Αρχείο ετικέτας Επιφυλλίδες

Το πνεύμα του Παύλου

Γράφει ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

Προσκυνητής στα βήματα του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου Βαρνάβα ο Πάπας, όπως και ο ίδιος δηλώνει, επισκέπτεται την Κύπρο και την Ελλάδα. Δεν πρόκειται για προσκυνηματικό τουρισμό. Η ουσία του ταξιδιού δεν είναι η γεωγραφία. Είναι η πολιτική. Είναι το πνεύμα του Παύλου, από το οποίο εμφορείται ο Φραγκίσκος. Και άλλοι θρησκευτικοί ηγέτες, όχι μόνο του χριστιανισμού, συνηθίζουν τα κηρύγματα ενός ανθρωπισμού δίχως προαπαιτούμενα και σύνορα. Λίγοι όμως κατορθώνουν τελικά να αποφύγουν την παγίδα της ταύτισης με ένα έθνος ή κράτος.

Ο Ιουδαίος Παύλος συνειδητοποίησε πολύ νωρίτερα από τους άλλους ηγήτορες της νέας θρησκείας, με τους οποίους και συγκρούστηκε, ότι ο χριστιανισμός θα ακμάσει μόνο αν αρνηθεί το δόγμα του περιούσιου εβραϊκού λαού. Μόνο δηλαδή αν απευθυνθεί στο ευρύτατο εθνικό ακροατήριο, σε όλους τους λαούς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πρωτίστως δε στους εθνικά υποδουλωμένους και τους δούλους. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον όρο από την αποϊουδαιοποίηση, ως πολιτική επιλογή που οργανώνει το επίμονα επαναλαμβανόμενο μήνυμά του προς τους αποδέκτες των επιστολών του.

Προς Κορινθίους Α΄: «Και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν, είτε Ιουδαίοι είτε Ελληνες, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν». Προς Γαλάτας: «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού». Και προς Κολοσσαείς: «Ουκ ένι Ελλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Φυσικά και δεν έχουμε εδώ κήρυγμα υπέρ της κοινωνικής ισότητας ή κάποια ενδέκατη εντολή πρώιμου διεθνισμού των αδυνάμων. Η ισότητα των ανθρώπων κατανοείται ενόψει του Χριστού και υπό τον Χριστό. Είναι πνευματική, όχι υλική. Στον καιρό του, όμως, το μήνυμα αυτό ήταν ριζοσπαστικά καινοτόμο.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα κεφτεδάκια της αξιολόγησης

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Στέφανος Μάνος, έμπειρος πολιτικός παλαιάς κοπής, σε άρθρο του στην «Κ» της περασμένης Κυριακής, πρότεινε μια ανέξοδη λύση για την αξιολόγηση των λυκείων. Μ’ έναν απλό λογαριασμό, η κάθε σχολική μονάδα να αξιολογείται βάσει των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Λύση οικονομική, αφού δεν απαιτεί παρά ελάχιστες εργατοώρες – όσο για να βγει ο λογαριασμός. Λύση χωρίς πολιτικό κόστος αφού οι Πανελλαδικές είναι «αδιάβλητος» θεσμός. Κανείς δεν αμφισβητεί τα αποτελέσματά τους. Γλιτώνουμε απεργίες, ΟΛΜΕ και λοιπά ζαρζαβατικά. Ας αφήσουμε το προφανές, την παράμετρο «φροντιστήριο», θεσμός ο οποίος μπορεί να μην είναι αδιάβλητος, όμως είναι απαραίτητος για όσους επιθυμούν να επιτύχουν στις Πανελλαδικές. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου το απογευματινό φροντιστήριο έχει μεγαλύτερη αξία από το πρωινό λύκειο. Μπορεί να μην αμφισβητούνται τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών, όμως θα μου επιτρέψετε να πω ότι αμφισβητείται η εκπαιδευτική τους αξία. Βάση τους η αριστεία της παπαγαλίας. Οι σχολικές μονάδες θα αξιολογούνται βάσει των επιδόσεών τους στον τομέα της παπαγαλίας. Ό,τι γίνεται ατύπως έως σήμερα, όπου η αξία του σχολείου κρίνεται από το ποσοστό επιτυχίας του στις Πανελλαδικές. Κι ας περνούν παιδιά στη Φιλοσοφική χωρίς να ξέρουν ορθογραφία, ή εκείνος ο εύελπις που ρώτησε τον καθηγητή του τι θα πει η λέξη «απόβαση».

Και ας πούμε ότι μια σχολική μονάδα παίρνει κακό βαθμό διότι παρουσίασε χαμηλό ποσοστό επιτυχίας. Πώς θα βοηθήσει αυτού του τύπου η αξιολόγηση στη βελτίωσή της; Ίσως με περισσότερη προπόνηση στο άθλημα της αποστήθισης και της απομνημόνευσης σελίδων από κακογραμμένα βιβλία. Η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς υποθέτω ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει και θέματα εκτός διδακτέας ύλης. Όπως, ας πούμε, το επίπεδο της πειθαρχίας – λέω τώρα. Δίνει επίσης και την εικόνα του πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί το έργο τους. Κι αυτό νομίζω έχει τεράστια σημασία για οποιαδήποτε προσπάθεια βελτίωσης. Πάντως, αν κατάλαβα καλά, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με την αξιολόγηση που τους προτείνει το υπουργείο και γυρνούν την πλάτη τους στους αγκυλωμένους συνδικαλιστές.

Το ελληνικό λύκειο πάσχει. Γιατί έχει μετατραπεί σε μια μηχανή παραγωγής υποψηφίων για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Οποιαδήποτε θεραπεία του πρέπει να στοχεύει στην απελευθέρωσή του απ’ αυτή τη δουλεία. Δεν ξέρω αν η αξιολόγηση που προτείνει η κ. Κεραμέως είναι η καλύτερη δυνατή. Εκείνο που ξέρω είναι ότι το να προτείνεις ως κριτήριο αξιολόγησης τις Πανελλαδικές είναι σαν να λες ότι δεν χρειάζεται να γίνει τίποτε. Θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε την κρεατομηχανή από την ποιότητα του κιμά για τα κεφτεδάκια μας, απολυτήρια, πτυχία, γενικώς χαρτιά.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

A-νόητη ύπαρξη και συνύπαρξη

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Αιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» ή «σκοτεινούς» αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση, είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Ήταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (: αστυνόμευσης των ηθών και των πεποιθήσεων).

Από αντίδραση σε αυτή την εμπειρία, η θρησκεία στη δυτική νεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Είναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει, ούτε στο ελάχιστο, τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Βασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Εκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού».

Αποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στα πλαίσια των δυτικού τύπου κοινωνιών. Ειδικά ο Χριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στη Δύση θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για το φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε.

Οι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν διανοήθηκαν, βεβαίως, να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας – ο δυτικός Χριστιανισμός, με πρωτοπόρους τον Αυγουστίνο, τον Αλκουίνο, τον Άνσελμο, είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, δηλαδή την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό (κοινωνούμενων σχέσεων) γεγονός σε ατομοκεντρικών επιτευγμάτων (ορθοφροσύνης και αυτοκυριαρχίας) επίτευγμα. Ήταν αγωνιώδης η προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Χριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Νεωτερικότητας: Να εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmythologisierung), να αποδείξει τη χρηστική του ωφελιμότητα.

Έτσι, ο λόγος του νοήματος της ύπαρξης και της ελευθερίας που γνωρίζεται ως ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά, αλλοτριώθηκε σε χρησιμοθηρικό κήρυγμα, σε υστερικά «πρέπει» και «οφείλεις», δηλαδή σε ουτοπική δεοντολογία. Έγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας στην υπηρεσία διόρθωσης των κοινωνικώς εσφαλμένων. Αγνοήθηκε προκλητικά κάθε εμπειρικό έρεισμα της μεταφυσικής ελπίδας.

Φυσικά, ο «εκσυγχρονισμός» του κηρύγματος δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του ορθολογικού μηδενισμού και αμοραλισμού, την περιφρόνηση της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η «θρησκεία» του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα και ηθικοπλαστικές πρωτοβουλίες; Ποιος δέχεται να εξαρτήσει την εντιμότητά του και το ήθος του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιο νέο παιδί θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί» τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ;

Στην Ελλάδα, την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού, πραγματικότητα της «εκκοσμίκευσης», τη συσκοτίζει και την αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι του επίσημου κρατικού μας πατριωτισμού. Αποτύχαμε ολοφάνερα στο πρόταγμα, να έχει ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός Ελληνισμός οργανική συνέχεια ιστορικής ύπαρξης στη Νεωτερικότητα. Μπήκαμε στη Νεωτερικότητα συναινώντας στη ριζική και ολοκληρωτική αλλαγή της ιστορικής μας υπόστασης και ταυτότητας – αρνηθήκαμε την πόλη-κράτος και τη μεσαιωνική της συνέχεια: τις αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, δεχθήκαμε να υποκατασταθεί η πολιτική κοινωνία των σχέσεων με τις συμβατικές κατασφαλίσεις των «ατομικών δικαιωμάτων».

Οι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για την «εκκλησία του δήμου» και την «εκκλησία των πιστών» μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Αλλά, μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του «θρησκευτικού αποχρωματισμού» της κοινωνίας όσο και της παράλληλης «εκκοσμίκευσης» των εκκλησιαστικών θεσμών, μπορεί να γίνει με βάση το υλικό του «επίσημου» κηρυγματικού και κατηχητικού λόγου. Να μελετηθούν, λ.χ., οι εγκύκλιοι και τα επίσημα περιοδικά της Ιεράς Συνόδου και των επιμέρους επισκοπών και «μητροπόλεων», συνεντεύξεις και αρθρογραφία επισκόπων, προγράμματα εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών σταθμών.

Ίσως μια δημοσκόπηση, με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταδείξει το πραγματικό μέγεθος της αλλοτρίωσης: «Τι ακριβώς σημαίνει για σας η “αιώνια ζωή” που κηρύττετε; Σημαίνει μιαν επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν νιώθετε πανικό στη σκέψη να υπάρχετε ατελεύτητα, για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Εκκλησία μιλούσε για “αλλαγή” του “τρόπου της ύπαρξης”; Ποια εμπειρία του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία και Τέχνη; Ποια η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος της “σωτηρίας” από την ατομική σωτηρία της θρησκευτικής φλυαρίας; Τι είδους “σωτηρία” θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;».

Τα κηρύγματα σήμερα μιλάνε μόνο για κανόνες συμπεριφοράς και όχι για πληρότητα της ύπαρξης;

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αποθηρίωση

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι αρχαίοι Αρκάδες φοβούνταν την αποθηρίωση. Από τον Λυκάονα έως την Καλλιστώ, η μυθολογία τους είναι γεμάτη με ιστορίες ανθρώπων που μεταμορφώθηκαν σε θηρία. Ο Πολύβιος γράφει πως η τραχύτητα του τόπου αλλοίωνε τη συμπεριφορά τους. Το αντίδοτο που είχαν επινοήσει ήταν η μουσική. Αυτή καλλιεργούσε την πραότητα του ήθους. Το «αρκαδικό κοινό», ο αρχαιότερος συνασπισμός ελληνικών πόλεων, δεν στηριζόταν σε νόμους, γραπτούς ή προφορικούς. Η κοινή συνθήκη που υπηρετούσαν ήσαν οι μουσικοί αγώνες που οργάνωναν κάθε χρόνο οι πόλεις. Την ιστορία τη θυμήθηκα όταν είδα προχθές ένα μικρό βίντεο στο Διαδίκτυο. Μια ομάδα Ταλιμπάν που παίζουν σαν μικρά παιδιά με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια σε ένα λούνα παρκ. Κρατάνε τα όπλα στα χέρια τους και οι φυσιογνωμίες τους δεν διαφέρουν από τις φωτογραφίες με τα περιστατικά φρίκης. Το βίντεο είναι η πιο εύγλωττη καταγραφή της ψυχολογίας των θηρίων. Ένα υπόβαθρο παιδικής ανεμελιάς, πρωτογενούς μωρίας, που ο λόγος των μουλάδων το μετατρέπει σε εύφλεκτη ύλη μίσους. Όταν σκοτώνουν ή λιθοβολούν γυναίκες η ανεμελιά δεν τους εγκαταλείπει. Διασκεδάζουν όπως διασκεδάζουν με τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Αποθηρίωση που δεν βγαίνει από τη μυθολογία, αλλά από την πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου.

Μπορούμε να πούμε πολλά για το Αφγανιστάν. Για την αποτυχία των υπερδυνάμεων, ΕΣΣΔ και ΗΠΑ, να τιθασεύσουν τους πληθυσμούς του. Για την ιδεοληπτική ανοησία του Μπους του νεότερου, για τον κυνισμό του Τραμπ, που αποφάσισε να το εγκαταλείψει σαν να ήταν μια επιχείρηση που ξόδευε περισσότερα από όσα έβγαζε, για τη μικρότητα του Μπάιντεν, που υλοποίησε την απόφαση. Αφήστε και εκείνες τις μυστικές υπηρεσίες που τις έχουμε μυθοποιήσει και διαβεβαίωναν πως οι Ταλιμπάν χρειάζονται τρεις μήνες για να μπουν στην Καμπούλ, τον αφγανικό στρατό που έφευγε τρέχοντας μπροστά στους πολεμιστές που προήλαυναν με μηχανάκια ντελιβεράδων, τον πρόεδρο που το έσκασε σαν καταληψίας. Αφήστε και την αιώνια αμηχανία της Ευρώπης. Μπορούμε να κατηγορήσουμε για πολλά τον Δυτικό κόσμο και την πίστη του στη δύναμη της τεχνολογίας του, που τον έκανε να παραμελήσει το κύτταρο της υπεροχής του, την πολιτισμική του ισχύ, τη «μουσική» των αρχαίων Αρκάδων.

Στο Αφγανιστάν ηττήθηκε η Δύση. Γεωπολιτική ήττα, χωρίς αμφιβολία. Πολιτική ήττα, χωρίς αμφιβολία. Όμως, η ήττα θα ήταν στρατηγική αν ήταν και πολιτισμική. Και όσο δεν είναι πολιτισμική, ο Δυτικός κόσμος μπορεί να την αξιοποιήσει ως ευκαιρία αυτοσυνειδησίας και αναδιάταξης. Αρκεί να πετάξει στα σκουπίδια όλες τις σαχλαμάρες των τελευταίων δεκαετιών. Αυτές τον κάνουν να συμπεριφέρεται σαν αποβλακωμένος γέρων που βρίσκει χαριτωμένο ό,τι δεν του μοιάζει, γιατί έχει βαρεθεί τον εαυτό του. Αλλιώς θα απορεί πάντα πώς και την πάτησε έτσι με τους εκάστοτε Ταλιμπάν.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πόση δημοκρατία αντέχουμε

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η λογική λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να κατεβάσει τα αστέρια στη γη – είναι απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης. Η εμπειρία λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ο ικανότερος, ο «καθαρότερος», ο πιο επιδέξιος και χαρισματικός, δεν μπορεί, αν και απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης, να αλλάξει τίποτα. Ούτε τον κλητήρα που του ανοίγει κάθε πρωί την πόρτα στο ασανσέρ.

Που να πάρει η ευχή, ένας ηλικιωμένος Έλληνας έχει γνωρίσει (άθελά του, αλλά «στο πετσί» του) απειράριθμους πρωθυπουργούς. Τους έχει γνωρίσει πιο καλά από όσο γνωρίζει τον πατέρα του και τη μάνα του. Δεν είδε ποτέ τους πρωθυπουργούς με τα νυχτικά ή τις πιτζάμες. Αλλά τα νυχτικά και οι πιτζάμες δεν χαρίζουν γνώση του χαρακτήρα, της ευφυΐας ή της μικρόνοιας, της οξυδέρκειας ή της μυωπίας, της γενναιότητας ή της θρασυδειλίας. Πάντοτε, όσο πίσω φτάνει η μνήμη, η υποτέλεια στη Δύση ήταν αυτονόητη, συμφιλιωμένοι οι Νεοέλληνες με την εξάρτηση, με το «ανήκομεν». Με ποιες πρακτικές, ποια δολώματα, ποια αδιαφανή κανάλια, γίνονταν οι ελλαδικές κυβερνήσεις υποχείρια ξένων κέντρων, που αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων; Από πότε, ο ελλαδίτης πολιτευτής άρχισε να θεωρεί αυτονόητο να είναι μαριονέτα, να προσαρμόζεται στα θελήματα Πρεσβειών, από πότε έπαψε να υπάρχει ενοχή για την υποτέλεια;

Σίγουρα, η μετάπλαση – μεταστοιχείωση του Ελληνισμού, από πανανθρώπινη πρόταση τρόπου του βίου (πολιτισμού) σε ορθολογική (χρηστική) οργάνωση «έθνους – κράτους», ήταν γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος του συμπλεγματικού, μανιασμένου αντιπάλου της ελληνικής «οικουμένης»: της Δύσης του Καρλομάγνου και των διαδόχων του.

Το απελευθερωμένο από τους Τούρκους (με πολύ αίμα) ελάχιστο κομμάτι γης και θάλασσας, πριν διακόσια χρόνια, παγιδεύτηκε, από καταβολής του, στην ολοκληρωτική εξάρτηση και ταπεινωτική πειθάρχηση στους κυρίως αντιπάλους του Ελληνισμού (ασύγκριτα εμπαθέστερους των Τούρκων) Δυτικοευρωπαίους. Διακόσια χρόνια μετά, και αφού εξασφάλισε η Δύση τη γενοκτονία του μικρασιατικού, ποντιακού και θρακικού Ελληνισμού, ίσως είναι ευκολότερο να ερευνήσουν οι μελετητές πώς, παράλληλα με τους κατευθυνόμενους εμφυλίους και τις αποτελεσματικότατες τουρκικές σφαγές, λειτουργούσε και η αλίευση ελλαδιτών πολιτικών ως ευρωπαίων πρακτόρων.

Προέκυψε ένας, περίπου, καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, που επιβιώνει ως σήμερα και που διεκπεραιώνει εντολές, θελήματα και επιθυμίες της ηγεσίας δυτικό-ευρωπαϊκών κρατών, πιστεύοντας ότι όχι απλώς δεν προδίδει, αλλά ωφελεί την πατρίδα του. Το πώς χάθηκε οριστικά για τον Ελληνισμό ο τόπος – τρόπος του πολιτισμού του (Μικρασία, Πόντος, Θράκη) ήταν το δυναμικό αποκύημα της πειθήνιας υποταγής στην αγγλοφιλία – γαλλοφιλία – γερμανοφιλία: περιώνυμων Ελλήνων πολιτικών ανδρών.

Είναι περισσότερο από φανερό ότι η συντελεσμένη πια και παγιωμένη, αυτονόητη για τους πολλούς μεταλλαγή της ταυτότητας των Ελλήνων δεν αναχαιτίζεται ούτε, βέβαια, «βελτιώνεται» η ιστορικά δεδομένη αλλοτρίωση με υπουργικές αποφάσεις που αντιπαλεύουν περιπτωσιολογία. Έχει οριστικά χαθεί, μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια (Βερυβάκης, 1981) η συνέχεια της γλώσσας (εφοδιασμένος σήμερα ο Ελλαδίτης με πτυχίο και μεταπτυχιακά, ακούει τον στίχο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και δεν «πιάνει νόημα», ενώ ο αγράμματος προπάππος του ριγούσε). Ακούει ο σημερινός για άμεση δημοκρατία «αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων» και ανακαλεί προσλαμβάνουσες γελοιωδών συνελεύσεων πολυκατοικίας!

Ασφαλώς και υπάρχει ακόμα μια ελάχιστη μερίδα Ελλήνων, ασήμαντη περιθωριακή μειονότητα, που συντηρεί (με τεχνητή αναπνοή) τη βιβλιαγορά, ντρέπεται με οδύνη για την κυρίαρχη παντού φτήνια και χυδαιότητα, κυρίως για το διανοητικό και ηθικό επίπεδο πολιτικών και δημοσιογράφων. Αηδιάζει και φρίττει με την καφρίλα ιδιωτικών καναλιών. Νιώθουμε παραδομένη την άλλοτε ελληνική κοινωνία σε συνθήκες έσχατης παρακμής. Υπάρχει αυτή η ελάχιστη κοινωνική ομάδα, περιθωριακή, ανίκανη να επαναστατήσει. Και ελαττώνεται ραγδαία. Στον κοινωνικό στίβο λογαριάζεται ανύπαρκτη, πεθαμένη.

Αν υπήρχε μια σπίθα ζωής, θα είχε τολμηθεί τουλάχιστον ένα «επιστημονικό» (αποκλειστικά) συνέδριο. Με μία και μόνο θεματική: Περιπτώσεις κατάφωρης κατάλυσης της δημοκρατίας από την κομματοκρατία, ποιος θα τις αντιπαλέψει; Ποιος θα κρίνει αν μια στρατιωτική αυθαιρεσία καταλύει τη δημοκρατία ή αποκαθιστά τη δημοκρατία; Είναι «δημοκρατία» το καθεστώς, όπου ο κομματάρχης πρωθυπουργός «διορίζει» (μόνος και αυθαίρετα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Πώς μπορεί να ελεγχθεί, σε μια «τύποις» δημοκρατία, ο ρόλος ξένων πρεσβειών στην ανάδειξη πρωθυπουργού και υπουργών της χώρας;

Η παρακμή κρίνεται από το πόση αλήθεια και πόση δημοκρατία αντέχουμε.

ΠΗΓΗ

Christos Yiannaras

Πότε «βεβαία η ελπίς»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Έτσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Έλληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Christos Yiannaras

Μετανάστες, Αριστερά και πολιτική ορθότητα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι επίμονες προσπάθειες ορισμένων ιστορικών να χαρακτηρίσουν την Επανάσταση του 1821 «φιλελεύθερη» επανάσταση δεν ξέρω τι επιστημονικό υπόβαθρο έχουν. Είναι όμως εμφανής η ιδεολογική τους πρόθεση. Και μόνον από την άποψη ότι απομονώνουν την παράμετρο του φιλελευθερισμού από την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Όπως στην περίοδο της αριστερής ηγεμονίας προσπαθούσαν διάφοροι Κορδάτοι να αποδείξουν ότι η Επανάσταση υπήρξε ταξική.

Οι παράπλευρες απώλειες είναι εξίσου εμφανείς. Αν η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη τότε ο Σταυρός που βρίσκεται σε όλα τα λάβαρα και τις σημαίες της οφείλεται μάλλον σε λάθος των προγόνων μας που δεν ήξεραν για ποιον λόγο έχυναν το αίμα τους. Δεν έχει σημασία αν όλοι ορκίζονταν στην Αγία Τριάδα. Ούτε αν ζητούσαν την ευλογία του παπά. Υπάρχει και μια δεύτερη απώλεια. Σαν εμείς οι Έλληνες να προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι αποκτήσαμε την ελευθερία μας πολεμώντας εναντίον μουσουλμάνων. Και ότι οι οπλαρχηγοί στις αναμνήσεις τους άπιστους τους ανεβάζουν και άπιστους τους κατεβάζουν. Για να μην πω πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη «αράπης» στα γραπτά τους.

Δυστυχώς για τους υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας η ελληνική Επανάσταση δεν ήταν πολιτικώς ορθή. Αυτά έχει η Ιστορία. Σε μπερδεύει. Θρησκευόμενοι δεν ήσαν μόνον οι αναλφάβητοι αγωνιστές. Θρησκευόμενος ήταν και ο Σολωμός και ο Παπαρρηγόπουλος που έχτισαν το οικοδόμημα της εθνικής συνείδησης. Και ο ένας και ο άλλος αποτύπωσαν στο έργο τους τα ίχνη ενός πολέμου κατά των Οθωμανών.

Η αποσιώπηση του ρόλου της θρησκείας δεν αφορά μόνον την Εκκλησία. Μας αφορά όλους, είτε είμαστε θρησκευόμενοι, είτε όχι. Είναι μια ιδεολογική παραμόρφωση που απευθύνεται περισσότερο στο σήμερα παρά στην Ιστορία. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε ότι ο εχθρός, ο τύραννος εν προκειμένω, ήταν μουσουλμάνος. Και γιατί να το ξεχάσουμε; Μα γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε προορισμένοι να συμβιώσουμε με τους μουσουλμάνους. Δεν έχω αντίρρηση. Ούτε υποστηρίζω ότι το 2021 είναι ίδιο με το 1821. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι δεν μπορείς να γράφεις την Ιστορία όπως σε βολεύει. Χλευάζουμε τον αγράμματο Πολάκη που εξίσωσε τον Κολοκοτρώνη με τον Βελουχιώτη. Δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον εγγράμματο κ. Χατζή που τον εξισώνει με τον φιλελευθερισμό. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο συναντήθηκαν στην υπεράσπιση του Κουφοντίνα.

Την πολιτική ορθότητα την ξεβολεύει η Ιστορία. Οι αριστεροί απ’ την άλλη έχουν πρόβλημα με το παρόν. Εχοντας χάσει το βάθρο της ιδεολογίας τους, το προλεταριάτο, ψάχνουν όπου γης κολασμένους για να σταθούν στα πόδια τους. Και οι μεν και οι δε συναντιούνται στον κόσμο του Ισλάμ. Οι μεν τον χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο του προλεταριάτου που τους έχει εγκαταλείψει. Οι δε ως ενσάρκωση του «άλλου» που πρέπει να ανεχθείς ως διαφορετικό για να αποδείξεις ότι οι πολιτισμοί δεν έχουν σύνορα.

Τόσο απλά.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως η γαλλική ή η αγγλική, αποδέχθηκαν τη μετανάστευση ως ιστορική συνέπεια της αποικιοκρατίας. Στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που δεν συνδέεται με την Ιστορία μας. Και δεν αναφέρομαι στη μετανάστευση από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Αναφέρομαι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που συρρέουν τα τελευταία χρόνια από την Ασία και την Αφρική. Μας βρήκαν ανέτοιμους, και ανίκανους να τους υποδεχθούμε. Και τότε ξεκίνησε μια εργώδης προσπάθεια της Αριστεράς για να πείσει την ελληνική κοινωνία να δεχθεί τον βιασμό ως ευκαιρία.

Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου κατάργησε τα θαλάσσια σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε το αίσχος της Μόριας από τους ανθρωπιστές και οι ΜΚΟ υποκατέστησαν το ελληνικό κράτος. Οργανώθηκε ο εποικισμός του κέντρου της Αθήνας. Και όσο η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση υποδεχόταν ταλαίπωρους για να λιαστούν, με τις ευλογίες της Ευρώπης, η κεντροδεξιά παρακολουθούσε σιωπηλή. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν χρίζονταν πάραυτα ακροδεξιοί. Η Αριστερά έβλεπε στις ροές των μεταναστών υποψήφιους ψηφοφόρους. Με την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας να μεταναστεύει στο εξωτερικό στην πολιτική σκηνή το νέο προλεταριάτο θα μπορούσε να γίνει η κρίσιμη μάζα. Σύμμαχοι των υπολογισμών της Αριστεράς οι μαχητές της πολιτικής ορθότητας. Κι ας ξέρουν ότι το Ισλάμ που υπερασπίζονται μισεί όχι μόνον τις ιδέες τους αλλά και τον τρόπο της ζωής τους.

Στη Γαλλία έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για τον «ισλαμοαριστερισμό» και τη διείσδυσή του στο πανεπιστήμιο. Μήπως ήρθε η ώρα να ξεκινήσει μια συζήτηση για τον τρόπο που μπορούμε να συμβιώσουμε με όλους αυτούς τους πληθυσμούς; Για να ανοίξει όμως η συζήτηση θα πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τα ιδεολογήματα της πολιτικής ορθότητας και τον καιροσκοπισμό της Αριστεράς. Δύσκολο, το ξέρω, όμως μην ξεχνάμε ότι και αυτή η συμμαχία, όπως όλες οι παράταιρες συμμαχίες, στηρίζεται μόνον στη σιωπή όσων βλέπουν τις άγαρμπες ραφές τους.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Επίσημη απώλεια ιστορικής μνήμης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Οι σημερινοί Ελληνώνυμοι μοιάζει να μην έχουμε μνήμη. Είναι ουσιώδες το υστέρημα, κυρίως επειδή η μνήμη διδάσκει και συντηρεί την αξιοπρέπεια. Σήμερα, για την πλειονότητα των Ελληνωνύμων, τόσο η εμπειρία σχέσεων όσο και οι ειδήσεις – πληροφορίες υποκαθίστανται, παθητικά και αυτονόητα, από συγκεχυμένο συνονθύλευμα τηλεοπτικών εντυπώσεων. Ο βομβαρδισμός με «εντυπώσεις», νομοτελειακά ατομικές, και η ευκολία ψυχολογικής τους επιβολής έχουν καταστήσει την πληροφόρηση μια τεχνική προπαγάνδας και τους χειριστές αυτής της μαστορικής opinion makers. Το ναρκισσιστικό του καθενός μας εγώ επιλέγει φιγουράτα δόγματα, από κανάλια και έντυπα της ψυχολογικής μας προτίμησης, υπακούοντας σε πολυποίκιλα απωθημένα. Με τέτοιο εξοπλισμό κάποιοι, ίσως, να φτάνουν και σε έδρα πανεπιστημιακή – βεντέτες, με καλοστημένη προβολή, αφού (κατά σύμπτωση) οι «πεποιθήσεις» τους εξυπηρετούν κόμματα ή και κάποια ξένη πρεσβεία.

Ασεβώ, ίσως, στον νηφάλιο αναγνώστη μου, τον κουρασμένο από τη μακρόσυρτη απογοήτευση και ανελπιστία για την πατρίδα του, αν συνδέσω τη χαμένη μας μνήμη με τον εορτασμό, πριν από δέκα ακριβώς ημέρες, διακοσίων χρόνων από την έναρξη του απελευθερωτικού των Ελλήνων αγώνα. Προκαλούσε ο εορτασμός το οδυνηρό ερώτημα, αν οι σημερινοί Ελληνώνυμοι σώζουμε ακόμα ιστορική μνήμη, επομένως και συλλογική αξιοπρέπεια.

Ο σοφός Κωστής Παπαγιώργης είχε πει (ή γράψει) ότι: «το ελληνικό 1821 ήταν η μόνη στην Ιστορία επανάσταση, όπου άλλοι πολέμησαν και άλλοι κυβέρνησαν»! Γιατί επαναστάτησε ο Ελληνισμός, στη Μολδοβλαχία πρώτα και στον Μοριά αμέσως μετά; Για να ελευθερωθούν οι Έλληνες από τους Τούρκους. Πώς καταλάβαιναν αυτή την απελευθέρωση οι επαναστατημένοι; Να «πάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά», να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό η ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Δηλαδή, ο στόχος των επαναστατών ήταν ό,τι ακριβώς φοβόταν και απεχθανόταν η Δύση.

Η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην πολυμερισμένη και ασυντόνιστη εξέγερση των Ελλήνων ήταν οργή και απειλές. Όταν οι θυσίες και ο ηρωισμός των Ελλήνων άρχισαν να γεννάνε φιλελληνισμό στις κοινωνίες της Δύσης, η στρατηγική μεταβλήθηκε: άρχισε η μεθοδική δολιότητα να διχαστούν οι Έλληνες –αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα– ο φατριασμός να κυριολεκτείται.

Το όραμα που ταύτιζε την απελευθέρωση με την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας (ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», η συνέχιση της Λειτουργίας στην Αγια-Σοφιά εκεί που τη σταμάτησαν οι Τούρκοι) έσβησαν όλα οριστικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε επιβληθεί, μακρόσυρτη και απατηλή, η νέα «τάξη πραγμάτων» που κατεδάφιζε, οριστικά και αμετάκλητα, την ταυτότητα των Ελλήνων: την αυτοκρατορία. Η λέξη είχε πολύ συγκεκριμένη ιστορική σάρκα. Σήμαινε τον Ελληνισμό, όχι σαν εθνοφυλετική, αλλά ως πολυεθνική συλλογικότητα, δηλαδή ως τρόπο βίου, ως νοο-τροπία και γλώσσα, ως πολιτισμό.

Τον πολιτισμό τον γεννάει ένα «νόημα» της ύπαρξης και του κόσμου: μια αφομοιωμένη στη γλώσσα και στους θεσμούς μεταφυσική, μια «πίστη» – εμπιστοσύνη – και όχι κάποιο ιδεολόγημα. Οι Έλληνες του 1821 πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία» ταυτόσημη με «της πατρίδος (του πολιτισμού – τρόπου ζωής) την ελευθερία». Οι Δυτικοί τούς παραχώρησαν την ευφραντική ψευδαπάτη: ένα κρατίδιο, με θεσμούς και λειτουργίες που πιθήκιζαν το ζητούμενο της μετα-μεσαιωνικής Ευρώπης, τις «ελευθερίες», όσες υπόσχεται ο συνεπής μηδενισμός.

Παραχώρηση συγκαταβατική, με όρους εξοντωτικά ταπεινωτικούς: Οικονομία βασισμένη στη λογική της δανειοληψίας, κρατική και περιφερειακή οργάνωση ριζικά αντίθετη στην ελληνική εμπειρία του κοινοτισμού και της αυτοδιαχείρισης, τερατώδικη μεταμόρφωση του λαϊκού εκκλησιαστικού γεγονότος σε «επικρατούσα θρησκεία», οργανισμό κηρυγματικής, ατομοκεντρικής ηθικολογίας.

Παρά τον εξοντωτικό πνιγμό της ελληνικής ιδιαιτερότητας από τη δυτική «φιλελληνική» προστασία, η ευγενική και αρχοντική πολιτική ιδιοφυΐα του Καποδίστρια επιχείρησε να συγκεράσει τα ουσιώδη της ελληνικότητας με την απόλυτη κυριαρχία της Δύσης στη Νεωτερικότητα. Η γαλλική στρατιωτική αποστολή οργάνωσε τη δολοφονία του.
Έτσι, ο εξευρωπαϊσμός του ελλαδικού κρατιδίου πήρε τον χαρακτήρα βίαιης καθυπόταξης. Ορίζεται Γερμανός (Βαυαρός) βασιλιάς των Ελλήνων, ανήλικος, την απόλυτη δικτατορική εξουσία ασκεί τριμελής «αντιβασιλεία». Αυτή στήνει, εκ θεμελίων, έναν κρατικό μηχανισμό χωρίς ίχνος της πολιτιστικής παράδοσης και χαρακτηρολογικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, κράτος μέχρι σήμερα εχθρικό, αντίπαλο, βασανιστή του πολίτη.

Οι δυτικές «Προστάτιδες Δυνάμεις» θα απεργαστούν με υπομονή τη μονιμοποίηση της καταγωγικής (προαποφασισμένης) καχεξίας και ευτέλειας του κράτους των Ελλήνων: Θα προσφέρουν μεθοδικά στην Τουρκία τον πολυαίμακτο ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, την Κύπρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, την Κωνσταντινούπολη.

Την Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2021, γιορτάσαμε. Με φανφάρες, ακραίας επαρχιωτίλας, δηλώσαμε την απώλεια της ιστορικής μας μνήμης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αφορμή η άρνηση του εμβολίου

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μεγάλο μέρος του ιατρικού προσωπικού των δημόσιων νοσοκομείων στην Ελλάδα και μεγαλύτερο (ίσως) του νοσηλευτικού προσωπικού αρνούνται να εμβολιαστούν για προστασία από τον εφιάλτη του κορωνοϊού – ο Τύπος και τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ έδωσαν έμφαση στην πληροφορία. Τα ερωτήματα που γεννώνται από αυτή την εντυπωσιακή, αυθόρμητη άρνηση είναι πολύ δύσκολο να βρουν ξεκάθαρη, πειστική απάντηση.

Φοβίζει, ασφαλώς, η διαπλοκή της ιδιοφυούς υπερσύγχρονης εργαστηριακής έρευνας με ένα ιλιγγιώδες οικονομικό κόστος, αλλά και με μια μυθώδη κερδοφορία, που ασφαλώς θα προκύψει από τέτοιας εμβέλειας εμπόρευμα. Φοβούνται οι έμπειροι των «επιστημών υγείας», γιατροί και νοσηλευτές, μήπως ένας τέτοιος εξωφρενικός πλουτισμός ξεστρατίσει την έρευνα (και τις βιομηχανικές εφαρμογές της) σε προτεραιότητες κυρίως ορέξεων πλούτου και δευτερευόντως στόχων δημόσιας υγείας.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τα πανίσχυρα, μεγάλα στρατόπεδα που περίπου μοιράζονται τον πλανήτη σε επιρροή ισχύος «μοίρασαν» αυτονοήτως και την εκμετάλλευση της επιστημονικής έρευνας και των αποτελεσμάτων της σε τρία προϊόντα του ανταγωνισμού τους: κινέζικο εμβόλιο, ρώσικο, γερμανο-αμερικανικό. Τώρα η κυρία Μέρκελ, με τον απαιτούμενο «ανέμελο» ενθουσιασμό, συνδιαλέγεται, επιδιώκοντας κάτι σαν επανασχεδιασμό της παραγωγής και κατανομής των εμβολίων. Είναι μια κίνηση που μάλλον σχετικοποιεί τον ιατρικό και νοσηλευτικό σχεδιασμό, για χάρη της εξισορρόπησης παγιωμένων φιλοδοξιών ισχύος.

Φυσικά, οι διεθνείς πρωτοβουλίες, από μόνες τους, δεν δικαιολογούν γιατρούς και νοσηλευτές να παραγνωρίζουν τον εξ ορισμού φιλάνθρωπο (ακόμα και με αφελή νοο-τροπία «ανθρωπισμού») χαρακτήρα του εμβολίου. Ισως παραμονεύει η καχύποπτη πάντοτε φοβία όλων μας για τους ραγδαία πλουτίζοντες: Πρέπει να εμβολιαστεί περίπου το 60% του πληθυσμού της γης, για να δημιουργηθεί «ανοσία αγέλης» και ο γήινος πληθυσμός υπερβαίνει τα επτάμισι δισεκατομμύρια ατόμων. Επομένως, η παραγωγή και η διάθεση του εμβολίου σε τέτοιες ποσότητες ιλιγγιώδεις εύκολα θα καταστήσουν κάποιες μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες ισχυρότερες οικονομικά από ένα κράτος –ικανές να εκβιάσουν οργανωμένα κράτη.

Ασφαλώς υπάρχουν ήδη σήμερα ιδιώτες που η περιουσία τους ξεπερνάει το ΑΕΠ κρατών. Αυτή η υπεροχή καθεαυτήν δεν συνιστά οπωσδήποτε απειλή, ακυρώνει ωστόσο προκλητικά την κοινωνική λειτουργία και σκοποθεσία του χρήματος. Κοινωνία συγκροτείται, είχε ορίσει ο Αριστοτέλης, όταν η «χρεία» των ανθρώπων καλύπτεται με αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση των αναγκών τους («το αντιπεπονθός κατ’ αναλογίαν»): Οι ανάγκες μπορούν να κοινωνούνται, όταν συγκρίνονται και η σύγκριση – μέτρηση αποτυπώνεται σε κοινό νόμισμα (το νόμισμα μετράει «πόσα παπούτσια έχουν ίση αξία με ένα σπίτι ή με συγκεκριμένη ποσότητα τροφίμων»). Όταν το συγκεκριμένο νόμισμα-χρήμα αυτονομηθεί από την αμοιβαία αλληλεξυπηρέτηση (από μεγέθη πραγματικών αναγκών – την ανταλλαγή και τη δοσοληψία), αναιρείται το κοινωνικό γεγονός, η κοινωνία της χρείας, οι σχέσεις κοινωνίας της ζωής.

Στον 21ο αιώνα, όπου βρισκόμαστε, είναι πια φανερό ότι η λειτουργία της οικονομίας έχει αυτονομηθεί από τον στόχο της κοινωνίας των αναγκών. Ο κοινός τρόπος του βίου (πολιτισμός μας) καυχάται που είναι ατομοκεντρικός, πολιτισμός του cogito. Σκέπτομαι άρα υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει κατέχω, κυριαρχώ, απολαμβάνω. Η χαρά της ζωής αντλείται από την κατοχή, κυριαρχία, ηδονή, όχι από τη σχέση, τη δημιουργική αυτοπροσφορά, τον αυθυπερβατικό έρωτα.

Ασφαλώς και συντηρούμε τη χρηστική ανάγκη να τιθασεύεται η εγωτική απληστία με συμβάσεις, «συντάγματα», νομοθεσίες. Συντηρούμε προσχήματα «δημοκρατίας», δήθεν «ελεύθερων επιλογών», κοινής χρησιμότητας θεσμών, αλλά ταυτόχρονα η ατομική κατασφάλιση θωρακίζεται με την απόλυτη προτεραιότητα του «ατομικού δικαιώματος». Για να υπάρξει και να λειτουργήσει «κοινωνία» σχέσεων, αναγκών, ελπίδας, χρειάζεται άλλη λογική, όχι ο εγωτισμός του ενστίκτου αυτοσυντήρησης. Στον σημερινό πολιτισμό του «δικαιώματος» ο άνθρωπος λογαριάζεται απρόσωπο άτομο, ουδέτερη μονάδα ομοειδούς συνόλου – δεν παράγει μοναδικότητα μέσα από τη δυναμική σχέσεων κοινωνίας, αντλεί χρηστική μοναδικότητα από έναν Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας, Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, ΑΜΚΑ ή όποια άλλη σύμβαση. Επαρκεί ως ταυτότητα η συμβατικά αριθμημένη διαφορά, η νομική (κρατική) υπηκοότητα. Και «υπήκοος» σημαίνει: υποταγή σε όποιο κράτος (εξουσία) μας αντιπαρέχει ταυτότητα.

Η ίδια χρηστική λογική παρέχει στο άτομο και πολλαπλή υπηκοότητα – η ταυτότητα δεν απηχεί υπαρκτική μοναδικότητα, μόνο επιλογή αυτοκαθορισμού. Η ισχύς του «δικαιώματος» υπερβαίνει το πεδίο επιλογών συμπεριφοράς, διεκδικεί και το πεδίο της ύπαρξης: η εξουσία θεσμοποιεί πολλαπλούς γάμους, επιλογή αλλαγής του φύλου, αλλαγή της επωνυμίας. Τίποτε σήμερα, σε πανανθρώπινη κλίμακα, δεν προϋποθέτει τον άνθρωπο ως «ζώον κοινωνικόν». Ο ατομισμός είναι ο αυτονόητος υποχρεωτικός άξονας της λογικής του βίου. Το άτομο ξέρει μόνο να επιλέγει, όχι να κοινωνεί.

Το ατομοκεντρικό μας, σήμερα, ακοινωνησίας «παράδειγμα» είναι παγιδευμένο στον αυγουστίνειο και προτεσταντικό νομικισμό (ατομική αξιομισθία, ατομική σωτηρία) – αυτόν κηρύττουν (προπαγανδίζουν) σχεδόν η ολότητα επισκόπων και ιεροκηρύκων μας. Το προσδοκώμενο δεν είναι ένας χαρισματικός πρωθυπουργός, αλλά ίσως κάποιοι εκκλησιαστικής αυθεντικότητας επίσκοποι. Ίσως.

ΠΗΓΗ

Χρῆστος Γιανναρᾶς. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: Χάρισμα Φίλων

Το δίλημμα: υποτέλεια ή συντριβή

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Αν υπάρχει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της παρακμής μας των σημερινών Ελλήνων, δεν είναι η ολοκληρωτική οικονομική χρεοκοπία του κωμικού μας κρατιδίου ούτε η ανίατη, μικροπρεπέστατη συμφεροντολαγνεία όσων διαχειρίζονται την εξουσία και όσων τη διεκδικούν. Δεν είναι η κατακόρυφη πτώση επιπέδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ο εξωφρενικός πρωτογονισμός της δημόσιας «πληροφόρησης» και «ψυχαγωγίας», η ανυποληψία του σχολείου, ο ιλιγγιώδης εκπεσμός των πανεπιστημίων. Δεν είναι ο αδίστακτος σε αναισχυντία αμοραλισμός, η διαστροφή ως «δικαίωμα», η αρνησιπατρία ως κορδακισμός, η ατιμία ως προϊόν. Ούτε είναι το ξέφρενο ξεπούλημα κάθε στοιχείου κοινωνικής περιουσίας – οδικών δικτύων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, υποδομών τουρισμού – δεν απομένει τίποτε από αυτά και από ανάλογα απειράριθμα «τζιβαϊρικά πολυτίμητα». Το εφιαλτικότερο τεκμήριο παραίτησής μας των Ελλήνων από τη μετοχή στην Ιστορία είναι ότι παρακάμψαμε απεγνωσμένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο εφιάλτη του ιστορικού μας τέλους.

Ποιος από τους επαγγελματίες της εξουσίας έδειξε ποτέ ότι γνωρίζει και παίρνει στα σοβαρά τις εκκλήσεις για πολιτική εντιμότητα, ανιδιοτέλεια και σωφροσύνη, που κατέθεταν οι Νέστορες του δημόσιου βίου; Σύμβολα ελληνοπρέπειας και χαρισματικής ωριμότητας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και όσοι ανάλογοι. Δεν έχει ακουστεί ένας πολιτικός (ένας, για δείγμα) να δείξει ότι τους πρόσεξε ή, τουλάχιστον, ότι έχει διαβάσει τον μάλλον κορυφαίο της διαγνωστικής οξυδέρκειας που γνώρισε στις μέρες μας η ελληνική κοινωνία: τον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα περίμενε κανείς, όσοι φιλοδοξούν σήμερα να ασκήσουν πολιτική στην Ελλάδα, να κυκλοφορούν έχοντας παραμάσχαλα τη «Θεωρία πολέμου» του Κονδύλη και έχοντας αποστηθίσει, τουλάχιστον, το «Επίμετρο: Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Το 1997 εκδεδομένο το βιβλίο, και μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια οι προβλέψεις του επαληθεύονται με απίστευτη ακρίβεια. Έγραφε: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο…

Θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία: Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΠΡΩΤΗ, επαληθευμένη εκπληκτικά.

«Δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά… να αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και καθήκον του “εξευρωπαϊσμού” της – αφού μάλιστα οι “πολιτισμένοι άνθρωποι” που έχουν ξεπεράσει τους “εθνικιστικούς αταβισμούς”, δεν ξεκινούν πολέμους… για κυριαρχικά δικαιώματα»! ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ψηλαφητά επαληθευμένη.

«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι… οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”». ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΗ, ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

«Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, το παιχνίδι, ξέρουμε από τώρα ότι είναι χαμένο… Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα… αποδεικνύοντας πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας, ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου”… Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται, ανεπαίσθητα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος – αρκεί να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, επαληθευμένη χειροπιαστά.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού”, “εξευρωπαϊσμό”… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ αυτή, και τελεσίγραφο.

Τι μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, όταν δεκαπέντε χρόνια μετά από ένα τέτοιο κείμενο, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να στελεχώνονται με τη λογική της συλλογικής ευφραντικής ασχετοσύνης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