Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ / Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
Το 1925 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελούνταν καταρχήν από τέσσερις σχολές: τη Φιλοσοφική, τη Νομική, την Ιατρική και τη Θεολογική. Η λειτουργία της Θεολογικής καθυστέρησε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, καθώς οι πόρτες στους πρώτους φοιτητές άνοιξαν μόλις την ακαδημαϊκή χρονιά 1941-42. Οι λόγοι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς κυριότερος και σημαντικότερος για τη σημερινή μας συζήτηση, η άρνηση πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων άλλων ειδικοτήτων, αλλά και κάποιων μελών της Εκκλησίας, να αποδεχτούν τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας. Και τούτο διότι θεωρούσαν ότι η θεολογία συνδέεται πλήρως και αποκλειστικά με την κατήχηση της Εκκλησίας, την ομολογιακή της ταυτότητα και οπωσδήποτε το μυστήριο της πίστης, το οποίο, καθώς πίστευαν, δεν έχει ουδεμία σχέση με την έρευνα και τη γνώση που παράγεται εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Τα χρόνια πέρασαν, η Θεολογική Σχολή λειτούργησε και λειτουργεί παράγοντας ξεχωριστό έργο, εκπαιδεύοντας τους καθηγητές θεολογίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα στελέχη της Εκκλησίας – κληρικούς και λαϊκούς -, αλλά και συμβάλλοντας με το συνολικό της έργο στο διάλογο της θεολογίας με τις επιστήμες, τις τέχνες και τον πολιτισμό στο σύνολό του. Η συζήτηση, βέβαια, για την ταυτότητα των θεολογικών Τμημάτων, τα οποία δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αλλά στο κράτος, δεν σταμάτησε ποτέ. Πανεπιστήμιο και Εκκλησία άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε διαιρούνται ολοκληρωτικά. Ο διάλογος έτσι μοιάζει δύσκολος και η πορεία ανηφορική. Οι συγχύσεις πολλές, οι αντιφάσεις περισσότερες.
Και εξηγούμαι. Παράδειγμα πρώτο: ένα πρωινό, πριν από 30 περίπου χρόνια, όντας ακόμη φοιτητής της θεολογίας, προχωρούσα στο διάδρομο του δευτέρου ορόφου της Θεολογικής μας Σχολής∙ από απέναντι βλέπω να έρχεται ένας συμφοιτητής μου χειρονομώντας και φωνασκώντας. Τι έπαθες, του λέω. Άσε, μου απαντάει, σε αυτή τη Σχολή δεν μπορεί κανείς να σωθεί. Είχε ακούσει κάποια πράγματα από καθηγητή μας σε μια από τις παραδόσεις του, τα οποία του φάνηκαν εντελώς παράξενα – αιρετικά μου είπε -, τα οποία γκρέμιζαν τις βεβαιότητες του για όσα έως εκείνη τη στιγμή γνώριζε, κυρίως μέσα από τον χώρο της ενοριακής του κατήχησης. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι το πανεπιστήμιο δεν σώζει, δεν είναι αυτός ο ρόλος του∙ εκείνη που σώζει είναι η Εκκλησία. Το πανεπιστήμιο παρέχει γνώσεις, τις οποίες τα μέλη του αποκτούν μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες που συνδέονται με συγκεκριμένες μεθοδολογίες, που στοχεύουν την ερμηνεία των μνημείων του πολιτισμού, στην δικιά μας περίπτωση των μνημείων του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, με τελικό σκοπό, καθώς έλεγε ο Νίκος Ματσούκας, «όχι την ηθικιστική και φρονηματιστική διάπλαση του ανθρώπου, αλλά – και αυτό το σκοπό μπορεί να θέσει η επιστημονική θεολογία – στη μέθεξη ενός πολιτισμού για να κάνει τους ανθρώπους κινητικούς και δημιουργικούς».
