθένος εκ γένους κατάγεται του Δαυίδ εναργώς αποδείξαι, και μηδέν των κα’ αυτήν αναπόδεικτον»[35]. Τοιουτοτρόπως η Θεοτόκος είναι ο καρπός ολόκληρης της παλαιοδιαθηκικής προετοιμασίας της ανθρωπότητας για την υποδοχή του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να γίνει ο χωρισμός της από το γένος του Αδάμ και της Εύας. Με λαγαρό τρόπο την ονομάζει «θυγατήρ μεν έφυ του Δαυίδ, σπέρμα δε του Ιωακείμ, απόγονος μεν της Εύας, γέννημα δε της Άννης»[36].

Ωστόσο, πέρα από αυτήν την ιστορική κατοχύρωση της καταγωγής της Θεοτόκου, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης θεολογικά ερμηνεύει αυτή. Η Θεοτόκος που εγέννησε για εμάς τον Θεάνθρωπο Χριστό στην πραγματικότητα γέννησε την Εκκλησία. Είναι, λοιπόν, η Θεοτόκος ταυτοχρόνως και εκκλησιογεννήτρια, αλλά και εκκλησιομήτωρ. Χριστός και Θεοτόκος είναι δύο αχώριστες υπάρξεις. Υπ’ αυτήν την έννοια το σωτηριώδες έργο του Χριστού είναι αχώριστο από την Παναγία: «θαυμάσειε δ’ αν τις το ακριβές της προρρήσεως. Επειδή γαρ την αγχιστείαν του γένους τη του λέοντος και του σκύμνου προσηγορία σαφώς απεφήνετο, προστέθηκε το εκ βλαστού, υιέ μου, ανέβης, ίνα είπη το παρά του Ησαϊου καλώς ειρημένον. Εξελεύσεται,, λέγοντος, ράβδος αυτού αναβήσεται, ο δη τρανώς εις Χριστόν και την Παρθένον ανάγεται. Βλαστός γαρ κυρίως ο Δαυίδ, ράβδος δε προδήλως αυτή, άνθος δε Χριστός εκλαμβάνεται»[37].

Αναμφίβολα εδώ για τον άγιο Ανδρέα η Θεοτόκος είναι η δωρήτρια στο ανθρώπινο γένος. Χάρισε σε εμάς, γέννησε για εμάς το Θεό και ασφαλώς με το γεγονός αυτό έδωσε σε εμάς ότι χρειαζόταν η ανθρώπινη ύπαρξη, τη σωτηρία, την ενχρίστωση, τη θεανθρωποίηση, τη θέωση, την εντριαδοποίηση. Στον κανόνα «Εις το Γενέσιόν» της, με παραστατικές εικόνες και με υψηλό βαθμό αρμονίας την υμνεί ως Χώρα του Αχωρήτου: «εχώρησας εν γαστρί σου, Παρθενομήτορ, τον  / ένα της Τριάδος, Χριστόν τον βασιλέα, ον υμνεί / πάσα κτίσις, και τρέμουσιν οι άνω θρόνοι. / Αυτόν δυσώπει, πανσεβάσμιε, σωθήναι τα ψυχάς ημών»[38].

Εννέα ακόμη κανόνες αφιερωμένοι και αυτοί στη Θεοτόκο είναι καταχωρημένοι στο Θεοτοκάριο, του οποίου την πρώτη έκδοση έκαμε στα 1643 ο λόγιος μοναχός Αγάπιος Λάνδος, και ενάμιση αιώνα αργότερα συμπλήρωσε ένας εκ των Κολλυβάδων αγίων ο Νικόδημος Αγιορείτης[39]. Στους κανόνες αυτούς η πνευματική αγιότητα της Θεοτόκου κοσμείται με ποικιλία επιθέτων, ουσιαστικών και παρομοιώσεων: «Θεοκυήτωρ, Πανύμνητος, Παρθενομήτωρ, Θεονύμφευτος, Κλίμαξ Ουρανομήκης, Κήπος των Χαρίτων»[40].

