Αρχείο ετικέτας Επανάσταση 1821

Ο Διάκος και το «Για ιδές καιρόν που διάλεξε…»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» που εξέδωσε το 1914 ο Ν. Γ. Πολίτης, αποθησαυρίζεται και ένα «εις άγουρον» μοιρολόι από τη Λάστα της Γορτυνίας, πρωτοδημοσιευμένο λίγα χρόνια νωρίτερα από τον Νικόλαο Λάσκαρη, στο έργο «Η Λάστα και τα μνημεία της». Εδώ ο μοιρολογητής δοκιμάζει το ανέφικτο: να συγκινήσει με το παράπονό του τον βαρήκοο δρεπανιστή, μήπως τον πείσει να αναστείλει τη δράση του λόγω της ανθισμένης ηλικίας του θηράματός του: «Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρεις, / στα έβγα του καλοκαιριού, στα έμπα του χειμώνα, / να πάρεις τ’ άνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους, / να πάρεις τον αμάραντο, να τον μαράν’ η πλάκα».

Λίγες σελίδες παρακάτω στις «Εκλογές», στο κεφάλαιο «Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου», ο ανθολόγος δημοσιεύει ένα πασίγνωστο πλέον δίστιχο, καταγράφοντας ως πηγή του το βιβλίο του Στ. Ραζέλου «Προοίμια μοιρολογίων λακωνικών» (1870): «Για ιδές καιρόν που διάλεξε ο Χάρος να σε πάρει, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι». Επιφυλακτικός ο Πολίτης όσον αφορά την πατρότητα του διστίχου, και με τη γνώση ότι η πατρότητα και η ιδιοκτησία στον δημοτικό λόγο είναι έννοιες δίχως αντίκρισμα, αν όχι μειωτικές για την ίδια την υπόσταση του λόγου αυτού, προτάσσει το εξής σχόλιο: «Μοιρολόι εις νέον αποθανόντα την άνοιξιν. Τούτο λέγεται ότι ετραγούδησε και ο Διάκος απαγόμενος εις τον τόπον της καταδίκης του».

Οι κρίσιμες λέξεις στο λιγόλογο σχόλιο είναι ο σύνδεσμος «και» («ετραγούδησε κ α ι ο Διάκος») και το ρήμα «λέγεται». Το «λέγεται» –και τα συνώνυμά του– το συναντάμε συχνά στην αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, και ιδίως στον Ηρόδοτο, όποτε ο αφηγητής δεν διαθέτει ασφαλείς πληροφορίες για κάποιο γεγονός ή πρόσωπο και δεν θα ήθελε να τον επικρίνουν σαν παραμυθά, ψευδολόγο ή διασπορέα ανυπόστατων φημών. Το «λέγεται», που παραπέμπει συνήθως στην προφορική παράδοση, το υιοθέτησαν και νεότεροι ιστοριογράφοι. Ο Μιχαήλ Οικονόμου λ.χ., στο έργο του «Ιστορία της εθνικής παλιγγενεσίας ή ο ιερός αγών» (1873), γράφει για τον Διάκο: «Ότι δ’ ελυπήθη διά το πρόωρον εξάγεται εκ του απαγγελθέντος υπ’ αυτού διστίχου, δημώδους μοιρολογίου, όπερ τότε ετραγούδησεν, ως λέγεται».

Περίπου έναν αιώνα μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου, του πρώτου μεγάλου νεκρού της Επανάστασης, ο Ν. Γ. Πολίτης γνωρίζει φυσικά πώς τον απαθανάτισαν οι ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, και πώς τον έκλαψε και τον τραγούδησε ο λαός. Οι «Εκλογές» άλλωστε περιέχουν και το συγκλονιστικό πολύστιχο δημοτικό «Του Διάκου», το οποίον «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον» του αγωνιστή, παραδίδει δε στην αθανασία, έξοχα ιστορημένη, την αγέρωχη λεβεντιά του ήρωα, που «στρίβει το μουστάκι» ειρωνικά όταν του προτείνουν να αλλαξοπιστήσει για να σωθεί. Γνωρίζει επίσης ο Πολίτης πώς δόξασε τον πολεμιστή της Αλαμάνας η επώνυμη ποίηση, και πρώτα πρώτα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης με το δραματικό ποίημά του «Αθανάσης Διάκος», του 1867. Εκεί, στα «Προλεγόμενά» του, ο Λευκαδίτης ποιητής θέτει μότο το δίστιχο που μας απασχολεί, και γράφει:

«Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος, ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν, ην παρήγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ’ ην μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. […] Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητος του βραχυτάτου, αλλά απεράντου εκείνου θρήνου». Ο ποιητής προκρίνει τη διαίσθησή του, ή την εσώτερη επιθυμία και ανάγκη του, θεωρώντας την ασφαλέστερη από την ιστοριογραφία και τη συλλογική πεποίθηση.

Γνωρίζουμε μαζί με τον Νικόλαο Πολίτη, και οπωσδήποτε χάρη και στον δικό του μόχθο, ότι δεν υπάρχουν αδιαπέραστοι φραγμοί και «τείχη υψηλά» ανάμεσα στην ανώνυμη ποίηση και στην προσωπική· τα μοτίβα κυκλοφορούν ελεύθερα, ιδίως όταν αφορούν κορυφαία συμβάντα του ανθρώπινου βίου, όπως ο θάνατος ενός παλικαριού ή μιας λυγερής, που συγκίνησαν την ποίηση ήδη από τη αρχαιότητα. Γνωρίζουμε επίσης ότι συχνά η ποίηση επιβάλλει τη δική της εκδοχή των πραγμάτων, ως «φιλοσοφώτερη και σπουδαιότερη της ιστορίας», σύμφωνα και με την απόφανση του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του. Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Βαρνακιώτης, για παράδειγμα, παραμένει προδότης στη μερικώς ενήμερη συλλογική συνείδηση, επειδή έτσι τον αναθεμάτισε η «Εις τον προδότην» ωδή του Ανδρέα Κάλβου, και έτσι τον κατέκρινε ένα δημοτικό που τον αποκαλεί «Τουρκο-Γιωργάκη», καθώς και το δημώδες «απλούν ποίημα» «Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος» (αποδίδεται στον Στασινό Μικρούλη), που τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1824. Μολαταύτα, τον Δεκέμβριο του 1827 ο Βαρνακιώτης αποκαταστάθηκε με απόφαση του Βουλευτικού Σώματος και ονομάστηκε χιλίαρχος από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κάλβος όμως δεν θήτευε πια στην ποίηση και, ακόμα κι αν πληροφορήθηκε την αποκατάσταση του Βαρνακιώτη, δεν προχώρησε στη συγγραφή κάποιας «παλινωδίας», όπως ο Στησίχορος τον παλιό καιρό. 

Η λαϊκή μούσα, όπως συμβατικά την αποκαλούμε, δούλεψε και ξαναδούλεψε τα αισθήματα του διστίχου που αποδίδεται στον Διάκο, σε κάθε περιοχή όπου μιλιόταν η ελληνική. Το συναντάμε λοιπόν αποθησαυρισμένο σε πολλές ανθολογίες, σε ποικίλες παραλλαγές, συντονισμένες ωστόσο και ομόλογες. Δύο δείγματα μόνο εδώ. Μια ηπειρώτικη παραλλαγή του, δημοσιευμένη το 1880 από τον Παναγιώτη Αραβαντινό στη «Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου»: «Σε τι καιρόν εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει, / τώρα που φύτρωσε στη γης χίλιων λογιών χορτάρι». Και μια κρητική, που δημοσίευσε η Ελπίς Μέλαινα (ψευδώνυμο της Marie Esperance von Schwartz) στην «Κρητική Μέλισσα» (1883): «Για δε ίντα ώρα γύρευε ο Χάρων να με πάρει, / τώρα που πρασινίζει η γη και βγαίνει το χορτάρι». Ο καιρός της καταγραφής ή της δημοσίευσης κάποιου τραγουδιού κάθε άλλο παρά ταυτίζεται με τον καιρό της δημιουργίας του. Το παράπονο του δίστιχου είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο.

Το είπε – δεν το είπε ο Διάκος, το έφτιαξε αυτός ή το ανακάλεσε, είναι μια ενδιαφέρουσα φιλολογική ιστορία, στη σκιά πάντως του κορυφαίου έμψυχου και ένσαρκου ποιήματός του: του μαρτυρίου του. Το άντεξε κι ας ήταν (ή επειδή ήταν) από ύλη αποφασισμένου ανθρώπου, όχι αγίου ή θρύλου. Αυτό λέει το τραγούδι.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η προσπάθεια απαξίωσης των αγωνιστών του 1821 συνεχίζεται

Του ΧΡΟΝΗ ΒΑΡΣΟΥ· Φιλολόγου

Η φετινή επέτειος των 200 χρόνων από την Ελληνική  Επανάσταση  του 1821, ήταν βέβαιο ότι θα αποτελέσει ευκαιρία για ποικίλες συζητήσεις,  οξείες  αντιπαραθέσεις, προβληματισμούς,  διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά και καινοφανείς απόψεις, εντασσόμενες στον γνωστό κύκλο της εθνοαποδομητικής σχολής,  προεξαρχούσης της γνωστής επιτροπής «Ελλάδα 2021». Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή της αναπληρώτριας  καθηγήτριας  στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ, κας Μαρίας Ευθυμίου, πρόσφατα  παραιτηθείσας  από την «Ελλάδα 2021».

Στις  26  Ιανουαρίου σε συνέντευξή της στο InsideStory απαντώντας στο ερώτημα: «Ποια είναι τα 10 πράγματα  που θα έπρεπε οπωσδήποτε να πει σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για την Ελληνική Επανάσταση», διαβάζουμε την άποψη που έχει για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον «καλό» όπως λέει για τον λαό (που προφανώς ως αμαθής δεν ξέρει…) σε αντιπαραβολή με τον «κακό» (όπως πιστεύει ο αδαής  μέσος  Έλληνας…) Mαυροκορδάτο (!) Σύμφωνα μ’ αυτήν, ο Γέρος του Μοριά είναι ο κατεξοχήν «υπεύθυνος» (!) για τους δύο εμφυλίους πολέμους μέσα στην Επανάσταση (Νοέμβριος  1823-Φεβρουάριος 1825), λόγω «της επιδίωξής του να την ελέγξει πολιτικά» και να «ιδρύσει γκοβέρνο μιλιτάρε δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση». Κατά τα λεγόμενά της, «χειρίστηκε αφρόνως το πράγμα και τελικά απέτυχε την ώρα που ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι συνέτριβαν την Επανάσταση». Και συμπληρώνει τον χαρακτηρισμό του ήρωα, λέγοντας ότι «ένας άνθρωπος ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό γι’ αυτήν»(!)

Αυτή λοιπόν την εικόνα θα αποκτούσε όποιος δεν γνώριζε τίποτα για το 1821, μαθαίνοντας για τη «φιλαρχία»  της  πλέον εμβληματικής μορφής της Επανάστασης, και «τη δίψα του για εξουσία» ενώ μάλιστα η Επανάσταση «δεχόταν τα χτυπήματα του Ιμπραήμ»! Απευθυνόμενος κανείς σε κάποιον αθώο και ευκολόπιστο Καναδό, Νεοζηλανδό, ιθαγενή του Αμαζονίου ή Εσκιμώο ενδεχομένως και να τον είχε πείσει. Όμως, δυστυχώς, για κάποιες απόψεις οι πηγές βοούν και η ιστορική αλήθεια κραυγάζει για τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας, του Α. Μαυροκορδάτου, του  Θ. Νέγρη, του  Ι. Κωλέττη, του Γ. Κουντουριώτη που εξώθησαν τα πράγματα σε εμφύλια σύγκρουση φέρνοντας την Επανάσταση στο χείλος της καταστροφής και έστρωσαν τον δρόμο στην ξένη παρέμβαση με τα δάνεια και τα ξενικά κόμματα.

 Τι να σχολιάσει κανείς για τις απόπειρες δολοφονίας του Οδυσσέα Ανδρούτσου στη Στερεά την άνοιξη του 1822, την καθαίρεση, επικήρυξή του ως ληστή και καταδίκη του ερήμην εις θάνατον τον Ιούνιο, την απόπειρα δολοφονίας του τον Μάιο του 1824 στο Ναύπλιο, τη σύλληψή του τελικά τον Απρίλιο του 1825 και τη δολοφονία του στην Ακρόπολη τον Ιούνιο; Την απόπειρα δολοφονίας του ιδίου του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη τον Ιανουάριο του 1824 ή τη δίκη του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό, τον Απρίλιο του ίδιου έτους για «προδοσία» με ποινή «ισόβιας εξορίας»; Τι να πει για τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης αναφορικά με την απόλυτη κατάρρευση της ελληνικής άμυνας στη Μεσσηνία, όταν έφτασε ο Ιμπραήμ τον Φεβρουάριο του 1825, που κρατούσε τον Κολοκοτρώνη  φυλακισμένο  στην Ύδρα και τον απελευθέρωσε, κάτω από το βάρος των συνεχών ηττών από τους Αιγυπτίους, μόλις 3 μέρες πριν τη μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825);

Αλλά και στο ΚΡΗΤΗ TV, καλεσμένη στην εκπομπή του Γιώργου  Σαχίνη,  «ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ»  στις 15/1/2021, με τον τίτλο «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Άξονες Εθνικής Αυτοσυνειδησίας 200 χρόνια μετά», η κα Ευθυμίου στην ημίωρη παρέμβασή της μας κατέστησε γνωστές και άλλες από τις απόψεις της για το 1821. Στην τοποθέτησή της  (1:18:00 λεπτό) για το θέμα του ρόλου και της προσφοράς των φιλελλήνων, διατυπώθηκε η άποψη ότι κατά την πολιορκία των τουρκικών κάστρων από τους Έλληνες, υπήρξαν διαφωνίες σε επίπεδο τακτικής οπλαρχηγών – φιλελλήνων. Μάλιστα  όπως χαρακτηριστικά  είπε «οι  φιλέλληνες έλεγαν ότι αν μας αφήσετε μόνους μας σε λίγες μέρες θα τα πάρουμε λόγω τεχνικής»(!) Προφανώς ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι έωλος αφού είναι γνωστό τοις πάσι, ότι λόγω έλλειψης πυροβολικού ήταν πρακτικά αδύνατο να καταληφθούν κάστρα όπως η Τρίπολη, η Πάτρα, το Ναύπλιο ή ο Ακροκόρινθος εξ εφόδου, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα των φιλελλήνων. Αλλά, αλήθεια, πώς μπορεί να σταθεί μια τέτοια άποψη, όταν είναι γνωστό ότι μόλις 500 περίπου φιλέλληνες ήρθαν στην επαναστατημένη Ελλάδα την περίοδο 1821-1822; Και αυτοί θα μπορούσαν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν η φρουρά της Τρίπολης ήταν περίπου 14.000 το καλοκαίρι του 1821 και η αντίστοιχη της Πάτρας περίπου 7.000 την άνοιξη του 1822, σε περιόδους δηλαδή στενής πολιορκίας  από  τους  Έλληνες;  Είναι δυνατόν να λοιδορείται η τακτική του ασφυκτικού αποκλεισμού σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση ανεφοδιασμού τους από τον οθωμανικό στόλο (με στόχο την παράδοση λόγω πείνας), με δεδομένο τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων;

Στο  αμέσως  επόμενο  λεπτό (1:19:00) υποστηρίχθηκε  ότι  στη μάχη του Πέτα (4 Ιουλίου 1822) «οι φιλέλληνες και το τακτικό πεζικό υπονομεύτηκαν από τους οπλαρχηγούς των ατάκτων, επίτηδες, για να μην γίνει τελικά τακτικός στρατός»(!) Φυσικά για τον ελλιπή σχεδιασμό, την όλη κακή διαχείριση και εκτέλεση της επιχείρησης στην Ήπειρο και τα εξόφθαλμα λάθη σε τακτικό επίπεδο του αρχηγού της εκστρατείας Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου ούτε λόγος(!) Ενός δηλαδή ανθρώπου που στερούνταν παντελώς οποιασδήποτε  στρατιωτικής γνώσης και εκπαίδευσης αλλά κινούμενος καθαρά από φιλαρχία και μωροφιλοδοξία επεδίωξε μια στρατιωτική νίκη στο μέτωπο της Ηπείρου, υπονομεύοντας  πρώτα  απροκάλυπτα τις επιχειρήσεις του Θ. Κολοκοτρώνη στην Πάτρα (Μάρτιος-Ιούνιος 1822) και των Οδ. Ανδρούτσου, Νικηταρά και Δ. Υψηλάντη στην περιοχή της Λαμίας (Απρίλιος 1822). Όλες οι ευθύνες λοιπόν της ήττας στο Πέτα βαρύνουν τους αρχηγούς των ατάκτων, τον Βαρνακιώτη δηλαδή και τον Μ. Μπότσαρη…(!)

Στο τελευταίο λεπτό της παρέμβασής  της  (1:23:00)  διατυπώθηκε και το καινοφανές και ανιστόρητο σχόλιο ότι ο ελληνικός στόλος «εγκατέλειψε» το Μεσολόγγι στην τελευταία φάση «αφήνοντάς το μετέωρο διότι οι Υδραίοι ναύτες αρνήθηκαν να πάνε λόγω μη καταβολής μισθών»(!) Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, ο ελληνικός στόλος, παρά τις δυσκολίες χρηματοδότησης, κατέβαλε πραγματικά υπεράνθρωπες προσπάθειες απέναντι στον  αντίστοιχο τουρκοαιγυπτιακό στον Πατραϊκό κόλπο, έναν υπερμεγέθη αντίπαλο, με 90 πολεμικά πλοία μετά τις 6/11/1825 και ανεξάντλητες δυνατότητες ανεφοδιασμού από τη σχεδόν απρόσβλητη γραμμή Αλεξάνδρειας – Σούδας – Μεθώνης – Πάτρας. Στα πλαίσια της ναυτικής υποστήριξης και του ανεφοδιασμού  του  πολιορκημένου Μεσολογγίου (Απρίλιος 1825 – Απρίλιος 1826) διεξήχθησαν συνολικά 5 ναυτικές εκστρατείες· και στο τέλος, καθώς ήταν πρακτικά αδύνατον πλέον να διοχετευθούν εφόδια και τρόφιμα στους «Ελεύθερους  Πολιορκημένους»,  λόγω  της κατοχής της λιμνοθάλασσας από τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και της ισχύος του αντιπάλου, ο ελληνικός στόλος αποσύρθηκε την επομένη της  πτώσης  της  ηρωικής πόλης.

Αυτά τα απίθανα και κακεντρεχή  ακούστηκαν  και  το  2011  στη γνωστή σειρά του ΣΚΑΙ, στην 6η εκπομπή του ντοκιμαντέρ «Η γέννηση ενός έθνους», για τη δήθεν ηχηρή «απουσία» του ελληνικού ναυτικού από την πολιορκία του Μεσολογγίου και την εγκατάλειψη της πόλης λόγω «βουλιμίας» των πληρωμάτων για μισθούς(!) Για τους στοιχειωδώς γνωρίζοντες, ένα πολεμικό μπρίκι της εποχής (με 16 πυροβόλα και 108 άτομα πλήρωμα), κόστιζε σε μισθούς, τροφές, συντήρηση, επισκευές και φόρτο πυρομαχικών περίπου 15.000 γρόσια για πλου ενός μηνός. Δηλαδή για την κινητοποίηση μόλις μιας μοίρας 20 πλοίων απαιτούνταν σχεδόν 300.000 γρόσια, χρήματα που δεν υπήρχαν, διότι η κυβέρνηση κατασπατάλησε τα δάνεια για τη διεξαγωγή των εμφυλίων πολέμων.

