Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Όποιος έχει διαβάσει το βασικότερο έργο του Γιάννη Ψυχάρη, Το ταξίδι μου, σίγουρα θα έχει πάρει κι ένα καλό μάθημα για το πώς η δημοτική γλώσσα, άλλοτε και τώρα, σημαίνει καθώς γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «τη λύτρωση του ελληνισμού από τις πνευματικές του πέδες». Αυτό, τουλάχιστον, φάνηκε από τη θετική δεξίωση που βρήκε αυτό το έργο, κυρίως από τον Κωστή Παλαμά. Γνωστό είναι ότι ο Ψυχάρης, λίγα χρόνια πριν το θάνατό του (1929), πραγματοποίησε κάποιες διαλέξεις για την ελληνική γλώσσα, τόσο στην Αθήνα, όσο και σε κάποιες πόλεις της Ελλάδας όπως η Μυτιλήνη.
Τη χρονιά που βρέθηκε στη Μυτιλήνη, στα 1925, γνωρίστηκε με τον Ασημάκη Πανσέληνο, φοιτητή τότε της Νομικής Σχολής στην Αθήνα. Ο Λέσβιος λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και ποιητής, αρκετά χρόνια αργότερα, καταγράφοντας τις αναμνήσεις του στο μαγευτικό βιβλίο του Τότε που ζούσαμε, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην παρουσία του Ψυχάρη στη Μυτιλήνη. Πρόκειται για μια μαρτυρία συγκλονιστική για τον χαρακτήρα και το παράστημα του Ψυχάρη, γραμμένη με γλαφυρό ύφος, αφού η παρουσία του μεγάλου δημοτικιστή προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους κατοίκους της πόλης. Διαβάζοντας τις τελευταίες ημέρες – για τέταρτη φορά – το Τότε που ζούσαμε του Πανσέληνου, στάθηκα περισσότερο στο αφιερωμένο στον Ψυχάρη κεφάλαιο, γιατί θεωρώ πως ο αγώνας του για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας πάντα θα είναι επίκαιρος. Αυτή την επικαιρότητα άμεσα την συνδέω με αυτά που για τον Ψυχάρη γράφει ο κορυφαίος νεοελληνιστής Άλκης Αγγέλου, όταν στα 1993, από τις εκδόσεις Ερμής, με πολυσέλιδη εισαγωγή, για τέταρτη φορά εξέδιδε Το ταξίδι μου: «Για να τα πάει κανείς καλά μαζί του – εννοώ για να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει σωστά – οφείλει να τον ακολουθήσει. Να παίρνει ό,τι εκείνος του προσφέρει κι όπως εκείνος του το προσφέρει». Αυτό έκαμε κι ο Ασημάκης Πανσέληνος όταν γνώρισε από κοντά τον Ψυχάρη. Ο λόγος και η γραφή του είναι ένα απαράμιλλο ψυχογράφημα τού γεννημένου στα 1854 στην «Οδέσσα» γλωσσολόγου και λογοτέχνη. Ας απολαύσουμε αυτούσια κάποια (λίγα) αποσπάσματα:
«Τότες ξεμπάρκαρε μια μέρα ο Ψυχάρης στη Μυτιλήνη και φύσηξε δυνατός αγέρας μες στο κατακαλόκαιρο, που ξύπνησε τα πνεύματα από τη νάρκη. Τι ανθρωπάρα και τούτος και τι νερομάνα πνευματική. Ο Βενιζέλος κι αυτός. Όποιος υπήρξε στα χρόνια τους – Ρωμιός – και δεν συνεπάρθηκε, και για μια στιγμή έστω, από τη δράση τους, έζησε χωρίς να το πάρει χαμπάρι […]
[…] Στη Λέσβο λοιπόν καλλιεργήθηκε ο δημοτικισμός όπως δινότανε ίσια από την ψυχαρική του πηγή, και το πλούσιο γλωσσικό όργανο του Μυριβήλη, είναι ένα δείγμα της σωστής γλωσσικής αίσθησης που καλλιεργήθηκε στον κύκλο των Μυτιληνιών δημοτικιστών […]
[…] Ένας ψηλός λεβεντόγερος, ένας καλοσυνάτος γερο-πολεμιστής. Το μάτι του λίγο μπερμπάντικο κι η μύτη του έτοιμη να χωθεί μέσα σε όλα. Ντυμένος στην τρίχα – πουκάμισο και γραβάτα από το ίδιο πανί και τα νύχια λουστραρισμένα, ο γερο-μουρντάρης. Η φωνή του βγαίνει από το λαιμό χοντρή και μακρόσυρτη, σαν μπαμπούλας, μα οι κουβέντες του είναι εγκάρδιες. Ένας αγαθός γερο-γίγας, ένας σαλιάρης παριζιάνος, ένας σωστός γερο-πλάτανος. Σαν άκουσε το όνομά μου αγρίεψε.
