Αρχείο ετικέτας Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά

Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης. 2η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η Ορθόδοξη Θεολογία μέσα στη νεωτερική πολιτική θεωρία και πράξη» (Αθήνα, 9-11 Νοέμβριου 2018)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Ορθόδοξη Θεολογία μέσα στη νεωτερική πολιτική θεωρία και πράξη, (9-11 Νοεμβρίου 2018)· Ελληνογαλλική Σχολή Ουρσουλινών (Ψυχάρη 10, Ν. Ψυχικό).
Η συνεχιζόμενη συζήτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών εμπεριέχει πολύ ευρύτερα ερωτήματα που αφορούν το ρόλο του θεολόγου εκπαιδευτικού, τη λειτουργία του σχολείου και τελικά τη θέση της Ορθόδοξης θεολογίας ως έλλογης έκφρασης της πραγματικότητας της εκκλησιαστικής ζωής σε μια οργανωμένη κοινωνία που έχει τις δικές της προτεραιότητες και αγωνίες σήμερα και είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν. Ο ρόλος της θεολογίας σε μια νεωτερική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να εξαντλείται στην εξιδανικευτική ρητορική της «συναλληλίας» Εκκλησίας και Πολιτείας, όταν από τη μια η σύγχρονη Δημοκρατία δεν θέλει να καθορίζεται με συγκεκριμένες θρησκευτικές διαφορές, επικαλείται τα ατομικά δικαιώματα, την ουδετεροθρησκία κ.λπ, ενώ από την άλλη η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα (εντεινόμενη ανισότητα, διαφθορά στην πολιτική, πόλεμοι και περιβαλλοντική καταστροφή) διαβρώνει στην πράξη τη δημοκρατία των λέξεων και των τύπων. Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης είναι μικρό μόνο δείγμα αυτής της αντίφασης. Η Εκκλησία και η θεολογία έχουν λόγο για την σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα ή αρκούνται στη διάσωση «μεριδίου» εξουσίας μέσα από την οποία θα διαβουκολούν το απομονωμένο δικό τους κοινό; Αυτός πρέπει να είναι ο ρόλος του θεολόγου ή η διαφύλαξη του προφητικού διακονήματος που απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας; Κι αυτός ο προφητικός λόγος είναι μάθημα θεωρητικού διδακτισμού ή πράξη και παράδειγμα; Το μάθημα των Θρησκευτικών με τη σύγχρονη μορφή και τεχνική του δεν θα διαμορφωθεί ανάλογα; Αυτά τα ερωτήματα θα συζητηθούν στην εφετινή 2η Πανελλήνια Συνάντηση Θεολόγων που διοργανώνει ο ΚΑΙΡΟΣ από 9-11 Νοεμβρίου με αναγνωρισμένους Έλληνες και ξένους διανοητές και πανεπιστημιακούς δασκάλους αλλά και νέους μαζί με πεπειραμένους συναδέλφους της τάξης στη δημιουργία παιδαγωγικών εργαστηρίων. Η συμμετοχή στο πλούσιο μα και απαιτητικό αυτό συνεδριακό πρόγραμμα πιστοποιείται με χορήγηση βεβαίωσης συμμετοχής στο τέλος των εργασιών.
Δείτε το πρόγραμμα του συνεδρίου εδώ ή εδώ

Προσεγγίζοντας την πολυπλοκότητα ενός πάντοτε επίκαιρου ζητήματος

Του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ· Καθηγητού Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, τέως Κοσμήτορα

Η παρουσίαση των διαφορών ενός νέου προγράμματος σπουδών σε σχέση με παρόμοια παλαιότερα φαίνεται σε πρώτη προσέγγιση να είναι μια σχετικά απλή και εύκολη διαδικασία. Αρκεί να παραλληλίσει κανείς το περιεχόμενο του νέου προγράμματος με εκείνο των παλαιοτέρων, να παρουσιάσει τις τυχόν ομοιότητες ή τις διαφορές τους και να επιχειρήσει μια όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη αξιολόγησή τους. Αυτή η φαινομενικά απλή διαδικασία, όμως, δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από δυσκολίες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τα προγράμματα του μαθήματος των Θρησκευτικών, καθώς η αξιολόγηση δεν έχει συνήθως να κάνει με την επισήμανση κάποιων ίσως λαθών ή με την ανάδειξη κάποιων θετικών στοιχείων, αλλά κάθε θετική εκτίμηση ορισμένων σημείων ενός προγράμματος εκλαμβάνεται συχνά και ως δήλωση προτίμησης προς μια συγκεκριμένη θεολογική τάση ή, αντίθετα, κάθε αρνητική κρίση αντιμετωπίζεται με ανάλογη κακοπιστία ως απαξίωση κάποιας άλλης τάσης. Παρά τη δυσκολία αυτή, όμως, υπάρχουν κάποια κριτήρια αξιολόγησης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν “αντικειμενικά” και αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση της προσέγγισης του ζητήματος.