Δυστυχώς,  η  τάση  απαξίωσης της πολεμικής δράσης των αγωνιστών,  επιφανών  ηγητόρων  και  απλών  μαχητών,  σε  αντιπαραβολή με τους «ικανούς» πολιτικούς, τη διπλωματία και τους ξένους που μας «έσωσαν», είναι σαφέστατα έκδηλη όχι μόνο στα μέλη της επιτροπής «Ελλάδα 2021» (γνωστές πλέον οι απαράδεκτες απόψεις που εξεφράσθησαν δημοσίως για τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Καποδίστρια) αλλά και σε τοποθετήσεις όπως οι ανωτέρω. Η κυριαρχία των απόψεων του εθνομηδενισμού είναι δεδομένη στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ΜΜΕ. Στην πλειοψηφία όμως του ελληνικού λαού ήταν και θα παραμείνουν πάντα απελπιστικά  μειοψηφικές, όσο τουλάχιστον η συλλογική μνήμη θα συντηρεί μέσα της το αντιστασιακό ήθος του Ελληνισμού και τις μορφές των ηρώων που έδωσαν τα πάντα για την Ελευθερία μας.

ΠΗΓΗ

ΑΡΔΗΝ

«1800», ο εθνομηδενισμός σε κόμικς

Του Μανώλη Εγγλέζου Δεληγιαννάκη· Δικηγόρου / Ιστορικού

«Οι φόβοι (ότι οι εορτασμοί για το ’21 θα λάβουν το χαρακτήρα μιας πανηγυρτζίδικης εθνοκεντρικής φιέστας) εντείνονται με την αναγγελία της νέας, συντηρητικής υπουργού Παιδείας, ότι στόχος είναι το μάθημα της Ιστορίας «να πάψει να είναι κοινωνικού χαρακτήρα» και «να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση».

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την εισαγωγή του τρίτου βιβλίου της σειράς κόμικς «1800», την οποία υπογράφει ο Γιάννης Αντωνόπουλος (John Antono), σκιτσογράφος/ιστορικός.

Η σειρά «1800», με τέσσερα προς το παρόν τεύχη, μπορούσε να είναι μια προσπάθεια που εμπνέεται από θέματα της ελληνικής ιστορίας. Άρα που αντλεί από την παράδοσή μας, για να δημιουργήσει πνευματικό έργο μέσα από σύγχρονους και δημοφιλείς τρόπους έκφρασης, όπως το κόμικ. Η συγκεκριμένη σειρά μάς μεταφέρει στη Δυτική Ελλάδα του Αλή Πασά, όπου μέσα από τη ζωή του κεντρικού ήρωα, Δήμου Καραμάνου, παρουσιάζονται οι περιπέτειες των Σουλιωτών και τα γεγονότα της Λευκάδας. Τη σειρά υπογράφει ο Θ. Καραμπάλιος, που σε αυτό το χωροχρονικό υπόβαθρο στήνει με δεξιοτεχνία την ιστορία του, ενδιαφέρουσα, δραματική, με παραστατική εικονογράφηση και δυνατή σκιαγράφηση χαρακτήρων.

Ένα κόμικς εμπνευσμένο από αυτή την περίοδο είναι κατ’ αρχήν καλοδεχούμενο. Γιατί, σε έναν τομέα που η δυτική τέχνη κυριαρχεί κι επιβάλλει τη θεματολογία της, το να βλέπεις τους ήρωες του ’21 σε δράση, χρόνια μετά τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, συνιστά από μόνο του θετικό πρόσημο. Βάζει την ιστορία μας στο επίκεντρο και εμείς, ως αναγνώστες, ταυτιζόμαστε με αυτά που διαβάζουμε, μας είναι οικεία, προέκταση του εαυτού μας στο παρελθόν. Δεν είμαστε κάποιοι τρίτοι που απλώς διαβάζουν και συναρπάζονται ίσως από μιαν ιστορία, είμαστε οι ίδιοι κομμάτι των τεκταινομένων.

Το «1800» είχε όλες τις προδιαγραφές να συμβάλλει, με μόνη τη θεματολογία του, στο ρεύμα αποκατάστασης της σχέσης με το παρελθόν μας, ταλαιπωρημένο από «νέες» αναγνώσεις, που σαν το λάστιχο το ξεχειλώνουν προς εξυπηρέτηση νεοταξικών σκοπών. Αλλά δεν το καταφέρνει. Διαπερνάται από έναν εθνομηδενισμό που διακριτικά κι εύπεπτα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αναπαράγει το αποδομητικό αφήγημα.

Ένα αποδομητικό αφήγημα

Ο διάχυτος αντικληρικαλισμός του εμπεδώνεται στη σκηνή του πρώτου τεύχους, όπου ο παπάς, σ’ ένα σκίτσο που θυμίζει έντονα το «Κρυφό Σχολειό» του Γύζη, αναφέρεται στους χρησμούς του Αγαθάγγελου και τονίζει στα παιδιά που τον ακούν ότι, εφόσον το ξανθό γένος θα μας σώσει, δεν πρέπει οι Έλληνες να επιδιώξουν την ελευθερία της πατρίδας μόνοι τους. Γι’ αυτό, «χαΐνηδες σαν τον Νικοτσάρα δεν είναι ήρωες αλλά κακούργοι». Το ότι αυτό φαίνεται να το λέει ένας απλός παπάς οδηγεί σε μια συλλήβδην απαξίωση του ρόλου της Εκκλησίας, καθώς δεν αρκείται καν στο σχήμα αντιπαράθεσης κατώτερου (και επαναστατικού) κλήρου και ανώτερου, που είναι συμβιβασμένος και υποτακτικός της Πύλης.

Η αρνητική παρουσίαση της Εκκλησίας συνεχίζεται με την παρουσίαση του Ιγνατίου (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας) ως υπεύθυνου για την επιστροφή των Ελλήνων της Πρέβεζας στην πόλη τους, πράξη που οδήγησε στη σφαγή τους: Η πιθανότητα να έπεσε εκείνος θύμα εξαπάτησης δεν λαμβάνεται υπόψη. Οι αρνητικές συμπαραδηλώσεις ως προς την Εκκλησία συνεχίζονται με την έμφαση στον αφορισμό των Κολοκοτρωναίων, μετά τη ληστεία κατά του πρωτοσύγκελου της Τρίπολης, με αντικείμενο τα δοσίματα του Πατριαρχείου.

Άλλη σταθερά του κόμικς είναι τα γρόσια ως κινητήριος δύναμη των δραστηριοτήτων των πρωταγωνιστών: Ο Καραμάνος θα μεσολαβήσει στον Αλή Πασά για τον Νικοτσάρα έναντι χιλίων γροσίων, πετύχει δεν πετύχει την αποστολή του. Οι Κολοκοτρωναίοι θα κλέψουν λεφτά της Εκκλησίας. Οι επιτιθέμενοι κατά των Τούρκων ενδιαφέρονται πολύ για τα λάφυρα κ.ο.κ.

Παραπέρα, οι Ρωμιοί έχουν κοινή δράση με τους Τουρκαλβανούς, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είναι βασιλικότερος του βασιλέως στην αυλή του Αλή Πασά, όπου κυκλοφορεί και ο Καραϊσκάκης. Τα Γιάννινα του Αλή Πασά είναι χωνευτήρι κι όχι τόπος με υπόδουλους Ρωμιούς, οι οπλαρχηγοί είναι υπηρέτες του Αλή, ή ζητούν την εύνοιά του. Η αρματολική δράση είναι κοινή χριστιανών και μουσουλμάνων ενόπλων, ο Νικοτσάρας παρακαλάει τον Αλή για ένα αρματολίκι.

Το ιδεολογικό πλαίσιο του «1800»

Σύμφωνα με την εισαγωγή του 3ου τεύχους, η ελληνική επανάσταση υπήρξε «πολυετής εκρηκτική κοινωνική, στρατιωτική και διπλωματική διεργασία» (εισαγωγή 3ου τεύχους), αλλά όχι εθνική. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι «πολυεθνοτική» (εισαγωγή 3ου τεύχους), κι έχει «πολυπολιτισμικό μωσαϊκό» (εισαγωγή 1ου τεύχους), όχι τουρκική με υπόδουλους καταπιεζόμενους λαούς.

Από όλα αυτά, δε λείπει και η απαραίτητη ταύτιση του εθνικού με τη Χρυσή Αυγή: «Όσο ο εθνικιστικός λόγος κερδίζει έδαφος, οποιαδήποτε αναφορά σε σύμβολα και πρόσωπα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 μπορεί λανθασμένα να θεωρηθεί από πατριωτική -με την απολύτως διαστρεβλωμένη έννοια του όρου- και ελληνοκεντρική, έως και εθνικιστική» (εισαγωγή 1ου τεύχους). Και έρχεται το «1800» να μας δώσει την -μη διαστρεβλωμένη προφανώς- πατριωτική προσέγγιση που επιβάλλει η αποδομητική ιστοριογραφία, δηλαδή με την έννοια της πατρίδας απούσα.

Τελικά, η προσπάθεια είναι αυτό που λέει και η εισαγωγή του 3ου τεύχους, η οποία, σε μια φανταστική και αυθαίρετη ανάγνωση της πραγματικότητας της παγκοσμιοποίησης και της επίθεσης στις τοπικές ταυτότητες, θεωρεί το «1800» ως αντίπραξη σε μιαν ιδεολογική εργαλειοποίηση της ιστορίας, προσάπτοντας στην επιτροπή της Γιάννας και του Χατζή …εθνικιστικά χαρακτηριστικά(!), και θεωρώντας πως «οι εθνικές επέτειοι ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούνται ως αφορμή για επίδειξη μισαλλοδοξίας». Χρειάζεται να απαντήσει κάποιος ότι αυτό που εμπεδώνει το «1800» και οι εισαγωγές του είναι όντως η ιδεολογική εργαλειοποίηση της ιστορίας μας, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, αυτή της αποδόμησής της με όχημα μια δημοφιλή μορφή τέχνης.

ΠΗΓΗ

Άρδην

«Τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μάλλον θα συμφωνούσαμε όλοι με την απλοϊκή διαπίστωση ότι «θα είναι κρίσιμη η καινούργια χρονιά». Η γενίκευση γίνεται εύκολα παραδεκτή, ο καθένας μας έχει στον νου του και μια διαφορετική πιστοποίηση κρισιμότητας. Δυσκατάποτος είναι ο ρεαλισμός του συγκεκριμένου και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων.

Πρέπει να γίνεται όλο και περισσότερο φανερό ότι έχουν μεταλλαχθεί οι όροι (προϋποθέσεις) και οι τρόποι (θεσμικές λειτουργίες) του ανθρώπινου βίου. Κάποτε η ανθρώπινη ύπαρξη λειτουργούσε στο πεδίο των σχέσεων (οικογένεια, κοινότητα, πόλις, πατρίδα), σήμερα επιβιώνει, πρωταρχικά, με θωράκιση του εγώ (χαλαρή έως ανύπαρκτη οικογενειακή συνοχή, χρηστική εκδοχή του σχολείου και της μάθησης, απρόσωπη συνύπαρξη σε πολυκατοικίες και μεγαλουπόλεις, κράτος που εξυπηρετεί πρωτίστως συμφέροντα εξουσιαστικής ολιγαρχίας).

Αυτονόητη και με ακαταμάχητη δυναμική η προτεραιότητα του ατομοκεντρισμού, ως καθολικευμένου τρόπου του βίου. Οι άλλοτε κοινωνίες μεταλλάσσονται σε μάζες, οι λειτουργίες συνοχής αλλοτριώνονται σε θωρακισμένες με «δικαιώματα» αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Η άλλοτε αστυνομία έχει μετασχηματιστεί σε στράτευμα ενδοαστικό και με εχθρό εντόπιο, νεολαίο συμπολίτη, με νυχθήμερο το πείσμα του για φονικό.

Θα έλεγε κανείς ότι ζούμε, διασωληνωμένοι όλοι, στην «κάψουλα» της εγωτικής, απρόσωπα συλλογικής αυτοάμυνας, έρμαια του ακοινώνητου φόβου, θύματα κάθε παρανοϊκής διαστροφής των «δικαιωμάτων του ατόμου». Και αγωνιώδες το ερώτημα: Υπάρχει δυνατότητα να αντισταθούμε, περιθώριο άμυνας στην καθολικευμένη πια αυτοκαταστροφική υστερία;

Οι γενικολογίες είναι άγονες, τόσο ως διαπιστώσεις όσο και ως υποδείξεις. Να εστιάσουμε λοιπόν την αναζήτηση ελπίδας στη δική μας χώρα, στις δυνατότητες και προοπτικές της.

Ρεαλιστικό δεδομένο της ελλαδικής πραγματικότητας, η ιδιαιτερότητά της: Διακόσια χρόνια τώρα, παλεύει απεγνωσμένα να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, και δεν τα καταφέρνει, βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στη σύγχυση, στην παραλυτική ανημπόρια, στην ντροπή της ανικανότητας. Γιατί και πού μπερδευόμαστε, πού «μπλοκάρουμε»;

Οι επαναστάτες του 1821 μοιάζει να ήξεραν πολύ καλά ποιοι είναι και τι θέλουν: Ήταν πολίτες – οπλίτες του «μαρμαρωμένου βασιλιά», στόχο είχαν να ξαναπάρουνε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά. Ο Ελληνισμός για τους τότε Έλληνες δεν ήταν «εθνικότητα», ήταν άλλος πολιτισμός, ριζικά άσχετος με τον νομικισμό του θρησκειοποιημένου Χριστιανισμού της Δύσης και την παιδαριώδη μεταφυσική του Ισλάμ. Το πώς διολισθήσαμε οι νεωτερικοί Ελληνώνυμοι από την εμπειρία της πολιτισμικής διαφοράς στα αφελή ιδεολογήματα του εθνικισμού και από την εκκλησιαστική εόρτια κοινωνία στον ηθικισμό και νομικισμό του Αυγουστίνου και του Ακινάτη, ήταν το μεθόδευμα, εκπληκτικό και δόλιο, των «Μεγάλων Δυνάμεων» της Ευρώπης.

Κάθε πτυχή και βήμα αυτής της διολίσθησης απαιτεί κοπιώδη σπουδή, το τελικό κατόρθωμα παραποίησης της Ιστορίας ήταν κατάληξη ευφυέστατης στρατηγικής. Θα άξιζαν ίσως μια απόπειρα τιτλοφόρησης οι πτυχές και τα βήματα: Η αρχική, οργισμένη αντίδραση της ευρωπαϊκής «Ιερής Συμμαχίας» σε μια ακόμα εξέγερση των Ελλήνων. Η ταυτόχρονη έκρηξη σε Μολδοβλαχία και Πελοπόννησο, που βεβαίωνε τη συνοχή του ενιαίου ελληνικού χώρου. Οι πρώτες νίκες των εξεγερμένων, παρά τη φρικωδία της οθωμανικής αντεκδίκησης. Πώς άρχισε να τεχνουργείται, σαν αυτονόητος, ο διχασμός των Ελλήνων – «να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά» ή να μιμηθούμε «τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη-κράτη»;

Τα βαρβαρικά στίφη, που είχαν εισβάλει στην Ευρώπη, από τον 4ο κιόλας μ.Χ. αιώνα, διεκδικούσαν, όχι μόνο τους τίτλους της άλλοτε ρωμαϊκής κυριαρχίας και της εκκλησιαστικής πρωτοκαθεδρίας, αλλά και το κύρος των συνεχιστών της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς. Με αυτή την αξίωση σχεδίασαν λύση συμβιβασμού με τους εξεγερμένους «Γραικούς»: Να γίνει ανεκτό ένα ελληνώνυμο κρατίδιο, τυπικά ανεξάρτητο, στην πραγματικότητα υποτελές (οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά) προτεκτοράτο της Δύσης. Να περιλαμβάνει τις ένδοξες αρχαιοελληνικές τοπωνυμίες: Αθήνα, Ελευσίνα, Κόρινθο, Αργος, Μυκήνες, Σπάρτη, Ολυμπία, Θήβα, Δελφούς, Χαιρώνεια κ.λπ.

Καταγωγικά εξαρτημένο από ευρωπαϊκά δάνεια.

Επιλέγεται ο Καποδίστριας ως πρώτος Κυβερνήτης, αποδείχνεται δύσχρηστος, η αγγλική στρατιωτική αποστολή οργανώνει άψογα τη δολοφονία του. Επόμενη κίνηση είναι η ωμή και απροσχημάτιστη καθυπόταξη του κρατιδίου σε βαυαρική διακυβέρνηση – η Ελλάδα παραδίνεται στη δυναστεία των Βίττελσμπαχ αρχικά, των Γλύκσμπουργκ στη συνέχεια.

Εδαφικά καθηλωμένο στη δυτική όχθη του Αιγαίου, το παντελώς μεταπρατικό, ελληνώνυμο κρατίδιο, αποκύημα της ευρωπαϊκής αυθαιρεσίας και κάποιων αιώνων αχαλίνωτου φθόνου, θα γιορτάσει φέτος (2021) τα διακόσια χρόνια από το πηγαίο θαύμα του 1821. Θα γίνουν εορτασμοί, με κατασκευασμένο το «εόρτιο» κλίμα από διάσημους, χρυσοπληρωμένους τεχνουργούς του εντυπωσιασμού – το πόπολο, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, κυρίως χωρίς περίσκεψιν, θα καταναλώνει «εθνική περηφάνια». Αν γινόταν ένα θαύμα, και σε κάθε έκφανση του πανηγυριώτικου εορτασμού να υπήρχε ένα χαμίνι, όπως στο παραμύθι του Άντερσεν, να φωνάξει την αλήθεια – «ο βασιλιάς είναι γυμνός»! Κοντολογίς, να επαναλάβει τον σπαραγμό του Μακρυγιάννη: «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήσει εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότη».

ΠΗΓΗ

Χρήστος Γιανναράς. Ιστοσελίδα: Χάρισμα Φίλων

Υπάρχει 1821 χωρίς το 1453; Ένα σχόλιο για την αφωνία της «Επιτροπής για τo 1821»

Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

Θα περίμενε κανείς μια ανακοίνωση για την Άλωση της Πόλης από τη λαλίστατη κυβερνητική Επιτροπή για τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.  Η αφορμή δεν ήταν ασήμαντη! Τόσο γιατί χωρίς την Άλωση του 1453 δεν θα υπήρχε η ανάγκη της εξέγερσης το 1821, όσο και γιατί εκτός από τη σημασία του ιστορικού  γεγονότος, υπήρξε αυτή η προσβλητική για τους σύγχρονους Έλληνες  -αναγκαστικούς και μοναδικούς απόγονους των Βυζαντινών Ρωμαίων- χρήση της Άλωσης από τους ισλαμοεθνικιστές του Ερντογάν. 

Βεβαίως το γεγονός δεν ευνοούσε μια προσέγγιση σαν αυτές που μας είχε συνηθίσει η Επιτροπή, είτε χαρακτηρίζοντας δικτάτορα τον Καποδίστρια, είτε αναδεικνύοντας τον Καραϊσκάκη ως έναν σημαντικότατο φαλοκράτη της εποχής του. Και ίσως επειδή το γεγονός της Άλωσης δεν ευνοούσε μια τέτοια προσέγγιση, ίσως γι’ αυτό υπήρξε η αφωνία.

Ας δούμε όμως πως συνδέονται αυτές οι δύο ημερομηνίες με έναν ακατάλυτο δεσμό.

Από το 1453 στο 1821

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 έκλεισε οριστικά μια μεγάλη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και χαρακτηρίστηκε από τον  βαθμιαίο εξελληνισμό της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Άλωση της Πόλης το 1453 και λίγο αργότερα η κατάληψη της Πάτρας (1458), του Μυστρά (1460), και η κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στο Μικρασιατικό Πόντο (1461), επιβεβαίωσαν την οριστική κυριαρχία ενός άλλου πολιτισμικού μοντέλου που είχε γεννηθεί αιώνες πριν στις ερήμους της Αραβίας: του Ισλάμ.

Αυτή η νέα κατάσταση συνετέλεσε στο να σταματήσει η διαδικασία του αναγέννησης των γραμμάτων μέσα από τη γέννηση του Νέου Ελληνισμού από τον 13ο αιώνα και της εμφάνισης πρώιμων θεωρήσεων που θα τις συναντήσουμε και πάλι με την εμφάνιση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Για να κατανοήσουμε την έναρξη της ελληνικής εθνογένεσης τον 13ο αιώνα αρκεί να διαβάσουμε μια απάντηση του  Ιωάννη Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας της Βιθυνίας μετρά το 1204, προς τον Πάπα Γρηγόριο. Στην απάντηση αυτή αναπτύσσεται με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι ο Μέγας Κωσταντίνος κληροδότησε στο «γένος των Ελλήνων» τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Βατάτζης χρησιμοποιεί τον όρο «γένος» στη θέση του σύγχρονου όρου «έθνος» και όχι αναπαριστώντας μια  θρησκευτική ομάδα: «Γράφεις στο γράμμα σου ότι στο δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει…   Αλλά πώς συμβαίνει να αγνοείς ότι μαζί με τη βασιλεύουσα Πόλη  και η βασιλεία σ’ αυτόν τον κόσμο κληροδοτήθηκε στο δικό μς γένος από το Μέγα Κωνσταντίνο. Υπάρχει μήπως κανείς που αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του διαδοχής πέρασε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;…»

Κατά συνέπεια, όποιος αποκόπτει τις εξελίξεις στο ελληνικό κόσμο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, αγνοώντας την ιδεολογική κληρονομιά του Νέου Ελληνισμού, διαπράττει μέγα ολίσθημα. Γιατί εκτός από την κορύφωση εκείνου του πνεύματος και της αναγέννησης που σημειώθηκε στη Νίκαια τον 13ο αιώνα και συνεχίστηκε στον Μυστρά, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη μέχρι και την  πλήρη επικράτηση του Οθωμανικού Ισλάμ. Ο απόηχος εκείνος θα παραμείνει ζωντανός στη Διασπορά μετά την  Άλωση και θα γονιμοποιήσει το επαναστατικό πνεύμα, μόλις διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες μετά το 1789.

Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία. Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, βασισμένη σε υπαρκτές κοινωνικές διακρίσεις, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής, ενάντια στην ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής. Ήταν μια επανάσταση που είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.

Ιδού πως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το εκλάμβανε αυτή τη συνέχεια μεταξύ του 1453 και του 1821, την οποία τα μέλη της κυβερνητικής «Επιτροπής για το 1821» δείχνουν να αγνοούν:   «Όταν επήραμε το Ναύπλιο, ήλθεν ο ‘Αμιλτον να με ιδεί. Μου είπε ότι: «Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό, και η Αγγλία να μεσιτεύσει». Εγώ του αποκρίθηκα «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπιτάν ‘Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμό δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. ‘Αλλους έκοψε, άλλους σκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» – «Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά». Έτσι δεν με ομίλησε πλέον.»  (Ἅπαντα Τσερτσέτη, τ. Γ΄, σσ. 149-150).

Εν κατακλείδι

Φαίνεται ότι για την Επιτροπή υπό την κ. Αγγελοπούλου, το 1821 είναι ένα ορόσημο εν ιστορικώ κενώ. Δεν μπορώ να υποθέσω κάτι διαφορετικό, εφόσον ουδεμία ανακοίνωση εκδόθηκε για την επέτειο, που έλαβε ιδιαίτερη σημασία λόγω της ισλαμο-εθνικιστικής φιέστας περί την Αγία Σοφία.

Τελικά, η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει μια κάποια παράξενη ιδιαιτερότητα στις ιστορικές και κοινωνικές της  προτιμήσεις της!!!

ΠΗΓΗ

Ένα Blog του Βλάση Αγτζίδη

Το ντοκυμαντέρ που όλοι οι Έλληνες οφείλουν να δουν

Του Αντώνη Σπυρόπουλου

Το ντοκυμαντέρ της “Μηχανής του Χρόνου” για τους μεγάλους αγωνιστές ήρωες του 1821 (Νικηταράς, Ανδρούτσος, Μπουμπουλίνα, Μαυρογένους)

Η αλήθεια για το τέλος της Επανάστασης και για όσους αγωνιστές προσπάθησαν να αποτινάξουν από την Ελλάδα την έξωθεν επιβολή των Βαυαρών.

Είναι ακριβώς η ιστορική στιγμή που ο αγώνας της ελευθερίας της Ελλάδας και η κρατική διοίκηση του νεοσύστατου κράτους παραχωρείται στους Βαυαρούς και στον Όθωνα.

Πράξη που θα χαρακτηρίζει την πορεία της Ελλάδας μέχρι σήμερα και θα καθορίσει κάθε μεγάλο γεγονός της νεότερης ιστορίας οδηγώντας την χώρα μέχρι τον εθνικό διχασμό και την τραγωδία της Κύπρου, τα μνημόνια και την παράδοσή της για δεύτερη φορά στους Γερμανούς.

Την άγνωστη αυτή πλευρά της Ιστορίας που η επιτροπή της Αγγελοπούλου και συντεταγμένο το εθνοαποδομητικό μπλοκ θέλουν να αποσιωπήσουν και να σβήσουν από τη μνήμη μας.

Τόσο η αποδόμηση της Ορθόδοξης Παράδοσης και του ρόλου της στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του νεότερου ελληνισμού, της Ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, της επιβολής της βαυαροκρατίας στον νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος όσο και η συκοφάντηση των βασικών συντελεστών της Ελληνικής Επανάστασης (Καποδίστριας, Καραϊσκάκης κλπ) είναι ο τρόπος με τον οποίο -τις τελευταίες δεκαετίες- το μπλοκ των αποδομητών συντεταγμένα με την στήριξη της πλειοψηφίας του πολιτικού κόσμου, χρησιμοποιεί προσπαθώντας να εισάγει και να επιβάλει μια νέα “αφήγηση” και εκδοχή του νεότερου ελληνισμού, προσπαθώντας να αποστραγγίσει τον ελληνισμό από το συστατικό στοιχείο της αγωνιστικότητας για ελευθερία, του αντιστασιακού φρονήματος των Ελλήνων απέναντι σε κάθε μορφή τυραννίας. Την “αφήγηση” που υπηρετεί τα ιστορικά αφαιρετικά σχήματα του Μπήτον και κάθε ιστορικού παραχαράκτη της αληθινής εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων και των πραγματικών χαρακτηριστικών τους.

Κι αυτός είναι και ο λόγος που οποιαδήποτε επιτροπή για το 1821 ΚΥΡΙΑ και ΜΟΝΗ αποστολή είναι να αναδείξει την πραγματική ιστορία των πρωταγωνιστών της Επανάστασης και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι ξένες εγγυήτριες δυνάμεις σε αυτήν.

Σήμερα, και για τα 30, τουλάχιστον, τελευταία χρόνια, οι νέες γενιές διαπαιδαγωγούνται υπό το φάσμα της πλήρους ανιστορικότητας, της πολιτικής αφασίας και άγνοιας της πολιτισμικής τους ταυτότητας, με τέτοιο τρόπο που οδηγεί πολλούς από αυτούς στο μίσος για την ίδια την πατρίδα και κάθε πολιτισμικό και αξιακό στοιχείο συνυφασμένο με αυτήν.

Έλληνας χωρίς Ιστορική Συνείδηση και Γνώση, χωρίς Πολιτισμική Αυτογνωσία παύει να έχει ταυτότητα και λόγο ύπαρξης, παύει να έχει πολιτική συνείδηση και ελεύθερο πολιτικό λόγο και γίνεται άθυρμα στα χέρια κάθε μηδενιστικής ναζιστικής ή παγκοσμιοποιητικής εξουσίας.

Καθήκον κάθε εκπαιδευτικού, κάθε εκπαιδευτικής δομής, πολιτιστικού σωματείου είναι να αναδείξει και να μεταφέρει στις νέες γενιές την ιστορία του ελληνισμού. Αυτή που αποκρύπτεται, διαστρεβλώνεται και παραποιείται στα ελληνικά σχολεία. Και πρέπει να αποτελεί τη κυρία διεκδίκηση και αίτημα της σύγχρονης εκπαιδευτικής κοινότητας μαζί με την ενίσχυση της ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Αντίθετα το επίσημο κράτος δια στόματος της Υπουργού Παιδείας κας Κεραμέως διατείνεται πως τα αρχαία ελληνικά, άρα και η επαφή των νεοελλήνων με την Αρχαία Γραμματεία αποτελούν νεκρή γλώσσα, όπως παλαιότερα το πολυτονικό σύστημα, γνωρίζοντας ωστόσο πως βασικό ιδιοσυστατικό χαρακτηριστικό του Ελληνισμού είναι η σχέση με τη γλώσσα του, γνωρίζοντας πως οι νέοι σήμερα ολοένα καθίστανται λειτουργικά ανορθόγραφοι. Μόνο σκοπιμότητα και δόλο υποκρύπτει μια τετοια επιλογή. Επιλογή που εναντιώνεται στην πλειοψηφία των Ελλήνων άρα αντιδημοκρατική. Αλλά ποιος νοιάζεται για τις επιλογές και ανάγκες του Ελληνικού λαού όταν στο πρόσφατο παρελθόν δημοψηφίσματα ακυρώθηκαν; Ποιός, ειλικρινά νοιάζεται όταν η πνευματική και πολιτική ηγεσία του τόπου συμπλέουσα με το παρασιτικό κεφάλαιο και τις ελίτ συναινεί στις επιλογές αυτές; Ποιος ειλικρινά νοιάζεται ή θα νοιαστεί στο άμεσο μέλλον όταν συνειδητά έχει συμμετάσχει στην διαμόρφωση μιας αφασιακής ελληνικής κοινωνίας; Και, στο τέλος αυτής της θλιβερής ιστορίας, ποιός θα βρεθεί να νοιαστεί για τον εξανδραποδισμό ενός ολόκληρου λαού όταν ήδη έχει εξανδραποδιστεί;

Είναι, λοιπόν, ζήτημα εθνικής επιβίωσης η αναδιαπαιδαγώγηση των νέων στις αξίες, τον πολιτισμό, την ιστορία, τη γλώσσα και τη λαϊκή τους παράδοση. Είναι ο μόνος δρόμος για να διαμορφωθούν ελεύθεροι πολίτες, να αναδιαρθρωθεί το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, να ανασχηματιστεί το πολιτικό κατεστημένο. Και αυτά θα έπρεπε να αποτελούν τα κύρια αιτήματα του σύγχρονου, προοδευτικού εκπαιδευτικού συστήματος και των φορέων του στην Ελλάδα.

Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει ο ελληνισμός είναι να «ξαναβουτήξει» βαθιά στην ιστορία του, να αποκαταστήσει και να γνωρίσει τη δόξα και τον ηρωισμό των πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 για να μπορέσει να επιβιώσει ως διακριτή πολιτισμική και εθνική οντότητα ανάμεσα στις άλλες. Ο σεβασμός στην Ιστορία, τον πολιτισμό και τις αξίες ενός έθνους είναι ο μονός τρόπος που οδηγεί στο σεβασμό μιας άλλης διαφορετικότητας.

Πρώτα οφείλουμε να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε την δική μας ιδιαιτερότητα ώστε στη συνέχεια να σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα των άλλων.

Αυτό είναι πολυπολιτισμικότητα και όχι ένας παγκόσμιος πολιτισμός της κατανάλωσης, της αφασίας και της ιστορικής αμνησίας. Ο πολιτισμικός πολτός είναι το όνειρο της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου για να εξυπηρετεί τις βουλιμικές διαθέσεις του.

Και η σύγχρονη προοδευτική επανάσταση, 200 χρόνια μετά, οφείλει να είναι η επανάσταση απέναντι σε όλα και όλους αυτούς που συνειδητά εκμαυλίζουν και ισοπεδώνουν την πολιτισμική, πολιτική, ιστορική ταυτότητα των λαών, αν θέλει να καλείται Επανάσταση. Είναι ο μόνος τρόπος η Ελλάδα να γίνει πάλι σύγχρονη και μοντέρνα, ο μόνος δρόμος να ξαναγεννήσει γενιές του ’30.

Ποιό άραγε παρελθόν θα μπορέσει να εκσυγχρονίσει και να εκμοντερνισεί ένας λαός όταν έχει χάσει τη γλωσσική, ιστορική, πολιτισμική του ταυτότητα; Όταν συνελόντι ειπείν δεν έχει μνήμη και παρελθόν; Το Μοντέρνο συνίσταται στο γόνιμο διάλογο με το παρελθόν και τη διαμόρφωση νέων, σύγχρονων εκφάνσεων και δημιουργημάτων που στηρίζονται σε αυτό, όταν, όμως, αυτό το παρελθόν υπάρχει.

ΠΗΓΗ

ΑΡΔΗΝ

Η νέα πραγματικότητα, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι με το τέλος της πανδημίας

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗ· πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου

Μπορεί να συναγάγει κανείς ότι, σε μία τέτοια κρίση με πολυσήμαντες διαστάσεις, όπως αυτή που έφερε η επιδημία την οποία επικαλείται η πολιτική ηγεσία -και βεβαίως πολύ σωστά- για να ζητήσει τη συλλογική μας ευθύνη και συστράτευση, αντιφάσκει με τα μηνύματα που μας εξέπεμψε με την αφορμή της 25ης Μαρτίου που ήταν πολύ διχαστικά. Και αυτό μου προκαλεί μία σημαντική απορία. Πρώτα πρώτα βρισκόμαστε μπροστά σε έναν διχαστικό πολιτικό λόγο που εστιάζεται σε αυτό που θα έπρεπε να ενώνει τους Έλληνες (όπως και οποιονδήποτε άλλο λαό), δηλαδή στην πολιτισμική του συνοχή και στην ιστορικότητά της. Επιπλέον δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο από τους πολιτειακούς παράγοντες. Πρόκειται για μία ομοβροντία διχαστικών λόγων από την πολιτειακή ηγεσία, την κυβέρνηση, την προεδρία και την αντιπολίτευση. Η κυρία Σακελαροπούλου ως πρόεδρος, στον πρώτο της δημόσιο λόγο, μας μίλησε για έναν «νέο πατριωτισμό». Πώς τον αντιλαμβάνεται; Τι ενοχλεί άραγε από τον «παλαιό πατριωτισμό» και τι περιέχει άραγε ο νέος; Να υποθέσω ότι στον «νέο πατριωτισμό» περιλαμβάνεται και η ψήφο της που απάλλαξε τον κύριο Παπακωνσταντίνου για μία καίριας σημασίας υπόθεση που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον; Και ποιο ρώτησε αλήθεια για να εξαγγείλει την αναθεώρηση του πατριωτικού προτάγματος της κοινωνίας; Είναι υπεράνω του νόμου κατά το Σύνταγμα. Να υποθέσω ότι είναι και υπεράνω του λαού;  Ο κύριος πρωθυπουργός, από την πλευρά του, ο οποίος δικαίως εξελέγη διότι εφέρετο να εκφράζει και νομίζω με πολιτισμικό πρόσημο σημαντικά διαφορετικό από εκείνο του κυρίου Τσίπρα, μια διαφορετική οπτική του εθνικού συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι σε ένα καίριο ζήτημα όπως η εθνική ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας, συμπίπτει απολύτως με τον πρώην πρωθυπουργό; Πώς θα διακριθεί λοιπόν ο πολιτικός του λόγος όταν ταυτίζεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα που δεν αφορά την ιστορική περιέργεια αλλά τον πυρήνα της οπτικής του για το μέλλον της χώρας; Το να αναγνωρίσει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεοελληνικό κράτος και ως εκ τούτου το έθνος συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος, ή, αντιθέτως, ότι το κράτος συγκρότησε το έθνος γιατί δεν υπήρχε πριν ελληνικό έθνος αλλά μόνο ελληνόφωνοι, έχει τεράστια σημασία για το σήμερα. Πέραν αυτού αυτοί που διακονούν τα μηρυκάσματα αυτά πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες αφού δεν είχαν έθνος και κατ’επέκταση συνείδηση συλλογικής ελευθερίας. Δεν επαναστατεί κανείς ξέρετε, για να αλλάξει το σημείο του… καφενέ. Δεν του αρέσει στην μία πλευρά και θέλει να πάει στην άλλη. Επαναστατεί κανείς για μείζονα ζητήματα. Και, όλοι αυτοί που αρνούνται την εθνική αιτία της επανάστασης όφειλαν να γνωρίζουν ότι χύθηκε πολύ αίμα στο όνομα του έθνους της κοινωνίας. Το ερώτημα λοιπόν, έχει διπλή τεράστια σημασία. Πρώτα πρώτα, είναι ανεπίτρεπτο να το λέει κανείς, στο μέτρο που αυτή καθεαυτή η άποψη αυτή συνιστά λογοκρισία έναντι των ιστορικών πηγών που δεν παύουν διαχρονικά να διακηρύσσουν την εθνική ταυτότητα και την βούληση του συνόλου των Ελλήνων για ελευθερία. Να υποθέσω άραγε ότι όλες οι διακηρύξεις οι σχετικές με την επανάσταση αναφέρονται στο έθνος και στον πόθο της απελευθέρωσης; Επιπλέον η διατύπωση ότι το 1821 «συγκροτήσαμε έθνος» είναι ανεπίτρεπτη ως διχαστική αφού η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πνευματικών του ταγών αποδέχονται ότι οι Έλληνες προεπαναστατικά συγκροτούσαν έθνος και επαναστάτησαν για να συγκροτήσουν κράτος. Από πού αντλεί το δικαίωμα ο πρωθυπουργός της χώρας να έρθει αντιμέτωπος, να προσβάλει ουσιαστικά τον ελληνικό λαό και τις κληρονομιές του. Και για ποιο λόγο το έπραξε άραγε αυτό; Μήπως δεν γνωρίζει έστω ότι το ζήτημα αυτό δίχασε επί μακρόν τα τελευταία χρόνια τον ελληνικό κόσμο καθώς η επιλογή της μιας ή τη άλλης άποψης εμπεριείχε κρίσιμες επιλογές για το μέλλον της χώρας; Αν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οφείλετο στην άγνοια του πρωθυπουργού. Προφανώς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ιστορία, είναι υποχρεωμένος όμως να διαλέγεται με την ιστορία. Είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με τους πραγματικούς δημιουργούς της ιστορίας και όχι να συντάσσεται με το μέρος μιας μειοψηφικής μερίδας ιδεολόγων της ιστορίας η οποία κατά έναν περίεργο, για όσους δεν γνωρίζουν, τρόπο μολονότι μειοψηφία, περιφέρεται με όλες τις καταστάσεις στην περίμετρο της εξουσίας. Το να εκφέρεις τον λόγο της ως πρωθυπουργός σημαίνει ότι αποδέχεσαι και το διατακτικό της το οποίο είναι γνωστό στους παρεπιδημούντες στη χώρα αυτή ποια θέση της επιφυλάσσει ή με πόση σφοδρότητα αντιμάχεται την ελληνική κοινωνία. Είναι κρίσιμες οι μέρες που περνάει η χώρα για να προσεγγίζει με αυτόν τον ακραίο διχαστικό και οπωσδήποτε ανεπίτρεπτο εξ επόψεως σκοπούμενης πολιτικής λόγο. Όπως είπα, εάν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να έχει διαφύγει της προσοχής. Σε ό,τι με αφορά ωστόσο δεν περιήλθε στην αντίληψή μου μια διάψευση εκ μέρους του πρωθυπουργού ή του περιβάλλοντός του. Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι εγγράφεται σε έναν συνδυασμό παραδοχών του ιδίου, που κορυφαία αποτελεί η απόφασή του να συγκροτήσει την επιτροπή για τον εορτασμό της 200σιοστής επετείου από την επανάσταση με γνώμονα την αρχή της ενιαίας σκέψης. Η οποία κατά σύμπτωση δεν κρύβει ότι διακονεί με όρους ενιαίας σκέψης μηρικασμούς ιδεολογικών σκοπιμοτήτων που αντιλέγουν προς την αντίληψη ότι το κράτος δημιούργησε το έθνος  που προάγει επομένως ελληνική ιστορική πραγματικότητα και κατατείνουν στο να δικαιώσουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτα πρώτα την ιδεολογία του ηγεμόνα, αυτού που κατήργησε την ελληνική σημειολογία της εξέλιξης και πράγματι τον μείζονα ελληνισμό προκειμένου να δικαιώσει το νεοελληνικό κράτος και τα πεπραγμένα του. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, θα δοξάσουν το κράτος το οποίο με τις πολιτικές του ακύρωσε την εθνική ολοκλήρωση και κατέλυσε τον ελληνικό κόσμο της εποχής με κορυφαία πράξη του την εξαφάνιση του μικρασιατικού ελληνισμού. Με τα χέρια ελεύθερα πια θα πανηγυρίσουν διότι χάρη στο κράτος το ελληνικό έθνος έφθασε τα σύνορά του έως τον Έβρο. Η επιλογή αυτή έχει και μια άλλη εξίσου συγκαιρική σημασία. Από τη στιγμή που αποσυνδέει κανείς την ελλαδική κοινωνία από τις κληρονομιές της καταργείται το συγκριτικό προηγούμενο. Εφεξής η σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους δεν θα γίνει με τον μείζονα ελληνισμό αλλά με το ομόλογο δυτικό κράτος. Και προφανώς στο κλίμα αυτό θα εμφανισθεί δικαιωμένο στην άποψη ότι για τα κακώς κείμενα φταίει αποκλειστικά η ελληνική κοινωνία. Έτσι παρακάμπτεται και κάτι συνταρακτικά σημαντικό. Το γεγονός ότι αποφεύγει να απολογηθεί για την κατάργηση των κοινών με τα οποία έζησε και μεγαλούργησε ο ελληνισμός από την αρχαιότητα και συνακόλουθα της δημοκρατίας. Διαφορετικά πώς θα εξηγήσει κανείς ότι η κατάλυση της δημοκρατίας στο όνομα της ανωτερότητας μιας καθόλα κατοχικής απολυταρχίας. Με τον ίδιο τρόπο που διακηρύσσουν ως προσαρτήματα του δυτικού διαφωτισμού ότι η σημερινή εκλόγιμη μοναρχία είναι ανώτερη της δημοκρατίας που ο ελληνικός κόσμος βίωνε αδιάπτωτα μέχρι την είσοδο του στο «κράτος έθνος.

Αλλά, το δεύτερο και κυριότερο θέμα ξέρετε είναι αυτό που συνέχεται με τις προεκτάσεις της αναθεωρητικής και όλως διχαστικής αυτής επιλογής που διακινεί η ίδια η πολιτική ηγεσία: Το γεγονός ότι αυτό έχει τεράστια σημασία για τις πολιτικές του σήμερα, την ιδέα που έχει η πολιτική ηγεσία για τη χώρα! Αν όντως επιλέξουμε την ιστόρηση του έθνους δια του κράτους σημαίνει ότι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την αποδόμηση της κοινωνικής και κατά τούτο της πολιτισμικής συνοχής της χώρας και την συρρίκνωσή του λαού της. Δηλαδή, όχι μόνο δεν αποκομήσαμε τα αναγκαία διδάγματα από τις καταστροφές που συσσώρευσε το κράτος των Αθηνών στον ελληνισμό αλλά παραμένει δεσμευμένο στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εάν εμείνουμε στην πολιτική αυτή επιλογή μπορούμε με βεβαιότητα να συνομολογήσουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα δεν θα υπάρχουν Έλληνες στην ελλαδική χώρα. Διότι, αυτό το κράτος που από την Πελοπόννησο έφτασε ως τον Έβρο όπως μας λένε, είναι αυτό το οποίο όχι μόνο αρνήθηκε την εθνική ολοκλήρωση αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξαέρωση του μείζονος ελληνισμού. Αν θελήσουμε να δούμε τι ήταν ο ελληνικός κόσμος μέχρι το κατώφλι του 20ου αιώνα και πού κατήντησε σήμερα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ελληνικό εφοπλισμό σήμερα, και συγχρόνως να διερωτηθούμε πώς συμβαίνει αυτός να διατηρεί αυτή τη  θέση υπό διεθνώς ανταγωνιστικές συνθήκες και στην Ελλάδα να μην υπάρχει ούτε ένα ναυπηγείο. Μήπως επειδή διέφυγε από τις δαγκάνες του νεοελληνικού κράτους; Ας μας εξηγήσουν λοιπόν τι σημαίνει αυτό και τότε θα δούμε τι δηλώνει η πρόθεση να ιστορήσουμε το έθνος δια του κράτους. Ωστόσο για την τεράστια σημασία που έχει το διακύβευμα αυτό για την ελληνική κοινωνία αρκεί να αναλογισθούμε γιατί αποδοκιμάσθηκε ο Τσίπρας στις τελευταίες εκλογές. Για τις Πρέσπες προφανώς. Δηλαδή για το γεγονός ότι εχθρευόμενος τις πραγματολογικές παρακαταθήκες της ελληνικής κοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να κοντύνει (γιατί αυτό είναι το διατακτικό του) την εθνική πολιτισμική αναφορά των Ελλήνων με όχημα την υιοθέτηση του εθνικισμού των γειτόνων προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα. Εάν λοιπόν ο Τσίπρας αποδοκιμάσθηκε στις πολιτικές του και η διάδοχος κυβέρνηση σπεύδει να τις ακολουθήσει προς τι η αλλαγή του αυθεντικού διακινητή τους;  Προκαλεί πάντως απορία ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε το διχαστικό επιχείρημα σε μια περίοδο που βρισκόμαστε σε μία πανδημία, σε ένα καθεστώς αναγκαστικής συστράτευσης των Ελλήνων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου [εδώ] 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ε. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. Σπουδάζοντας την Ιστορία από τις πηγές



Λήψη αρχείου

Αυταπώλειας πανηγυρισμός

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ο πρωθυπουργός, συνταγματικός μονοκράτορας στην Ελλάδα, αποφάσισε να ξεκινήσει η προετοιμασία, προκειμένου, τον μεθεπόμενο χρόνο (2021), να γιορτάσουμε οι Έλληνες τη συμπλήρωση δύο αιώνων από τον ξεσηκωμό των προγόνων μας για την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Το πρόσωπο που διάλεξε ο πρωθυπουργός για την προεδρία της επιτροπής εορτασμού, δηλώνει τι ο ίδιος φαντάζεται και τι περιμένει να οργανωθεί, προκειμένου να τιμηθεί η επέτειος: Περίπου τα γνωστά πανηγυριώτικα «ευρήματα» σκηνοθετικού εντυπωσιασμού, που επαναλαμβάνονται στις ενάρξεις «ολυμπιακών αγώνων», σε φιέστες καρναβαλικές, σε διεθνή τουρνουά ποδοσφαίρου κ.ά.α.

Απόλυτος στόχος, να κερδηθούν οι εντυπώσεις, να εκστασιαστεί το πόπολο, να ενδιαφερθούν για το θέαμα τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα.

Στόχος παντού και πάντοτε οι εντυπώσεις: Στην οργάνωση της παραγωγής, στην αγορά προϊόντων, στη διακίνηση ιδεών, στην επιστημονική κατάρτιση, στον ανταγωνισμό εμπορικών αθλητικών ομάδων, εμπορικών πολιτικών κομμάτων, εμπορικών τηλεοπτικών καναλιών και ραδιοφώνων. Έτσι και με την επιλογή του πρωθυπουργού για την προεδρία του εορτασμού δύο αιώνων από την «παλιγγενεσία», πρώτο κριτήριο η ικανότητα εντυπωσιασμού των ασχέτων.

Ο συνταγματικός μονοκράτορας πρωθυπουργός θα μπορούσε να είχε, έστω και μόνο, ξεφυλλίσει το αυτοβιογραφικό πόνημα της εκλεκτής του – εκδόθηκε το 2013. Θα είχε τότε, ίσως, κάτι αντιληφθεί για τη διαφορά της σοβαρότητας από την ελαφρότητα, του δημιουργικού ταλέντου από την επιδεικτική επιδεξιότητα. Ίσως όλα να ήταν διαφορετικά στην πατρίδα μας, αν έστω κι ένας πρωθυπουργός, στα τελευταία σαράντα χρόνια, μπορούσε να διακρίνει την κρίσιμη διαφορά του σοβαρού από το ασόβαρο, του πραγματικού από τις εντυπώσεις.

Ασφαλώς προσβάλλει την όποια έλλογη ευαισθησία η πρωθυπουργική επιλογή της προέδρου για την προετοιμασία του εορτασμού της παλιγγενεσίας. Όμως, ολόκληρο το «σύστημα» διαχείρισης της ελληνικής συνέχειας στη χώρα μας (κυβερνήσεις, κόμματα, η κρατική μηχανή, η Δικαιοσύνη, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, οι Επίσκοποι, οι Ένοπλες Δυνάμεις, η Τοπική Αυτοδιοίκηση ή ό,τι άλλο) βεβαιώνουν, έμπρακτα, καθημερινά και με έμφαση ότι αντιλαμβάνονται την «παλιγγενεσία» ακριβώς όπως και ο πρωθυπουργός: Δηλαδή, ακριβώς όπως μια πρώην αποικία που αποτίναξε, με τεράστιες θυσίες, τον ζυγό αθέλητης δουλείας αιώνων, για να της παραχωρηθεί μια πιο λουστραρισμένη, αλλά τώρα θελημένη υποδούλωση: ηδονικά καμουφλαρισμένος αυτεξευτελισμός. 

Κατάφαση ή αντίρρηση σοβαρή γι’ αυτή την πιστοποίηση προϋποθέτει μελέτη πολλή και δίχως προκαταλήψεις – μια επιφυλλίδα μόνο σαν πρόκληση μπορεί να λειτουργήσει. Με την καταθλιπτική, εκ προτέρου επίγνωση ότι και η πρόκληση είναι προ πολλού παγιδευμένη: Η συντριπτική πλειονότητα των Ελληνωνύμων σήμερα είναι απολύτως βεβαιωμένη ότι έχει την «ορθή» άποψη, έστω κι αν την αντλεί από επιπόλαια ψιλοδιαβάσματα ή κυρίως από την εγκληματική ανευθυνότητα των ΜΜΕ. Δεκαετίες τώρα (τουλάχιστον τέσσερις) η ιστορικο-υλιστική προπαγάνδα μονοπωλεί τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ στη χώρα μας.

Το ερώτημα είναι απλό: Ποιος ήταν ο Ελληνισμός πριν την παλιγγενεσία και ποιος είναι σήμερα; Η απάντηση μπορεί να ελεγχθεί με δεδομένες μετρήσεις, πολλαπλά βεβαιωμένες μαρτυρίες: Οι Έλληνες τότε, πριν την «παλιγγενεσία», ήταν πολλές και μεγάλες πληθυσμικές ομάδες διάσπαρτες τόσο μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής. Με τα λόγια του Ελύτη, ο Έλληνας τότε «ανάσαινε (ακόμα) τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, τη νότιο Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και φυσικά την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ώς κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».

Έστω και μόνο τα κτίρια που άφησαν πίσω τους οι Έλληνες στην Τεργέστη, στην Οδησσό, στη Βιέννη, στη Βενετία, στη Μασσαλία, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στο Βουκουρέστι βεβαιώνουν το συναρπαστικό παράδοξο: Ότι υπόδουλοι στους Τούρκους οι Έλληνες ήταν άρχοντες. Λαός με πηγαία περηφάνια για τη γλώσσα του, την Ιστορία του, τους προγόνους του, την πίστη του. Οικονομικοί μεγιστάνες στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής, άρχοντες καλλιέργειας της ευαισθησίας στην άγονη ύπαιθρο και στα νησιά, με τη συναρπαστική ποικιλότητα της λαϊκής φορεσιάς, της σοφής και έκπαγλης λαϊκής αρχιτεκτονικής, της λαϊκής μουσικής, αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την οθωνική ασέλγεια βιασμού της Ελληνικότητας από τον φορμαλιστικό «εξευρωπαϊσμό», οι Έλληνες δεν είναι πια Έλληνες. Η εικόνα λαού αρχόντων καταπόθηκε από τα στερεότυπα των «λαντζέρηδων» στα εστιατόρια της Αμερικής, των εξαθλιωμένων που «ξύνουν ψάρια» στα Fish and Chips της Αυστραλίας, των ανθρακωρύχων του Βελγίου, των Gastarbeiter της Γερμανίας. Χάθηκε αμετάκλητα ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Βόρειας Ηπείρου, της Βόρειας Κύπρου, της μακεδονικής Πελαγονίας.

Η βαρύτερη απώλεια δεν είναι οι χαμένες πατρίδες, οι σφαγμένοι, τυραννισμένα εξοντωμένοι Έλληνες της άλλοτε ελληνικής «οικουμένης». Είναι η οριστική απόσβεση του ελληνικού «τρόπου». Δεν υπάρχει πια γλώσσα να συνεχίσει την ελληνική μοναδικότητα, κοινή επίγνωση Ιστορίας, σώμα εκκλησιαστικής κοινωνίας, διασπορά που να λογαριάζει με καύχηση την ελληνικότητά της.

Και ούτε ένας «θάνατος από αηδία», δηλωτικός αντίστασης στη νεκροφόρο φιέστα της Γιάννας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το κράτος σε ρόλο ιστοριογράφου

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Για την ιστορία, όπως τη ζούμε σήμερα, εν θερμώ, στην εφημεριδογραφική και διαδικτυακή διάστασή της, ίσως έχει κάποια σημασία η είδηση ότι «οι σαμαρικοί της Ν.Δ. ενοχλήθηκαν με τον ορισμό της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου ως επικεφαλής της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”». Για την ιστορία, ωστόσο, που θα γραφτεί σε δύο ή τρεις δεκαετίες, με αξιολογική αυστηρότητα, η «ενόχληση» αυτή θα είναι παντελώς αδιάφορη. Ούτε καν μια υποσημείωση.

Μικρό –εγκυκλοπαιδικό– ενδιαφέρον θα έχει αναδρομικά και η καθαυτό επιλογή της ολυμπιάρχου του 2004, παρεκτός και επιβεβαιωθούν –όπως είναι το πιθανότερο– οι φόβοι ότι η κ. Αγγελοπούλου επελέγη από τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη με όρους θεάματος, όχι πνεύματος. Αλίμονο όμως αν συρρικνωθεί σε μερικά θεαματικά events η επέτειος-ορόσημο, τα διακόσια χρόνια από μια Επανάσταση που συντάραξε τον κόσμο όλον. Τα πυροτεχνηματικά σόου μπορούν να υπηρετήσουν μόνο τη διαιώνιση της εξιδανικευτικής ρητορικής και των αυτοκολακευτικών μυθευμάτων που αντέχουν επί δύο αιώνες, σε πείσμα της αδέκαστης πλην μη υιοθετούμενης από τους ποικίλους πολιτειακούς μηχανισμούς ιστοριογραφίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κληρονομιά της επετείου δεν θα έχει μεγαλύτερη αξία από τη διαβόητη «ολυμπιακή κληρονομιά»: ημιαχρηστευμένες γιγαντιαίες εγκαταστάσεις και πολλοί, πάρα πολλοί καθρέφτες σπασμένοι από τη ματαιοδοξία που κατοπτρίστηκε πάνω τους. Χυμός, κανένας.

Για να γεννηθούν χυμοί ανθεκτικοί στον χρόνο, για να ’χουν λόγο οι Έλληνες σε δύο ή τρεις δεκαετίες να ασχοληθούν με το 2021, η επέτειος πρέπει να οργανωθεί από ένα πνεύμα δίκαια κριτικό και έντιμα αυτοκριτικό. Αυτό είναι το μόνο ικανό να διακονήσει την ουσιώδη αυτογνωσία μας, κλαδεύοντας τους μύθους που υποτίθεται πως είχε ανάγκη η εθνική μας αυτοπεποίθηση στην πρώτη ηλικία της. Ίχνη τέτοιου πνεύματος δεν διακρίνονται στο άρθρο 113 του σχεδίου νόμου για το επιτελικό κράτος, που ορίζει, με τσαπατσούλικα ελληνικά, τα της Επιτροπής: «Σκοπός της Επιτροπής είναι […] (γ) η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του κράτους». Δηλαδή, να φτιάξουμε ένα «εθνικό αφήγημα», που θα φτιάξει την «ενιαία εικόνα της χώρας» (πρώτα η εικόνα) και την «ενιαία ταυτότητά» της. Το κράτος-συγγραφέας, κανονιστικός και δεσποτικός, ιδιοκτήτης της μιας και μόνης αληθείας. Το κράτος-ιστοριογράφος της σχολής του Προκρούστη. Αν αυτό είναι το πρώτο στάδιο της εξαγγελθείσας «επανάστασης στον πολιτισμό», ποια τα επόμενα;

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