– Πανσέληνος, λέει… κάποιον δάσκαλο θα είχατε μες στο σόι σας!
Τον βεβαίωσα πως κανένα δάσκαλο δεν είχαμε μες στο σόι μας, πως οι δάσκαλοι απεναντίας μου φαρμάκωσαν τη ζωή και πως, ίσα ίσα, εκείνον τον αγαπούσαμε γιατί συχνά τους τις έβρεχε στα πισινά τούς δασκάλους μας.
– Μα εκείνο το νι στο Πανσέληνος, επιμένει, δεν είναι ρωμαίικο· δάσκαλος το λοιπόν υπάρχει στη μέση.
Παραδέχτηκα πως ανάμεσο στους ταπεινούς προγόνους μου, μπορεί να υπήρξε και κανείς δάσκαλος, χωρίς να τον ξέρω, και γενήκαμε φίλοι. Έτυχε αργότερα σε συζητήσεις να ακούσει γνώμες μου και να τις δεχτεί, όμως εκείνο το νι στο όνομά μου το ξέγραψε μια για πάντα. Με φώναζε Α σ ή μ η. Κι όταν μου χάρισε ένα αντίτυπο του βιβλίου του τα «Δ ύ ο Α δ έ λ φ ι α», πάλε εκείνο το νι της πρώτης συλλαβής το παραμέρισε στην αφιέρωσή του. «Του αγαπητού μου φίλου και οδηγού Ασήμη Πα…σέληνου ολόκαρδα και ολόγλωσσα Ψ υ χ ά ρ η ς» […]
[…] Δεν θα μπορούσα ωστόσο να υποστηρίξω πως δεν υπήρχε, ενδεχομένως, μες στις κουβέντες εκείνο το βράδυ της Μυτιλήνης, μια απόχρωση τραγική. Άλλο ζήτημα τούτο. Και μολαταύτα δεν το ξεχνώ. Έπεφτε η νύχτα και μύριζε γιασεμί, πίναμε ούζο με σπιτικό μεζέ, και φαίνονταν όλα γύρω σε μια ταλαντευόμενη ισορροπία – μια αψηλή αίσθηση ζωής, δίπλα στον γερο-επαναστάτη, σάμπως η ευδαιμονία να ήταν ξεχυμένη μες στους αρμούς του κορμιού. Όταν αργά πια φεύγαμε για την πόλη, πλησιάσαμε όλοι τον Ιωάννη Ολύμπιο, τον γυμνασιάρχη, να μας πει δα τις εντυπώσεις του από τον Δάσκαλο. Σούφρωσε τούτος λίγο τα χείλια του, σα να δοκίμαζε κάτι κι η απάντηση ήρθε άμεση και πυκνή.
– Σοφός, αλλ’ αγαπά τας γυναίκας!
Σκέφτηκε μια στιγμή πάλι, σαν να ζύγιζε τον λόγο που ξέφυγε από τα χείλια του. Και πρόσθεσε αμέσως.
– Είναι το πνεύμα της Δύσεως. Το Γαλατικόν! […]
[…] Έτσι παρουσιάστηκε τρεις φορές μπροστά στον λαό. Στις 13 Αυγούστου με θέμα ”Αρχές νεοελληνικής φιλολογίας”. Στις 16 μίλησε για το “Ζήτημα το μεγάλο”. Και στις 20 πήρε μέρος και μίλησε, μαζί με άλλους ντόπιους, στο φιλολογικό μνημόσυνο για τον Εφταλιώτη, τον Γιάννη Δελή και τον Αλβανό, τους πρώτους Μυτιληνιούς δημοτικιστές και για τον Δημήτριο Βερναρδάκη, που κάμποσοι πατριώτες μου (και οι Βασιβουζούκοι) τον θέλανε, σώνει και καλά, δημοτικιστή, επειδής έγραψε τον “Έλεγχο του ψευδαττικισμού”».
Ετούτη την ατόφια Ρωμιοσύνη του Ψυχάρη γνώρισε και κατέγραψε στο αριστουργηματικό του έργο Τότε που ζούσαμε ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και τη μετάγγισε σε πολλά έργα του. Πανσέληνο και Ψυχάρη όσοι ακόμα και σήμερα διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν, συχνά φέρνουν στα χείλη τους εκείνον τον ακριβό ψυχαρικό λόγο: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο».