Αρχείο ετικέτας Εκκλησία της Ελλάδος

Έθνος, Κράτος & Εκκλησία· Ανοιχτή Εκδήλωση – Συζήτηση του ΑΡΔΗΝ (14 Νοεμβρίου 2018)

Δεσποτοκρατία με αριστερό πρόσημο;

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗ· Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Οι μεγάλες αλλαγές και οι μεγάλες τομές με προοδευτικό πρόσημο δεν γίνονται με μυστικοσυμβούλια και διακανονισμούς κεκλεισμένων των θυρών που οδηγούν τελικά σε περισσότερη δεσποτοκρατία και στην εν μιά νυκτί βίαιη αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος 10.000 κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Από τη χθεσινή συμφωνία κερδισμένοι βγαίνουν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και ο πρωθυπουργός, ενώ χαμένοι η Εκκλησία ως κοινότητα πιστών (λαϊκών και κληρικών) και το δημοκρατικό αίτημα εκκοσμίκευσης των θεσμών και νέας ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Ο πρωθυπουργός μπορεί τώρα να «πουλήσει» στο κοινό του μια αριστερόστροφη πολιτική απόφαση (που την έχει τόσο ανάγκη, μια και στα οικονομικά υπάρχουν δεσμεύσεις έναντι των δανειστών), καθώς «πετάει εκτός Δημοσίου τους παπάδες»! Την ίδια στιγμή ελευθερώνει 10.000 θέσεις στο Δημόσιο, υποσχόμενος διορισμούς (το έκανε ήδη, σήμερα κιόλας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος).
Ο αρχιεπίσκοπος (μέγας τακτικιστής και ισορροπιστής, εξαιρετικά ικανός στο πολιτικό παζάρι) παίρνει μ’ έναν σπάρο πολλά τρυγόνια: λαμβάνει από τον πρωθυπουργό ένα δώρο 200 εκατομμυρίων και ενδυναμώνει θεαματικά τη θέση του και την ισχύ του όχι μόνο έναντι των άλλων μητροπολιτών και της Συνόδου, αλλά και έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου που όχι τυχαία αφέθηκε έξω από αυτή την ιστορία, ενώ δεκάδες επαρχίες του βρίσκονται εντός των ορίων της ελληνικής πολιτείας (το Πατριαρχείο είχε πρόσφατα επίσης αγνοηθεί κατά την τοποθέτηση του Κ. Δήμτσα, στενού συνεργάτη του αρχιεπισκόπου, ως πολιτικού διοικητή του Αγίου Όρους, παρά τη ρητή αντίθεση και διαφωνία του Οικουμενικού Πατριάρχη). Λύνονται επίσης τα χέρια του αρχιεπισκόπου για να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο, για να προβεί δηλαδή (από κοινού με την πολιτεία) σε αξιοποιήσεις ακινήτων.
Σε ένα άλλο επίπεδο, και οι κατά τόπους μητροπολίτες ενδυναμώνουν τη θέση τους έναντι των απλών κληρικών οι οποίοι θα βρεθούν κυριολεκτικά στο έλεος των δεσποτάτων που θα έχουν επάνω τους δικαίωμα ζωής ή θανάτου, πειθαρχικού ελέγχου ή και απόλυσης (φανταστείτε ποια τύχη περιμένει τους προοδευτικούς εκείνους κληρικούς που θα τολμήσουν να εκφράσουν ανοιχτά την άποψη ή τη διαφωνία τους για τα επίμαχα ζητήματα που κατά καιρούς ανακύπτουν!…).
Ένας θεσμός όπως η Εκκλησία (να μην ξεχνάμε, ο μόνος θεσμός του ελληνικού κράτους που δεν πέρασε μεταπολίτευση), με τεράστια κοινωνική επιρροή, που όμως ούτε για τις επιδόσεις του στην οικονομική διαχείριση φημίζεται ούτε για διαφάνεια, δημοκρατικές διαδικασίες και κοινωνική λογοδοσία διακρίνεται, είναι λάθος στην παρούσα φάση να αποκόπτεται και να αφήνεται εκτός του δημοκρατικού ευρωπαϊκού πλαισίου που εγγυάται η πολιτεία, και μάλιστα έχοντας λάβει ως προίκα 200 εκατομμύρια ευρώ! Αυτό ούτε προοδευτική τομή στη λειτουργία του κράτους σηματοδοτεί ούτε αριστερή πολιτική συνιστά, αλλά μάλλον δεσποτοκρατία με αριστερό πρόσημο!
ΠΗΓΗ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία της Ελλάδος στα χρόνια της Δικτατορίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη το βιβλίο του Θεολόγου Καθηγητή Χάρη Ανδρεόπουλου «Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και Νομοκανονική προσέγγιση», σε εκδήλωση της εφημερίδας «Χριστιανική» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.

Η εφημερίδα «Χριστιανική», σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Επίκεντρο», διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Η Εκκλησία στα χρόνια της δικτατορίας 1967-1974» στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Χαράλαμπου Μ. Ανδρεόπουλου, θεολόγου καθηγητή, Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ, «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» (σειρά «Ιστορία και Κοινωνία») της Θεσσαλονίκης.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την 25η Απριλίου 2018,  ημέρα Τετάρτη και ώρα 7 μ.μ. στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Α΄ αμφιθέατρο, 2ος όροφος).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

–   Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Μανώλης Μηλιαράκης, Φυσικός, επίτιμος Πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας»

Κλήμης Πυρουνάκης, Θεολόγος, συντονιστής Δικτύου Στήριξης Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων Γυναικών

–   Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολόγος καθηγητής, M.Th., Δ/ντής Γυμνασίου, και ο συγγραφέας.

Θα ακολουθήσουν ελεύθερες παρεμβάσεις και διάλογος. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Μανώλης Τασόγλου, μέλος της Κ.Ε. της «Χριστιανικής Δημοκρατίας».

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Λίγα λόγια για το βιβλίο (σημείωμα του εκδοτικού οίκου):

«Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας. Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί Γ. Παπαδοπούλου (και αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, Μάϊος 1967- Δεκέμβριος 1973) όσο και επί Δ. Ιωαννίδη (και  αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974).

 Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).  

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974». (Από την αναφορά στο οπισθόφυλλο και στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων Επίκεντρο).

* Το βιβλίο προλογίζει ο ομ. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «..έως σήμερα, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ. Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική ιστορία του τόπου μας» (από τον Πρόλογο του βιβλίου ).

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Για το βιβλίο έχουν γράψει:

«Το βιβλίο αυτό απευθύνεται πέρα από τον νομικό, τον ιστορικό, τον θεολόγο, τον κληρικό, τον ερευνητή και τον κάθε ειδικώς (και όχι μόνο) ενδιαφερόμενο περί τα θέματα αυτά, εξάπαντος και εξόχως στον Nεοέλληνα και δη τον ορθόδοξο χριστιανό, που θέλει να εγκύψει στα δύσκολα και σκανδαλώδη αυτά προβλήματα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας χωρίς φόβο και πάθος, με ωριμότητα και πνευματική νηφαλιότητα, προκειμένου να πατήσει πιο γερά στα πόδια της πίστεώς του, μακριά από φανατισμούς, μονομέρειες και ημιμάθειες ή ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας (…) Η παράθεση και ανάλυση των πηγών είναι τω όντι εξονυχιστική. Κείνο που έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι, πέρα από τον βασικό ιστορικό κορμό του πονήματος, η πλούσια παράθεση σχολίων και υποσημειώσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν την καθημερινότητα και τα «πάθη» των εκκλησιαστικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που εξετάζονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο», (Κώστας Νούσης, φιλόλογος – θεολόγος (Μ.Τh.) καθηγητής και συγγραφέας, στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 88, τχ. 2/2017 και στο Αmen.gr, 16.11.2017 ).

«Η ενδιαφέρουσα, εστιασμένη στην εποχή της δικτατορίας, μελέτη του Χαράλαμπου Ανδρεόπουλου προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να προβληματιστεί για μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας. Με τη βαθύτατη γνώση των γεγονότων της οχληρής εκείνης περιόδου, των περίπλοκων διοικητικών ζητημάτων και της εν γένει εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει αναλυτικά μια σωρεία απροκάλυπτων παρεμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος στα εσωτερικά της Εκκλησίας που αποσκοπούσαν στον έλεγχό της και κατά συνέπεια στην πρόσβαση στη μεγάλη κοινωνική επιρροή της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των ιδεολογικών σκοπιμοτήτων της απεχθούς δικτατορίας. Μέσα από μια απολύτως τεκμηριωμένη μελέτη, ο συγγραφέας ερευνά και διατυπώνει τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά του που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας, αναδεικνύοντας την παθογένεια αλλά και την υποκριτική και καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία» (Ξενοφών Μπρουντζάκης, δημοσιογράφος – συγγραφέας, εφημερίδα “Το Ποντίκι”, 28.09.2017 ).

«Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, θεολόγος καθηγητής, μας παρουσιάζει μια εξαιρετικά παραστατική εικόνα των γεγονότων που ταλάνισαν την Εκκλησία την εποχή της δικτατορίας (…) Είναι φανερό ότι τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή» (Απόστολος Σπυράκης, καθηγητής και συγγραφέας, στην ιστοσελίδα βιβλίου και τέχνης Diastixo.gr , 16.08.2017 ).

«…Η προκείμενη πραγματεία αποτελεί μία πρωτότυπη εργασία δεδομένου ότι δεν διστάζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον» και να παρουσιάζεται συνήθως μονομερώς και ανεπαρκώς προκειμένου να εξωραϊστούν ή να καταδικαστούν πρόσωπα, καταστάσεις και ενέργειες της περιόδου αυτής. Ο συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς ανάπτυξη του υλικού του αφενός μεν δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης και αποκλειστικής αλήθειας, αφετέρου δε προσφέρει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει με μεθοδικότητα και επιστημονική συνέπεια, όπως και ο ίδιος πράττει, σε μία περίοδο της νεότερης εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας μας η οποία αφήνει, όσο μάλιστα παρέρχεται ο χρόνος, πολλά περιθώρια ακόμη για να αποκωδικοποιηθούν και να προβληθούν πτυχές της, που έως σήμερα παραμένουν ανέγγιχτες» (Γεώργιος Κ. Ιατρού, δικηγόρος, Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» (τχ. 2/2017) και στην εφημερίδα “Ελευθερία” Λαρίσης, 04.01.2018

«….ο συγγραφέας περιγράφει το εύρος των παρεμβάσεων που υπέστη η Εκκλησία από το καθεστώς της Επταετίας με αντικειμενική ματιά, με εξονυχιστική παράθεση πηγών, χωρίς διάθεση «ουδετεροποίησης» ή αντιθέτως πρόθεση «δίκης» – πολλώ δε μάλλον «καταδίκης» – εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Το ζητούμενο για τον συγγραφέα είναι η ιστορική αλήθεια η οποία φωτίζεται και αποτιμάται από την ίδια την παράδοσης της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό ο συγγραφέας κρίνει τις κανονικές εκτροπές (και τα έκτροπα) τόσο κατά την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, όσο και κατά την δεύτερη επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, με κριτήρια θεολογικά και εκκλησιολογικά» (Φωτεινή Οικονόμου, καθηγήτρια θεολόγος [M.Th.] και συγγραφέας, στο περιοδικό “Σύναξη” , τχ. 145, Μαρτίου 2018)

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο συγκαταλέχθηκε από την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά (2017-2018) στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων «ΕΥΔΟΞΟΣ») ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 4ου – εαρινού – εξαμήνου “Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος” ).

Αποτέλεσμα εικόνας για Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ο Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr » και στο προσωπικό του ιστολόγιο.

”Θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης”. Η συμβολή της πανεπιστημιακής θεολογίας στην αποστολή της Εκκλησίας και ο διάλογος της δημόσιας πλατείας

Του ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ / Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

22049827_10212908332254451_1690232010467490437_n (1)

Το 1925 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το οποίο αποτελούνταν καταρχήν από τέσσερις σχολές: τη Φιλοσοφική, τη Νομική, την Ιατρική και τη Θεολογική. Η λειτουργία της Θεολογικής καθυστέρησε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, καθώς οι πόρτες στους πρώτους φοιτητές άνοιξαν μόλις την ακαδημαϊκή χρονιά 1941-42. Οι λόγοι πολλοί. Ανάμεσα σε αυτούς κυριότερος και σημαντικότερος για τη σημερινή μας συζήτηση, η άρνηση πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων άλλων ειδικοτήτων, αλλά και κάποιων μελών της Εκκλησίας, να αποδεχτούν τον επιστημονικό χαρακτήρα της θεολογίας. Και τούτο διότι θεωρούσαν ότι η θεολογία συνδέεται πλήρως και αποκλειστικά με την κατήχηση της Εκκλησίας, την ομολογιακή της ταυτότητα και οπωσδήποτε το μυστήριο της πίστης, το οποίο, καθώς πίστευαν, δεν έχει ουδεμία σχέση με την έρευνα και τη γνώση που παράγεται εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας μιας σύγχρονης κοινωνίας.

Τα χρόνια πέρασαν, η Θεολογική Σχολή λειτούργησε και λειτουργεί παράγοντας ξεχωριστό έργο, εκπαιδεύοντας τους καθηγητές θεολογίας της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα στελέχη της Εκκλησίας – κληρικούς και λαϊκούς -, αλλά και συμβάλλοντας με το συνολικό της έργο στο διάλογο της θεολογίας με τις επιστήμες, τις τέχνες και τον πολιτισμό στο σύνολό του. Η συζήτηση, βέβαια, για την ταυτότητα των θεολογικών Τμημάτων, τα οποία δεν ανήκουν στην Εκκλησία, αλλά στο κράτος, δεν σταμάτησε ποτέ. Πανεπιστήμιο και Εκκλησία άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε διαιρούνται ολοκληρωτικά. Ο διάλογος έτσι μοιάζει δύσκολος και η πορεία ανηφορική. Οι συγχύσεις πολλές, οι αντιφάσεις περισσότερες.

Και εξηγούμαι. Παράδειγμα πρώτο: ένα πρωινό, πριν από 30 περίπου χρόνια, όντας ακόμη φοιτητής της θεολογίας, προχωρούσα στο διάδρομο του δευτέρου ορόφου της Θεολογικής μας Σχολής∙ από απέναντι βλέπω να έρχεται ένας συμφοιτητής μου χειρονομώντας και φωνασκώντας. Τι έπαθες, του λέω. Άσε, μου απαντάει, σε αυτή τη Σχολή δεν μπορεί κανείς να σωθεί. Είχε ακούσει κάποια πράγματα από καθηγητή μας σε μια από τις παραδόσεις του, τα οποία του φάνηκαν εντελώς παράξενα – αιρετικά μου είπε -, τα οποία γκρέμιζαν τις βεβαιότητες του για όσα έως εκείνη τη στιγμή γνώριζε, κυρίως μέσα από τον χώρο της ενοριακής του κατήχησης. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι το πανεπιστήμιο δεν σώζει, δεν είναι αυτός ο ρόλος του∙ εκείνη που σώζει είναι η Εκκλησία. Το πανεπιστήμιο παρέχει γνώσεις, τις οποίες τα μέλη του αποκτούν μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες που συνδέονται με συγκεκριμένες μεθοδολογίες, που στοχεύουν την ερμηνεία των μνημείων του πολιτισμού, στην δικιά μας περίπτωση των μνημείων του πολιτισμού της Ορθοδοξίας, με τελικό σκοπό, καθώς έλεγε ο Νίκος Ματσούκας, «όχι την ηθικιστική και φρονηματιστική διάπλαση του ανθρώπου, αλλά – και αυτό το σκοπό μπορεί να θέσει η επιστημονική θεολογία – στη μέθεξη ενός πολιτισμού για να κάνει τους ανθρώπους κινητικούς και δημιουργικούς».

Είχα τότε την αίσθηση, την έχω και σήμερα πως με τις σκέψεις μου αυτές δεν τον έπεισα. Οι λόγοι, καθώς πιστεύω, πολλοί. Πρώτος και καλύτερος, η ταύτιση της θεολογικής έρευνας, της επιστημονικής θεολογίας, με την κατήχηση της Εκκλησίας. Δεύτερος, η «αντικειμενική» και μονοδιάστατη θεώρηση της εκκλησιαστικής ιστορίας και θεολογίας και η άρνηση αποδοχής του γεγονότος της ερμηνείας. Τρίτος, η απόλυτη κατάφαση στη βεβαιότητα και η αδυναμία έστω και μιας κάποιας αποδοχής του μυστηρίου της λειτουργικής απορίας, που δίνει νόημα στις διαδικασίες της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας. Μια απορία, η οποία επιτρέπει, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, στη ζωή να ελπίζει στην ερωτική της πλήρωση, τουτέστιν στη μετασκευή της σε μονή εγκατοίκησης του νυμφίου Χριστού. Αναφερόμενος στο θέμα της απορίας ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γράφει: «Το ν’ απορεί κανείς για τα πάντα είναι φυσικά ανόητο, ενώ το να μην απορεί για τίποτα είναι πολύ πιο κομψό και μάλιστα, δεν ξέρω για ποιο λόγο, θεωρείται και καθώς πρέπει. Αμφιβάλλω όμως αν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Κατά την γνώμη μου, το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι πολύ πιο ανόητο από το ν’ απορεί για τα πάντα. Κι εκτός αυτού: το να μην απορεί κανείς για τίποτα είναι σχεδόν το ίδιο με το να μην σέβεται τίποτα. Κι ένας ανόητος άνθρωπος είναι ανίκανος να σεβαστεί». Μαζί με αυτά, τέλος, και η σχιζοφρενική διαίρεση γνώσης και εμπειρίας, η οποία εισηγείται εν τέλει μια άλογη «εμπειρική θεολογία» με εμφανή τα σημάδια του φετιχισμού και της ειδωλολατρίας.

Παράδειγμα δεύτερο: Το Τμήμα Θεολογίας, στο οποίο έχω την τιμή και τη χαρά να προεδρεύω για δεύτερη διετία, διοργάνωσε τα τελευταία δύο χρόνια εννέα επιμορφωτικά σεμινάρια για ιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σε όλες μου τις συναντήσεις με τους ιερείς έθετα επίμονα μια πρώτη και βασική ερώτηση: τι σημαίνει το όνομα Χριστός. Ομολογώ, πως σε ποσοστό 90%-95% οι απαντήσεις ήταν προβληματικές. Άλλες κινιόντουσαν προς το νεστοριανισμό, άλλες προς τον μονοφυσιτισμό, άλλες προς τον αρειανισμό και πολλές διαλεγόντουσαν με τα πολυποίκιλα δωμάτια του φαντασιακού. Κάποιος θα έλεγε πως ετούτο το πρόβλημα, ως κατεξοχήν γνωσιολογικό, δεν είναι σημαντικό, καθώς προηγείται η εμπειρία της σχέσης με το πρόσωπο. Οφείλω να ομολογήσω, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ότι η αδυναμία κατανόησης δεν συνιστά μια χωρίς νόημα πραγματικότητα, καθώς αποκαλύπτει τη σταδιακή αλλοίωση του εκκλησιαστικού σώματος, τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τον πυρήνα της πίστεως που γνωρίζει ότι η γνώση, εξάπαντος όχι μόνον αυτή , ως μετοχή στην αλήθεια του πράγματος, φωτίζει, πλουτίζει και μεταμορφώνει τον άνθρωπο.

Στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της πανεπιστημιακής θεολογίας. Σκοπός της, η διά της γνώσεως, της έρευνας και της μεθόδου, ανάκτηση της αλήθειας των ονομάτων, που με τη σειρά της οδηγεί στη ψηλάφηση της αλήθειας των πραγμάτων, τουτέστιν στην πραγμάτωση της μετοχής που κάνει τα πράγματα, τα οποία πάντα προηγούνται της επιστήμης και της ερμηνείας, να αληθεύουν. Με άλλα λόγια, η απομαγικοποίηση της «εκκλησιαστικής θεολογίας», η οποία σε πολλές περιπτώσεις, ευτυχώς όχι σε όλες, ως «θερμότης χωρίς λόγου και επιστήμης», καταπώς λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και εξάπαντος ταυτιζόμενη με προσωπικές ιδεολογίες και διαθέσεις που αντλούν ύπαρξη από τη διάθεση ανελεύθερης επιβολής και βίαιης κυριαρχικότητας, οδηγεί σε «πλου της πίστεως ακυβέρνητο». Φαινόμενα που σχετίζονται άμεσα με το τέρας του δογματισμού και την ομογάλακτή του εξουσιαστικότητα. Βέβαια, η αξιολόγηση και το οριστικό ξεδιάλεγμα των αποτελεσμάτων της έρευνας βαραίνει την Εκκλησία. Εκείνη έχει την τελική ευθύνη για την κατήχηση των μελών της και το μπόλιασμά τους στη μυστηριακή της ζωή.

Σήμερα, βέβαια, επικρατούν σε πολλές περιπτώσεις καταστάσεις υποκατάστασης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι σκοπός της δημόσιας θεολογικής εκπαίδευσης είναι η κατήχηση και η ανασύσταση της ομολογιακής ταυτότητας. Και τούτο διότι όλοι γνωρίζουμε, αλλά ελάχιστοι ομολογούμε, ότι η Εκκλησία είναι πλέον έρημη από κατήχηση. Η «Ορθόδοξη χώρα» είναι η πλέον ακατήχητη χώρα. Γεγονός που διευκολύνει τη μεταφορά της ευθύνης της για την κατήχηση στη δημόσια εκπαίδευση, την ίδια στιγμή, που λαβωμένη από φαινόμενα σύγχυσης, την επικρίνει για την απο-εκκλησιαστικοποίησή της και την ανεπάρκειά της.

Οφείλω να ομολογήσω, πως μια τέτοια άποψη είναι εξολοκλήρου λαθεμένη – τόσο επιστημολογικά, όσο και εκκλησιολογικά – και ως εκ τούτου υπεύθυνη για την ενοχοποίηση της ακαδημαϊκής θεολογίας από τη μια, αλλά και την συρρίκνωση της αποστολής της Εκκλησίας από την άλλη. Είναι πολλές οι περιπτώσεις σήμερα, που ο όρος ακαδημαϊκός θεολόγος λαμβάνει στο στόμα των επικριτών της πανεπιστημιακής θεολογίας διαστάσεις ύβρεως. Εξ αυτού και η αδυναμία διάκρισης των ουσιωδών που θα επιτρέψουν την πραγματική συνεργασία ακαδημαϊκής θεολογίας και Εκκλησίας στα πλαίσια της αναγκαίας συμβολής των δύο μεγεθών από τα οποία η κοινωνία, η δημόσια πλατεία, αναμένει πολλά. Βέβαια, η απόδοση ευθυνών στην Εκκλησία δεν κάνει μεμιάς ανεύθυνη την πανεπιστημιακή θεολογία, η οποία οφείλει πληρώνοντας τον σκοπό της, να συμβάλλει στην ανάδειξη της οικουμενικής ταυτότητας της Ορθοδοξίας, αλλά και της επιστημονικής της πληρότητας, που ελευθερώνει το σώμα και τις δημιουργικές δυνάμεις που το συγκροτούν. Και για να συμβεί αυτό οφείλει η πανεπιστημιακή θεολογία να κινηθεί πέρα και πάνω από τον στενό ακαδημαϊσμό, ο οποίος πραγματοποιείται ερήμην της ζωής και της κοινωνίας και εισηγείται έτσι μια θεολογία εσωστρεφή, μια θεολογία για τη θεολογία, μια επιστήμη για την επιστήμη, παραδομένη αποκλειστικά στην ιστορία, που δεν αφορά κανέναν παρά μόνον τους θιασώτες της. Κάποιες φορές ούτε και αυτούς. Βέβαια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι τούτη είναι μία ερμηνεία της ακαδημαϊκότητας∙ εξάπαντος όχι η μόνη, ούτε βέβαια η καλύτερη. Μια ερμηνεία που στηρίζεται προφανώς σε έναν κανόνα. Εντούτοις, ο γνήσιος ακαδημαϊσμός δεν αφίσταται από τη ζωή, ή για να ειπωθεί αλλιώς φτιάχτηκε για τη ζωή. Στην περίπτωση αυτή ακαδημαϊκή και πανεπιστημιακή θεολογία ταυτίζονται. Είναι αλήθεια όμως ότι τον τόνο πάντα, ή σχεδόν πάντα, δίνει η εκτροπή, που κάποτε αποκτά και διαστάσεις κανόνα.