Είχα τότε την αίσθηση, την έχω και σήμερα πως με τις σκέψεις μου αυτές δεν τον έπεισα. Οι λόγοι, καθώς πιστεύω, πολλοί. Πρώτος και καλύτερος, η ταύτιση της θεολογικής έρευνας, της επιστημονικής θεολογίας, με την κατήχηση της Εκκλησίας. Δεύτερος, η «αντικειμενική» και μονοδιάστατη θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας και η άρνηση αποδοχής του γεγονότος της ερμηνείας. Τρίτος, η απόλυτη κατάφαση στη βεβαιότητα και η αδυναμία έστω και μιας κάποιας αποδοχής του μυστηρίου της λειτουργικής απορίας, που δίνει νόημα στις διαδικασίες της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Μια απορία, η οποία επιτρέπει, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, στη ζωή να ελπίζει στην ερωτική της πλήρωση, τουτέστιν στη μετασκευή της σε μονή εγκατοίκησης του νυμφίου Χριστού. Αναφερόμενος στο θέμα της απορίας ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γράφει: «Το ν’ απορεί κανείς για τα πάντα είναι φυσικά ανόητο, ενώ το να μην απορεί για τίποτα είναι πολύ πιο κομψό και μάλιστα, δεν ξέρω για ποιο λόγο, θεωρείται και καθώς πρέπει. Αμφιβάλλω όμως αν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Κατά την γνώμη μου, το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι πολύ πιο ανόητο από το ν’ απορεί για τα πάντα. Κι εκτός αυτού: το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι σχεδόν το ίδιο με το να μην σέβεται τίποτα. Κι ένας ανόητος άνθρωπος είναι ανίκανος να σεβαστεί». Μαζί με αυτά, τέλος, και η σχιζοφρενική διαίρεση γνώσης και εμπειρίας, η οποία εισηγείται εν τέλει μια άλογη «εμπειρική θεολογία» με εμφανή τα σημάδια του φετιχισμού και της ειδωλολατρίας.
Παράδειγμα δεύτερο: Το Τμήμα Θεολογίας, στο οποίο έχω την τιμή και τη χαρά να προεδρεύω για δεύτερη διετία, διοργάνωσε τα τελευταία δύο χρόνια εννέα επιμορφωτικά σεμινάρια για ιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε όλες μου τις συναντήσεις με τους ιερείς έθετα επίμονα μια πρώτη και βασική ερώτηση: τι σημαίνει το όνομα Χριστός. Ομολογώ, πως σε ποσοστό 90%-95% οι απαντήσεις ήταν προβληματικές. Άλλες κινιόντουσαν προς το νεστοριανισμό, άλλες προς τον μονοφυσιτισμό, άλλες προς τον αρειανισμό και πολλές διαλεγόντουσαν με τα πολυποίκιλα δωμάτια του φαντασιακού. Κάποιος θα έλεγε πως ετούτο το πρόβλημα, ως κατεξοχήν γνωσιολογικό, δεν είναι σημαντικό, καθώς προηγείται η εμπειρία της σχέσης με το πρόσωπο. Οφείλω να ομολογήσω, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η αδυναμία κατανόησης δεν συνιστά μια χωρίς νόημα πραγματικότητα, καθώς αποκαλύπτει τη σταδιακή αλλοίωση του εκκλησιαστικού σώματος, τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τον πυρήνα της πίστεως που γνωρίζει ότι η γνώση, εξάπαντος όχι μόνον αυτή , ως μετοχή στην αλήθεια του πράγματος, φωτίζει, πλουτίζει και μεταμορφώνει τον άνθρωπο.
Στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της πανεπιστημιακής θεολογίας. Σκοπός της, η διά της γνώσεως, της έρευνας και της μεθόδου, ανάκτηση της αλήθειας των ονομάτων, που με τη σειρά της οδηγεί στη ψηλάφηση της αλήθειας των πραγμάτων, τουτέστιν στην πραγμάτωση της μετοχής που κάνει τα πράγματα, τα οποία πάντα προηγούνται της επιστήμης και της ερμηνείας, να αληθεύουν. Με άλλα λόγια, η απομαγικοποίηση της «εκκλησιαστικής θεολογίας», η οποία σε πολλές περιπτώσεις, ευτυχώς όχι σε όλες, ως «θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης», καταπώς λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και εξάπαντος ταυτιζόμενη με προσωπικές ιδεολογίες και διαθέσεις που αντλούν ύπαρξη από τη διάθεση ανελεύθερης επιβολής και βίαιης κυριαρχικότητας, οδηγεί σε «πλου της πίστεως ακυβέρνητο». Φαινόμενα που σχετίζονται άμεσα με το τέρας του δογματισμού και την ομογάλακτή του εξουσιαστικότητα. Βέβαια, η αξιολόγηση και το οριστικό ξεδιάλεγμα των αποτελεσμάτων της έρευνας βαραίνει την Εκκλησία. Εκείνη έχει την τελική ευθύνη για την κατήχηση των μελών της και το μπόλιασμά τους στη μυστηριακή της ζωή.