Βέβαια, δεν πρέπει να παραλείψουμε και το γεγονός ότι αν στο έργο των πριν τον Ανδρέα Κρήτης αγίων το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους για τη Θεοτόκο έχει καθαρά χριστολογικό χαρακτήρα – ο Κύριλλος Αλεξανδρείας για παράδειγμα εξυμνεί το αμόλυντον της Παρθενίας της, γράφοντας χαρακτηριστικά «και γουν η αγία και άμωμος Παρθένος, έτι κυοφορούσα Χριστόν, άτε δη και αγίου Πνεύματος, ανάπλεω φέρουσα τον νουν, προανεκράγει»[41] – από τον Ανδρέα Κρήτης και έπειτα, αρχίζει δειλά – δειλά να κάμει την εμφάνισή της μια περί Θεοτόκου διδασκαλία με ανθρωπολογικές και κοσμολογικές διαστάσεις, την οποία με δυναμικό τρόπο αναπτύσσει τον 14ο αιώνα ο Νικόλαος Καβάσιλας στις τρεις θεομητορικές ομιλίες του[42]. Πολύ χαρακτηριστικό στην περίπτωση αυτή ένα τροπάριο του Ανδρέα Κρήτης το οποίο συμπεριέλαβε ο Νικόδημος Αγιορείτης στο Θεοτοκάριό του: «Χαίροις μετά Θεόν η Θεός τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα, / αμέσως η δεχομένη των εκ Θεού δωρεών το πλήρωμα όλον / και εις άπαντας, ανθρώπους αγγέλους τε τούτο διαπορθμεύουσα, / του εμπυρίνου ουρανού το τεράστιον τηλεσκόπιον /  βουλών θείων θαυμάσιον, / τέλος το σκοπιμώτατον και ύστατον, Πάναγνε, / δημιουργίας απάσης, δι’ ην ο κόσμος εγένετο / και σου τη γεννήσει η αιώνιος του Κτιστού βουλή πεπλήρωται». Είναι εμφανής εδώ η θέση του Ανδρέα Κρήτης, ότι η Θεοτόκος είναι ο καρπός όλης της δημιουργίας. Ο Θεός μέσα στο σώμα και από το σώμα της Θεοτόκου έγινε άνθρωπος. Στην πεντακάθαρη ανθρώπινη σάρκα της, δια του Αγίου Πνεύματος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ο Λόγος και εισάγεται στην οικουμένη[43] μεταμορφώνοντας, αναπλάθοντας και ανακαινίζοντας ολάκερη την κτίση εν Χριστώ: «βουληθείς του γένους ο Λυτρωτής νέαν αντεπιδείξασθαι της προτέρας γέννησιν και ανάπλασιν, ώσπερ εκεί πρότερον εκ παρθενικής ανεπάφου γης πηλόν ανελόμενος τον πρώτον Αδάμ επλαστούργησεν, ούτω και νυν ενταύθα την οικείαν σάρκωσιν αυτουργών αντ΄ άλλης, ως να είπομεν, γης την καθαράν τε και υπεράμωμον ταύτην παρθένον της όλης φύσεως εκλεξάμενος, το καθ’ ημάς εξ ημών εν αυτή καινοποιήσας, νέος Αδάμ ο πλαστουργός του Αδάμ εχρημάτισεν, ίνα παλαιόν ο πρόσφατος και υπέρχρονος ανασώσηται»[44]. Η σάρκα του Λόγου που μας θεώνει είναι σάρκα της Θεοτόκου: «ζωαρχικόν άρα της Θεοτόκου το σώμα, αυτό της θεότητος το ζωαρχικόν εισδεξάμενον πλήρωμα». Ζωαρχικό είναι αυτό που άρχει της ζωής και από το οποίο άρχεται η ζωή ολάκερης της κτίσης, υλικής και νοερής εξίσου. Εφ’ όσον, λοιπόν, η Θεοτόκος είναι αρχή της ζωής απάντων των κτιστών, σώζει. Δεν υπάρχει σωτηρία, αγιασμός, θέωση, παρά μόνον δια της Θεοτόκου.

Ως συμπέρασμα της σύντομης αυτής πραγμάτευσης, σε ότι αφορά στη θεολογική διδασκαλία του αγίου Ανδρέου Κρήτης, θα μπορούσε κανείς να εξάρει τα εξής: η πατερική θεολογία την οποία άψογα υπηρέτησε ο τιμώμενος σήμερα άγιός μας, με τη χριστολογική διδασκαλία της ενάντια στην αίρεση του μονοθελητισμού, αλλά και με την περί Θεοτόκου διδασκαλία της κατόρθωσε να εκφράσει δύο βασικές εμπειρίες γεγονότων της εκκλησιαστικής ζωής. Πρώτον, ότι κάθε αίρεση τραυματίζει την απλότητα της πίστης και με μαθηματικό τρόπο οδηγεί τη θεολογική σκέψη σε πολύπλοκα ιδεολογήματα. Κάτι τέτοιο ο Ανδρέας Κρήτης με το αγωνιστικό του ήθος το απέφυγε. Και δεύτερον, σε ότι αφορά στο μυστήριο της Παναγίας Θεοτόκου περίτεχνα ο Ανδρέας Κρήτης το συνοψίζει στο μυστήριο του Χριστού. Η Παναγία έγινε Θεοτόκος όχι γιατί εγέννησε ένα θεοφόρο άνθρωπο ή έναν προφήτη που πήρε το θείο χάρισμα, αλλά γιατί εγέννησε το σαρκωμένο εξ άκρας συλλήψεως Θεό Λόγο. Βάση αυτής της διδασκαλίας, η θεολογία ως χαρισματική εμπειρία, μαζί με τα εκκλησιαστικά και ιστορικά γεγονότα, είναι ο καλύτερος καθρέφτης της αλήθειας.

[1] Εισήγηση στο Επιστημονικό Συνέδριο: Ο άγιος Ανδρέας Αρχιεπίσκοπος Κρήτης ο Ιεροσολυμίτης πολιούχος Ερεσού Λέσβου, (1-4 Ιουλίου 2003), εκδ. Ιερά Μητρόπολις Μυτιλήνης, Μυτιλήνη 2005, 221-235.

[2] Σ. Ευστρατιάδου, «Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης», Νέα Σιών, 29 (1934) 678.

[3] Χρονογραφία, ed. C. De Boor. Theophanous Chronographia, t. I, Lipsiae 1883, σ. 362, [ανατύπωση, Hildesheim 1963]. Η Χρονογραφία του πιστού εικονολάτρη Θεοφάνη του Ομολογητή, τον οποίο η Εκκλησία ανακήρυξε άγιο, συνεχίζει το χρονογραφικό έργο του Γεωργίου Συγκέλλου, αρχίζει από το 284 και τελειώνει το 813. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χρονογραφικά μνημεία της βυζαντινής λογοτεχνίας και συνδυάζει αξιόλογη κρίση και ποικιλία πληροφοριών, μολονότι ασκεί εντονότατη πολεμική κατά των εικονομάχων. Για την περίοδο 769–813 είναι η μοναδική ιστορική πηγή που διασώθηκε. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι παρά την υποστήριξή του προς τους εικονολάτρες, δεν περιγράφει την αυτοκράτειρα Ειρήνη, που αποκατέστησε την τιμή των εικόνων. Ίσως τούτο να οφείλεται στον απόηχο της πολιτικής του παιδείας που απέκτησε ως κρατικός λειτουργός πριν ακόμη γίνει μοναχός. Βλ. Hans – George Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σ. 191. Γενικότερα για τον Θεοφάνη βλ. M. Whitby, «Theophanes Chronicle Source for the Reigns of Justin II. Tiberius and Maurice (A.D. 565-602)», Byzantion, 53 (1983) 312κε.

[4] Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως με τον τίτλο Αγιοπολίτης σώζεται μια ανώνυμη εκκλησιαστική μουσική πραγματεία που παλαιότερα ως συγγραφέα της παρουσίαζε τον Ανδρέα Κρήτης. Είναι προφανές ότι ο ανώνυμος συγγραφέας της θέλησε να εντάξει αυτήν τη συγγραφή του στην παράδοση των μεγάλων υμνογράφων των Ιεροσολύμων. Βλ. H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τ. Γ΄, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σ. 407.

[5] Για τον Μέγα Κανόνα βλ. Π. Χρήστου, «Ο Μέγας Κανών του Ανδρέου Κρήτης», Γρηγόριος ο Παλαμάς, 33 (1950), 34 (1951), [και: Θεολογικά μελετήματα. Υμνογραφικά, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, τ. 4ος, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 229-275. Συμεών Κούτσα, Αδαμιαίος θρήνος. Ο Μέγας Κανών του Ανδρέου Κρήτης, Αθήναι 1981. Πρβλ. Π. Β. Πάσχου, «Ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης. Μικρή εισαγωγή στην κατανυκτική ποίησή του», Ριζάρειος Εκκλησιαστική Παιδεία, 4 (1988) 315-326.

[6] Κοσμάς ο Μελωδός. Βίος και έργο, εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Ανάλεκτα Βλατάδων 28, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 149κέ.

[7] Ποιητικά και θεολογικά η βυζαντινή υμνογραφία είναι ένα τεράστιο γραμματολογικό corpus με ιουδαιοσυριακή και ελληνιστική προέλευση. Τόσο η βυζαντινή υμνογραφία και μουσική, όσο και η θρησκευτική μουσική της Δύσης, ξεκινούν από την ίδια πηγή, την πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που και αυτή προέρχεται από την ιουδαϊκή μουσική παράδοση της ευρύτερης περιοχής της Παλαιστίνης. Την άποψη αυτή σταθερά υποστήριξε ο Egon Wellesz, A History o Byzantine Music and Hymnography, Οξφόρδη 1971. Κατ’ αυτόν, η υμνογραφία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων εγεννήθη βάση της συριακής υμνογραφικής παράδοσης, και μάλιστα των ποιητικών συνθέσεων του Εφραίμ Σύρου, μοναχού του 4ου αιώνα. Σε αντίθεση με την παραπάνω άποψη οι ελληνιστικές επιδράσεις στη βυζαντινή υμνογραφία επισημαίνονται μέσω της ελληνιστικής μουσικής παράδοσης, αλλά και του ευρύτερου μουσικού περιγύρου, ειδικότερα πάνω στην παλαιοχριστιανική ή πρωτοχριστιανική μουσική. Κέντρα ώθησης ήταν μεγάλες ελληνικές πόλεις, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια. Λεπτομερή ανάλυση του θέματος βλ.  Π. Χρήστου, «Η υμνογραφία της  αρχαϊκής εκκλησίας», Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 4 (1959), [και: Θεολογικά μελετήματα. Υμνογραφικά, τ. 4ος, σσ. 13-69].

[8] Ο Λεοντοπόλεως Σ. Ευστρατιάδης σε παλαιά καλή μελέτη του κάμει εκτενή αναφορά στο υμνογραφικό έργο του αγίου Ανδρέα. Βλ. Νέα Σιών, 29 (1934) 673-688, 30 (1935) 3-10, 147-153, 209-217, 269-283, 321-342, 462. Ο ίδιος, επίσης, σε συνεργασία με το Λαυριώτη Μοναχό Σπυρίδωνα εξέδωσε μια σειρά από ειρμούς, 66 στον αριθμό, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο Ειρμολόγιον, Γενεύη 1932.

[9] Η Βυζαντινή Υμνογραφία και Ποίησις, Αθήναι 1965, σσ. 182-210.

[10] Οι άγιοι της πρώτης βυζαντινής περιόδου της Κρήτης και η σχετική προς αυτούς φιλολογία, Αθήναι, σσ. 160-190.

[11] Λεσβιακά αγιολογικά μελετήματα Α΄, Μυτιλήνη 1997, σσ. 57-64 και: Η τιμή των λειψάνων και των τάφων των Λεσβίων αγίων, Μυτιλήνη 2001, σσ. 27-34.

[12] Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνέδεε πάντοτε τη δογματική διδασκαλία της με τις φάσεις της ιστορίας της Θείας Οικονομίας. Εξ΄ ου και η «σημασιολόγηση» των ιστορικών της γεγονότων υπήρξε έργο της δογματικής της διδασκαλίας. Περί αυτού πολύ κατατοπιστική είναι η μελέτη του Ν. Ματσούκα, Γένεση και ουσία του ορδοδόξου δόγματος, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα πατερικών Μελετών, Ανάλεκτα Βλατάδων 2, Θεσσαλονίκη 1969, σσ. 168-185. Για να τεκμηριώσω την παραπάνω άποψη, φέρνω ως παράδειγμα τη διδασκαλία περί τελείωσης του ανθρώπου του αγίου Μάξιμου Ομολογητή, της οποίας το πλήρωμα τοποθετεί όχι μόνο στην ολοκλήρωση της Βασιλείας του Θεού, αλλά τη διαβλέπει και σε αυτόν τον κόσμο. Τούτη η Βασίλεια, βέβαια, είναι απαλλαγμένη από κάθε έννοια του χρόνου. Έτσι, η ιστορικότητα αρχίζει με την πτώση του ανθρώπου και από την ίδια τη φύση δεν ανακόπτεται, παρά μόνο με την ολοκλήρωση της Θείας Αποκάλυψης.

[13] Ν. Β. Τωμαδάκη, «Ανδρέας ο Κρήτης, ο Ιεροσυλυμίτης», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεία, τ. 2ος, στ. 692.

[14] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη, τ. Β΄, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 317.

[15] Για το ιστορικό πλαίσιο της αίρεσης βλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1970, σσ. 242κε.

[16] Γι’ αυτόν η νεότερη θεολογική βιβλιογραφία έχει εμπλουτιστεί με την εξαιρετική μελέτη του Γ. Μαρτζέλου, Γένεση και πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας. Συμβολή στην ιστορικοδογματική διερεύνηση του Όρου της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1986.

[17] Σε αυτή γίνεται λόγος για ένα θέλημα του Χριστού. Βλ. Mansi, X, 992-997.

[18] Hans – George Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, σ. 250.

[19] Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο σοφός αυτός θεολόγος μέσα από τις εξορίες και τις φυλακίσεις που δέχθηκε, ανυποχώρητα αντιστάθηκε στη διδασκαλία του μονοθελητισμού αντιμετωπίζοντας ακόμη και την καταδίκη Πατριαρχών. Γι’ αυτό όταν κάποτε ρωτήθηκε ποια στάση θα κρατούσε αν η Ρωμαïκή Εκκλησία επιδοκίμαζε το μονοθελητισμό, απάντησε με μια αναφορά στον Απόστολο Παύλο: «Το Πνεύμα το Άγιον δια του Αποστόλου και αγγέλους αναθεματίζει παρά το κήρυγμά τι νομοθετούντας». Βλ. P.G. 90, 121C. Για τον Μάξιμο Ομολογητή βλ. Ν. Ματσούκα, Κόσμος άνθρωπος κοινωνία κατά τον  Μάξιμο Ομολογητή, Αθήνα 1980. Τις λεπτομέρειες των θεολογικών ζητημάτων που ανεδείχθησαν κατά την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο με εμπεριστατωμένο τρόπο τις καταγράφει ο Ιω. Καλογήρου, «Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος (7 Νοεμβρίου 680 -16 Σεπτεμβρίου 681). Η τελική δογματική αποτύπωσις της χριστολογικής αληθείας κατά του Μονοθελητισμού και του Μονοενεργητισμού», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 26 (1981) 205-254.

[20] Για τον αγώνα του Μαξίμου κατά του μονοθελητισμού βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία. τ. Β΄, σσ. 336κε. Πρβλ. Παν. Δρακόπουλου, Μεσαίωνας. Ελληνικός και Δυτικός, εκδ. Εποπτεία, Αθήνα 1987, σσ. 75-95.

[21] Π. Χρήστου, «Ο Μέγας Κανών του Ανδρέου Κρήτης», στον τόμο Θεολογικά Μελετήματα. Υμνογραφικά, τ. 4ος, σ. 270.

[22] «Ανδρέας ο Κρήτης, ο Ιεροσυλυμίτης», στ. 677.

[23] Αυτόθι, στ. 678.

[24] «Όθεν δικαίως και αληθώς Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν, τούτο γαρ το όνομα άπαν μυστήριον της οικονομίας συνίστησι». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 254. «Τυπικώς η πρώτη Εύα ζωή εκλήθη, ίνα σημάνη την δευτέραν, τούτ’ έστι την Αγίαν Μαρίαν την γέννησασαν την ζωήν των ανθρώπων Χριστόν τον Κύριον της δόξης. Αύτη γαρ αληθώς μήτηρ δείκνυται πάντων των ευαγγελικώς ζώντων και μη αποθνησκόντων τα ψυχάς δια της απιστίας. Η Θεοτόκος τηλικαύτην σοφίαν επεδείξατο και ποικιλτίκην επιστήμην, ώστε, εκ των ερίων του εξ αυτής γεννηθέντος Αρνίου ενδύσαι τους πιστούς άπαντας, τα ενδύματα της αφθαρσίας, και της αοράτου ελευθερώσαι γυμνώσεως». Βλ. Οσίου Νείλου Ασκητού, P. G. 79, 180.

[25] Χρ. Γιανναρά, Αλφαβητάρι της πίστης, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1996, σ. 151.

[26] Την ίδια θεολογία συναντούμε και στο ευαγγελικό ανάγνωσμα των ακολουθιών του Δεκαπενταύγουστου, (Λκ. 11, 27-28). Εδώ απορρίπτεται η εξύμνηση της φυσικής καταγωγής του Θεανθρώπου, «μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας» και προβάλλεται η οικειοθελής σχέση του ανθρώπου με το θείο, «μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Κατά πόσο, βέβαια, και σε ποιο βαθμό βιώνεται αυτό σήμερα είναι ένα ζητούμενο. Δεν είναι λίγες οι φορές, όπου η πίστη συσκοτίζεται και θολώνεται από την ουκ ολίγη φλύαρη θρησκευτική ρητορεία δηλώσεων και κηρυγμάτων πολλών θεολογούντων, που τίποτε άλλο δεν κάμουν από το να αλλοιώνουν το μυστικό και ζωτικό νόημα της θεομητορικής θεολογίας.

[27] Court traite de theologie mariale, Paris 1953, σ. 34. Αν η Θεοτόκος είναι σκάνδαλο για τη δυτική θεολογία, είναι γιατί αυτή δεν μπόρεσε να κατανοήσει πως η Παρθένος δεν είναι ένα ανεξάρτητο ανθρώπινο δημιούργημα, αλλά αποτελεί την ολοκλήρωση της ιεράς ιστορίας με βαθύτατες εκκλησιολογικές προεκτάσεις. Γι’ αυτό στη διδασκαλία της η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε δέχθηκε το δόγμα περί «αμώμου συλλήψεως», όπως αυτό καθορίστηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1854. Τούτες οι δυτικές υπερβολές καταστρέφουν το θεομητορικό θαύμα.

[28] Για το θέμα σημαντική είναι η μελέτη του Χρ. Σταμούλη, Η Θεοτόκος κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, ανάτυπο από τον τόμο του Θεολογικού Συνεδρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, (15 – 17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991.

[29] Για τις εκδόσεις του βλ. Karl Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τ. Α΄, Εν Αθήναις 1897, σσ. 328-330, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1900, σσ. 557-558.

[30] P.G., 97, 805-820, 843-862

[31] Αυτόθι, 820-843, 862-881

[32] Αυτόθι, 881-914

[33] Αυτόθι, 1315-1330.

[34] Αυτόθι, 818Β.

[35] Αυτόθι, 845Α.

[36] P.G., 97, 816Β.

[37] Αυτόθι, 832D. Πρβλ., την ενάτη ωδή του ειρμού «εις την κοίμησιν της Θεοτόκου» που εξέδωσε ο Σ. Ευστρατιάδης στο Ειρμολόγιον, σ. 207, «η πρώτη Εύα / εκ πλευράς Αδάμ του παλαιού διεπλάττετο / η Δευτέρα τον νέον αποτίκτει / εξ αχράντων λαγόνων / η μεν ασπόρως / η δε αφθόρως τον ποιητήν του παντός / διο προσκυνούμεν τα μεγαλεία αυτής». Κατά παρόμοιο τρόπο και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ενώνει την προσωπικότητα της Θεοτόκου με την έννοια της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν μπορεί ούτε να εννοηθεί ούτε να υπάρξει χωρίς αυτή. Με την ονομασία Θεοτόκος, στο πρόσωπό της εκφράζεται όλο το θεϊκό μυστήριο της σάρκωσης του Λόγου. Με τη Θεοτόκο όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Ζωντανό παράδειγμα αυτού του γεγονότος είναι ότι η Θεοτόκος έζησε και ασκήθηκε στο ναό, στην Εκκλησία και ολόκληρος ο βίος της υπήρξε μια αδιάκοπη λειτουργία με συνεχή υπακοή στο θέλημα του Θεού. Πρόκειται για «κοινωνία» της Θεοτόκου με τον Υιό της που αποτελεί «οντολογικό προσανατολισμό» στο Σωτήρα Χριστό. Βλ. Χρ. Σταμούλη, Η Θεοτόκος κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, σσ. 463-464.

[38] P.G., 97, 1329A.

[39] Η πρώτη έκδοση του υπό τον τίτλο Στέφανος της αειπαρθένου ή Νέον Θεοτοκάριον έγινε στη Βενετία το 1796. Γνωρίζουμε άλλες πέντε εκδόσεις, στην Κωνσταντινούπολη το 1849, στη Βενετία το 1883, στην Αθήνα το 1906 και 1939 και στο Βόλο το 1974. Περί αυτού βλ. Ν. Τωμαδάκη, «Μικρόν αγιορειτικόν Θεοτοκάριον», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 32 (1963) 1-25.

[40] Θ. Ξύδη, Βυζαντινή Υμνογραφία, Νικόδημος, Αθήνα 1978, σ. 298

[41] P.G., 71, 1060D.

[42] Η θεολογία του Καβάσιλα είναι έντονα χρωματισμένη με τον χριστοκεντρικό μυστικισμό που παλαιοτέροι από αυτόν Πατέρες, όπως ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής  είχαν θεμελιώσει. Στο πληθωρικό έργο του Θεσσαλονικέα αγίου υπάρχουν δύο κατευθύνσεις της ορθόδοξης πνευματικότητας: η συμβολική, η οποία με καθάριο τρόπο διαφαίνεται σε δύο βασικά έργα του το Περί της εν Χριστώ ζωής και στην Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, και ο πρακτικός ιδεαλισμός με τον οποίο «η χριστιανική σκέψη απαλλαγμένη από κάθε ρεαλισμό, επιστρέφει ξανά στην αφετηρία της σωκρατικής σκέψης, με ένα νέο όμως βάθος, το βάθος που προσδίδει στον ιδεαλισμό η χριστιανική αντίληψη του προσώπου: να ανακαλύψουμε τη φύση μας για να οικοδομήσουμε πάνω της ολόκληρη τη ζωή μας». Βλ. Β. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, σσ. 260-261. Σε ένα πιο προχωρημένο, ωστόσο, επίπεδο ο Καβάσιλας αποτελεί το λόγιο Πατέρα της Εκκλησίας που με ζέση διαλέχθηκε τον αναγεννησιακό πνεύμα της Δύσης, ιδωμένο, βέβαια, στα πλαίσια της παράδοσης της Εκκλησίας. Οι τρεις θεομητορικές ομιλίες του «Εις την Υπερένδοξον της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Γέννησιν», «Εις τον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας» και «Εις την Πανένδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Παναχράντου Θεοτόκου», αποκαλύπτουν ένα διάλογο της πατερικής διδασκαλίας με το ρεύμα της δυτικής Αναγέννησης, στον οποίο η ρωμαλέα σκέψη του ιερού συγγραφέα φτάνει στην ουσία των πραγμάτων, «απογυμνώνει την ουτοπία του χωρίς Χριστό “ανθρωπισμού” και κερδίζει ότι καλύτερο υπάρχει στο κίνημα της Αναγεννήσεως εν τω Χριστώ», βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ. Τρεις θεομητορικές ομιλίες. Κείμενο – μετάφραση – εισαγωγή –σχόλια Παναγιώτης Νέλλας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1995, σ. 9. Η εν λόγω έκδοση των ομιλιών αποτελεί την καλύτερη μέχρι τώρα μεταφρασμένη απόδοση μέρους των θεολογικών κειμένων του, μιας με αυτή μαρτυρεί και τη λογοτεχνική χάρη των.

[43] «Όταν δε πάλιν εισάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην, λέγει και προσκυνησάτωσαν αυτώ πάντες οι άγγελοι Θεού», Εβρ. 1,6.

[44] P.G., 97, 816A.