Έτσι, για να είναι κάποιος δίκαιος με τα πράγματα, πρέπει να τονίσει ότι στην πορεία της ιστορίας της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας δεν έλειψαν οι εκτροχιασμοί και οι αλλοτριώσεις. Ίσως να ήταν αυτοί οι εκτροχιασμοί και αυτές οι αλλοτριώσεις που οδήγησαν πολύ σημαντικούς θεολόγους του εικοστού αιώνα σε μια απόλυτα αρνητική κριτική της πανεπιστημιακής- ακαδημαϊκής θεολογίας. Μια κριτική όμως που έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και έφτασε να δαιμονοποιήσει αδιάκριτα κάθε ακαδημαϊκή προσπάθεια, αλλά και να δημιουργήσει φοβίες αξεπέραστες, που έβλαψαν τόσο τη Θεολογία όσο και την Εκκλησία στην Ελλάδα στη διάρκεια του εικοστού αιώνα. «Αλλά αν η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση», σημειώνει δηκτικά ο Γιάννης Τσαρούχης, «καταντάει στο τέλος να είναι μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό». Και τούτο διότι τέτοιες φοβίες, τέτοιες ψυχολογικές νευρώσεις, κάνουν τον άνθρωπο να θέλει να βάλει στο γύψο ένα υγιές χέρι με το φόβο ότι αυτό μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να σπάσει, ή να παλεύει να βάλει στο γύψο κάθε υγιές χέρι διότι κάποιο χέρι έχει σπάσει. Έτσι, απέναντι σε τέτοιες πρακτικές και μεθοδεύσεις, το μόνο που μπορεί κάποιος να κάνει είναι να θέσει τα όρια και να ορίσει τις απαρχές και τα κριτήρια του θεολογείν. «Υπάρχει μια παρεξήγηση με τη λέξη ακαδημία…», σημειώνει και πάλι ο Γιάννης Τσαρούχης, «μια αληθινή ακαδημία σου δίνει τα όπλα να πολεμήσεις, ενώ οι μονομερείς δεξιοτεχνίες μόνο τους ανόητους μπορούν να καταπλήξουν».

Και είναι αυτός ο λόγος, που κάποιες φορές, η Θεολογία θυμίζει κάπως τη γυναίκα του Λωτ. Απειθής και μαζί θυσιασμένη. Απειθής απέναντι στην κλήση της, να ολοκληρώσει τον σκοπό της, να αποτελέσει τώρα και στους αιώνες την κριτική και συνεπώς προφητική φωνή της Εκκλησίας και της ιστορίας. Και θυσιασμένη, στην υπηρεσία της εξουσιαστικότητας, σε κείνη την προσπάθεια, σε κείνη τη στάση, που παλεύει με νύχια και με δόντια να οριοθετήσει και να ελέγξει τις πιο βαθιές ανάγκες του ανθρώπου, τον πυρήνα της ύπαρξής του, την ίδια του τη ζωή.

Δεν χωρά αμφιβολία πως η ερμηνευτική προσπάθεια, αναγκασμένη πολλές φορές από την αγωνία ενός ποιμαντικού επείγοντος, έστρεψε τις περισσότερες φορές τη ματιά της στο χώρο της ηθικής. Είδε, έτσι, στο πρόσωπο της γυναίκας του Λωτ, και της τιμωρητικής μετατροπής της σε στήλη άλατος, ένα αιώνιο «σύμβολον απομαρανθείσης φρενός, και νου προς ηλιθιότητα μεταφοιτάν κειμένου, και εις εσχάτην πως αναισθησίαν εληλακότος». Πρακτική, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία ανα-κοίνωσης των πραγματικών διαστάσεων της βιβλικής διήγησης, και ως εκ τούτου την ελαχιστοποίηση της δυναμικής που κρύβεται στον εσώτερο πυρήνα της. Και το λέγω τούτο, διότι το μείζον της βιβλικής διήγησης της ιστορίας του Λωτ δεν εξαντλείται με τη χρησιμοποίησή της, δίκην ενός ακόμη παραδείγματος, στη δικαίωση του ηθικού κανόνα: επιθυμία – αμαρτία – θάνατος. Ενός κανόνα άλλωστε, που σε περιπτώσεις ενσυνείδητης ή ασυνείδητης αστοχίας, οδήγησε αδιάκριτα στην ενοχοποίηση της οποιασδήποτε επιθυμίας και στην απουσία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος από την πραγματική ζωή.

Έχω την αίσθηση, πως το σημαντικό της ιστορίας τούτης της δύστυχης γυναίκας, βρίσκεται πέρα από το προφανές, στην κατανόηση της τραγικότητας της, που συνίσταται στην υπαρξιακή της αδυναμία να διακρίνει ποιο είναι το ένα εκείνο πράγμα που αποτελεί την πραγματική της ανάγκη.

Νομίζω, πως θα ’ταν καλύτερο σήμερα, με το δικαίωμα που μας δίνει η επιτακτική ανάγκη νέας νοηματοδότησης της πραγματικότητας, να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να πούμε πως η γυναίκα του Λωτ είναι παράδειγμα μιας πηγής που στέρεψε από επιθυμία. Το παράδειγμα μιας γυναίκας που προτίμησε το νεκρό παρελθόν από την αλήθεια του παρόντος. Γεγονός που καταδεικνύει δύο πράγματα· πρώτα την αδυναμία της να υπερβεί το εσωτερικό και μαζί υπαρξιακό της σύνορο, τα Σόδομα όλων των καλότυχων διχασμένων, που παλεύουν να σπάσουν τη βεβαιότητα της έσω ζωής, το νόστο του νόστου, που αγνοεί τα πρόσωπα και τα πράγματα, τα πολύτιμα ενός αδιόρθωτου πάθους, όσο και την αδυναμία του παρόντος να διεκδικήσει το ενδιαφέρον και την ύπαρξη των ανθρώπων μιας ζωής εν κινήσει.

Έχω την αίσθηση πως μια τέτοια ερμηνεία, παρότι ανοχύρωτη πόλη, στα μάτια υπομνηματιστών και «προφητών», του έτσι κι αλλιώς διαμορφωμένου κλειστοφοβικά παρελθόντος, προβαλλόμενη στο χώρο της σύγχρονης θεολογίας, μπορεί να αξιολογηθεί θετικά και να αξιοποιηθεί δημιουργικά.

Δίχως άλλο η άρνηση του παρόντος και η συνακόλουθη απουσία από αυτό συνιστά αμαρτία. Και τούτη την αμαρτία η σύγχρονη θεολογία στην Ελλάδα τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο όνομα, για παράδειγμα της παράδοσης, η θεολογία έχασε από τα μάτια της το παρόν, έχασε την ίδια της τη ζωή. Η απείθεια της γυναίκας του Λωτ είναι στ’ αλήθεια μια άρνηση της συμπόρευσης, μια δικαίωση, εξάπαντος όχι πρόσληψη του διχασμού, μια νίκη της απουσίας. Μια αναζήτηση των σπουδαίων και σημαντικών στο παρελθόν, και συνεπώς μια ομοούσια με την αναζήτηση άγνοια, πως τα πολύτιμα είναι πάντα δίπλα μας και εντός μας. Ξεχνούμε, έτσι, πως το παρελθόν έχει νόημα μόνο στην περίπτωση που βρίσκεται μέσα μας, όταν αποτελεί σύμβαση που νοηματοδοτεί το παρόν, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Ένα τέτοιο παρελθόν, όμως, όπως άλλωστε και το αντίστοιχο μέλλον, σε αντίθεση με ότι συνηθίζουμε να λέμε, ζει στο παρόν και στα πρόσωπα, ζει με τα πρόσωπα, που το σημάδεψαν, γύρω μας και εντός μας. Είναι ένα συνεχές και μονίμως ανανεούμενο παρόν. Μια πραγματοποιημένη εσχατολογία και μια εσχατολογική πραγματικότητα. «Ημείς δε ου χρείαν έχομεν αποδημήσαι διά την βασιλείαν των ουρανών, ούτε περάσαι θάλασσαν διά την αρετήν… Η βασιλεία των ουρανών εντός υμών εστιν· Ουκούν η αρετή του θέλειν ημών μόνου χρείαν έχει· επειδήπερ εν ημίν εστι, και εξ ημών συνίσταται».

Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως μια τέτοια μαρτυρία είναι συγκλονιστική. Ταυτόχρονα, όμως, και προβληματική, όταν μετατρέπεται σε αργαλειό που υφαίνει εσωστρέφειες και αναστολές, ματαιώσεις και αποδράσεις. Είναι καιρός, νομίζω, να μιλήσουμε χωρίς φόβο και με πάθος. Όλοι το ψιθυρίζουν, αλλά λίγοι το φωνάζουν, πως η θεολογία μας πάσχει σήμερα από σοβαρή ασθένεια· από την ασθένεια της απουσίας του θέλειν, τουτέστιν από το ου θέλειν. Το ίδιο και η Εκκλησία. Πολλές φορές, αμφότερες, είτε μέσα από την επιστροφή στο παρελθόν, είτε μέσα από την απόδραση στο μέλλον, δίνουν την εικόνα μιας απόλυτης εσωστρέφειας, μιας ολοκληρωτικής απουσίας από τη ζωή. Και όταν οι τολμηροί, μαζί και αφελείς, ζητούν μια επιστροφή στην παρουσία, βρίσκονται αντιμέτωποι με κάθε λογής παραδόσεις, βέβαιες και για τούτο νεκρές, που είναι πάντα εκεί, πιστές στη μυστική συνάντηση, για να μεταφέρουν το κέντρο βάρους από τα ουσιώδη στα επουσιώδη, από το παρόν σε κάποιο νεφελώδες και ρητορικό μέλλον, το μέλλον του παρελθόντος, εξάπαντος όχι του παρόντος, από «τα πάντα και εν πάσι», στο τίποτα.

Ίσως, λοιπόν, η ευθύνη της σύγχρονης θεολογίας να είναι ακριβώς αυτή· να ξαναδημιουργήσει την προσδοκία, την επιθυμία της ζωής, όχι απλά της μεταθανάτιας ζωής, αλλά της ζωής πριν τον θάνατο, που είναι τροχιοδεικτική της άλλης ζωής. Μια ζωή επ-ανάστασης, που θα απομακρύνει μεμιάς το βόλεμα και την κλειστότητα στον ψευτόκοσμο που έχει δημιουργηθεί γύρω μας και εντός μας. Μια έκρηξη συμ-πάθειας, ενός λεπτού σιγή και ενός λεπτού μαζί για τον κόσμο που πονά, που τεμαχίζεται, που τσαλακώνεται, από εξουσιαστές και ατάλαντους. Ένας καημός για την καθημερινότητα. Μια άρνηση της σύμβασης. Μια κατάφαση στη χαμένη λαϊκότητα, που προτιμά την «αντάρτικη», «άχρηστη» ελευθερία από την υποκριτική πειθαρχία στην παράδοση. Άλλωστε ας μη μας ξεγελά η κινδυνολογία του αντιφωνητή, που βλέπει παντού και πάντα γκρέμισμα της παράδοσης και εισβολή νεωτερισμών ξένων προς το οικείο σώμα. «Την δύναμη», λέγει ο Τσαρούχης, «να πολεμήσεις την παράδοση σου πάλι η παράδοση σου θα σου τη δώσει». Και δεν χωρά αμφιβολία πως υπαινίσσεται εκείνες τις περιθωριοποιημένες φωνές, τα μεγάλα και κλεισμένα μονοπάτια, γεννήματα του ίδιου σώματος, της ίδιας γης, που τις κατάπιε η ολοκληρωτική μανία του κανόνα. Η διάθεση για αποκλειστικότητα και καθεστωτική, συστημική κυριαρχία. Το βασίλειο της απαγόρευσης. Εκείνο το περίεργο σύννεφο, που χωρίς αμφιβολία σκέπασε τη γη της θεολογίας και έκοψε τη λαλιά της. Ένα σύννεφο, που διεκδικεί απουσία από τα χώματα, από τις θείες φωνές που γεννά η γη. Και τούτο, διότι, καθώς σημειώνει ο ποιητής, «Δεν πονέσαμε ακόμα αρκετά / για να μας αγγίξει ο πόνος του διπλανού μας».

«Ο “επίσκοπος”», σημειώνει στο άκρως ενδιαφέρον βιβλίο της, Τι είδε η γυναίκα του Λωτ, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, «χτύπησε το χέρι του στο μπράτσο της πολυθρόνας και μου είπε άγρια: “Μοντενέγκρο, να σε πάρει ο δαίμονας, κατανόησε επιτέλους το πρόβλημα! Βρισκόμαστε σε δεινή θέση, για την οποία εσύ, εν τέλει, ευθύνεσαι. Τόσα χρόνια μας συμβούλευες να διδάσκουμε ότι η έρημος είναι απροσπέλαστη και η μόνη έξοδος είναι το λιμάνι. Σε εμπιστευτήκαμε και στηρίξαμε εκεί όλη τη δημαγωγία του άμβωνα. Η υδρία με το ένα στόμιο, η νύχτα με το ένα φεγγάρι, ο ποταμός με τη μία ροή. Τι να πούμε την επόμενη Κυριακή στους πιστούς; Λάθος, παρεξηγήσατε, ο ποταμός πλέει κι αντίστροφα, μα παραλείψαμε να το αναφέρουμε;” Εδώ που τα λέμε δεν είχε άδικο, εγώ τους συμβούλευα για το περιεχόμενο του κηρύγματός τους, αλλά έπαιρνα μυστικές οδηγίες από το Κυβερνείο, δεν αυτοσχεδίαζα. Ο μακαρίτης Βερά απαιτούσε να κρατώ τους αποίκους μακριά από την έρημο και υποχρεώθηκα να επινοήσω νέες παραβολές, να βάλω στο στόμα του Ιησού λόγια που ποτέ δεν τα είπε και να διαστρεβλώσω κατεβατά ολόκληρα της Βίβλου για να συντηρήσω τον τρόμο της ερήμου. Ωρυόμουν απ’ τον άμβωνα πως όποιος διανοηθεί να πατήσει στην άμμο θα τον βουτήξει η τσιμπίδα του Εωσφόρου. Ο νέος Κυβερνήτης έσπαγε αιφνιδιαστικά το ταμπού της ερήμου και με εξέθετε απερίγραπτα. Κατέβασα το κεφάλι».

Βέβαια, για να είναι κανείς δίκαιος με Θεό και ανθρώπους πρέπει να τονίσει, και επανέρχομαι εδώ στον αρχικό μου υπαινιγμό περί θυσίας της γυναίκας του Λωτ στο βωμό μιας κάποιας εξουσιαστικότητας, πως στα πατερικά ερμηνευτικά κείμενα της διήγησης, συναντούμε συχνά πυκνά κάποια ποιμαντικά στρογγυλέματα, που δίχως άλλο, όμως, μέσα από επάρκειες και ανεπάρκειες, επιτρέπουν την επέκταση και την αναγωγή, την τελική νίκη του διχασμού. Άλλωστε, ο διχασμός δεν είναι ένα ψυχολογικό δεκανίκι, μια αναγκαστική μορφή ύπαρξης, αλλά πραγματικότητα που μπορεί να υπερβαθεί, αλήθεια που ζητά να ξεπεραστεί μέσα από τη «βεβαίωση» της παρουσίας. Διχασμός και αμφιβολία, σαν αυτούς που ο Χριστός πέρασε στη Γεθσημανή, δίνουν το μέγεθος, αποκαλύπτουν την αυτογνωσία, μιας ύπαρξης που πάντα αναζητά την άλλη παρουσία, που ξεπερνά τη διαίρεση. Για να φτάσει όμως κάποιος στη «βεβαίωση» της παρουσίας οφείλει να αποδεχτεί το διχασμό, την αλήθειά του, που εξόριστη από την αμεσότητα αποκαλύπτει την εωσφορική μοναξιά και γύμνια. Την κατάφαση δηλαδή σε εκείνη την πραγματικότητα που η απουσία της άφησε τον διάλογο της άσκησης και της ευχαριστίας ανεκπλήρωτο. Την καταφυγή στην αδύναμη δύναμη που επιτρέπει την ποιητική υπέρβαση της εσωστρέφειας, τη ψηλάφηση του άθλου της ανάκρισης που γεννά ανάκραση τρόπου, συνάντηση τίμια.