Κριτήρια αξιολόγησης

Ένα ασφαλές, σύμφωνα με τα παραπάνω, κριτήριο αξιολόγησης για κάποιο πρόγραμμα είναι το κατά πόσον αυτό λαμβάνει υπόψη του την πραγματικότητα του σύγχρονου σχολείου, στο οποίο φοιτούν πλέον πολλοί μαθητές που είτε στερούνται θρησκευτικών παραστάσεων είτε είναι και αλλόθρησκοι ή αλλόδοξοι, αλλά ενδεχομένως παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών. Δυστυχώς στο σημείο αυτό το παλιό πρόγραμμα υστερεί σημαντικά, καθώς δεν κατορθώνει να αποφύγει τον κατηχητικό και ηθικιστικό τόνο.
Ένα δεύτερο κριτήριο είναι το παιδαγωγικό. Σήμερα αναγνωρίζεται από όλους σχεδόν η σημασία της ενεργητικής συμμετοχής των μαθητών στο μάθημα. Αυτό σημαίνει ότι τα εγχειρίδια του μαθήματος θα πρέπει να αποτελούν για τον μαθητή εργαλεία δουλειάς και όχι δοκίμια που απλώς πρέπει κανείς να τα διαβάσει και ενδεχομένως να τα αποστηθίσει. Ασφαλές, κατά συνέπεια, κριτήριο για την αξιολόγηση ενός προγράμματος είναι το κατά πόσον αυτό παρέχει στον μαθητή τη δυνατότητα να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που του προσφέρονται, και κυρίως να αντιληφθεί τη σχέση του περιεχομένου του με τον πολιτισμό και τη σύγχρονη ζωή.
Αυτό το τελευταίο συνιστά ένα γενικότερο πρόβλημα για το μάθημα των Θρησκευτικών, καθώς με τον τρόπο που συχνά διδάσκονται δημιουργείται η εντύπωση στους μαθητές, και δυστυχώς η αρχική αυτή εντύπωση μετατρέπεται σταδιακά σε πεποίθηση, ότι τα Θρησκευτικά αναφέρονται σε κάποιες αφελείς ιστορίες του παρελθόντος ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποιες αλήθειες για τον Θεό, που όμως, είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, καμιά σχέση δεν έχουν με την καθημερινή ζωή και πραγματικότητα.

Η εκκλησία ως φορέας πραγματικού πολιτισμού

Ένα άλλο πρόβλημα που προκύπτει από την πρακτική που ακολουθείται στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα σε ό,τι αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί η εντύπωση που συνειρμικά δημιουργείται στους περισσότερους ότι το συγκεκριμένο μάθημα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος. Είναι όμως προφανές και σήμερα αναγνωρίζεται αυτό από όλο και περισσότερους ανθρώπους καλής θέλησης ότι το σχολικό θρησκευτικό μάθημα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κατήχηση των χριστιανών νέων που γίνεται ή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο της ενορίας και που αποσκοπεί στην καλλιέργεια χριστιανικής συνείδησης και στην παροχή χριστιανικής παιδείας. Ένα ομολογιακό μάθημα προϋποθέτει αυτόματα την απαλλαγή των μη ορθοδόξων μαθητών από την παρακολούθησή του, πράγμα που σημαίνει ότι μια μεγάλη μερίδα των μαθητών του δημόσιου σχολείου θα στερηθεί την πρόσβαση στη γνώση της ουσιαστικότερης πολιτισμικής παράδοσης του χώρου στον οποίο ζουν, καθώς δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η ορθόδοξη παράδοση εκφράζει πολιτισμικά το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού, πιστών και απίστων.
Έτσι, η Εκκλησία, ως φορέας πραγματικού πολιτισμού, στηριζόμενη στη μακραίωνη παράδοσή της, στις Γραφές της και στην πίστη της, μπορεί να αποτελέσει τον παράγοντα εκείνον που θα κινητοποιήσει τον πνευματικό κόσμο να βρει το θάρρος, ώστε να προβάλλει, μέσα σε μια εποχή απόλυτου ευτελισμού και απαξίωσης του ανθρώπινου προσώπου, τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες της αγάπης του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης. Όμως η θρησκευτική εκπαίδευση των νεαρών μελών μιας κοινωνίας παραμένει αποκλειστική υποχρέωση του Κράτους. Σε μια εποχή απόλυτου αποπροσανατολισμού και πνευματικής αποχαύνωσης το μάθημα των Θρησκευτικών, απαλλαγμένο από τα κατηχητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να λειτουργήσει ως μια φωνή ελπίδας που θα αντιπαραθέσει στα σημερινά αδιέξοδα το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς που θα αναζητήσει μια έντιμη διέξοδο ανάμεσα από τις παγίδες της απόλυτης ατομοκρατίας του “create your own myth” από τη μια μεριά και του ολοκληρωτισμού στον οποίο οδηγεί ο φονταμενταλισμός από την άλλη.

ΠΗΓΗ

Η ΕΠΟΧΗ

Ο «Μπαγάσας» του Νικόλα Άσιμου και η σπουδή της Ορθοδοξίας στη σχολική τάξη

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2018/10/Ο-«Μπαγάσας»-του-Νικόλα-Άσιμου-και-η-σπουδή-της-Ορθοδοξίας-στη-σχολική-τάξη.pdf

2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Θεολόγων με Διεθνή Συμμετοχή· Θεολογική Σχολή ΑΠΘ (14-16 Σεπτεμβρίου 2016): “Προκλήσεις καιι προοπτικές της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο σύγχρονο σχολείο”

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2018/09/Πρόγραμμα-2ου-Πανελλήνιου-Συνεδρίου-Θεολόγων.pdf

2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Θεολόγων εκπαιδευτικών με Διεθνή Συμμετοχή: «Προκλήσεις και Προοπτικές της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο Σύγχρονο Σχολείο»· Θεολογική Σχολή (Θεσσαλονίκη 14-16 Σεπτεμβρίου 2018)

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2018/08/ΤΟΜΟΣ-ΠΕΡΙΛΗΨΕΩΝ.pdf

Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Ορθοδοξία διαλεγόμενη: Αναζητώντας το Όραμα της Παιδείας στο Μάθημα των Θρησκευτικών Σήμερα»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ και το Εργαστήριο Παιδαγωγικής του ιδίου Τμήματος διοργανώνουν την Παρασκευή 27 Απριλίου 2018 Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Ορθοδοξία διαλεγόμενη: Αναζητώντας το Όραμα της Παιδείας στο Μάθημα των Θρησκευτικών Σήμερα».

Ώρα Έναρξης: 17:45′.

Αίθουσα: Β΄ Αμφιθέατρο Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ.

Μετά το τέλος της ημερίδας θα χορηγηθούν βεβαιώσεις συμμετοχής.

Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα.

Afisa

Σε σταυροδρόμι το μάθημα των Θρησκευτικών;

Του Γεωργίου Στριλιγκά  / Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων

Στην επικαιρότητα του μήνα που πέρασε, το ενδιαφέρον του θεολογικού κόσμου επικεντρώθηκε στην Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ήδη, πριν τη δημοσίευση της Απόφασης, αλλά και μετά από αυτή, εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης πληθώρα κειμένων, τα οποία υπερακόντιζαν υπέρ της «έννομης τάξης» έναντι της «χριστομαχίας», την οποία υποτίθεται ότι προωθούν πλέον τα Θρησκευτικά.

Οφείλω να αναφέρω ότι ανήκω στην πολυπληθή ομάδα των θεολόγων που εργάστηκαν για την εκπόνηση και την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας για τη μορφωτική και παιδαγωγική αναβάθμιση του μαθήματος. Επισημαίνω το αυτονόητο ότι ο σεβασμός στην έννομη τάξη, τις δημόσιες αρχές του τόπου και τις αποφάσεις τους είναι θεμελιώδης δέσμευση για όλους μας. Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογο να διατυπώνονται προβληματισμοί, ιδιαίτερα όταν στον διάλογο περί του πρακτέου εμφανίζονται αμφίσημες ή πολωτικές ερμηνείες.

Όπως είναι γνωστό, η συζήτηση για τα Θρησκευτικά διαρκεί πολλά χρόνια, ενώ εντάθηκε ιδιαίτερα μετά το 2008, με αφορμή τις τότε υπουργικές εγκυκλίους για τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίες μετέτρεπαν το μάθημα σχεδόν σε προαιρετικό. Η εξέλιξη εκείνη είχε προβληματίσει σοβαρά και τις ομάδες που εκπόνησαν τα νέα Προγράμματα Σπουδών, οι οποίες ξεκίνησαν την εργασία τους το 2010, μολονότι δεν ήταν η κύρια αποστολή τους η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Στην αντιμετώπισή του, πάντως, συνέβαλε η Απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η οποία είναι σημαντική επειδή στο σκεπτικό της αναλύονται θέματα τα οποία αφορούν ευρύτερα στο μάθημα των Θρησκευτικών. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου είναι ισόκυρες με αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η προαναφερθείσα Απόφαση ρύθμιζε αποτελεσματικά και οριστικά όλα τα ζητήματα γύρω από τον σκοπό, τον χαρακτήρα και το πλαίσιο λειτουργίας των Θρησκευτικών. Έχει ενδιαφέρον ότι στο σκεπτικό εκείνης της Απόφασης, μεταξύ άλλων, αξιοποιούνται ακόμη και οι Υπουργικές Αποφάσεις για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου (2011), η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης, ακόμη και μελέτες ορισμένων εκ των δημιουργών του νέου Προγράμματος Σπουδών. Από τα πολλά που θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει, επισημαίνω την κομβικού χαρακτήρα αναφορά της Απόφασης ότι η ορθόδοξη πίστη πρέπει να διδάσκεται «προεχόντως» (αναφέρεται 5 φορές) ή «σε επαρκή βαθμό» (αναφέρεται 4 φορές) έναντι των άλλων θρησκειών. Ακόμη, ότι η θρησκευτική αγωγή στο σχολείο «επιβάλλεται να μην είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίο οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται». Επιπλέον, ότι «ανάγεται στο εθνικό περιθώριο εκτίμησης… εάν θα εισαγάγουν το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία και ποιο ειδικότερο σύστημα θα υιοθετήσουν», σύμφωνα και με προγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η Απόφαση 115/2012 ορίζει το βασικό νομικό πλαίσιο λειτουργίας του μαθήματος, κατά τη γνώμη μου, χωρίς να υπεισέρχεται στα ειδικά παιδαγωγικά χαρακτηριστικά της παρεχόμενης θρησκευτικής εκπαίδευσης. Έτσι, προσδιορίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος και περιγράφει τη δυνατότητα των ετεροδόξων, αλλοθρήσκων και αθρήσκων να εξαιρούνται για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.

Όταν διάβασα την πρόσφατη Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως απλός αναγνώστης των κειμένων, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι στο εκτενές σκεπτικό της, ανεξάρτητα από το εάν έπρεπε ή όχι, αποσιωπάται απολύτως η αντίστοιχη 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Αίφνης, διαπίστωσα ότι το «προεχόντως» των Χανίων μετατρέπεται πλέον σε «αποκλειστικά», στην πρόσφατη Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η τελευταία ορίζει ότι η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, δηλαδή το Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά, «έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές», ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά… στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους», ότι οι μαθητές ανάλογα με τη θρησκεία τους έχουν δικαίωμα «να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών)» και ότι «η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». Ο όρος «αποκλειστικά» αναφέρεται στην Απόφαση πάνω από 10 φορές με το παραπάνω ή με συναφές νόημα, ενώ άλλες 10 φορές αναφέρεται ότι στο υφιστάμενο Πρόγραμμα Σπουδών η θεματολογία είναι «όχι αποκλειστικά ορθόδοξη», κοκ.

Χωρίς να διεκδικώ το νομικό αλάθητο, στο σημείο αυτό αρχίζουν οι δικοί μου προβληματισμοί. Και εξηγούμαι:

Σε γενικές γραμμές, κατηχητικό μάθημα Θρησκευτικών είναι η μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης η οποία απευθύνεται σε πιστούς του ίδιου δόγματος και αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης τους, ενώ ομολογιακό μάθημα αναγνωρίζεται η θρησκευτική εκπαίδευση η οποία επικεντρώνεται σε μια ορισμένη θρησκευτική παράδοση. Σύμφωνα με την Απόφαση 115/2012, η κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 παρ. 2 ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών πρέπει να γίνεται «προεχόντως» κατά τη χριστιανική διδασκαλία «και αυτό υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια των ελληνικών αρχών (περιθώριο εκτίμησης)». Επομένως, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να επικεντρώνεται στην επικρατούσα χριστιανική θρησκευτική παράδοση. Από την άλλη πλευρά η Απόφαση 660/2018 ορίζει ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές» και ότι «δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων απευθυνομένων στο σύνολο των μαθητών, (ανεξαρτήτως δηλαδή της θρησκευτικής τους εντάξεως), και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρος με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό» (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μου).

Τελικά, τα διδακτικά θέματα των Θρησκευτικών οφείλουν να είναι «αμιγώς» και «αποκλειστικώς» ορθόδοξα ή ενδείκνυται και η διδασκαλία ορισμένων θρησκειολογικών και άλλων στοιχείων; Άραγε, με ποιο κριτήριο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα διδακτικό θέμα ή υλικό ως ορθόδοξο; Με το κριτήριο της προέλευσής του ή μήπως της μαθησιακής στόχευσης, της διδακτικής χρήσης και του μαθησιακού αποτελέσματος; Μια διδασκαλία μπορεί να χρησιμοποιεί ορθόδοξα υλικά και να είναι αντορθόδοξη και αντίθετα να αξιοποιεί μη ορθόδοξα υλικά και να είναι ορθοδοξότατη. Επιπλέον, η διερεύνηση εκφάνσεων της θρησκευτικής ετερότητας είναι αποστολή άλλων μαθημάτων; Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν πρέπει να γνωρίζει τίποτε για το θρησκευτικό περίγυρο που τον περιβάλλει; Ή μήπως πρέπει να δημιουργηθούν και «άλλα» μαθήματα που θα ασχολούνται με αυτό το πεδίο;

Η Απόφαση 660/2018 αποφαίνεται ότι «η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους». Άραγε, ο ψυχικός κόσμος των μαθητών, η κριτική σκέψη, τα στάδια ανάπτυξης και μαθησιακής ωρίμανσης και εν τέλει ο τρόπος ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης είναι νομικά ή παιδαγωγικά θέματα; Το νομικό πλαίσιο, ασφαλώς, είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση ορίων και κανόνων στη λειτουργία του θεσμού. Όμως, ο τρόπος οικοδόμησης της μάθησης είναι καθαρά παιδαγωγικό ζήτημα. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι το καθόλα σεβαστό ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν απέφυγε τον σκόπελο της εισπήδησης σε καθαρά παιδαγωγικά χωράφια, εντάσσοντας στο σκεπτικό της Απόφασης τετριμμένα επιχειρήματα ενίων επικριτών του νέου Προγράμματος Σπουδών, με αποτέλεσμα την πλημμελή χρήση παιδαγωγικών όρων (λ.χ. «αναστοχασμός», «διδακτέα ύλη», «διδακτικοί στόχοι», «κριτική αντίληψη», κ.ά.), την παραθεώρηση της θεωρίας γύρω από την εξέλιξη και τη διαμόρφωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των Προγραμμάτων Σπουδών, την αποσπασματική προβολή ορισμένων διδακτικών θεμάτων έναντι άλλων, την ερμηνεία ορισμένων προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων αποκομμένα από το παιδαγωγικό πλαίσιό τους, την εξαγωγή παιδαγωγικών συμπερασμάτων («είναι δε ικανή…») χωρίς τεκμηρίωση με συγκεκριμένα εκπαιδευτικά στοιχεία, κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία ζητήματα δεν είναι το μείζον στην υπόθεσή μας. Άλλωστε τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα Προγράμματα Σπουδών έρχονται και παρέρχονται.

Από τον ορυμαγδό των ανακοινώσεων από εγνωσμένους επικριτές του Προγράμματος Σπουδών, οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της Απόφασης, αποκόμισα την εντύπωση ότι τους τελευταίους απασχολεί άλλο σπουδαιότερο ζήτημα. Πρόκειται για την προσδοκία ριζικής αναδιοργάνωσης του μαθήματος, με βάση την αντίληψή τους για τον σκοπό, τον χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσής του. Η εντύπωση αυτή θεμελιώνεται στις σαφείς τοποθετήσεις ορισμένων πρωταγωνιστών της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Για παράδειγμα, ήδη διαβάσαμε σε επίσημη ανακοίνωση: Η Εκκλησία «να διεκδικήσει… αυτό πού δικαιωματικά της ανήκει και πού παρανόμως και αντιδημοκρατικά της αφαιρείται, να συγγράφει ἡ ίδια μέσῳ των Συνοδικών Επιτροπών Χριστιανικής Αγωγής και Νεότητος καί Πολιτιστικής Ταυτότητος τα βιβλία θρησκευτικών που θα διδάσκονται στους Ορθόδοξους Ελληνόπαιδες». Το παζλ συμπληρώνεται από τις δηλώσεις άλλου πρωταγωνιστή της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τη θρησκευτική εκπαίδευση των μη ορθόδοξων μαθητών στο ελληνικό σχολείο απάντησε: να διδάσκονται την πίστη τους «όπως και εμείς».

Υποθέτω ότι οι παραπάνω απόψεις εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντίληψης για την οργάνωση του μαθήματος, η οποία ουσιαστικά παραπέμπει στο πολυθρησκειακό μοντέλο των πολλαπλών ομολογιακών μαθημάτων, στα οποία οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν την ευθύνη τουλάχιστον της συγγραφής των διδακτικών βιβλίων. Δεν υποτιμώ καθόλου αυτή την πρόταση, ακόμη και αν επί της ουσίας προτείνει να αντιγράψουμε για τους ορθόδοξους ό,τι ισχύει μερικά για τους μουσουλμάνους και τις λοιπές μειονότητες στη χώρα μας, το οποίο είναι άλλης τάξης ζήτημα. Δεν υπεισέρχομαι, ακόμη, στους παιδαγωγικούς προβληματισμούς που έχουν καταγραφτεί από την πολύχρονη εφαρμογή ποικίλων εκδοχών αυτού του συστήματος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αν και ορισμένοι προτείνουν να τις αντιγράψουμε. Προσπερνώ, επίσης, τη διαφαινόμενη καχυποψία, η οποία είναι βάναυσα προσβλητική, έναντι όλων όσοι μέχρι σήμερα έγραψαν διδακτικά βιβλία, Αναλυτικά Προγράμματα και Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά. Οι τελευταίοι δεν είναι ορθόδοξοι, δεν είναι παιδιά της Εκκλησίας;

Τελικά, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των Θρησκευτικών; Αυτό λείπει από το ελληνικό σχολείο στην παρούσα φάση; Αυτό χρειάζονται τα παιδιά μας; Είναι ρεαλιστικά εφαρμόσιμη λύση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Είναι καιρός για τέτοιες δοκιμές; Έχουν ερωτηθεί οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι; Συμφωνούν οι γονείς, ως αρμόδιοι για την επιλογή της θρησκευτικής εκπαίδευσης των παιδιών τους; Συμφωνούν οι επιστημονικές ενώσεις των θεολόγων και οι Θεολογικές Σχολές; Συμφωνεί η Διοικούσα Εκκλησία; Ας τολμήσουμε να ρωτήσουμε δειγματοληπτικά τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Ας διδαχθούμε από τα στοιχεία γύρω από τις επιστροφές των Φακέλων (βιβλίων υλικού) των Θρησκευτικών, τα οποία έχουν δημοσιευτεί και είναι ενδεικτικά των τάσεων. Παρά την τεράστια και μονομερή εκστρατεία για το θέμα, οι γονείς μαθητών που επέστρεψαν Φακέλους δεν υπερβαίνουν το 0,4 % του συνόλου των μαθητών. Είναι ένας σαφής δείκτης που φανερώνει τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της παιδαγωγικής διαδικασίας, με την οποία οφείλει το μάθημα να διαχειρίζεται τις σύγχρονες νεανικές ανησυχίες και μαθησιακές ανάγκες.

Άραγε, ποιες θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις στην οργάνωση του μαθήματος στο σχολείο, εάν η πολιτεία θελήσει να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές; Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι επί της ουσίας θα ανατραπεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος, ειδικά στο Δημοτικό και το Λύκειο; Οι θιασώτες αυτής της πρότασης συνήθως αποσιωπούν μια σημαντική «λεπτομέρεια». Τυχόν γενίκευση του πολυθρησκειακού μοντέλου χωριστών θρησκευτικών μαθημάτων θα έχει ως πρώτη βασική επίπτωση την επίσημη είσοδο στο ελληνικό σχολείο της ουδετερόθρησκης ηθικής, η οποία φρονώ ότι δεν θα διδάσκεται από τους υπάρχοντες θεολόγους, όπως ήδη γίνεται στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι ύστερα από μια τέτοια εξέλιξη οι έλληνες πολίτες και μαθητές θα επιλέξουν με βάση τη θρησκευτική προέλευσή τους; Μπορούμε να αγνοήσουμε την προϊούσα εκκοσμίκευση στην ελληνική κοινωνία και κυρίως τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά των εφήβων, οι οποίοι βιώνουν φάσεις αμφιβολίας και αμφισβήτησης; Στην ευαίσθητη σχολική ηλικία τα παιδιά έχουν αποκρυσταλλώσει τι είναι δικό τους και τι δεν είναι;

Τελικά, ποιος επιδιώκει ανατροπές στα ήδη υφιστάμενα; Κακώς πορεύτηκε το ελληνικό σχολείο μέχρι σήμερα; Μήπως και τα προγενέστερα Αναλυτικά Προγράμματα ήταν μη σύννομα; Είναι προφανές ότι εάν πάρουμε τοις μετρητοίς το «αποκλειστικά» της Απόφασης 660/2018 είναι στον αέρα τόσο τα νυν όσο και τα προηγούμενα Αναλυτικά Προγράμματα και διδακτικά βιβλία, καθώς επίσης σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο είναι παντελώς ανεφάρμοστη η πολυδιαφημισμένη πρόταση, που υποβλήθηκε στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος το 2016, χωρίς καμία παιδαγωγική τεκμηρίωση, για εμπλουτισμό των παλιών βιβλίων με διακριτές θρησκειολογικές ενότητες σε ποσοστό 20 %.

Διερωτώμαι: Η τυχόν οργάνωση των Θρησκευτικών σύμφωνα με το πολυθρησκειακό ομολογιακό μοντέλο δεν θα εισάγει, και μάλιστα από την πόρτα, τη λεγόμενη «πολυθρησκεία» ή την «πανθρησκεία» στο ελληνικό σχολείο, την οποία τόσο έντονα στηλιτεύουν ορισμένοι πρωταγωνιστές της προσφυγής; Χρησιμοποιώ τους όρους, με το ίδιο νόημα όπως οι επικριτές των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, αποκλειστικά και μόνο για να επισημανθεί η αντίφαση. Άραγε, η Βαβέλ σχετίζεται μόνο με την ατομικιστική βίωση του συγκρητισμού ή αφορά και στις συλλογικότητες εκείνες οι οποίες προωθούν πολλαπλές «αλήθειες», ισότιμα, ταυτόχρονα και παράλληλα; Το σχολείο είναι μια κοινότητα συνεργασίας και μάθησης, που προωθεί συλλογικά τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια και δεν είναι συνομοσπονδία μαθητικών ομάδων, όπου οι μαθητές απλά συμβιώνουν μεταξύ τους χωρίς σκοπό, ανεχόμενοι αλλήλων. Δεν είναι αντιφατικό οι επικριτές να καταγγέλλουν το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο περιέχει ένα μικρό και παιδαγωγικά σταθμισμένο ποσοστό θρησκειολογικών στοιχείων, ως «πολυθρησκειακό» και «πανθρησκειακό», συγχέοντας την παιδαγωγική θεμελίωση και τις διδακτικές διαδικασίες με το θεολογικό περιεχόμενό του, και από την άλλη να προωθούν το πολυθρησκειακό ομολογιακό μάθημα, το οποίο εξισώνει όλες τις «ομολογίες» μεταξύ τους;

Φοβούμαι ότι τέτοιες προσεγγίσεις, όπως η τελευταία, είναι βούτυρο στο ψωμί αυτών που θα έβλεπαν με ευχαρίστηση να παραγκωνίζεται το μάθημά μας. Μια τέτοια λύση, αναμφισβήτητα, είναι βολική και για τους κρατούντες, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές κορώνες, εφόσον τους διευκολύνει να απαλλαγούν άπαξ δια παντός από το ακανθώδες ζήτημα της ισορροπημένης παρουσίας των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο. Άπαγε! Προβληματίζομαι μήπως τέτοιες αναφορές προετοιμάζουν συνειδητά το έδαφος για τα χειρότερα. Εάν αληθεύει η πληροφορία ότι η Ένωση Αθέων έχει προσφύγει, επίσης, στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον του μαθήματος διεκδικώντας απαλλαγές -με το επιχείρημα ότι το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά είναι ομολογιακό και ορθόδοξο!- δεν θέλει πολλή φαντασία να υποθέσει κανείς ότι το ανώτατο δικαστήριο ενδέχεται να κατοχυρώσει στους καθόλα σεβαστούς συμπολίτες μας το δικαίωμα να διεκδικήσουν και αυτοί «το δικό τους» μάθημα, σε συνέχεια της αντίστοιχης «ομολογιακής» γραμμής, η οποία τηρήθηκε για τους επικριτές της άλλης πλευράς. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου. Όλα κανονικά και με τον νόμο!

Στο πλαίσιο μιας τάχα «καθαρής» νομικής λύσης, θα ρισκάρουμε με οποιοδήποτε κόστος την οργάνωση μιας παιδαγωγικά υπεύθυνης και σωστά προετοιμασμένης και δομημένης θρησκευτικής εκπαίδευσης; Μέχρι σήμερα, τα Θρησκευτικά στο δημόσιο σχολείο καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των παιδιών -τα οποία βεβαίως στην πλειοψηφία τους είναι ορθόδοξα-, προσεγγίζοντας αυθεντικές παιδαγωγικές προσδοκίες και ανάγκες τους, και ταυτόχρονα παρέχουν, έστω στους λίγους, τη δυνατότητα εξαίρεσης για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Μάλιστα, στα πρόσφατα χρόνια μαρτυρείται μείωση του φαινομένου των απαλλαγών.

Συμπερασματικά, το μοντέλο της πολυθρησκειακής ομολογιακής εκπαίδευσης, μολονότι έχει ερείσματα στο ισχύον νομικό πλαίσιο, δεν είναι η μοναδική λύση. Αυτό δείχνει η πολύχρονη δημιουργική εμπειρία του ελληνικού σχολείου, την οποία μπορούμε να βελτιώσουμε -άλλωστε, αυτό επιδιώκουν και τα νέα Προγράμματα Σπουδών-, ενώ θα ήταν αφροσύνη εάν την ανατρέψουμε.

Παρ’ όλα αυτά, εάν αυτή είναι η επιδίωξη όλων όσοι τα τελευταία χρόνια θορυβούν τόσο έντονα γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών, πρέπει να το πουν με ειλικρίνεια και σαφήνεια, καθώς επίσης να αναλάβουν την ευθύνη της πρότασής τους. Αυτονόητο είναι ότι πρωταρχικά οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων.

ΠΗΓΗ

Ιδιωτική Οδός

Θρησκευτικά για όλους

Της Αγγελική Ζιάκα / Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Με αφορμή τον θόρυβο που δημιουργήθηκε και πάλι γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ίσως ωφέλιμο να ξαναθυμηθούμε κάποια από τα γεγονότα και να ξανασκεφτούμε το τι πραγματικά διακυβεύεται.

Για τους νέους φακέλους του προγράμματος των Θρησκευτικών συνεργάστηκαν διάφοροι άξιοι θεολόγοι της Τριτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από όλη την Ελλάδα και υπό την επίβλεψη, κατόπιν ανοιχτής πρόσκλησης, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μεταξύ αυτών ήταν, ήδη από το 2011, πολλοί εξαίρετοι συνάδελφοι που άρχισαν από τότε ακόμη να δουλεύουν τα προγράμματα του Γυμνασίου. Αργότερα, γύρω στα τέλη του 2014, προστεθήκαμε κι άλλοι στον αγώνα για την ανανέωση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ένας αγώνας ωραίος, αλλά και αρκετά δύσκολος λόγω των διαφόρων υπόγειων συκοφαντιών και αντιστάσεων, αμείωτων ακόμη και έως σήμερα. Ένας αγώνας ο οποίος ποτέ δεν υποτίμησε την Εκκλησία και τις διάφορες ομολογίες και λοιπές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, με τις οποίες και διαλέχθηκε, αλλά ούτε και τους μαθητές και τον δημόσιο χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και της αδήριτης ανάγκης ανανέωσής του, λόγω των ραγδαίων αλλαγών στην κοινωνία μας.

Τα σημαντικότερα σημεία αυτής της ανανέωσης στόχευαν σε:

* Ένα μάθημα το οποίο θα απευθύνεται σε όλους τους μαθητές χωρίς διακρίσεις χρώματος, καταγωγής, γλώσσας, θρησκευτικής παράδοσης ή κοινωνικής θέσης.

* Ένα μάθημα που θα καλλιεργεί ανοικτό πνεύμα, γνώση και σεβασμό στον καθένα χωρίς να διαχωρίζει τους μαθητές. Διότι ο διαχωρισμός στο σχολείο μπορεί να συμβάλει στην ενδυνάμωση του θρησκευτικού κοινοτισμού, και έτσι να δυσχεράνει τη συμβίωση στον κοινό δημόσιο χώρο ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Αυτό είναι άλλωστε ένα τεράστιο πρόβλημα σε πολλές χώρες του κόσμου, τόσο της «Δύσης» όσο και της «Ανατολής», όπου το μάθημα των Θρησκευτικών είτε δεν υφίσταται στο δημόσιο σχολείο είτε κλείνεται στα στενά όρια των «ομολογιακών ταυτοτήτων», μετατρέποντας σε πεδίο θρησκευτικών μαχών πολλές σύγχρονες πρωτεύουσες αλλά και ολόκληρα κράτη, λόγω ή της αγνωσίας και αμηχανίας μπρος στο φαινόμενο της θρησκείας ή της πολιτικής εργαλειοποίησής της.

* Ένα μάθημα το οποίο δεν θα είναι στατικό. Θα αναδιαμορφώνεται, εμπλουτίζεται και αφουγκράζεται τις ποικίλες και ραγδαία εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων της με συνεχείς επιμορφώσεις διδασκόντων.

* Ένα μάθημα που θα ‘χει ως υλικό όχι ένα «κλειστό» βιβλίο, αλλά «ανοιχτούς» φακέλους, οι οποίοι θα βρίσκονται στα χέρια του κάθε διδάσκοντος προς «καλή» χρήση, αναλόγως με τις εκπαιδευτικές ανάγκες της τάξης και τις ικανότητές του.

* Ένα μάθημα το οποίο δεν θα είναι κατήχηση, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στις αρχές της εκπαίδευσης, στα δικαιώματα του παιδιού και στον σεβασμό της προσωπικότητας του κάθε μαθητή.

* Ένα μάθημα το οποίο, σεβόμενο τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης και προβάλλοντας την πολύχρονη μαρτυρία της στον κόσμο, δεν θα προσκολλάται σε στενές κατανοήσεις του παρελθόντος και σε μια μονοδιάστατη ορθόδοξη ιδιοπροσωπία του παρόντος, αλλά θα την αξιοποιεί ως εφαλτήριο διαλόγου με τον υπόλοιπο κόσμο, την ιστορία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό και την κοινωνία.

* Ένα μάθημα το οποίο θα συμβάλλει στην αλληλεπίδραση του σύγχρονου μαθητή με τον δάσκαλο και θα καλλιεργεί πνεύμα ευγένειας, αγάπης και κριτικής περιέργειας για την ανθρωπότητα και τις αξίες της.

Φαίνεται ότι το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών το αποδέχονται με ενθουσιασμό αλλά και συμμετοχή τα παιδιά, διότι είναι διαδραστικό και ευχάριστο, με ελάχιστες κατευθυνόμενες εξαιρέσεις διαμαρτυριών και «επιστροφής φακέλων», εσκεμμένα προβαλλόμενες.

Φαίνεται επίσης πως σε μεγάλο βαθμό οι ταγοί του «κατηχητικού/ομολογιακού» μαθήματος των Θρησκευτικών διακρίνονται από δυσπεψία προς κάθε τι διαφορετικό, μια δυσπεψία που προδίδει τις άφιλες διαθέσεις τους και την παιδεία τους, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής.

Φαίνεται, τέλος, πως η έριδα δεν γίνεται τόσο για την ουσία του μαθήματος αλλά για λόγους εξουσίας. Εξουσίας η οποία εκκινεί από πολύ συγκεκριμένους κύκλους που αλληλοτροφοδοτούνται εδώ και χρόνια, θέλουν να ελέγχουν τον κοινωνικό ιστό με ένα μονοδιάστατο αφήγημα, το οποίο όχι σπάνια το τρέφουν, για τη βιωσιμότητά του, με συκοφαντίες, στρεβλούς ζηλωτισμούς, διαπλεκόμενες σχέσεις και ακοινωνησία.

Εδώ είμαστε πάντως και θα συνεχίσουμε, με σεβασμό στην ορθόδοξη παράδοση αλλά και την ετερότητα. Όχι όμως με συνένοχη σιωπή στις συκοφαντίες, τις ύβρεις και στον υποβιβασμό της Εκκλησίας σε άντρο φονταμεταλιστών και εκφοβιστών, και με ομήρους τη χώρα, την παιδεία και τους πολίτες της.

Καλή Ανάσταση!

ΠΗΓΗ

Η ΑΥΓΗ

[…] “η μεταρρύθμιση δεν έγινε ακόμη”

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

[…] «μένουμε με τη διαπίστωση πως πολλά μπορεί να άλλαξαν στη νεοελληνική εκπαίδευση, αλλά το πνεύμα και η ουσία της μένουν εκεί που ήταν στα χρόνια του Όθωνα: η μεταρρύθμιση δεν έγινε ακόμη».

Με αυτή τη βασική διαπίστωση, στα 1984, ο Αλέξης Δημαράς τελειώνει το εισαγωγικό του σημείωμα, στο δεύτερο τόμο τού μνημειώδους πια έργο του, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε: Τεκμήρια Ιστορίας (1895 – 1965), Αθήνα: Ερμής, σ. ξδ΄. Και μόνον αυτή η διαπίστωση, με αφορμή το θόρυβο που έχει προκαλέσει η απόφαση του ΣτΕ για τα Νέα Προγράμματα Σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών (μτΘ), μπορεί να ζωντανέψει τη συζήτηση για τα ποια θρησκευτική παιδεία θέλουμε σήμερα, μακριά βέβαια, από φονταμενταλιστικές νοοτροπίες, που όλο και περισσότερο γιγαντώνονται στο θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο.

Θα επανέλθω, εν ευθέτω χρόνω, αφού πρώτα κοπάσουν οι πανηγυρισμοί και οι κραυγές κάποιων από το θεολογικό σινάφι, οι οποίοι νομίζουν ότι η απόφαση του ΣτΕ – όποτε αυτή επισήμως ανακοινωθεί – δικαιώνει το μτΘ, μεταφέροντας έτσι τη συζήτηση από καθαρά παιδαγωγική και θεολογική που πρωτίστως οφείλει να είναι, σε πολιτική και νομική.

Και μιας αύριο γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, νομίζω πως το παρακάτω έργο τού σκηνογράφου και ζωγράφου Βασίλη Φωτόπουλου, αντλημένο από το ενδιαφέρον ιστολόγιο του συναδέλφου κ. Παναγιώτη. Αντ. Ανδριόπουλου, Ιδιωτική Οδός ταιριάζει απόλυτα με το περιρρέον κλίμα, που τις τελευταίες ημέρες έχει διαμορφωθεί γύρω από το μτΘ.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ· “Ευαγγελισμός”, όπου η Παναγία παριστάνεται μαυροντυμένη.

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ

7:29 λεπτά μουσικής πανδαισίας, ΟΡΙΖΟΥΝ πώς πρέπει να είναι ο δάσκαλος μέσα στην τάξη…

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΠΙΓΕΥΣΗ

«Οσμή ψυχής που καίγεται στο λόφο

Και βαθαίνει τα μέσα διαστήματα

Ιριδωμένα από το μάτι του Αγγέλου».

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ – ΠΟΘΟΥ, (1995), Επί πτερύγων ανέμων,
Αθήνα: Καλέντης, σ. 21.