Αρχείο ετικέτας Λογο…τεχνήματα

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ: συντηρητικά επαναστατικός…

“Δούλευε – διαφορετικά κινδυνεύεις να χαθείς εν τη κυβεία των ανθρώπων”.

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (2009). Collectanea. Αθήνα: Δόμος, σ. 15 [22].

Σχετική εικόνα

«Kαι οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε»

IX

«Εχθές έχωσα κάτω απ’ την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγευμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ’ τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε»

Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθένα από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση, που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που νάν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (1996). Ο Μικρός Ναυτίλος. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 52.

Αποτέλεσμα εικόνας για Προμετωπίδα Γεράσιμου Στέρη

Προμετωπίδα Γεράσιμου Στέρη

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ, Η Σάρκα Σου Όλη…

«Το Σώμα μας ως πρόσωπο, δηλαδή ως ολότητα. Το Σώμα μας ως σάρκα της ιστορίας, τόπος. Πήραν τα παραθαλάσσια – Μακεδονία και Θράκη. Κατασπαράχτηκε πρόσκαιρα έστω το Σώμα των σύνοικων λαών. Και θριαμβολογούνε οι ανόητοι με θούρια εκκωφαντικά. Απολησμόνησαν πως η δύναμη του ανθρώπου αυτής της γης είναι ο διάλογος ανάμεσα στους λαούς της – μυστικός Έρωτας. Έρωτας με τους καβγάδες και τις αγάπες του. Πήραν τα κομμάτια τους, αλλά χάσαν το Σώμα ολόκληρο. Χάσαν την ανατολική Θράκη, την Ιωνία, τον Πόντο, την ίδια την Βασιλεύουσα. Ξεχάσαν το κήρυγμα του Ρήγα πως ο Δεσπότης είναι ο Οθωμανός – αυτόν πρέπει να κυνηγάνε. Και έτσι, αντίτιμο της μεγάλης Ύβρεως, αντίτιμο του να θέλουμε την Κόκκινη Μηλιά, βρεθήκαμε πίσω στον Έβρο. Και παραλίγο, μετά άλλα εκατό χρόνια, να βρεθούμε πίσω στη Μελούντα και στον Όλυμπο. Και κινδύνεψε να βαφτιστεί από το μεγάλο τούρκικο  τέκνο της με άλλο όνομα η Μητέρα Θεσσαλονίκη. Και την έσωσε μόνο ο Μόσκοβος που μαζί με τον Σέρβο και τον Βούλγαρο είπαν όχι άλλο…

Και τότε αυτός που όλα τα ξέρει και όλα τα έχει γράψει με μελάνι μυστικό, πριν ακόμα αρχίσουν να κυλούν οι χιλιετίες, είπε: τόσες χιλιάδες χρόνια περπατώ ανάμεσά σας και σεις ακόμα κλεισμένοι στον δερμάτινο χιτώνα του Σώματός σας. Και εγώ έφτιαξα χώριες τις Ψυχές και τη Σάρκα σας, την Πνοή και τη συμπύκνωσή της Πνοής σας ώστε να μείνετε πολλοί. Και να βλέπετε ο ένας τον άλλον. Και να αγαπάτε. Και έτσι ο κόσμος να μην συνωστίζεται φοβισμένος πασχίζοντας να κρυφτεί στη μεγάλη Μήτρα της Οικουμένης, στη μυστική Χοάνη του Παντός».

ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ, (1998), Η Σάρκα Σου Όλη, Αθήνα: Εξάντας, σσ. 15-17.

«Αν ήσουν η νύχτα»…

«Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες μυστικές, να ιδείς
κάτι σκιές θα μπορούσες, που σαλεύουν μες στα πάρκα.
Δεν είναι άνθρωποι, που στον παρόν τους κινούνται ή στο μέλλον τους.
Είναι τ’ αγάλματα, που από το παρελθόν τους αναδύονται
και στο μέλλον τους μέσα περπατούν συλλογισμένα.
Θυμούνται, αναρριγούνε και τον εαυτό τους ερωτεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που έμειναν έξω απ’ το χρόνο,
στα μεγάλα παράθυρα των πινακοθηκών θα μπορούσες
να διακρίνεις κάτι σκιές, που ασάλευτες βαριά ανασαίνουν.
Δεν είναι άνθρωποι, που μες στο χρόνο ταξιδεύουν.
Είναι τα παλιά πορτραίτα, που σταμάτησαν στο παρελθόν.
Κλείνουν τα μάτια και τον πρώτον εαυτό τους ονειρεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν έχουνε περάσει,
θα μπορούσες απ’ τα παράθυρα των ωδείων ν’ ακούσεις
κάτι βαθείς ήχους από ξεμακρυσμένες συμφωνίες.
Δεν είναι όργανα, που ανθρώπων χέρια τα κινούνε.
Είναι οι ξεχασμένες παρτιτούρες πάνω στ’ αναλόγια,
που εντός τους γρηγορεί το πνεύμα της μεγάλης μουσικής.
Καθώς αναπολούν, κραδαίνονται οι χορδές των πενταγράμμων τους.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν ξαναγυρίζουν,
μέσ’ απ’ των βιβλιοθηκών τα παράθυρα θα μπορούσες
ν’ ακούσεις κάτι βαθειές μελωδικές απαγγελίες.
Δεν είναι ανθρώπων φωνές, που αναδιπλώνονται στο χρόνο.
Είναι τα σκονισμένα των μεγάλων ποιητών βιβλία,
που απ’ την αρχή κατοικεί μέσα τους ο ακέριος Λόγος.

Αν ήσουν η νύχτα, σε ώρες, που όλες ίδιες είναι,
θα μπορούσες να ιδείς κι’ αγάλματα που δεν κινούνται

πορτραίτα που δεν ανασαίνουν
παρτιτούρες
βουβές και βιβλία απ’ την αρχή τους κοιμισμένα.

Είναι γιατί το μάρμαρο κ’  οι μπογιές δεν έχουν κίνηση.
Γιατί το χαρτί κ’ η μελάνη δεν μπορούν να τραγουδήσουν»
.

Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, (1978), «Αν ήσουν η νύχτα», στο: Τα Ποιήματα, Αθήνα: Κέδρος, σσ. 208-209.

PIERRE ASSOULINE, Οι βίοι του Ιώβ

«[…] Η μορφή ενός βιβλίου έχει κάτι από τη μορφή μιας πόλης: η σχέση τους είναι υπόγεια και μόνο οι αμετανόητοι διαβάτες μπορούν να την αντιληφθούν. Χάνεσαι, επιστρέφεις, φωλιάζεις μέσα τους. Δεν υπάρχει καλύτερος οδηγός από την εσωτερική μας πυξίδα με το χαραγμένο ένστικτα και προαισθήσεις ανεμολόγιό της. Το ύστατο απότομο τίναγμα της μέσης πριν από το μεγάλο άλμα, εκείνο που επιλέγει αμετάκλητα μια μορφή αποκλείοντας τις υπόλοιπες, οφείλεται ενίοτε στην παρέμβαση μιας μη αναμενόμενης προαίσθησης […]

[…] Μια μέρα, σε χρόνους αρχέγονους, ένας άνθρωπος ονόματι Ιώβ χάνει το σπίτι του. Ακούστε την ιστορία του. Ζει στην Ουζ[1]. Έχει αγνή καρδιά, είναι ακέραιος, θεοσεβούμενος. Είναι η ενσάρκωση της ηθικής τελειότητας, το λέει κι ο ίδιος ο Ύψιστος. Δεν είναι άνθρωπος της ηθικής· δεν πράττει, απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, το καλό· ξέρουμε όμως ότι δεν διέπραξε ποτέ το κακό. Έχει εξαιρετικό ήθος και φημίζεται για την ορθοφροσύνη του, διακρίνεται όχι για τις διανοητικές, αλλά για τις ηθικές αρετές του. Είναι απονήρευτος και ανυστερόβουλος. Η ζωή δεν του τσιγκουνεύτηκε: επτά γιους, τρεις θυγατέρες, επτά χιλιάδες πρόβατα, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσιες γαϊδάρες, μια γυναίκα. Ξαφνικά οδηγείται στην απόλυτη δυστυχία. Του αφαιρούνται σταδιακά τα πάντα: περιουσία, αγαθά, υπηρέτες, παιδιά, σπίτια, χωρίς φανερή αιτία. Χάνει όλα όσα έχει. Δεν του απομένει παρά μονάχα ο εαυτός του να του υπενθυμίζει την οδύνη του. Μα γιατί, Θεέ μου; […]

[…] Ο Ιώβ βιώνει τη μιζέρια και τη μοναξιά της ανθρώπινης κατάστασης με τον πιο επώδυνο τρόπο. Υπάρχει άραγε πιο τρομερή τιμωρία για έναν θεοσεβούμενο από το να αισθάνεται αποκομμένος από τον δημιουργό των πραγμάτων; Ταπεινώνεται και καταδικάζει τον εαυτό του σε μια ιερατική σιωπή για επτά μερόνυχτα. Βγαίνει πικραμένος από τη σιωπή γιατί ακόμα κι αν εκφράζει κανείς την αλήθεια, όταν η αλήθεια αυτή δεν μοιράζεται, δεν έχει αντίκρισμα. Καταριέται το παρόν του. Έχει έξαφνα την επιθυμία να ξεκάνει τον κόσμο κι ακόμα παραπάνω, να τον επαναφέρει στο ιδρυτικό του χάος. Σκουλήκια καταβροχθίζουν τα νεύρα και το λίπος του, η σάρκα και τα κόκκαλά του έχουν φθαρεί, τον γονατίζουν οι πόνοι. Πνιγμένος στις συμφορές δεν αποποιείται τη χάρη. Σπουδαίο κατόρθωμα για έναν άνθρωπο που δεν συνθηκολογεί με το πεπερασμένο. Από την άρνησή του να κατακρίνει τον Σαντάι[2] εκείνοι συνάγουν την ένοχή του. Ποτέ ο Ιώβ δεν θα έρθει σε συνεννόηση με τον φίλο, ο φόβος του τον παραλύει […]

[…] Όταν παρεμβαίνει ο Παντοδύναμος όλη η επιχειρηματολογία του Ιώβ γίνεται σκόνη. Ο Θεός δεν τον κρίνει: τον ωθεί να γίνει ο ίδιος κριτής. Οι φίλοι του επικρίνονται επειδή παρασύρθηκαν: δεν προσβάλλουμε τον άνθρωπο που υποφέρει, κυρίως όταν τολμούμε να μιλάμε εξ ονόματος του Θεού. Ο Ιώβ προβαίνει σε μια ομολογία πίστεως. Πρέπει να αγαπούμε με απόλυτη ανιδιοτέλεια τον Θεό. Είμαστε ενεργοί πιστοί για τον εαυτό μας, κι όχι για να ικανοποιήσουμε τον Θεό. Η θεϊκή σοφία επιστρέφει στον Ιώβ εκείνο που είχε χάσει, όμως τα σχέδια του Θεού εξακολουθούν να είναι απρόσιτα. Ο Θεός είναι κυρίαρχος, ακόμα κι αν η παράκαμψη μέσω του ανθρώπου τού είναι απαραίτητη για να κυριαρχήσει. Η δικαιοσύνη είναι στη δικαιοδοσία όχι του ανθρώπου, αλλά του Θεού. Η αιτία του Κακού είναι ο Πονηρός. Πυρετωδώς αναμενόμενη, η απάντηση του Θεού είναι από τις πλέον απρόσμενες: δεν οφείλει καν απάντηση διότι ο ίδιος είναι η απάντηση […]».

PIERRE ASSOULINE, (2013), Οι βίοι του Ιώβ, μτφρ. Σπύρος Γιανναράς, Αθήνα: Πόλις, σσ. 24, 39-40, 43, 44.

[1] Ουζ ή ελληνιστί Αυσίτιδα. Χώρα η οποία εικάζεται ότι βρισκόταν πάνω από την περιοχή των Εδωμιτών, νοτιοανατολικά της Νεκρής Θάλασσας.

[2] Ένα από τα ιουδαϊκά ονόματα του Θεού. El Shaddai είναι ο Παντοδύναμος.

Οι βίοι του Ιώβ

Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας και Τζούλιο Καΐμη

«[…] Ο κ. Χατζηκυριάκος, σαν να ‘χε συλλάβει αμέσως το τι επιθυμούσα να μάθω από αυτόν, άρχισε να μου λέει με τη σοφή οξύνοια που τον διακρίνει:

“Όπως σε κάθε εποχή υπήρχε μία χώρα όπου συγκεντρώνονταν τα εκλεκτά πνεύματα κάθε λαού, ώστε να δημιουργηθεί με τη μυστική τους συνεργασία μια ανώτερη προοδευτική ατμόσφαιρa, λ.χ. όπως υπήρχε η Αίγυπτος, η Ελλάδα, η Ρώμη, το Βυζάντιο, κ.ά., το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι το προοδευτικό αυτό κέντρο είναι σήμερα το Παρίσι, και επομένως η κατανόησή του δεν μπορεί παρά να ευεργετεί όλους τους καλλιτέχνες που θέλουν να σκεφθούν σοβαρά απάνω στα προβλήματα της τέχνης τους, είτε Γάλλοι είναι είτε Έλληνες” […]

“Μέσα σε μια πρωτόγονη ψυχή η αμοιβαία έκφραση, δηλαδή η μετεμψύχωση και η μεταμόρφωση της λογικής και πλαστικής έκφρασης υπάρχει ακόμα ζωντανή. Για τούτο βλέπουμε ότι αυτό που λέμε πλαστική διαίσθηση είναι μαζί και λογική συναίσθηση και τανάπαλιν και όχι μόνον στην πλευρά της τεχνικής, γιατί βλέπουμε ότι κάθε τι που διαισθανόμαστε η πειραματική μάς το αναλύει. Συμβαίνει επομένως, στην κατάσταση της δημιουργίας του ατόμου, να ενεργούν όλες μαζί αυτές οι αντίθετες περιπτώσεις του πνεύματος, και να συγκεντρώνονται είτε στην εντύπωσή μας, είτε στον πόθο μας, είτε στην έκτασή μας στη δυναμική μας ώθηση κ.τ.λ. Πιστεύω σε μια μεταφυσική γεωμετρία που ενεργεί μυστικά μέσα στο πνεύμα μας, η οποία χρησιμεύει στο να εξηγεί τη φύση και να την αναδημιουργήσει τεχνικά με λογική συνάρτηση.

Εκτός από τη λογική γεωμετρία υπάρχει και η εσωτερική αστάθμητη, έμφυτη γεωμετρία, η οποία τροποποιεί τα δεδομένα της πρώτης, σύμφωνα με τη δική της αιτιολογία, και της δίνει ορισμένες τάσεις που ανταποκρίνονται στην ύπαρξη του αισθήματος, του πόθου και της διαισθήσεως μιας ανώτερης πραγματικότητας, της κινήσεως, του ρυθμού της ζωής. Το ότι η γεωμετρία αυτή δεν μετριέται κατά τις τρεις διαστάσεις, εξηγεί γιατί ένα έργο τέχνης δεν μπορεί παρ’ όλες τις προσπάθειες των μαθηματικών να μετατραπεί σε αλγεβρική παράσταση.

Η συνάντηση αυτή της εξωτερικής με την ενδόμυχον γεωμετρία πραγματοποιείται μόνον με την τέχνη”[…]»

ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΪΜΗ, Συναντήσεις με τους Φώτη Κόντογλου, Γιαννούλη Χαλεπά και Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992, 51-52, 57-58.

Τζούλιο Καΐμη και Γιαννούλης Χαλεπάς

«Στο μαρμαρονήσι της Τήνου κοντά στη θάλασσα, ψηλά στη θάλασσα είναι το χωριό του Πύργου, χαριτωμένο και λευκό, κρυμμένο κάτω από καμπυλωτά μα όχι και φοβερά βουνά. Ο Χαλεπάς όσο ζούσε έμενε εκεί μοναχός του, γεμάτος νεανικό σφρίγος και δούλευε ακούραστα ολημερίς. Ήτανε εύκολο να τον βρει κανείς γιατί όλοι τον ξέρανε εκεί. Και σαν τον βρήκα έμεινα σπίτι του κάμποσες ημέρες δίχως αυτό ίσως να το πάρει καν είδηση. Η πρώτη εντύπωση που σχημάτιζε κανείς μπροστά στον μυστηριώδη εκείνο γεροντάκο, που ‘χε τα μάτια μικρά, δεν θα διέφερε από εκείνη που θα είχε αν βρισκόταν μπροστά σ’ ένα τάφο κι αν κάπου – κάπου έβγαζε μια λέξη μόνον για να σ’ απαντήσει πρόθυμα, η λέξη εκείνη θα ‘τανε σίγουρα μια λέξη θετική και μετρημένη όπως οι απίθανες εκείνες φωνές που βγαίνουν απ’ τα μνήματα, φωνές αποκαλυπτικές που σ’ ενθουσιάζουν και σε τρομάζουν μαζί […]

[…] Προτού φύγω όμως από εκεί, έκρινα καλό κάτι τουλάχιστον να τον ρωτήσω, αλλά δεν ήξευρα τι; Γιατί κατάλαβα ότι κάθε λόγος γι’ αυτόν θα ‘τανε περιττός. Τότε σκέφθηκα μέσα μου να τον ρωτήσω το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου, γιατί αισθανόμουνα ότι μόνον μια απλοϊκή απάντησή του θα μπορούσε να αποκαλύψει περισσότερο από χίλια λόγια το μυστικό του.

«Ποια είναι η πρώτη τέχνη που επιχείρησε να κάνει ο άνθρωπος» ερώτησα αμέσως.

Και ο γέρος απάντησε επίσης αμέσως:

«Ο πηλός, γιατί χρειάζεται μόνο τα δάκτυλα».

Η σύντομη εκείνη απάντηση στάθηκε πολύ σοφή. Ο Θεός μας έφτιασε από πηλό και μας έδωσε επίσης δάκτυλα για να δημιουργήσουμε και εμείς με την ίδια ύλη τα προπλάσματά μας που να σταθούν πρώτη προσπάθεια της τεχνοτροπίας της σκληρής ύλης. Αλλά δεν πρόκειται για τυπικό αντίγραφο αλλά για μεταμόρφωση της τεχνικής. Ώστε το αίσθημα του ωραίου, του ρυθμού, της ιδέας και της πλαστικότητας να ‘ναι η αιτία απ’ όπου θα βγει η τεχνική της ύλη, που δεν είναι πάλι άλλο τι παρά η ίδια η τέχνη;»

ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΪΜΗ, Συναντήσεις με τους Φώτη Κόντογλου, Γιαννούλη Χαλεπά και Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992, 36-37, 44-45.

Τζούλιο Καΐμη και Φώτης Κόντογλου

«Η Ευρώπη, είναι αλήθεια, πως ποθεί αχαλίνωτα την πρόοδο, μα μοιάζει με το νήπιο που αναπτύσσεται και μεγαλώνει με τεράστιες διαστάσεις. Για τούτο βλέπουμε τον πολιτισμό της να εξελίσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πνευματικά ακανόνιστος.

Αντίθετα, η Ανατολή, σαν την γριά που αργοβαδίζει έχοντας πείρα της ζωής, είναι επιφυλακτική και συντηρητική, και μένει ακλόνητη στην πίστη της […]

[…] Αυτό που χαρακτηρίζει τον ζωγράφο αυτόν, είναι ότι δεν είναι ερασιτέχνης, αλλά αισθάνεται την Τέχνη ως τον δεσμό του λαϊκού ρυθμού αρμονικά δεμένο με τη χιλιόχρονη θρησκευτική παράδοσή του, μέσα στην πνευματική ενότητα και στασιμότητά της. Και επειδή, ο ψυχικός δεσμός με τη θρησκεία του είναι ζωντανός μέσα του, για τούτο ο Κόντογλου βρίσκει το ρυθμό του στη Βυζαντινή τέχνη, ως το σημείο να τη θεωρεί θεμέλιο λαϊκής συνθέσεως και της ατομικής του εμπνεύσεως. Βαδίζει συστηματικά στο σκοπό του αυτόν και πιστεύει στον αδιάσειστο συμβατικό ελληνικό ρυθμό που κατ’ αυτόν ενσαρκώνεται μέσα στη Βυζαντινή αγιογραφία και αυτό τον κάνει να μην πάρει την τέχνη στο Μουσείο όπως κάνουν όλοι οι άλλοι αλλά να δώσει μια νέα ζωή στην ξεπερασμένη εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας […]

[…] Μια επισκόπηση στο σπίτι του ανθρώπου αυτού δεν τη θεωρούμε διόλου άσκοπη.

Εκεί που μένει και εργάζεται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε σπίτι ούτε εργαστήριο. Θα το λέγαμε μάλλον εκκλησία, και εντούτοις έχει κάτι, που δεν μοιάζει ούτε με εκκλησία.

“Όπως η Βυζαντινή τέχνη είναι απλή, έτσι και με λόγια απλά θα σου την εξηγήσω – μου λέει ο Κόντογλου. Το ότι ο κόσμος σήμερα δεν την εννοεί, δεν μου φαίνεται διόλου παράξενο, μια που ο σημερινός άνθρωπος, με τις περίπλοκες ιδέες του, δεν είναι σε θέση να δεχθεί μια απλή συγκίνηση. Η λιτότητα και η απλότητα της ζωγραφικής της ανατολικής χριστιανοσύνης έχει προσόντα όλως διόλου ξέχωρα. Βλέπουμε πραγματικά με πόση απλότητα και σοφία η Ερμηνεία της Ζωγραφικής του Μοναχού Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων εξηγεί όλα τα τεχνολογικά και συνθετικά της ανατολικής ζωγραφικής” […]

[…] “Όχι. Η Βυζαντινή τέχνη – λέει ο Κόντογλου – δεν μπορεί να πει κανείς πως εχάθηκε. Στην Τουρκοκρατία εξακολουθούσε να ζει η μεγάλη παράδοσή της. Έφτασε σε ακμή που κανείς δεν την υποπτεύεται. Οι ταπεινοί και πραείς τη καρδία καλόγεροι και κοσμικοί δουλεύοντας δίχως καμιά φιλοδοξία και πολλάκις και αμοιβή, έδωσαν μορφές και συλλήψεις σπάνιες στην παγκόσμια ζωγραφική. Στους λαϊκούς ζωγράφους της Τουρκοκρατίας υπάρχει ένας έντονος αρχαϊσμός, που δεν είναι η νεκρή ανάμνηση του κλασικισμού, αλλά ζωντανό αίσθημα που πηγάζει από τις αστείρευτες πηγές της λαϊκής ψυχής” […]

[…] “Στην Ανατολή – εξακολουθεί ο Κόντογλου – η πνευματικότητα είναι στοιχείο αυτής της ίδιας εκτέλεσης. Αυτή καθεαυτή η τεχνική επεξεργασία και η χρήση των υλικών είναι πνευματική . Όσο για τη ζωγραφική δεν υπάρχει άλλο από την τεχνική της μαστοριά. Όλη η προσπάθεια του ζωγράφου είναι να κάμει έργα σωστής τεχνικής. Τα άλλα είναι φυσικά χαρίσματα της καλής εκτέλεσης” […]

[…] Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ασφαλώς καθιερώσει τους συμβατικούς κανόνες που απέδιδαν τις θαυματουργικές αυτές μορφές, των αγαλμάτων, την πλαστική τους και το χρωματισμό τους. Από το χριστιανισμό χάθηκαν οι κανόνες εκείνοι, αλλά αναζητούν με άλλον τρόπο μέσα στην Ερμηνεία του Διονυσίου του Μοναχού.

Η σημερινή μας εποχή δεν αισθάνεται τη θρησκευτική τέχνη μα όταν θα την αισθανθεί, τότε η Ερμηνεία αυτή θα αναδώσει νέο φως».

ΤΖΟΥΛΙΟ ΚΑΪΜΗ, Συναντήσεις με τους Φώτη Κόντογλου, Γιαννούλη Χαλεπά και Ν. Χατζηκυριάκο – Γκίκα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992, 12-13, 16-17, 19-20, 23, 30, 31.

“Φελλοί” και μετριότητες καθημερινά στο προσκήνιο

«- Φελλοί, έλεγα μέσα μου, επιπλέουν στο ύδωρ λόγω αυξημένης πυκνότητός του απ’ τις λέρες. Ύστερα, εμένα αδελφέ, μου έχει χαριστεί επί γης η Βασιλεία των ουρανών· δε θα ήμουνα λοιπόν, αγνώμων και καταπλεονέκτης αν αποζήταγα εγκόσμιες προίκες και πανωπροίκια; Αστεία, αστειότατα πράματα. Αυτά είναι για κείνους που ζούνε μέχρι να πεθάνουνε και γι’ αυτό φοβούνται τόσο, εν ζωή, το θάνατό τους, μ’ αποτέλεσμα να πεθαίνουν κάθε μέρα χίλιες φορές απ’ το φόβο τους. Ενώ εγώ, ποιόν θάνατο να φοβηθώ, που κάθε μέρα ξαναγεννιέμαι, πεθαίνω κι ανασταίνομαι, γερνάω εν σοφία κι ανασταίνομαι εν ευφροσύνη. Αφήνω που έχω πάρει και παράταση, πέντε; δέκα χρόνια θες; μετά την εκφορά μου. Ενώ αυτοί, απ’ τα εξήντα, εξήντα πέντε είναι πια πεθαμένοι. Εγώ, περιμένω πως και πώς να πάρω την ψωροσύνταξή μου για ν’ αρχίσω να ζω όπως θέλω· να χωθώ, να κλειδαμπαρωθώ μέσα στις ιστορίες μου, να παλεύω σαν γίγαντας μαζί τους, να τις χαρίζω ζωή απ’ τη δικιά μου και να παίρνω δύναμη από ελόγου τους, να τις ζω και να τις δοκιμάζω πάνω στις μπαλάντζες των κυρίων κυρίων αγνώστων Χι αναγνωστών μου, που τους φαντάζομαι κατά τα γούστα μου και φτιάχνω τα σουσούμια μου κατά τα δικά τους γούστα. Αλλά, πρόσεξέ με τώρα· αυτά ακριβώς τα νιώθανε κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι ας μην το εννοούνε. Γιατ’ είναι άνθρωποι κι αυτοί κι αυτό το χάρισμα τους το ‘δωσε ο Θεός· άλλο τώρα κι εξεταστέον το “τις πταίει”, που δεν μπήκανε ποτέ στον κόπο να εννοήσουνε αυτά που αισθάνονται. Πάντως το αισθάνονται, κι επειδή δεν έμαθαν πώς να εννοούν, σκυλιάζουνε και φέρνονται σαν τα οικόσιτα εντόπια ζώα μας. Μιας εξαρχής εξοργίστηκα κι αγριεύτηκα μαζί τους κι αγανάκτησα με την ανθρώπινη κατάντια τους. Γίνηκα κι εγώ ζούδιο του βουνού, το κόκκινο πανί της εντόπιας αρένας, που δίνει οργισμένη και φαρμακερή ζωή στο ψόφιο και νερόβραστο αίμα αυτής της πόλης. Φτωχός εγώ, ανιδιοτελής, αυτάρκης, πιο μόνος και … γι’ αυτό ευτυχέστατος· πλούσιοι αυτοί, μπουκωμένοι μ’ όλου του κόσμου τ’ αγαθά, κοσμογυρισμένοι, κοσμοπεριτριγυρισμένοι, χορτάτοι κι άπληστοι από κάθε λογής χρεία ανθρώπινη και … δυστυχείς· ακούς εκεί οξύμορα σχήματα; που να τις καταπιούν οι άνθρωποι τέτοιες εκπλήξεις; τέτοιες προσβολές; Δόστου, λοιπόν, λύσσα με τη σέσουλα…».

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985, 108-109.

ΣΧΟΛΙΟ:  Διατηρήθηκε ο τρόπος γραφής, στίξης και τονισμού του συγγραφέα. Όσο για τον μπαρμα-Γιάννη Σκαρίμπα και τον εδώ συγγραφέα Τόλη Καζαντζή, όσοι τους έχουν διαβάσει, έχω τη γνώμη ότι καταλαβαίνουν γιατί πάντοτε είναι επίκαιρος ο λόγος τους. Α. Ι. Κ.

F. S. FITZGERALD, Η εποχή των θαυμάτων

«Το όνειρο είχε πραγματοποιηθεί και η συνειδητοποίηση του γεγονότος συνεπαγόταν κάποια χαρά και κάποιες υποχρεώσεις. Η πρώιμη επιτυχία δίνει στον άνθρωπο την ιδέα μιας σχεδόν μυστικιστικής υπεροχής της μοίρας απέναντι στη δύναμη της θέλησης – το ναπολεόντειο σύνδρομο στη χειρότερη εκδοχή του. Ο άνθρωπος που φτάνει ψηλά όταν είναι πολύ νέος πιστεύει πως ασκεί τη θέλησή του επειδή το άστρο του λάμπει. Ο άνθρωπος που πρωτοκαθιερώνεται στα τριάντα έχει μια ισορροπημένη ιδέα της συμβολής μοίρας και θέλησης, κι αυτό που πετυχαίνει στα σαράντα έχει την τάση να ρίξει την έμφαση μόνο στη θέληση. Πράγα που, βέβαια, περνάει όταν η θύελλα χτυπάει το σκάφος του…

Το αντιστάθμισμα μιας πολύ πρώιμης επιτυχίας είναι η πεποίθηση πως η ζωή είναι μια ρομαντική υπόθεση. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό σε κάνει να μένεις νέος. Όταν τα πρωταρχικά θέματα του έρωτα και του χρήματος ήταν πια δεδομένα και η επισφαλής διασημότητά μου είχε χάσει τη γοητεία της, είχα ακόμα μπροστά μου ωραία χρόνια να σπαταλήσω, χρόνια που δεν μπορώ ειλικρινά να μην τα νοσταλγώ, στα οποία κυνηγούσα το αιώνιο Καρναβάλι κοντά στη Θάλασσα. Ήδη γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’20 οδήγησα τ’ αυτοκίνητό μου στην Μεγάλη Κορνίς την ώρα του δειλινού, με ολόκληρη της γαλλική Ριβιέρα ν’ αστράφτει από κάτω. Στον ορίζοντα αντίκριζα το Μόντε Κάρλο, και παρ’ όλο που ήταν εκτός σεζόν και δεν είχαν μείνει Μεγάλοι Δούκες για να παίξουν Καζίνο, παρ’ όλο που ο Ε. Φίλιπς Οππενχάιμ δεν ήταν παρά ένας χοντρός εργατικός άνθρωπος στο ξενοδοχείο μου, ντυμένος πάντα μ’ ένα μπουρνούζι, το όνομα και μόνο Μόντε Κάρλο ήταν τόσο αδιόρθωτα μαγευτικό ώστε σταματούσα το αυτοκίνητο και ψιθύριζα όπως οι Κινέζοι: “Αχ, εγώ! Αχ, εγώ!” Δεν κοιτούσα το Μόντε Κάρλο: το μυαλό μου πήγαινε στον νέο με τη χαρτονένια σόλα που αλώνιζε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ήμουν πάλι εκείνος – για μια στιγμή είχα την καλή τύχη να μοιράζομαι τα όνειρά μου, εγώ που δεν είχα πια δικά μου όνειρα. Και υπάρχουν ακόμα στιγμές που γαντζώνομαι απάνω του, τον αιφνιδιάζω κάποιο φθινοπωρινό πρωί στη Νέα Υόρκη ή μια ανοιξιάτικη νύχτα στην Καρολίνα, σε στιγμές που είναι τόση ησυχία ώστε μπορείς να ακούσεις ένα σκυλί να γαβγίζει στο διπλανό χωριό. Αλλά ποτέ πια δεν ένοιωσα εκείνο που αισθανόμουν στη σύντομη περίοδο που εκείνος κι εγώ ήμασταν το ίδιο πρόσωπο, τότε που το ρεμβαστικό παρελθόν και το εκπληρωμένο μέλλον ενώνονται σε μια μοναδική υπέροχη στιγμή – τότε που η ζωή ήταν πραγματικά ένα όνειρο».

F. S. FITZGERALD, «Πρώιμη επιτυχία», στο: Η εποχή των θαυμάτων. (Αυτοβιογραφικά και άλλα), μτφρ. Γ. Λάμψας, πρόλογος G. Westcott, εκδ. Printa, Αθήνα 1993, 103-104.