Σήμερα, βέβαια, επικρατούν σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις υποκατάστασης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι σκοπός της δημόσιας θεολογικής εκπαίδευσης είναι η κατήχηση και η ανασύσταση της ομολογιακής ταυτότητας. Και τούτο διότι όλοι γνωρίζουμε, αλλά ελάχιστοι ομολογούμε, ότι η Εκκλησία είναι πλέον έρημη από κατήχηση. Η «Ορθόδοξη χώρα» είναι η πλέον ακατήχητη χώρα. Γεγονός που διευκολύνει τη μεταφορά της ευθύνης της για την κατήχηση στη δημόσια εκπαίδευση, την ίδια στιγμή, που λαβωμένη από φαινόμενα σύγχυσης, την επικρίνει για την απο-εκκλησιαστικοποίησή της και την ανεπάρκειά της.
Οφείλω να ομολογήσω, πως μια τέτοια άποψη είναι εξολοκλήρου λαθεμένη – τόσο επιστημολογικά, όσο και εκκλησιολογικά – και ως εκ τούτου υπεύθυνη για την ενοχοποίηση της ακαδημαϊκής θεολογίας από τη μια, αλλά και την συρρίκνωση της αποστολής της Εκκλησίας από την άλλη. Είναι πολλές οι περιπτώσεις σήμερα, που ο όρος ακαδημαϊκός θεολόγος λαμβάνει στο στόμα των επικριτών της πανεπιστημιακής θεολογίας διαστάσεις ύβρεως. Εξ αυτού και η αδυναμία διάκρισης των ουσιωδών που θα επιτρέψουν την πραγματική συνεργασία ακαδημαϊκής θεολογίας και Εκκλησίας στα πλαίσια της αναγκαίας συμβολής των δύο μεγεθών από τα οποία η κοινωνία, η δημόσια πλατεία, αναμένει πολλά. Βέβαια, η απόδοση ευθυνών στην Εκκλησία δεν κάνει μεμιάς ανεύθυνη την πανεπιστημιακή θεολογία, η οποία οφείλει πληρώνοντας τον σκοπό της, να συμβάλλει στην ανάδειξη της οικουμενικής ταυτότητας της Ορθοδοξίας, αλλά και της επιστημονικής της πληρότητας, που ελευθερώνει το σώμα και τις δημιουργικές δυνάμεις που το συγκροτούν. Και για να συμβεί αυτό οφείλει η πανεπιστημιακή θεολογία να κινηθεί πέρα και πάνω από τον στενό ακαδημαϊσμό, ο οποίος πραγματοποιείται ερήμην της ζωής και της κοινωνίας και εισηγείται έτσι μια θεολογία εσωστρεφή, μια θεολογία για τη θεολογία, μια επιστήμη για την επιστήμη, παραδομένη αποκλειστικά στην ιστορία, που δεν αφορά κανέναν παρά μόνον τους θιασώτες της. Κάποιες φορές ούτε και αυτούς. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι τούτη είναι μία ερμηνεία της ακαδημαϊκότητας∙ εξάπαντος όχι η μόνη, ούτε βέβαια η καλύτερη. Μια ερμηνεία που στηρίζεται προφανώς σε έναν κανόνα. Εντούτοις, ο γνήσιος ακαδημαϊσμός δεν αφίσταται από τη ζωή, ή για να ειπωθεί αλλιώς φτιάχτηκε για τη ζωή. Στην περίπτωση αυτή ακαδημαϊκή και πανεπιστημιακή θεολογία ταυτίζονται. Είναι αλήθεια όμως ότι τον τόνο πάντα, ή σχεδόν πάντα, δίνει η εκτροπή, που κάποτε αποκτά και διαστάσεις κανόνα.
Έτσι, για να είναι κάποιος δίκαιος με τα πράγματα, πρέπει να τονίσει ότι στην πορεία της ιστορίας της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας δεν έλειψαν οι εκτροχιασμοί και οι αλλοτριώσεις. Ίσως να ήταν αυτοί οι εκτροχιασμοί και αυτές οι αλλοτριώσεις που οδήγησαν πολύ σημαντικούς θεολόγους του εικοστού αιώνα σε μια απόλυτα αρνητική κριτική της πανεπιστημιακής- ακαδημαϊκής θεολογίας. Μια κριτική όμως που έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και έφτασε να δαιμονοποιήσει αδιάκριτα κάθε ακαδημαϊκή προσπάθεια, αλλά και να δημιουργήσει φοβίες αξεπέραστες, που έβλαψαν τόσο τη Θεολογία όσο και την Εκκλησία στην Ελλάδα στη διάρκεια του εικοστού αιώνα. «Αλλά αν η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση», σημειώνει δηκτικά ο Γιάννης Τσαρούχης, «καταντάει στο τέλος να είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό». Και τούτο διότι τέτοιες φοβίες, τέτοιες ψυχολογικές νευρώσεις, κάνουν τον άνθρωπο να θέλει να βάλει στο γύψο ένα υγιές χέρι με το φόβο ότι αυτό μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να σπάσει, ή να παλεύει να βάλει στο γύψο κάθε υγιές χέρι διότι κάποιο χέρι έχει σπάσει. Έτσι, απέναντι σε τέτοιες πρακτικές και μεθοδεύσεις, το μόνο που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να θέσει τα όρια και να ορίσει τις απαρχές και τα κριτήρια του θεολογείν. «Υπάρχει μια παρεξήγηση με τη λέξη ακαδημία…», σημειώνει και πάλι ο Γιάννης Τσαρούχης, «μια αληθινή ακαδημία σου δίνει τα όπλα να πολεμήσεις, ενώ οι μονομερείς δεξιοτεχνίες μόνο τους ανόητους μπορούν να καταπλήξουν».
Και είναι αυτός ο λόγος, που κάποιες φορές, η Θεολογία θυμίζει κάπως τη γυναίκα του Λωτ. Απειθής και μαζί θυσιασμένη. Απειθής απέναντι στην κλήση της, να ολοκληρώσει τον σκοπό της, να αποτελέσει τώρα και στους αιώνες την κριτική και συνεπώς προφητική φωνή της Εκκλησίας και της ιστορίας. Και θυσιασμένη, στην υπηρεσία της εξουσιαστικότητας, σε κείνη την προσπάθεια, σε κείνη τη στάση, που παλεύει με νύχια και με δόντια να οριοθετήσει και να ελέγξει τις πιο βαθιές ανάγκες του ανθρώπου, τον πυρήνα της ύπαρξής του, την ίδια του τη ζωή.
Δεν χωρά αμφιβολία πως η ερμηνευτική προσπάθεια, αναγκασμένη πολλές φορές από την αγωνία ενός ποιμαντικού επείγοντος, έστρεψε τις περισσότερες φορές τη ματιά της στο χώρο της ηθικής. Είδε, έτσι, στο πρόσωπο της γυναίκας του Λωτ, και της τιμωρητικής μετατροπής της σε στήλη άλατος, ένα αιώνιο «σύμβολον απομαρανθείσης φρενός, και νου προς ηλιθιότητα μεταφοιτάν κειμένου, και εις εσχάτην πως αναισθησίαν εληλακότος». Πρακτική, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία ανα-κοίνωσης των πραγματικών διαστάσεων της βιβλικής διήγησης, και ως εκ τούτου την ελαχιστοποίηση της δυναμικής που κρύβεται στον εσώτερο πυρήνα της. Και το λέγω τούτο, διότι το μείζον της βιβλικής διήγησης της ιστορίας του Λωτ δεν εξαντλείται με τη χρησιμοποίησή της, δίκην ενός ακόμη παραδείγματος, στη δικαίωση του ηθικού κανόνα: επιθυμία – αμαρτία – θάνατος. Ενός κανόνα άλλωστε, που σε περιπτώσεις ενσυνείδητης ή ασυνείδητης αστοχίας, οδήγησε αδιάκριτα στην ενοχοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας και στην απουσία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος από την πραγματική ζωή.
Έχω την αίσθηση, πως το σημαντικό της ιστορίας τούτης της δύστυχης γυναίκας, βρίσκεται πέρα από το προφανές, στην κατανόηση της τραγικότητας της, που συνίσταται στην υπαρξιακή της αδυναμία να διακρίνει ποιο είναι το ένα εκείνο πράγμα που αποτελεί την πραγματική της ανάγκη.
Νομίζω, πως θα ’ταν καλύτερο σήμερα, με το δικαίωμα που μας δίνει η επιτακτική ανάγκη νέας νοηματοδότησης της πραγματικότητας, να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να πούμε πως η γυναίκα του Λωτ είναι παράδειγμα μιας πηγής που στέρεψε από επιθυμία. Το παράδειγμα μιας γυναίκας που προτίμησε το νεκρό παρελθόν από την αλήθεια του παρόντος. Γεγονός που καταδεικνύει δύο πράγματα· πρώτα την αδυναμία της να υπερβεί το εσωτερικό και μαζί υπαρξιακό της σύνορο, τα Σόδομα όλων των καλότυχων διχασμένων, που παλεύουν να σπάσουν τη βεβαιότητα της έσω ζωής, το νόστο του νόστου, που αγνοεί τα πρόσωπα και τα πράγματα, τα πολύτιμα ενός αδιόρθωτου πάθους, όσο και την αδυναμία του παρόντος να διεκδικήσει το ενδιαφέρον και την ύπαρξη των ανθρώπων μιας ζωής εν κινήσει.
Έχω την αίσθηση πως μια τέτοια ερμηνεία, παρότι ανοχύρωτη πόλη, στα μάτια υπομνηματιστών και «προφητών», του έτσι κι αλλιώς διαμορφωμένου κλειστοφοβικά παρελθόντος, προβαλλόμενη στο χώρο της σύγχρονης θεολογίας, μπορεί να αξιολογηθεί θετικά και να αξιοποιηθεί δημιουργικά.
Δίχως άλλο η άρνηση του παρόντος και η συνακόλουθη απουσία από αυτό συνιστά αμαρτία. Και τούτη την αμαρτία η σύγχρονη θεολογία στην Ελλάδα τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο όνομα, για παράδειγμα της παράδοσης, η θεολογία έχασε από τα μάτια της το παρόν, έχασε την ίδια της τη ζωή. Η απείθεια της γυναίκας του Λωτ είναι στ’ αλήθεια μια άρνηση της συμπόρευσης, μια δικαίωση, εξάπαντος όχι πρόσληψη του διχασμού, μια νίκη της απουσίας. Μια αναζήτηση των σπουδαίων και σημαντικών στο παρελθόν, και συνεπώς μια ομοούσια με την αναζήτηση άγνοια, πως τα πολύτιμα είναι πάντα δίπλα μας και εντός μας. Ξεχνούμε, έτσι, πως το παρελθόν έχει νόημα μόνο στην περίπτωση που βρίσκεται μέσα μας, όταν αποτελεί σύμβαση που νοηματοδοτεί το παρόν, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Ένα τέτοιο παρελθόν, όμως, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο μέλλον, σε αντίθεση με ότι συνηθίζουμε να λέμε, ζει στο παρόν και στα πρόσωπα, ζει με τα πρόσωπα, που το σημάδεψαν, γύρω μας και εντός μας. Είναι ένα συνεχές και μονίμως ανανεούμενο παρόν. Μια πραγματοποιημένη εσχατολογία και μια εσχατολογική πραγματικότητα. «Ημείς δε ου χρείαν έχομεν αποδημήσαι διά την βασιλείαν των ουρανών, ούτε περάσαι θάλασσαν διά την αρετήν… Η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστιν· Ουκούν η αρετή του θέλειν ημών μόνου χρείαν έχει· επειδήπερ εν ημίν εστι, και εξ ημών συνίσταται».
Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως μια τέτοια μαρτυρία είναι συγκλονιστική. Ταυτόχρονα, όμως, και προβληματική, όταν μετατρέπεται σε αργαλειό που υφαίνει εσωστρέφειες και αναστολές, ματαιώσεις και αποδράσεις. Είναι καιρός, νομίζω, να μιλήσουμε χωρίς φόβο και με πάθος. Όλοι το ψιθυρίζουν, αλλά λίγοι το φωνάζουν, πως η θεολογία μας πάσχει σήμερα από σοβαρή ασθένεια· από την ασθένεια της απουσίας του θέλειν, τουτέστιν από το ου θέλειν. Το ίδιο και η Εκκλησία. Πολλές φορές, αμφότερες, είτε μέσα από την επιστροφή στο παρελθόν, είτε μέσα από την απόδραση στο μέλλον, δίνουν την εικόνα μιας απόλυτης εσωστρέφειας, μιας ολοκληρωτικής απουσίας από τη ζωή. Και όταν οι τολμηροί, μαζί και αφελείς, ζητούν μια επιστροφή στην παρουσία, βρίσκονται αντιμέτωποι με κάθε λογής παραδόσεις, βέβαιες και για τούτο νεκρές, που είναι πάντα εκεί, πιστές στη μυστική συνάντηση, για να μεταφέρουν το κέντρο βάρους από τα ουσιώδη στα επουσιώδη, από το παρόν σε κάποιο νεφελώδες και ρητορικό μέλλον, το μέλλον του παρελθόντος, εξάπαντος όχι του παρόντος, από «τα πάντα και εν πάσι», στο τίποτα.
Ίσως, λοιπόν, η ευθύνη της σύγχρονης θεολογίας να είναι ακριβώς αυτή· να ξαναδημιουργήσει την προσδοκία, την επιθυμία της ζωής, όχι απλά της μεταθανάτιας ζωής, αλλά της ζωής πριν τον θάνατο, που είναι τροχιοδεικτική της άλλης ζωής. Μια ζωή επ-ανάστασης, που θα απομακρύνει μεμιάς το βόλεμα και την κλειστότητα στον ψευτόκοσμο που έχει δημιουργηθεί γύρω μας και εντός μας. Μια έκρηξη συμ-πάθειας, ενός λεπτού σιγή και ενός λεπτού μαζί για τον κόσμο που πονά, που τεμαχίζεται, που τσαλακώνεται, από εξουσιαστές και ατάλαντους. Ένας καημός για την καθημερινότητα. Μια άρνηση της σύμβασης. Μια κατάφαση στη χαμένη λαϊκότητα, που προτιμά την «αντάρτικη», «άχρηστη» ελευθερία από την υποκριτική πειθαρχία στην παράδοση. Άλλωστε ας μη μας ξεγελά η κινδυνολογία του αντιφωνητή, που βλέπει παντού και πάντα γκρέμισμα της παράδοσης και εισβολή νεωτερισμών ξένων προς το οικείο σώμα. «Την δύναμη», λέγει ο Τσαρούχης, «να πολεμήσεις την παράδοση σου πάλι η παράδοση σου θα σου τη δώσει». Και δεν χωρά αμφιβολία πως υπαινίσσεται εκείνες τις περιθωριοποιημένες φωνές, τα μεγάλα και κλεισμένα μονοπάτια, γεννήματα του ίδιου σώματος, της ίδιας γης, που τις κατάπιε η ολοκληρωτική μανία του κανόνα. Η διάθεση για αποκλειστικότητα και καθεστωτική, συστημική κυριαρχία. Το βασίλειο της απαγόρευσης. Εκείνο το περίεργο σύννεφο, που χωρίς αμφιβολία σκέπασε τη γη της θεολογίας και έκοψε τη λαλιά της. Ένα σύννεφο, που διεκδικεί απουσία από τα χώματα, από τις θείες φωνές που γεννά η γη. Και τούτο, διότι, καθώς σημειώνει ο ποιητής, «Δεν πονέσαμε ακόμα αρκετά / για να μας αγγίξει ο πόνος του διπλανού μας».
«Ο “επίσκοπος”», σημειώνει στο άκρως ενδιαφέρον βιβλίο της, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, «χτύπησε το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας και μου είπε άγρια: “Μοντενέγκρο, να σε πάρει ο δαίμονας, κατανόησε επιτέλους το πρόβλημα! Βρισκόμαστε σε δεινή θέση, για την οποία εσύ, εν τέλει, ευθύνεσαι. Τόσα χρόνια μας συμβούλευες να διδάσκουμε ότι η έρημος είναι απροσπέλαστη και η μόνη έξοδος είναι το λιμάνι. Σε εμπιστευτήκαμε και στηρίξαμε εκεί όλη τη δημαγωγία του άμβωνα. Η υδρία με το ένα στόμιο, η νύχτα με το ένα φεγγάρι, ο ποταμός με τη μία ροή. Τι να πούμε την επόμενη Κυριακή στους πιστούς; Λάθος, παρεξηγήσατε, ο ποταμός πλέει κι αντίστροφα, μα παραλείψαμε να το αναφέρουμε;” Εδώ που τα λέμε δεν είχε άδικο, εγώ τους συμβούλευα για το περιεχόμενο του κηρύγματός τους, αλλά έπαιρνα μυστικές οδηγίες από το Κυβερνείο, δεν αυτοσχεδίαζα. Ο μακαρίτης Βερά απαιτούσε να κρατώ τους αποίκους μακριά από την έρημο και υποχρεώθηκα να επινοήσω νέες παραβολές, να βάλω στο στόμα του Ιησού λόγια που ποτέ δεν τα είπε και να διαστρεβλώσω κατεβατά ολόκληρα της Βίβλου για να συντηρήσω τον τρόμο της ερήμου. Ωρυόμουν απ’ τον άμβωνα πως όποιος διανοηθεί να πατήσει στην άμμο θα τον βουτήξει η τσιμπίδα του Εωσφόρου. Ο νέος Κυβερνήτης έσπαγε αιφνιδιαστικά το ταμπού της ερήμου και με εξέθετε απερίγραπτα. Κατέβασα το κεφάλι».
Βέβαια, για να είναι κανείς δίκαιος με Θεό και ανθρώπους πρέπει να τονίσει, και επανέρχομαι εδώ στον αρχικό μου υπαινιγμό περί θυσίας της γυναίκας του Λωτ στο βωμό μιας κάποιας εξουσιαστικότητας, πως στα πατερικά ερμηνευτικά κείμενα της διήγησης, συναντούμε συχνά πυκνά κάποια ποιμαντικά στρογγυλέματα, που δίχως άλλο, όμως, μέσα από επάρκειες και ανεπάρκειες, επιτρέπουν την επέκταση και την αναγωγή, την τελική νίκη του διχασμού. Άλλωστε, ο διχασμός δεν είναι ένα ψυχολογικό δεκανίκι, μια αναγκαστική μορφή ύπαρξης, αλλά πραγματικότητα που μπορεί να υπερβαθεί, αλήθεια που ζητά να ξεπεραστεί μέσα από τη «βεβαίωση» της παρουσίας. Διχασμός και αμφιβολία, σαν αυτούς που ο Χριστός πέρασε στη Γεθσημανή, δίνουν το μέγεθος, αποκαλύπτουν την αυτογνωσία, μιας ύπαρξης που πάντα αναζητά την άλλη παρουσία, που ξεπερνά τη διαίρεση. Για να φτάσει όμως κάποιος στη «βεβαίωση» της παρουσίας οφείλει να αποδεχτεί το διχασμό, την αλήθειά του, που εξόριστη από την αμεσότητα αποκαλύπτει την εωσφορική μοναξιά και γύμνια. Την κατάφαση δηλαδή σε εκείνη την πραγματικότητα που η απουσία της άφησε τον διάλογο της άσκησης και της ευχαριστίας ανεκπλήρωτο. Την καταφυγή στην αδύναμη δύναμη που επιτρέπει την ποιητική υπέρβαση της εσωστρέφειας, τη ψηλάφηση του άθλου της ανάκρισης που γεννά ανάκραση τρόπου, συνάντηση τίμια.
Ο διχασμένος άνθρωπος δεν προσκυνά την ιδιοφυΐα, δεν ξεπέφτει στην ευφυΐα. Γιατί «η μεγαλύτερη τιμωρία», όπως μας υπενθυμίζει και πάλι η Ζωή Καρέλλη, «είναι η άμβλυνση της οδυνηρής ικανότητάς του ν’ αντιλαμβάνεται την φοβερή εμπειρία του διχασμού του». Κάθε λήθη αυτού του διχασμού μοιάζει να φλογώνει μέσα στον άνθρωπο αυτό που ονομάζουμε απάνθρωπο. Μια σκληρή βεβαιότητα, μια δύναμη, που γεννιέται από τον χωρισμό του μυαλού από το σώμα και του ενθάδε από το επέκεινα, και τον κάνει να ξεχνά πως το κτιστό υπάρχει στ’ αλήθεια όταν βουτά την ύπαρξή του στο άκτιστο…
«Και συ, Καπερναούμ», λέγει ο ευαγγελιστής και δείχνει με μιας το σκάνδαλον που αποδομεί τις βεβαιότητες της έρημης ζωής, «η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. πλην λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοι».
ΠΗΓΗ
antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης