Αρχείο ετικέτας Εκκλησιαστική Ιστορία

Oι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας κατά την περίοδο της Επταετίας (1967-1974)

Διάλεξη του Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας Χάρη  Ανδρεόπουλου στο Τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Στο θέμα των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας κατά την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974 αναφέρθηκε ο Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Στερεάς Ελλάδος Χάρης Ανδρεόπουλος, σε διδασκαλία – διάλεξή του στους τελειοφοίτους φοιτητές του Τμήματος Θεολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του υποχρεωτικού μαθήματος (Ζ΄ εξαμήνου) της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος. 

Ο κ. Ανδρεόπουλος έχει ασχοληθεί με την περίοδο της Επταετίας στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής και είναι συγγραφέας του βιβλίου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση” (εκδ. Επίκεντρο, με Πρόλογο του Καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Αθηνών κ. Ιωαν. Μ. Κονιδάρη) το οποίο έχει από διετίας συγκαταλεχθεί στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων “ΕΥΔΟΞΟΣ” ) ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 6ου – εαρινού – εξαμήνου «Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος»). Πραγματοποίησε τη δίωρη διδασκαλία του στο Τμήμα Θεολογίας του ΕΚΠΑ μετά από πρόσκληση της διδάσκουσας το μάθημα, επίκουρης καθηγήτριας του Ιστορικού τομέα του Τμήματος κ. Δέσποινας Μιχάλαγα, παρουσιάζοντας τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας (1967-1974) και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973), όσο και επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα (Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974, κ.ε.). 

Ο κ. Ανδρεόπουλος ανέλυσε ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της ο οποίος εκδηλώθηκε με σωρεία απροκαλύπτων παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως προκειμένου να υπηρετηθούν ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αναλύθηκαν στους φοιτητές τα θέματα αφ΄ ενός μεν της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσεως της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφ΄ ετέρου δε των δώδεκα (12) εκπτώτων – “ιερωνυμικών” λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Ιούνιος – Ιούλιος 1974) και το οποίο – ως απότοκο της Επταετίας πρόβλημα – ταλαιπώρησε τη ζωή της Εκκλησίας μέχρι και τα πρόσφατα χρόνια (1990 – 1996). Επίσης, ο κ. Ανδρεόπουλος αναφέρθηκε και ανέλυσε τις πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολιτεύσεως, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. 

Τέλος, απάντησε σε ερωτήματα και τοποθετήθηκε σε προβληματισμούς που κατέθεσαν οι φοιτητές γύρω από το θέμα τόσο της περιόδου της Επταετίας, όσο και ευρύτερα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας.

ΠΗΓΗ

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Η θέση του Ευγένιου Γιαννούλη στη θεολογική σκέψη του 17ου αιώνα. Θεολογικές σταθερές στις επιστολές του



Λήψη αρχείου

Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου της Αρχαιολογικής – Ιστορικής – Λαογραφικής Εταιρείας Θεστιέων, (Ακρόπολη Θεστίας – Θέρμο – Ναύπακτος 9-11 Ιουνίου 2012), Ναύπακτος 2015, σσ. 415-448.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το ζήτημα της Ουκρανίας

Αυτοκέφαλη Ουκρανία ίσον δικέφαλη Ορθοδοξία

Του ΜΑΡΙΟΥ Π. ΜΠΕΓΖΟΥ· Προκοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Τρίγωνο του Διαβόλου» («Τρίγωνο των Βερμούδων») θυμίζει η εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία με τρεις πλευρές.
1. Η πολιτικοποίηση των ορθοδόξων προκαθημένων της Μόσχας στη Ρωσία του Πούτιν και της Κ/Πολης στις ΗΠΑ του Τραμπ. Ανέκαθεν τα δύο πρωτοκορυφαία πατριαρχεία των ελληνόφωνων και των μη ελληνόφωνων (κυρίως σλαβόφωνων) ορθοδόξων είχαν προσάρτηση και εξάρτηση από τις δύο Υπερδυνάμεις.
Η Αμερική στήριζε και υποστήριζε το Φανάρι στην ψυχροπολεμική εποχή. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Αμερικής μετέβη στην Κ/Πόλη με το προεδρικό αεροσκάφος του Τρούμαν. Ο νυν «Πράσινος» Πατριάρχης ευοδώνεται στις περιβαλλοντικές του πρωτοβουλίες επί 25ετία από τις ΗΠΑ, οι οποίες ανεπιτυχώς ρητορεύουν υπέρ της επαναλειτουργίας τής από το 1971 κλειστής Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Με την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας ευνοείται η πολιτική των ΗΠΑ να πληγεί το «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας, ο σιτοβολώνας της Ουκρανίας. Ετσι βαθαίνει το ρήγμα δυτικόφιλων – ρωσόφιλων Ουκρανών και παγιώνεται ο άτυπος διχασμός της πολύπαθης χώρας σε ανατολική ρωσόφιλη (Ντόνετς) και σε δυτική «φιλευρωπαϊκή» Ουκρανία (Κίεβο).
Ένα αυτοκέφαλο Πατριαρχείο του Κιέβου συμβολίζει συνειδησιακά μέσα στον πιστό λαό και τον φανατισμένο όχλο την ουκρανική αντιπολίτευση στη Μόσχα και τη συναφή πρόσδεση της χώρας σε ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ με ορατή την πολεμική περικύκλωση της Ρωσίας.
Το πολιτικό πρόβλημα Ρωσίας – Αμερικής στην Ουκρανία γίνεται θρησκευτικό ζήτημα αναμοχλεύοντας την οργίλη λαϊκή συνείδηση και αναδεύοντας απαίσιες ιστορικές μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την πολιτικοποίηση του ουκρανικού «γόρδιου δεσμού» διά της εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας μετασχηματίζεται το πολιτικό σε θρησκευτικό, σαν την πρώην Γιουγκοσλαβία του 1990 (Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κροατία, Κόσοβο: ορθόδοξοι, καθολικοί, μουσουλμάνοι). Αντί του κατευνασμού επέρχεται διέγερση και έμμεση αλλά σαφής προτροπή σε βιαιοπραγίες και αιματοχυσία.
2. Ο ρωσικός πανσλαβισμός της Μόσχας από τον 19ο αιώνα και ενωρίτερα μάλιστα αναβιώνει μετασοβιετικά με τον «νεοβυζαντινισμό» του Πούτιν και τη θεοκρατική ιδεολογία του μοναστηριακού Κύκλου Στρεζένσκι. Η θεωρία περί Μόσχας ως «Τρίτης Ρώμης» μετά τη «φραγκοκρατούμενη» Πρώτη / Πρεσβυτέρα Ρώμη και την «τουρκοκρατούμενη» Νέα Ρώμη / Κ/Πολη πρυτάνευσε μέσα στην τσαρική θεοκρατία.
Προβλήθηκε επί σοβιετικής αθεΐας από την εξόριστη ρωσική Διασπορά σε Ευρώπη (Αγ. Σέργιος στο Παρίσι) και Αμερική (αυτοκέφαλη «Αμερικανική Ορθοδοξία»: «Μετροπόλια»). Μετασοβιετικά υιοθετήθηκε από τον «νεοβυζαντινισμό» του Πούτιν με την περιβόητη «Ρωσική Ιδέα» ως τη «Νέα Αυτοκρατορία» παγκοσμίως, σαν θεοκρατία του 21ου αιώνα χωρίς τσάρο, αλλά με απομίμηση του Μ. Κωνσταντίνου στο Βυζάντιο.
Ο πολιτικός πανσλαβισμός ταλάνισε τον Αγιον Ορος με απόπειρα ρωσικής διείσδυσης από τον 19ο αιώνα. Επίσης ταλαιπώρησε τους Αγίους Τόπους με τη διαβόητη «Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης» ως το θρησκευτικό πρακτορείο της ρωσικής κρατικής πολιτικής στο εξωτερικό από τον τσάρο μέχρι και τον Πούτιν.
Το Βατοπαίδι με ρωσόφιλους κύπριους μοναχούς θεοκρατικών ιδεολογημάτων, προπαγανδιστικά πρακτορεία ειδήσεων και εθνικιστικές θρησκευτικές εφημερίδες στην Ελλάδα, πλουσιοπάροχες πολιτιστικές εκδηλώσεις, υποτροφίες σε νέους ερευνητές και ο θρησκευτικός τουρισμός είναι οι ιμάντες του πανσλαβισμού στη χώρα μας πρόσφατα.
Η Ουκρανία με την προσάρτησή της στη Μόσχα εκκλησιαστικώς συμβολίζει την εξάρτησή της από τη Ρωσία πολιτικά και πολιτιστικά. Άλλωστε ο εκχριστιανισμός των Ρώσων έλαβε χώρα στην Ουκρανία, τη «Μικρή Ρωσία», σε αντιδιαστολή προς τη «Λευκή Ρωσία» (Λευκορωσία) και τη «Μεγάλη Ρωσία» ή «Μητέρα Ρωσία».
Η σχέση Ελλάδας – Κύπρου αντικατοπτρίζεται στη συνάφεια Ρωσίας – Ουκρανίας ιστορικά, γλωσσικά, εθνικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά. Αν η Κύπρος είναι το διεθνές βαρόμετρο της χώρας μας (Κυπριακό 1950-1960, Διχοτόμηση 1974), η Ουκρανία διαδραματίζει ανάλογο ρόλο για τη Ρωσία.
Χάνοντας την Ουκρανία εκκλησιαστικώς η Μόσχα, με την Αυτοκεφαλία του Φαναρίου, θα χάσει την «Τρίτη Ρώμη» και τη «Ρωσική Ιδέα». Εμμένοντας για την εξάρτηση της Ουκρανίας από τη Μόσχα αναδεικνύει τον εαυτό της ως το «αντίπαλον δέος» της ελληνόφωνης Ορθοδοξίας, σαν δήθεν τον πρόμαχο «γνησίων ορθοδόξων» του παλαιού ημερολογίου και τον τάχα ηγήτορα της παγκόσμιας θεοκρατίας των ορθοδόξων.
3. Ο συγκεντρωτισμός του Φαναρίου, ο αυταρχισμός αντί της συνοδικότητας, η «βατικανοποίηση» της Κ/Πολης με τη σταδιακή απομάκρυνση της «πράσινης πατριαρχίας» από τη συναινετική πατριαρχία ενός Αθηναγόρα και την ταπεινόφρονα πατριαρχία του διαδόχου του Δημητρίου οδήγησαν στην όξυνση του ουκρανικού ζητήματος. Η διαβόητη φράση «η Κ/Πολη δεν απειλεί, ούτε απειλείται» είναι πολιτικάντικη κορόνα και όχι εκκλησιαστικός λόγος, που ευτυχώς δεν ελέχθη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη αλλά από αυλικούς που είναι βασιλικότεροι του βασιλέως των πάντοτε!
Η Αυτοκεφαλία κυοφορεί Σχίσμα! Αυτό είναι το ύπατο διακύβευμα στην Ουκρανία. Μετά το Σχίσμα Ανατολικής – Δυτικής Εκκλησίας (1054) που δίχασε τον ελληνόφωνο και τον λατινόγλωσσο χριστιανισμό, επαπειλείται στον 21ο αιώνα το Σχίσμα Ελληνοφώνων – Σλαβοφώνων Εκκλησιών. Η Σύνοδος της Κρήτης (2016) ήταν Αγία αλλά όχι Μεγάλη με την απουσία του 1/3 (4 εκ των 14) των ορθοδόξων.
Δεν επιτρέπεται η «πολυτέλεια» ενός σχίσματος ελληνοφώνων και μη ελληνοφώνων (σλαβοφώνων και αραβοφώνων) ορθοδόξων σήμερα πια. Αφορμή είναι ποιος προκαθήμενος υπογράφει την Αυτοκεφαλία: ένας, μόνος και πρώτος ή μαζί με άλλον / άλλους! Για μια υπογραφή αξίζει ένα σχίσμα;
Με παγκόσμια ανθρωπιστική κρίση (γενικευμένη «φτωχοποίηση»), οικολογική απειλή (κλιματική αλλαγή) και ψυχροπολεμικό κλίμα (αμερικανικός απομονωτισμός, βρετανικός ευρωσκεπτικισμός, ευρωπαϊκός εθνικολαϊκισμός) απαγορεύεται ένα σχίσμα ορθοδόξων συνειδήσεων.
Μια αυτοκέφαλη Ουκρανία θα σημάνει μια ακέφαλη Ορθοδοξία με «δικέφαλη» ηγεσία (Κ/Πόλεως και Μόσχας).

Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Ο πατριάρχης άγιος Γεννάδιος Β´ Σχολάριος και η εποχή του»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Tο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και ο Σύλλογος Φίλων της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής συνδιοργανώνουν Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Ο πατριάρχης άγιος Γεννάδιος Β´ Σχολάριος και η εποχή του» στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή 19 και το Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018 στο αμφιθέατρο του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, στους χώρους της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Βλατάδων. Δείτε παρακάτω το αναλυτικό πρόγραμμα και τους ομιλητές.

Πρόγραμμα

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία της Ελλάδος στα χρόνια της Δικτατορίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη το βιβλίο του Θεολόγου Καθηγητή Χάρη Ανδρεόπουλου «Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και Νομοκανονική προσέγγιση», σε εκδήλωση της εφημερίδας «Χριστιανική» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.

Η εφημερίδα «Χριστιανική», σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Επίκεντρο», διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Η Εκκλησία στα χρόνια της δικτατορίας 1967-1974» στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Χαράλαμπου Μ. Ανδρεόπουλου, θεολόγου καθηγητή, Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ, «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» (σειρά «Ιστορία και Κοινωνία») της Θεσσαλονίκης.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την 25η Απριλίου 2018,  ημέρα Τετάρτη και ώρα 7 μ.μ. στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Α΄ αμφιθέατρο, 2ος όροφος).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

–   Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Μανώλης Μηλιαράκης, Φυσικός, επίτιμος Πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας»

Κλήμης Πυρουνάκης, Θεολόγος, συντονιστής Δικτύου Στήριξης Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων Γυναικών

–   Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολόγος καθηγητής, M.Th., Δ/ντής Γυμνασίου, και ο συγγραφέας.

Θα ακολουθήσουν ελεύθερες παρεμβάσεις και διάλογος. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Μανώλης Τασόγλου, μέλος της Κ.Ε. της «Χριστιανικής Δημοκρατίας».

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Λίγα λόγια για το βιβλίο (σημείωμα του εκδοτικού οίκου):

«Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας. Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί Γ. Παπαδοπούλου (και αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, Μάϊος 1967- Δεκέμβριος 1973) όσο και επί Δ. Ιωαννίδη (και  αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974).

 Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).  

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974». (Από την αναφορά στο οπισθόφυλλο και στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων Επίκεντρο).

* Το βιβλίο προλογίζει ο ομ. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «..έως σήμερα, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ. Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική ιστορία του τόπου μας» (από τον Πρόλογο του βιβλίου ).

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Για το βιβλίο έχουν γράψει:

«Το βιβλίο αυτό απευθύνεται πέρα από τον νομικό, τον ιστορικό, τον θεολόγο, τον κληρικό, τον ερευνητή και τον κάθε ειδικώς (και όχι μόνο) ενδιαφερόμενο περί τα θέματα αυτά, εξάπαντος και εξόχως στον Nεοέλληνα και δη τον ορθόδοξο χριστιανό, που θέλει να εγκύψει στα δύσκολα και σκανδαλώδη αυτά προβλήματα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας χωρίς φόβο και πάθος, με ωριμότητα και πνευματική νηφαλιότητα, προκειμένου να πατήσει πιο γερά στα πόδια της πίστεώς του, μακριά από φανατισμούς, μονομέρειες και ημιμάθειες ή ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας (…) Η παράθεση και ανάλυση των πηγών είναι τω όντι εξονυχιστική. Κείνο που έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι, πέρα από τον βασικό ιστορικό κορμό του πονήματος, η πλούσια παράθεση σχολίων και υποσημειώσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν την καθημερινότητα και τα «πάθη» των εκκλησιαστικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που εξετάζονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο», (Κώστας Νούσης, φιλόλογος – θεολόγος (Μ.Τh.) καθηγητής και συγγραφέας, στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 88, τχ. 2/2017 και στο Αmen.gr, 16.11.2017 ).

«Η ενδιαφέρουσα, εστιασμένη στην εποχή της δικτατορίας, μελέτη του Χαράλαμπου Ανδρεόπουλου προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να προβληματιστεί για μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας. Με τη βαθύτατη γνώση των γεγονότων της οχληρής εκείνης περιόδου, των περίπλοκων διοικητικών ζητημάτων και της εν γένει εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει αναλυτικά μια σωρεία απροκάλυπτων παρεμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος στα εσωτερικά της Εκκλησίας που αποσκοπούσαν στον έλεγχό της και κατά συνέπεια στην πρόσβαση στη μεγάλη κοινωνική επιρροή της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των ιδεολογικών σκοπιμοτήτων της απεχθούς δικτατορίας. Μέσα από μια απολύτως τεκμηριωμένη μελέτη, ο συγγραφέας ερευνά και διατυπώνει τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά του που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας, αναδεικνύοντας την παθογένεια αλλά και την υποκριτική και καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία» (Ξενοφών Μπρουντζάκης, δημοσιογράφος – συγγραφέας, εφημερίδα “Το Ποντίκι”, 28.09.2017 ).

«Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, θεολόγος καθηγητής, μας παρουσιάζει μια εξαιρετικά παραστατική εικόνα των γεγονότων που ταλάνισαν την Εκκλησία την εποχή της δικτατορίας (…) Είναι φανερό ότι τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή» (Απόστολος Σπυράκης, καθηγητής και συγγραφέας, στην ιστοσελίδα βιβλίου και τέχνης Diastixo.gr , 16.08.2017 ).

«…Η προκείμενη πραγματεία αποτελεί μία πρωτότυπη εργασία δεδομένου ότι δεν διστάζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον» και να παρουσιάζεται συνήθως μονομερώς και ανεπαρκώς προκειμένου να εξωραϊστούν ή να καταδικαστούν πρόσωπα, καταστάσεις και ενέργειες της περιόδου αυτής. Ο συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς ανάπτυξη του υλικού του αφενός μεν δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης και αποκλειστικής αλήθειας, αφετέρου δε προσφέρει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει με μεθοδικότητα και επιστημονική συνέπεια, όπως και ο ίδιος πράττει, σε μία περίοδο της νεότερης εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας μας η οποία αφήνει, όσο μάλιστα παρέρχεται ο χρόνος, πολλά περιθώρια ακόμη για να αποκωδικοποιηθούν και να προβληθούν πτυχές της, που έως σήμερα παραμένουν ανέγγιχτες» (Γεώργιος Κ. Ιατρού, δικηγόρος, Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» (τχ. 2/2017) και στην εφημερίδα “Ελευθερία” Λαρίσης, 04.01.2018

«….ο συγγραφέας περιγράφει το εύρος των παρεμβάσεων που υπέστη η Εκκλησία από το καθεστώς της Επταετίας με αντικειμενική ματιά, με εξονυχιστική παράθεση πηγών, χωρίς διάθεση «ουδετεροποίησης» ή αντιθέτως πρόθεση «δίκης» – πολλώ δε μάλλον «καταδίκης» – εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Το ζητούμενο για τον συγγραφέα είναι η ιστορική αλήθεια η οποία φωτίζεται και αποτιμάται από την ίδια την παράδοσης της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό ο συγγραφέας κρίνει τις κανονικές εκτροπές (και τα έκτροπα) τόσο κατά την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, όσο και κατά την δεύτερη επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, με κριτήρια θεολογικά και εκκλησιολογικά» (Φωτεινή Οικονόμου, καθηγήτρια θεολόγος [M.Th.] και συγγραφέας, στο περιοδικό “Σύναξη” , τχ. 145, Μαρτίου 2018)

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο συγκαταλέχθηκε από την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά (2017-2018) στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων «ΕΥΔΟΞΟΣ») ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 4ου – εαρινού – εξαμήνου “Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος” ).

Αποτέλεσμα εικόνας για Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ο Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr » και στο προσωπικό του ιστολόγιο.

Διάλεξη π. Γ. Δ. Μεταλληνού: «Παράδοση και Ανακαίνιση: Η Ορθοδοξοπατερική εκδοχή»

ΑΝΔΡΕΑ ΝΑΝΑΚΗ, Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 272

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ*

Δέκα μελετήματα συγκροτούν το υπό τον τίτλο «Πτυχές Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα» νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητού Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. κ. Ανδρέα Νανάκη, το οποίο εκδίδεται σε μια κρίσιμη στιγμή κατά την οποία το ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία εμφανίζεται στο προσκήνιο με αξιοζήλευτη περιοδικότητα αποτελώντας – το τελευταίο διάστημα όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα– θέμα «ημερησίας διατάξεως» στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου, εν όψει μάλιστα και της επικείμενης συνταγματικής αναθεωρήσεως. Πρόσφατα μάλιστα  το θέμα απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την διάρκεια των εργασιών της, στις αρχές (3 – 6) Οκτωβρίου 2017.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Ανδρέας Νανάκης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Eίναι πολύ γνωστός, όχι μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο και ιδιαιτέρως σ΄ αυτόν της ιστορικής επιστήμης λόγω του πλουσίου έργου του στον κλάδο της Νεώτερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και στο ευρύ κοινό χάρις είτε στις συχνές, δημόσιες παρεμβάσεις του με εισηγήσεις σε επιστημονικές ημερίδες και συνέδρια, είτε μέσω της αρθογραφίας του στον Τύπο (σε εφημερίδες της Κρήτης, σε θεολογικά / εκκλησιαστικά περιοδικά, παλαιότερα στα «ΝΕΑ» και εσχάτως στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», όπου προσφάτως [11.06.2017] εδημοσίευσε το άρθρο του «Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» το οποίο έκανε «θραύση»…). Εξ αιτίας της πλούσιας σχετικής εργογραφίας και της εν γένει ποιμαντικής και επιστημονικής του δραστηριότητας έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική και ακαδημαϊκή κοινότητα ως ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της Εθναρχίας, της πολιτικής και εκκλησιαστικής εκφράσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως ένας εκ των επαϊόντων του πλέγματος των  σχέσεων Κωνσταντινουπόλεως – Αθηνών, αλλά και βαθύς γνώστης, από εκκλησιαστικής και ιστορικής σκοπιάς, του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας. Πρόκειται για το θέμα με το οποίο ασχολείται εις το παρόν σύγγραμμά του αναδεικνύοντας μέσα από τα κείμενα – μελετήματα του βιβλίου του τις βαθύτερες ιστορικές πτυχές αυτών των προβληματικών από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) και μέχρι σήμερα (άλλοτε με περιόδους μεγάλων εντάσεων και άλλοτε με ύφεση) σχέσεων ανάμεσα στους δύο θεσμούς (διοικούσα Εκκλησία – Κράτος). Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν αρκείται στις επισημάνσεις και τις διαπιστώσεις, αλλά καταθέτει τις απόλυτα τεκμηριωμένες απόψεις και προτάσεις του, ενσωματώνοντάς τες στα κείμενά του με λόγο ευαγγελικό και πατερικό και εν παντί εκκλησιολογικό, για το δέον γενέσθαι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως μέσω του αλληλοσεβασμού των ρόλων, για μια πορεία που θα κατατείνει στην ενίσχυση και σφυρηλάτηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ των θεσμικών φορέων της Εκκλησίας και της Πολιτείας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα

Στις σελίδες του κυρίως μέρους (σσ. 47-219) του θεματολογικά πολυδιάστατου και πολυποίκιλου αυτού συγγράμματος, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από τις «Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη» της Θεσσαλονίκης, οι επιμέρους θεματικές ενότητες αντιστοιχούν στα δέκα κατά καιρούς και περιστάσεις δημοσιευθέντα κείμενα – μελετήματα του Σεβ. Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, τα οποία είναι τα εξής:

Το πρώτο κείμενο τιτλοφορείται «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ και τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα στη Θεσσαλονίκη» (σσ. 47-65). Πρόκειται για ομιλία η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή 7-12-2014 στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Ιωακείμ Γ΄ έμπροσθεν της Θεολογικής Σχολής. Ο συγγραφέας καταγράφει την πορεία του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (Δεβετζή ή Δημητριάδη) και τον αγώνα του για την αναγκαιότητα της συνυπάρξεως και της συνεργασίας όλων των Ορθοδόξων – του «ρωμαίικου» – στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, εξαίροντας, παραλλήλως, το χάρισμα που είχε ο Ιωακείμ να προσλαμβάνει τον μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ΄ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του, οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο, αναπλαισιώνοντας / αναπροσαρμόζοντας καταλλήλως την πολιτική του. Όπως έπραξε κατά τη δεύτερη πατριαρχία του (1901 – 1912) όταν, στη δίνη των κοσμογονικών αλλαγών που επέφεραν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό της σε έθνη / κράτη της Βαλκανικής, θα στραφεί – αυτός ο δυναμικότερος και γνησιότερος εκφραστής της εθναρχίας και της εθναρχούσης Εκκλησίας – προς την Αθήνα, σηματοδοτώντας τη νέα πολιτική, αυτή της συμπορεύσεως του Πατριαρχείου με το εθνικό μας κέντρο. Είναι η εποχή που ο Ιωακείμ επανδρώνει τη Μακεδονία και τις δοκιμαζόμενες από τον βουλγαρικό εθνικισμό Μητροπόλεις με αρχιερείς που εμφορούνται, όχι πλέον από την εθναρχική, αλλά την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία. Οι περισσότεροι απ΄ τους αρχιερείς αυτούς εγκαθίστανται στη Μακεδονία πριν από τον Παύλο Μελά και τους Ελληνες προξένους, οι οποίοι ήλθαν από την Αθήνα, για να ενισχύσουν και διαμορφώσουν το εθνικό φρόνημα των ντόπιων πληθυσμών που δοκιμάζονταν από την δράση των εξαρχικών βουλγάρων εθνικιστών.

«Το “ανάθεμα” στον Ελευθέριο Βενιζέλο» (1916)» (σσ. 67 – 76) είναι το δεύτερο μελέτημα. Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Συνέδριο «100 χρόνια από το κίνημα Εθνικής Άμυνας» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2016. Εδώ περιγράφονται και αναλύονται από τον συγγραφέα τα τραγικά γεγονότα των πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους βενιζελόφρονες (υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου)  και τους βασιλόφρονες (υποστηρικτές του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄) που έλαβαν χώρα στη περίοδο του εθνικού διχασμού (1915-1917) και στα οποία ενεπλάκη, ως μη ώφειλε, η ελλαδική Εκκλησία, επί αρχιεπισκοπείας Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), συμπορευομένη και συνεργούσα με τη βασιλική παράταξη και το παραστρατιωτικό κίνημα των «επιστράτων» στην αποτρόπαιη πράξη του «αναθέματος» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου. Πρόκειται για μια ανάμειξη  την οποία απεριφράστως είχε καταδικάσει το 2000 και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος (Παρασκευαΐδης) δηλώνοντας ευθαρσώς ότι «θα έπρεπε κάποτε η Εκκλησία να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό για την ανάμειξή της στις πολιτικές διαμάχες του αιώνος που πέρασε και ειδικότερα για την ανάμειξή της στον εθνικό διχασμό, ο οποίος ταλάνισε τον Ελληνισμό (…) Ήταν πραγματικό λάθος να αποφασίζονται αναθέματα για πολιτικούς λόγους και η Εκκλησία να χρησιμοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, για να επενδύσουν πάνω εις αυτήν οι διάφοροι πολιτικοί άνδρες τις δικές τους επιδιώξεις» («Τα Νέα», 03.04.2000, σ. 40).  Ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου αντιμετωπίζει το «ανάθεμα» ως μια πράξη μισαλλοδοξίας, αλλά και απογνώσεως των βασιλοφρόνων της παλαιάς Ελλάδος, καθώς έβλεπαν δυναμικώς ανερχόμενο προς την εξουσία τον Βενιζέλο (ο οποίος και εξελέγη πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 1917), θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιρροή του «αναθέματος» περιορίσθηκε στην επικράτεια του κράτους των Αθηνών και δεν κατόρθωσε να επιδράσει στις ευρύτερες συνειδήσεις του Ελληνισμού. Τούτο  απεδείχθη λίγα χρόνια αργότερα όταν οι προσφυγικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ήταν προσκείμενοι στο Βενιζέλο και χάρη σ΄ αυτούς είχε τα θριαμβευτικά αποτελέσματα των εκλογών του 1928.

Το τρίτο κείμενο έχει τίτλο: «Ο Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος και ο καθηγητής Ανδρούτσος αντιπαραθέτονται για την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη (1921)» (σσ. 77 – 95). Πρόκειται για εισήγηση στην Ημερίδα: «Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος», στη Μητρόπολη Βεροίας τον Οκτώβριο του 2012. Η μελέτη αυτή έχει ως αντικείμενο την έριδα που προκάλεσε η εκλογή του από Αθηνών Αρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη, το Νοέμβριο του 1921, ως Οικουμενικού Πατριάρχου, η οποία εκλογή από την πλευρά των Αθηνών θεωρήθηκε «αντικανονική». Επί της ουσίας, όμως, η αντίδραση είχε πολιτικά αίτια, καθώς, από τον προηγούμενο χρόνο, ήτοι από τον Νοέμβριο του 1920, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές αυτής της χρονιάς, την Αθήνα ήλεγχε ήδη ο επανακάμψας στον Θρόνο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος μάλιστα ανάμεσα στις πρώτες του μέριμνες περιέλαβε την επαναφορά στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του (βασιλόφρονος) Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), υποχρεώνοντας τον μέχρι τότε (βενιζελικό) Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη να αποχωρήσει (Φεβρουάριος 1921) και να μεταβεί στην Αμερική, όπου θα παραμείνει μέχρι την εκλογή του, εννέα μήνες αργότερα (Νοέμβριος 1921), στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Πρωταγωνιστές στη νομοκανονική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της εκλογής Μεταξάκη την οποία καταγράφει ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου είναι από τη μία πλευρά ο καθηγητής Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ανδρούτσος, ο οποίος, ως εκφραστής της τότε κρατούσης καταστάσεως των Αθηνών, θεώρησε την εκλογή του Μεταξάκη ως αντικανονική και από την άλλη ο (από Βερροίας και Ναούσης) Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος Δελικάνης, ο οποίος με τα κείμενά του υπερασπίσθηκε σθεναρά την εκλογή του Μελετίου. Ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση, με ικανά νομοκανονικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, τα οποία προβληματίζουν δημιουργικά τον αναγνώστη, αποτελώντας, ωστόσο, το περίβλημα της αντιπαραθέσεως, το περιεχόμενο της οποίας ήταν σαφέστατα ιδεολογικοπολιτικό. Μια αναμέτρηση ανάμεσα στη βασιλική και την βενιζελική παράταξη.

«Η επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1η Νοεμβρίου 1930» (σσ. 97 – 112) είναι το τέταρτο κείμενο το οποίο απετέλεσε επιστημονική ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρεά στο ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο  Ρέθυμνο τον  Οκτώβριο του 2011 . Το γεγονός της επισκέψεως του Βενιζέλου στο Φανάρι, μία ημέρα μετά την υπογραφή στην Άγκυρα του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (30.10.1930) από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, υπήρξε μείζον, όχι μόνο γιατί Έλληνας πρωθυπουργός επισκεπτόταν για πρώτη φορά το Πατριαρχείο, αλλά και διότι η Τουρκία δεν είχε επισήμως αναγνωρίσει τον Πατριάρχη Φώτιο (Μανιάτη) ως μη ανταλλάξιμο, κάτι που συνέβη ένα περίπου μήνα μετά (Δεκέμβριος του ΄30). Μια αναγνώριση, πάντως, προβληματική ως προς την πραγματική, την οικουμενική υπόσταση του Πατριαρχείου την οποία εκφράζει, για την ανά την οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το πρόσωπο του Πατριάρχου και η Μεγάλη εν Κωνσταντινουπόλει του Χριστού Εκκλησία, καθώς οι τουρκικές αρχές απέφυγαν την χρήση του όρου «Πατριάρχης» και «Οικουμενικό Πατριαρχείο», συνεχίζοντας να θεωρούν τον Κωνσταντινουπόλεως ως «αρχιπαπά» (baspapaz), σύμφωνα με την πρακτική που εφάρμοζαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και, δυστυχώς, εξακολουθούν να εφαρμόζουν μέχρι σήμερα. Στη θερμή προσφώνηση του Πατριάρχου Φωτίου για την «αποσκοπούσα να υπηρετήση την ειρηνική σχέση  μεταξύ των δύο λαών»  επίσκεψή του σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, ο Βενιζέλος θα αναφερθεί «εις τα προσπαθείας, τας οποίας καταβάλλομεν αι δύο Κυβερνήσεις Αθηνών και Αγκύρας δια να φέρομεν την ειρήνην εις την Ανατολήν, ήτις αποτελεί όρον απαραίτητον δια την πρόοδον και ευημερίαν των λαών αυτής», διαβεβαιώντας, παραλλήλως, τον Πατριάρχη ότι «κατά την εποχήν αυτήν καθ΄ην αλλαχού παρατηρείται χαλάρωσις τις του θρησκευτικού αισθήματος, το αίσθημα τούτο παραμένει θερμόν εν Ελλάδι, η δε ελληνική κοινωνία ολόκληρος θα εξακολουθήσωμεν πάντοτε να είμεθα πιστά πνευματικά τέκνα της Μεγάλης Εκκλησίας». Την επίσκεψη και τις επαφές του Βενιζέλου προβάλλει θετικά το βενιζελικό «Βήμα», ενώ από την αντιβενιζελική, αντιπολιτευόμενη «Καθημερινή» διατυπώνονται πολλές επιφυλάξεις ειδικά για την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας και μάλιστα δια της γραφίδος του εκδότου της Γεωργίου Βλάχου, ο οποίος υπογράφει και τα σχετικά άρθρα («Γ.Α.Β.»).

«Ο Ιωάννης Μεταξάς (1938) και η εκλογή του Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος» (σσ. 113-130) είναι το πέμπτο μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο: «Σπουδή στην κατακόρυφη και οριζόντια κοινωνικότητα», για τον ομότιμο καθηγητή Βασίλειου Ι. Γιούλτση, Θεσσαλονίκη 2007 (σσ. 113-130). Πρόκειται για κείμενο το οποίο μαζί με το δέκατο («Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνική επικράτεια») αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου καθώς σ΄ αυτά τα κείμενα / μελετήματα καταγράφονται οι δύο από τις τρείς ακραίες πολιτειακές παρεμβάσεις της τελευταίας 80ετίας, τα δύο από τα τρία αρχιεπισκοπικά ζητήματα που επέφεραν ισχυρό κλονισμό στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας στη διάρκεια του 20ού αιώνος.  Εν προκειμένω εξετάζεται από τον συγγραφέα το αρχιεπισκοπικό ζήτημα Δαμασκηνού Παπανδρέου – Χρυσάνθου Φιλιππίδη (1938-1941), που προκλήθηκε στη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (1936-1941), επί  πρωθυπουργίας Ιωάννου Μεταξά, όταν ο τελευταίος με ευθείες παρεμβάσεις του –  δικαστικών κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία νομοθετικών –  ανέτρεψε την υπό της Ιεραρχίας γενομένη κανονική εκλογή (Νοέμβριος 1938) στην Αρχιεπισκοπή του (βενιζελικού) Μητροπολίτου Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου, επιβάλλοντας τη θέλησή του για ανάδειξη αρεστού Αρχιεπισκόπου. Ετσι, αφού σε πρώτη φάση, με διάφορες μεθοδείες, επέτυχε την ακύρωση της εκλογής του Δαμασκηνού στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε δεύτερη κατέφυγε στην έκδοση αναγκαστικού νόμου με τον οποίο μετέφερε το δικαίωμα εκλογής Αρχιεπισκόπου από τη Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ολομελείας) στη «μικρά» (12μελή) Διαρκή Σύνοδο, και μάλιστα με το σύστημα του «τριπροσώπου», έτσι ώστε την τελική επιλογή να έχει η κυβέρνηση. Υπό την απειλή δε της συγκροτήσεως «Αριστίνδην» Συνόδου επιβλήθηκε στη Διαρκή Σύνοδο να μην περιλάβει στο τριπρόσωπο το όνομα του Δαμασκηνού, ο οποίος άλλωστε ούτε είχε παραιτηθεί ούτε είχε αποδεχθεί την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, έτσι ώστε η δικτατορική κυβέρνηση ανέδειξε, τελικώς (Δεκέμβριος 1938), στον αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον εκλεκτό της, τον από Τραπεζούντος Χρύσανθο (Φιλιππίδη), προσκείμενο στη βασιλική παράταξη. Αν και επισημαίνει την αντικανονικότητα του τρόπου εκλογής του Χρυσάνθου στην Αρχιεπισκοπή, ο συγγραφέας αναφέρεται με κολακευτικά λόγια στον «δυναμικό και διαπρεπή ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου», θεωρώντας ότι είναι ζητούμενο αν ο Χρύσανθος χωρίς την ενθάρρυνση του Μεταξά ενδιαφερόταν ουσιαστικά για τη θέση του Αθηνών καθώς και αν υιοθετούσε, ενέκρινε και αποδεχόταν τα γενόμενα που τελικά ο Μεταξάς με τη στρατιωτική πυγμή του καθεστώτος επέβαλε καταλύοντας κάθε κανονική τάξη στα εσωτερικά (interna corporis) της Εκκλησίας. Στη σκέψη αυτή οδηγείται ο συγγραφέας εκτιμώντας ότι η άρνηση του Χρυσάνθου να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου (1941) και η εν συνεχεία αποπομπή του (την οποία ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου χαρακτηρίζει «ηρωϊκή και ένδοξη έξοδο») από την Αρχιεπισκοπή, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβερνήσεως, συνιστούν δύο γεγονότα που δηλώνουν κατ΄ ουσίαν  την βούληση του Χρυσάνθου να εξέλθει από όλη αυτή την περιπέτεια της εμπλοκής και συνεργασίας του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και την πολιτική χειραγωγήσεως της Εκκλησίας με την οποία η δικτατορία της «4ης Αυγούστου» πορεύθηκε, αντιμετωπίζοντας την Εκκλησία ως προέκταση του κρατικού μηχανισμού, χρήσιμου για την επιβολή των ιδεολογικών της σκοπιμοτήτων. Συγκρίνοντας τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) που αρχιεράτευσε και αυτός σε περίοδο δικτατορίας (1967-1973) με την περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (Φιλιππίδη), ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θα επισημάνει ότι «ο Αθηνών Ιερώνυμος που θαύμαζε τον Χρύσανθο και με παρόμοιο αντικανονικό τρόπο είχε ανέλθει στη θέση του Αθηνών, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973,  δεν τόλμησε την παράλληλη ηρωϊκή έξοδο…». (Πράγματι: πόσο διαφορετικές θα ήταν στην διοικούσα Εκκλησία οι εξελίξεις και πόσο διαφορετικά θα είχε γραφεί η – πολιτική και εκκλησιαστική – Ιστορία εκείνης της θλιβερής περιόδου εάν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης είχε σταθεί στο πλευρό των φοιτητών, όπως π.χ. είχε πράξει ο τότε (τιτουλάριος) Επίσκοπος Ανδρούσης και νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος Γιανουλάτος; Θεωρούμε ότι – πρωτίστως και κυρίως για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Ιερώνυμο – θα είχε γραφεί πολύ διαφορετικά…)

Το έκτο και το έβδομο μελέτημα αφορούν στο ίδιο πρόσωπο: στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο, του οποίου εξαίρεται η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η παρρησία, ως αρχιερέως, να αντιπαρατεθεί με την πολιτική εξουσία όταν  αισθάνεται ότι αδικείται (βλ. εις 6o κείμενο / μελέτημα: «Η διαμαρτυρία του Σπυρίδωνος προς τον Στ. Γονατά για την μετάθεσή του από τα Ιωάννινα [1923]», σσ. 131-144. Μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον ομότιμο Καθηγητή Γρηγόριο Δ. Ζιάκα, Θεσσαλονίκη, 2008). Επιπροσθέτως επισημαίνεται η μετριοπάθεια και  σύνεση, ως αρετές με τις οποίες πολιτεύθηκε προτάσσοντας διαρκώς το συμφέρον της Εκκλησίας, όταν παραμερίζοντας τα ιδεολογικά (φιλοβασιλικά) του φρονήματα θα πρωτοστατήσει το 1938 στην εκλογή του (βενιζελικού) Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου στην Αρχιεπισκοπή, ή όταν το 1951, ως Αρχιεπίσκοπος, εκφράζοντας εμπράκτως την μαρτυρία της Εκκλησίας για την ειρηνική και ενωτική της αποστολή στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδος, θα ζητήσει από την κυβέρνηση (των Νικ. Πλαστήρα και Σοφ. Βενιζέλου) να αποτραπεί η δικαστική απόφαση θανατικής καταδίκης του ηγετικού στελέχους του τότε  παράνομου ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη. Κάτι που, ως γνωστόν, τελικά, δεν απεφεύχθη παρά τις παρεμβάσεις τόσο του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, όσο και πολιτικών, διανοουμένων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα (βουλευτές της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς – ΕΔΑ) και το εξωτερικό (Σαρλ ντε Γκώλ, Πωλ Ελυάρ, Ζαν Κοκτώ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσσο, Τσάρλι Τσάπλιν, κ.α.) που προσπάθησαν να σώσουν τον Μπελογιάννη (βλ. εις 7o κείμενο: «Ο από Ιωαννίνων Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδων εν μέσω εκκλησιαστικών και πολιτικών διχασμών», σσ. 145-158. Ανακοίνωση στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια της Σχολής Βελλάς [1911-2011], Ιωάννινα, Οκτώβριος 2011).

Όγδοο κείμενο: «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο μύθος για τον αφορισμό και την κηδεία του (1957)» (σσ. 159-175). Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου η οποία παρουσιάσθηκε σε Συνέδριο για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Σεπτέμβριο του 2007 στο Ηράκλειο της Κρήτης για τα πενήντα χρόνια (1957-2007) από τον θάνατό του. Ο συγγραφέας καταρρίπτει δύο μύθους: πρώτον, τον περί αφορισμού του Καζαντζάκη και δεύτερον, τον περί μη τελέσεως κηδείας κατά την εκκλησιαστική τάξη, μύθους που καλλιέργησαν κύκλοι των θρησκευτικών οργανώσεων αλλά και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Ανασκευάζοντας τους συγκεκριμένους μύθους ο συγγραφέας, αφού επισημάνει ότι όταν απεβίωσε ο Καζαντζάκης τον Οκτώβριο του 1957 στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα προκειμένου να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πριν μεταφερθεί στο τελικό της προορισμό (στη Κρήτη), όντως, ο τότε Αθηνών Θεόκλητος Β΄(Παναγιωτόπουλος, ο από Πατρών), αρνήθηκε την παραμονή της σορού του Καζαντζάκη σε ναό των Αθηνών, φοβούμενος «όχι αδίκως», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, τις «αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων που τελικά έδρασαν και στο Ηράκλειο πλησίον του Αγ. Μηνά κατά την κηδεία του Καζαντζάκη». Αφορισμός εκ μέρους της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος εις βάρος του Καζαντζάκη, εξ επόψεως νομοκανονικής, δεν μπορούσε να υπάρξει δοθέντος του ότι αυτός ως γέννημα – θρέμμα της Κρήτης και κάτοικος του εξωτερικού υπήγετο στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εις ότι αφορά την κηδεία του: ετελέσθη στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο, την 5η Νοεμβρίου 1957, κατά τα εκκλησιαστικώς κεκανονισμένα, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου (Ψαλιδάκη), παρισταμένων του Υπουργού Παιδείας Αχιλ. Γεροκωστοπούλου (της Κυβερνήσεως Κων. Καραμανλή), του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων Γεωργίου Παπανδρέου και του βουλευτού, επίσης, των Φιλελευθέρων Κων. Μητσοτάκη, του πρύτανη του ΑΠΘ Ιωαν. Κακριδή, και πολλών άλλων επισήμων. Την σορό του Καζαντζάκη στην τελευταία του κατοικία, στον Mαρτινέγκο, συνόδευσε ο στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης. Εις ότι αφορά την πίστη καθ΄ εαυτή και τη σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό, ο συγγραφέας εκτιμά ότι «ο Καζαντζάκης δεν έκλεισε ποτέ το κεφάλαιο του Θεού στη ζωή του. Δεν μπόρεσε να διαγράψει τον Θεό. Σ΄ αυτό βοήθησε και η παράδοση της Κρήτης. Ο πολιτισμός της. Η παρακαταθήκη που παραδίδεται από γενιά σε γενιά (…) ο Καζαντζάκης, ανάστημα της πολιτιστικής παράδοσης και της πενυματικής παρακαταθήκης, όπως την γνωρίζει και τη βιώνει στη γενέτειρά του, την Κρήτη, έχει τη δωρεά της ρωμαλέας δυσεύρετης και δημιουργικής σκέψης, με την οποία αναζητά διαρκώς και διακαώς τον Θεό…», παραθέτοντας εν προκειμένω ανάλογες απόψεις των μακαριστών Νικ. Ματσούκα, καθηγητού Δογματικής και Φιλοσοφίας της Θεολογικής του ΑΠΘ, του Κων. Τσάτσου, ακαδημαϊκού και διατελέσαντος Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και του Πατριάρχου Αθηναγόρα (Σπύρου). Ο τελευταίος όταν είχε ερωτηθεί (1961) για το λογοτεχνικό έργο του Καζαντζάκη απήντησε ότι «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη», καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο περί αφορισμού του κρητικού λογοτέχνη και συγγραφέα από την Εκκλησία.

Το ένατο κείμενο του βιβλίου υπό τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ού και 21ού αιώνα» (σσ. 177-192) αποτελεί ανακοίνωση η οποία παρουσιάσθηκε από τον Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Επιστημονικό Συνέδριο: «Εκκλησία και Αριστερά», στην Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο του 2013. Ο συγγραφέας παρότι εξ αρχής αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι η κοσμοθεωρία της Αριστεράς ως εδραζομένη στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού αρνείται ως κρατική δομή, εξουσία και πολιτική, όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά και κάθε υπερβατικής δυνάμεως, θυμάται και αναπολεί τις τον διάλογο και τις συζητήσεις που επεχείρησε ομάδα διανοητών της μεταπολιτεύσεως με την αριστερή κοσμοθεωρία στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος ως νέος τότε πτυχιούχος της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Επρόκειτο για τις «εβδομάδες ελευθέρου διαλόγου», όπως είχαν ονομασθεί, οι οποίες για σειρά ετών οργανώνονταν σε κάθε περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις οποίες είχαν κληθεί και αριστεροί στοχαστές, όπως ο Κωστής Μοσκώφ, ο Κώστας Ζουράρις, αλλά και ο Στέλιος Ράμφος που συνομιλούσαν με τον Παναγιώτη Νέλλα, τον Νίκο Ματσούκα, τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, κ.α. Επίσης, ο συγγραφέας απομυθοποιώντας την στεροτυπική αντίληψη που θέλει σώνει και καλά τον αριστερό ψηφοφόρο απέναντι ή και εχθρικό προς την Εκκλησία υπενθυμίζει ότι ο Γιάννης Πασαλίδης, ως Πρόεδρος της ΕΔΑ το 1958, κατά τον αγιασμό του Κοινοβουλίου προσέγγισε και ασπάσθηκε τον σταυρό. Παραλλήλως, παραθέτει και την καθαρή και ίσια και ανεπιτήδευτα αυθόρμητη απάντηση που έδωσε (εν έτει 1975, καταγραφείσα σε επιφυλλίδα της εποχής) στον Χρήστο Γιανναρά ο «απλός ιδεολόγος της Αριστεράς, ο κυνηγημένος – χωρίς να΄ ναι “οργανωμένος” – γερο ψαράς κάποιοι νησιού, όταν ρωτήθηκε «γιατί είναι αριστερός, γιατί προτίμησε αυτή τη βασανισμένη ζωή, μ΄ αυτό το σκληρό τίμημα;»: «Για τη Δικαιοσύνη παιδί μου. Για να μη πλουταίνει ο πλούσιος σε βάρος του φτωχού, για να χαιρόμαστε όλοι δίκαια του Θεού τα δώρα» (βλ. Γιανναρά, Χρ., Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, Η Εκκλησία και οι πολιτικές ιδεολογίες, Αθήνα, 1983). Το μελέτημα αυτό – το 9ο του βιβλίου – του Σεβ. Αρκαλοχωρίου προσφέρεται ως προβληματισμός για τη στάση της επίσημης – και νυν κυβερνώσης – Αριστεράς της σήμερον, σε σχέση με την Αριστερά (Ε.Δ.Α.) της εποχής του Γιάννη Πασαλίδη, τον οποίο αναφέρει ο Σεβ. Ανδρέας, καθώς – θα προσθέταμε εμείς – και της Αριστεράς του 1965  των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου της Αριστεράς (Ε.Δ.Α.), η οποία  όταν η τότε Κυβέρνηση του Στεφ. Στεφανοπούλου (των λεγομένων αποστατών της Ενώσεως Κέντρου) επιχειρούσε (τον Νοέμβριο του ΄65) να ελέγξει τη λειτουργία της νομίμου και κανονικής υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ (Χατζησταύρου)  Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στο θέμα της εκλογής Μητροπολιτών και προωθούσε προς τούτο νομοθετική ρύθμιση για τη συγκρότηση «Αριστίνδην» Συνόδου, ήταν – η Ε.Δ.Α. – η μόνη πολιτική παράταξη που ρητά και κατηγορηματικά αντετάχθη απολύτως στον διορισμό «Αριστίνδην» Συνόδου. Την ώρα που οι άλλοι μεγάλοι και μικροί πολιτικοί σχηματισμοί (η επίσημη «Ενωση Κέντρου» δια του Γ. Παπανδρέου, η Ε.Ρ.Ε. δια του Παν. Κανελλοπούλου και το μικρό «Κόμμα Προοδευτικών» του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη) καθώς και μερίδα ιεραρχών (οι οποίοι δύο χρόνια μετά θα συνταχθούν – ορισμένοι μάλιστα θα δεχθούν να γίνουν και μέλη της – με την 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο που θα διορίσει το δικτατορικό καθεστώς του ΄67) και κληρικών συγκατένευαν για τη σύσταση «Αριστίνδην» Συνόδου, η Ε.Δ.Α. (των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου, που αποτελούσαν τότε την ηγεσία της) διεκήρυττε την αντίθεσή της, θεωρώντας ότι «αυτό θα αποτελούσε πλήρη επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας ενώ κατά την άποψη της Ε.Δ.Α. τέτοιες παρεμβάσεις είναι ανεπίτρεπτες» (βλ. εφημ. «Ελευθερία» [Αθηνών], 25.11.1965, σελ. 1 και 7, και  «Μακεδονία», 25.11.1965, σελ. 1 και 8). Τέτοιες πολιτικές προσωπικότητες  θα μπορούσαν, ασφαλώς ν΄ αποτελέσουν πρότυπα για τη σημερινή ηγεσία και τα στελέχη της Αριστεράς όσον αφορά στη σχέση τους με την Εκκλησία, η οποία αν δεν είναι σχέση πίστεως, θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει και – στο πλαίσιο των υφισταμένων ήδη διακριτών ρόλων – να λειτουργεί ως σχέση αμοιβαίου σεβασμού. Η Εκκλησία μας, όχι μόνο ως μυστήριο της διηνεκούς αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο – όπως το βιώνουν και πολλοί αριστεροί στα πολιτικά φρονήματα και χριστιανοί στη πίστη Έλληνες πολίτες, πολίτες που ψηφίζουν Αριστερά, αλλά την Εκκλησία δεν την αρνούνται – αλλά και ως έκφραση μιας μακραίωνης πολιτιστικής παραδόσεως και στοιχείο της ταυτότητας του Γένους μας – έναν τέτοιο σεβασμό ασφαλώς τον αξίζει και σίγουρα τον δικαιούται.

Το βιβλίο κατακλείεται με το (δέκατο) κείμενο «Εκκλησία και Πολιτεία στην Ελληνική Επικράτεια» (σσ. 193 – 219), ένα μελέτημα το οποίο δημοσιεύεται στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβο (Σωφρονιάδη). Όπως προείπαμε, το κείμενο αυτό, μαζί με το προεκτεθέν πέμπτο, αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου εστιάζοντας και αναλύοντας ιστορικά στις πολυκύμαντες σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας από την εποχή της βαυαροκρατίας και της αυτογνωμόνου – πραξικοπηματικής – ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας (1833), οπότε δρομολογήθηκε ένα οιονεί καθεστώς «ανεξαρτησίας» της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο.  Παραλλήλως από εκείνη την εποχή επιβλήθηκε η υποταγή της θεσμικής Εκκλησίας στην Πολιτεία, στο πλαίσιο του συστήματος της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», διαμορφώνοντας μια σχέση εξαρτήσεως που άλλοτε ήταν χαλαρή (ήπια πολιτειοκρατία) και άλλοτε εξελίσσετο  σε υποδούλωση της Εκκλησίας στο Κράτος (ακραία πολιτειοκρατία), κυρίως σε περιόδους δικτατορικών καθεστώτων όπως εκείνα του στρατηγού Θεοδ. Παγκάλου (1925-1926), του Ιωαν. Μεταξά (1936-1941) και της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) που θέλησαν να υποτάξουν την Εκκλησία στις ιδεολογικοπολιτικές τους σκοπιμότητες. Στο κείμενό του αυτό ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θεωρεί ως τελευταία πολιτειοκρατική παρέμβαση στην Εκκλησία της Ελλάδος αυτή της δικτατορίας του 1967 με την εκλογή από «Αριστίνδην» Σύνοδο ως Αρχιεπισκόπου του αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου Κοτσώνη, παρέμβαση τις επιπτώσεις της οποίας έχει παρουσιάσει και αναλύσει εις το υπό τον τίτλο ««Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» άρθρο του που εδημοσίευσε η “Καθημερινή” τον περασμένο Ιούνιο. Στην ίδια συνάφεια ο συγγραφέας εκτιμά ότι από την Μεταπολίτευση (1974) και εντεύθεν, ιδίως δε μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτου του 1977 και την κατάργηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ (Τίκα), διαμορφώνεται μια ελεύθερη Εκκλησία σε μια δημοκρατική πολιτεία. Αποψη την οποία επιβεβαίωσε και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στην Ιεραρχία της 26ης.06.2017 όταν, αναφερόμενος «στην τόλμη αρχιερέως μας (σ.σ.: επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Ελασσώνος Ιάκωβο Μακρυγιάννη) στη δεκαετία του 1960 (σ.σ.: για την ακρίβεια: τον Νοέμβριο του ΄65) να σχίσει Βασιλικό Διάταγμα, θυροκολλημένο στον μητροπολιτικό ναό, που απηγόρευε την σύναξη της Ιεραρχίας μας» (βλ. «Εκκλησία», τχ. 7, Ιουλίου 2017, σελ. 473), θα επισημάνει το γεγονός ότι σήμερα η Ιεραρχία δύναται να συνέρχεται ελευθέρως και αυτοβούλως και ν΄ αποφασίζει για τη ζωή και τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ως κατακλείδα στο κείμενο αυτό περιέχεται η ανάλυση των σχέσεων κανονικής ενότητας που συνδέουν την αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η περιγραφή των κανονικών δικαιοδοσιών του Οικουμενικού Θρόνου σε εκκλησιαστικές επαρχίες της ελληνικής επικρατείας, όπως αυτές των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών (επαρχίες της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης και των νήσων του Αιγαίου, η διοίκηση των οποίων έχει παραχωρηθεί από το 1928 επιτροπικώς στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος), της Εκκλησίας της Κρήτης (ιδιαίτερη ημιαυτόνομη  εκκλησιαστική επαρχία έχουσα την κανονική εξάρτησή της απ΄ το Οικουμενικό Πατριαρχείο), τις (πέντε) Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων και την Εξαρχία της Πάτμου (που υπάγονται απ’  ευθείας στο Πατριαρχείο) και το Άγιον Όρος, με Επίσκοπό του τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, το οποίο είναι αφιερωμένο «τω π. Ειρηναίω Δεληδήμω» ως «ευγνωμοσύνης αντίδωρον» και προλογίζεται καταλλήλως  από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Δρ. Αθηναγόρα (Δικαιάκο),  προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να προβληματισθεί για σειρά σημαντικών πολιτικο – εκκλησιαστικών γεγονότων που σημάδεψαν την νεώτερη ιστορία του τόπου, να συλλογισθεί για τις αιτίες που τα προκάλεσαν και να αναστοχασθεί για το φλέγον και ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, το οποίο είναι διαχρονικό, τα τελευταία δε έτη ιδιαίτερα επίκαιρο. Ο συγγραφέας υπό την διττή ιδιότητά του, ως ιεράρχης και πανεπιστημιακός δάσκαλος, στα κείμενά του αποκαλύπτει και υπογραμμίζει όχι μόνο ιστορικές αλήθειες, αλλά πρωτίστως και, κυρίως, τον σωτηριολογικό και μεταμορφωτικό ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο contra στους «πειρασμούς της εξουσίας» που εμφιλοχωρούν στις σχέσεις των ανθρώπων και τη λειτουργία των θεσμών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα «(…) η επίγεια στρατευομένη Εκκλησία διεξάγει μια πάλη, όχι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου. Προς τα πονηρά πνεύματα (Εφ. 6,12)…», απευθύνοντας προσκλητήριο πορείας με οδηγό τη νηπτική παράδοση βάσει της οποίας «καλούμεθα να είμαστε πρωτίστως προσευχομένη Εκκλησία, διότι μόνο έτσι δυνάμεθα να αντισταθούμε στον αντίδικο και στα πονηρά του έργα». Παρομοιάζοντας, εξ άλλου, τους πειρασμούς του διαβόλου με οποίους βρέθηκε αντιμέτωπος η Ιησούς πορευόμενος μετά τη βάπτιση του για 40 ημέρες στην έρημο (Λκ. 4, 1-13) με τους πειρασμούς τους οποίους συναντά ο χριστιανός κάθε εποχής, κληρικός ή λαϊκός, ο συγγραφέας θεωρεί ότι «αυτοί οι πειρασμοί στην Εκκλησία δημιουργούν το δράμα, αλλά και την επίγεια ελπίδα του Χριστού. Ωστόσο, αυτό το δράμα έχει αίτιο φθαρτό και πεπερασμένο, ενώ η ελπίδα του ανθρώπου στηρίζεται στο μυστήριο της γέννησης, της σάρκωσης, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Θεού Λόγου, του Χριστού. Αυτή η σχέση εξισορροπεί, αμβλύνει τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες στις πτυχές των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας».

Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βιβλίο με κείμενα / μελετήματα στα οποία η Θεολογία και η Ιστορία συμπορεύονται ευχαριστιακά,  δίδοντας την αφορμή, το έναυσμα για την εισόδευση του αναγνώστη στα ενδότερα του μυστηρίου της Εκκλησίας. Για μια ειρηνική προσέγγιση του πολύπαθου θέματος των σχέσεων της Εκκλησίας με τη Πολιτεία και για μια διευθέτησή του, μέσω ενός εντίμου και ειλικρινούς διαλόγου που θα βασίζεται στη βαθειά γνώση του χαρακτήρα και της φύσεως των δύο θεσμών, την πλήρη συνεκτίμηση όλων των κοινωνικών, ιστορικών, πολιτειολογικών και εκκλησιολογικών δεδομένων που συνθέτουν το όλο πλαίσιο αναφοράς των σχέσεών τους και θα αποσκοπεί στην αρμονική συνύπαρξη, τον αλληλοσεβασμό. Οι «Πτυχές» – το νέο βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη –  αυτό ακριβώς εισηγούνται και εύχονται.

*  Ο  Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Θεολόγος Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας  ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων Αmen.gr

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ. (2017). Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, (2017), Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, (Πρόλογος Ιωάννης Μ. Κονιδάρης)

Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας στη Ελλάδα συνέπεσαν με ανώμαλες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας. Ταυτόχρονα, συνδέθηκαν με τη δημιουργία αρχιεπισκοπικών ζητημάτων, κάτι μάλλον αναμενόμενο ως εκ της σημασίας που διαδραματίζει το πρόσωπο του «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος» στα πολιτικά πράγματα.

Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας.

Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της: επί Γ. Παπαδοπούλου, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, και επί Δ. Ιωαννίδη με αρχιεπίσκοπο τον  Σεραφείμ Τίκα.  Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Το βιβλίο – η έκδοση του οποίου συμπίπτει με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 – προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα έργο – σταθμό για την Εκκλησιαστική Ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή και η Πολιτική Ιστορία του τόπου μας».

Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ., και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr» και στο προσωπικό του ιστολόγιο (http://religiousnet.blogspot.com).

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ βλ., εδώ: ΑΜΕΝ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ Συνοπτική ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία τ. Α΄, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2008, σσ. 244 + Γενικό Ευρετήριο σσ. 12

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Παλαιότερα ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τεκμηριώνοντας την άποψη περί ιστορικότητας της χριστιανικής πίστης, με χαρακτηριστικό τρόπο υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός ως «θρησκεία των ιστορικών», «καταφεύγει δυναμικά στην ιστορία». Γι΄ αυτό και η διδασκαλία του είναι «μαρτυρία πίστεως σε ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος, σε ορισμένα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας». Δίνοντας έμφαση στην ιστορικότητα του ίδιου του χριστιανικού Πιστεύω, ο επιφανής Ρώσος ορθόδοξος κληρικός και ιστορικός, έλεγε ότι αυτό «περιέχει την όλη ουσία του Χριστιανισμού σ’ ένα απλό ιστορικό σχεδίασμα σαν μια “ιστορία της σωτηρίας” από τη δημιουργία προς την τελείωση, προς την έσχατη κρίση και το τέλος της ιστορίας»[1].

Η επίδραση που άσκησε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, στους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς ιστορικούς υπήρξε τεράστια. Τούτο μπορεί κανείς να το διαγνώσει και στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του Δημητρίου Ν. Μόσχου, Καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γοητεία της σπουδής σε όποιον σελίδα – σελίδα το περιδιαβεί, θα σηματοδοτηθεί από την ανακάλυψη μιας συνιστώσας των ιστορικών τεκμηρίων, τις οποίες πρώτος ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έθεσε στο πολύπλευρο και διεισδυτικό συγγραφικό του έργο, στις τάσεις των οποίων όλο και περισσότερο θητεύει σήμερα η εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη.

Είναι πράγματι γεγονός ότι η σύγχρονη εκκλησιαστική ιστοριογραφία, απαλλαγμένη από αδυναμίες παλαιότερων εποχών έχει καταφέρει να αποτυπώσει ένα διαφορετικό λόγο, που συνεχώς ιχνηλατεί πρόσωπα και γεγονότα, βλέποντας την Εκκλησιαστική Ιστορία ως ιστορικό και θεολογικό έργο. Έγνοια του εκκλησιαστικού ιστορικού είναι δυναμικά πάντοτε, άλλοτε να θεάται κι άλλοτε να αποτιμά το μακρινό και εγγύτερο θεολογικό και εκκλησιαστικό παρελθόν. Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που θέλει να έχει καλή σχέση με την επιστήμη που υπηρετεί, είναι αυτόδηλο ότι το υφάδι της ενασχόλησής του με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που σχετίζονται με την Εκκλησία και το έργο της, στη διαδρομή δύο χιλιάδων και πλέον ετών, με τα πρόσωπα που τη διακονούν, αλλά και γενικότερα με τη Θρησκευτική Ιστορία[2] δομείται πάνω σ’ ένα βασικό άξονα. Πέραν της αντικειμενικότητας[3], η σχέση του ίδιου του εκκλησιαστικού ιστορικού με τα ίδια τα εκκλησιαστικά ιστορικά γεγονότα εξαρτάται πάντα από τον τρόπο που τα καταγράφει και τα ερμηνεύει. Κύρια επιδίωξή του είναι η νηφάλια προσέγγιση και ανάλυσή τους, στην προοπτική που θέλει τον χριστιανό ιστορικό, να βλέπει την ιστορία σαν «μυστήριο και τραγωδία – μυστήριο της σωτηρίας και τραγωδία της αμαρτίας»[4].

Όσον αφορά τώρα στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου, ευθύς εξ αρχής, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω δύο θεωρητικά ζητήματα. Το πρώτο σχετίζεται με την Εισαγωγή (σσ. 17-34). Ο συγγραφέας μετά από μια σύντομη ανασκόπηση διαφόρων ιστορικών σχολών που αναπτύχθηκαν κυρίως από την εποχή του Διαφωτισμού και ύστερα, και οι οποίες επηρέασαν η καθεμιά την Εκκλησιαστική Ιστορία, (διαφωτιστικός ορθολογισμός, θετικισμός, ιδεαλισμός, ρομαντισμός, σχολή των Annales, ρωσική θεολογία της Sobornost, θεολογική γενιά του ’60), προβαίνει στην πραγμάτευση της ύλης με επιστημονικά κριτήρια και προτάσεις, για μια θεολογική ερμηνεία των γεγονότων της μακραίωνης ιστορικής διαδρομής της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι, ο εκκλησιαστικός ιστορικός οφείλει να τοποθετείται κριτικά έναντι των εκκλησιαστικών ιστορικών γεγονότων, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ξεκαθαρίζει τη σχέση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας με το «εσχατολογικό μέλλον» της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Για να το επιτύχει αυτό, οφείλει με τον καλύτερο τρόπο να ακολουθεί τη μεθοδολογία που βλέπει αντικειμενικά και κριτικά τα εκάστοτε ιστορικά γεγονότα. Υπ’ αυτήν την έννοια, ορθά ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «καμμιά θεολογία δεν διαγράφει ποτέ τα γεγονότα, ούτε τα επινοεί», διότι «ηθελημένη διαστρέβλωση» αυτών κινδυνεύει να «διασύρει συνολικά το έργο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας». Όμορες προς την Εκκλησιαστική Ιστορία επιστήμες, όπως η Κοινωνική Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία, για τον συγγραφέα είναι δυνατόν να προσφέρουν το απαραίτητο υλικό για εφαρμόσει ο εκκλησιαστικός ιστορικός τη μέθοδο εκείνη ερμηνείας του εσχατολογικού μηνύματος του Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα να κάμει μια άλλη ανάγνωση της κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανική.

Το δεύτερο θεωρητικό ζήτημα αφορά στη μεθοδολογία παρουσίασης της Ιστορίας της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία, (σσ. 35-242). Αν και ο τρόπος της παρουσίασης των ιστορικών γεγονότων είναι συνοπτικός, καταβάλλεται προσπάθεια αυτά να καταγραφούν και να αποτιμηθούν με νηφαλιότητα. Επισκοπώντας χίλια χρόνια εκκλησιαστικών και θεολογικών αγώνων, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποδώσει διαγραμματικά την Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία της, μια χιλιετία της οποίας το τέλος συμπίπτει με το οριστικό Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (1054).

Σκοπός του έργου είναι να δώσει ένα «οδηγητικό νήμα» στην έρευνα της Ιστορίας του Χριστιανισμού, η οποία δεν είναι μόνο σύνθετη, αλλά θέτει επί τάπητος και την ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, μέσα από την «οπτική γωνία της ορθόδοξης θεολογίας», που ορθά ο συγγραφέας τη θέλει να βρίσκεται σε ένα συνεχή «διάλογο με όλα τα ιστοριογραφικά ρεύματα της εποχής της νεωτερικότητας». Ο αναγνώστης, είτε αυτός σχετίζεται άμεσα, είτε έμμεσα με τη θεολογική επιστήμη, άνετα μπορεί να συνεχίσει μόνος του το εγχείρημα της ιστορικής σπουδής του Χριστιανισμού, με πρόσθετο οπλισμό τη σχετική βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, αλλά και την επιπλέον βιβλιογραφία που πλουσιοπάροχα σήμερα προφέρεται. Όπως λόγου χάριν, δύο πρόσφατα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και εκδοθέντα βιβλία, του Bamber Gascoigne, Συνοπτική Ιστορία του Χριστιανισμού, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2008, και του Α. Ντ. Λη, Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2009[5].

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζει την Ιστορία της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), (σσ. 37-89). Στο δεύτερο, την περίοδο όπου ο χριστιανική οικουμένη ήταν ενιαία (313-1054), (σσ. 93-242). Εκείνο, ωστόσο, που εδώ οφείλω να επισημάνω με καίριο τρόπο είναι το γεγονός ότι, ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής θέτει το κρίσιμο ερώτημα: κατά πόσο η Εκκλησία αποτέλεσε το «προνομιακό πεδίο απολογητικής» της χριστιανικής πίστης, ή την «απόλυτη απόδειξη της ολοκληρωτικής αποτυχίας της;».

Μια πρώτη ερμηνεία ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει ανατρέχοντας στα συμπεράσματα που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, όπως ότι, ο «Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε από “κίνημα του Ιησού” στον πολιτιστικό και θρησκευτικό χώρο του Ιουδαϊσμού, σε μια ανεξάρτητη κίνηση ανθρώπων από αρκετά έως τελείως διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, που επεξεργάσθηκε το αρχικό παράδοξο βίωμα της Αποκάλυψης του ενός βιβλικού Θεού στο πρόσωπο και το έργο ενός Μεσσία που σταυρώνεται και ανασταίνεται και αναμένεται να επανέλθει για να σώσει και να κρίνει τον κόσμο», (σ. 43), ή ότι, η Χριστιανική Εκκλησία κατά την περίοδο 135-313, με το άνοιγμά της στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την αντιπαράθεσή της με αυτόν, καταφέρνει να διασφαλίσει την διδασκαλία της και να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην «έμπρακτη ηθική (αγάπη, διακονία), σε αντιδιαστολή με τον Γνωστικισμό, στην προφητεία (χάρισμα)», εξηγώντας γιατί αυτός ο τρόπος ζωής οδηγούσε στου «διωγμούς (μαρτύριο)», (σ. 88).

Το βιβλίο του Δ. Μόσχου, σε έκδοση φροντισμένη από τις εκδόσεις Ακρίτας, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη.

Υποσημειώσεις

[1] Χριστιανισμός και Πολιτισμός, μτφρ. Ν. Πουρναράς, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 40. Για τη προσφορά του π. Γ. Φλωρόφκσυ στη Θεολογία βλ., «π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ. Από τη θεολογία των Πατέρων στη “νεοπατερική σύνθεση”», Σύναξη τχ. 64 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1997) 4-82. Πρβλ. N. Berdyaev, Το πεπρωμένο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, μτφρ. Ευτυχία Β. Γιούλτση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 18.

[2] Επίκαιρη επισκόπηση του ζητήματος γύρω απ’ αυτόν τον κλάδο της ιστορικής επιστήμης βλ. Olwen Hufton «Τι είναι Θρησκευτική Ιστορία σήμερα;», στον τόμο: Τι είναι Ιστορία σήμερα;, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007, σσ. 115-154.

[3] Γενικότερα σ’ ότι αφορά στο ερώτημα κατά πόσο η ιστορία μπορεί να είναι αντικειμενική βλ. W. H. Walsh, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Φ. Βώρος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σσ. 145-182.

[4] π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 85.

[5] Το δεύτερο ειδικότερα, έρχεται να συμπληρώσει προγενέστερες μελέτες για την μακρά περίοδο διαλόγου και συγκρούσεως του Χριστιανισμού με τα θρησκευτικές παραδόσεις της Ύστερης Αρχαιότητας. Βλ. Ε. Ρ. Ντοντς, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995. Peter Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας (150-750 μ.Χ.), μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ. Αλεξάδρεια, Αθήνα 1998. Δ. Κυρτάτας, Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1992.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό: Επιστημονική Επετηρίς Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ, 3 (2008) 216-219.