Ο διχασμένος άνθρωπος δεν προσκυνά την ιδιοφυΐα, δεν ξεπέφτει στην ευφυΐα. Γιατί «η μεγαλύτερη τιμωρία», όπως μας υπενθυμίζει και πάλι η Ζωή Καρέλλη, «είναι η άμβλυνση της οδυνηρής ικανότητάς του ν’ αντιλαμβάνεται την φοβερή εμπειρία του διχασμού του». Κάθε λήθη αυτού του διχασμού μοιάζει να φλογώνει μέσα στον άνθρωπο αυτό που ονομάζουμε απάνθρωπο. Μια σκληρή βεβαιότητα, μια δύναμη, που γεννιέται από τον χωρισμό του μυαλού από το σώμα και του ενθάδε από το επέκεινα, και τον κάνει να ξεχνά πως το κτιστό υπάρχει στ’ αλήθεια όταν βουτά την ύπαρξή του στο άκτιστο…

«Και συ, Καπερναούμ», λέγει ο ευαγγελιστής και δείχνει με μιας το σκάνδαλον που αποδομεί τις βεβαιότητες της έρημης ζωής, «η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση· ότι ει εν Σοδόμοις εγενήθησαν αι δυνάμεις αι γενόμεναι εν σοι, έμειναν αν μέχρι της σήμερον. πλην λέγω υμίν ότι γη Σοδόμων ανεκτότερον έσται εν ημέρα κρίσεως ή σοι».

ΠΗΓΗ

antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης

«Τι σκάνδαλα στον κλήρο, τι σκάνδαλα στο λαό, σκάνδαλα δικά μας είναι και τα δύο, σκάνδαλα του κόσμου τούτου»

«Η Εκκλησία είναι κλήρος και λαός. Όπως μέσα στο λαό υπάρχουν παλιάνθρωποι, έτσι και μέσα στον κλήρο υπάρχουν παλιάνθρωποι. Για τούτο βαφτιστήκαμε Χριστιανοί: για να έχομε τη δυνατότητα να δοκιμάσομε (αν θέλομε) να πάψομε να είμαστε παλιάνθρωποι ή μοναχά άνθρωποι αμαρτωλοί. Κάθε φορά που ακούω σκάνδαλα στον κλήρο (των ημετέρων αμαρτημάτων) προσπαθώ να μην κάνω διάκριση από σκάνδαλα που ακούω στο λαό (των του λαού αγνοημάτων). Η Εκκλησία είναι αυτή που στεγάζει και τα μεν και τα δε, μια που στην Ελλάδα όλοι οι κάτοικοι είναι Ορθόδοξοι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μάς στεγάζει όλους, με τα ελαττώματά μας ή τις παλιανθρωπιές μας – και τα προτερήματά μας, αν έχομε – αλλά και με την υποσχεμένη δυνατότητα να πάψομε αποτελεσματικά να είμαστε παλιάνθρωποι ή μοναχά άνθρωποι αμαρτωλοί και να επωφεληθούμε (αν θέλομε) από το θεοτικό αμέτρητον έλεος. Τι σκάνδαλα στον κλήρο, τι σκάνδαλα στο λαό, σκάνδαλα δικά μας είναι και τα δύο, σκάνδαλα του κόσμου τούτου. Πως έλεγε ο Πλάτωνας; Αιτία ελομένου, θεός αναίτιος».  ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, (2009), Collectanea, Αθήνα: Δόμος, σ. 94 [192].

Αποτέλεσμα εικόνας για Γραμματόπουλος μακέτα για το έργο Άθως Ι

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, Μακέτα για το έργο ΑΘΩΣ I, 1972· τέμπερα σε χαρτί, 52χ41 εκ.

Εκκλησία και Λαϊκισμός

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

Δημοσιεύθηκε την Δευτέρα (του Αγίου Πνεύματος) 5 Ιουνίου 2017, στην Athens Voice το κείμενό μου «Εκκλησία και Λαϊκισμός στα χρόνια της κρίσης». 

Είχαν προηγηθεί τα κείμενά μου: «Τα περιφερόμενα λείψανα μαρτυρούν μια Εκκλησία χωρίς πνευματικότητα» και «Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος και Εξωτερική Πολιτική».

Και θέλω να ευχαριστήσω την Athens Voice για την συνεργασία, καθώς τα κείμενά μου μέσα από την σελίδα της στο ίντερνετ γνώρισαν μεγάλη διάδοση.

Στο κείμενό μου για την σχέση της Εκκλησίας και Λαϊκισμού, σημειώνω: «Έχουν γίνει μελέτες για τον λαϊκισμό στην πολιτική, την τέχνη, την ιστορία, αλλά όχι στην Εκκλησία – εκτός από κάποιες σποραδικές αναφορές».

Μόνο σε δύο Κυριακάτικες εφημερίδες, την Καθημερινή και Το Βήμα, εντόπισα την Κυριακή 4 Ιουνίου, τα ακόλουθα άρθρα περί λαϊκισμού:

– «Η ανατομία του λαϊκισμού», του Πάσχου Μανδραβέλη.

– «Η λαϊκιστική μνησικακία», του Ανδρέα Πανταζόπουλου.

– «Λαϊκισμός και πανεπιστήμιο», του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή.

Άρα, το κείμενό μου στοιχείται στον γενικότερο προβληματισμό περί του φαινομένου του λαϊκισμού, που υπάρχει στην δημόσια ζωή, αλλά εστιάζει στην Εκκλησία που δεν απασχολεί και τόσο τους αρθρογράφους.

Πάνω στην ώρα, η είδηση είναι σημαντική: Το Συμβούλιο των Εκκλησιών της Βαυαρίας, την ευθύνη της λειτουργίας του οποίου έχει ο Έλληνας θεολόγος Γιώργος Βλαντής, θα διοργανώσει τον Οκτώβριο ημερίδα για τη σχέση λαϊκισμού και Εκκλησιών. Άρα, ευτυχώς, ο προβληματισμός μπορεί να μην είναι… εγχώριος, αλλά είναι σίγουρα διεθνής.

Στο κείμενό μου παραθέτω – δειγματοληπτικώς – κάποια ηχηρά σημάδια εκκλησιαστικού λαϊκισμού:

«Οι κληρικοί στα κηρύγματά τους κολακεύουν το εκκλησίασμα – όπως ακριβώς οι περισσότεροι πολιτικοί – και συντηρούν τα ταπεινά ένστικτα του λαού, αντί να τον ανεβάζουν λίγο ψηλότερα. Σ’ αυτή τη λογική εντάσσεται και η περιφορά των λειψάνων ανά την επικράτεια, η υπόθαλψη «προφητειών» διαφόρων «γερόντων» (π.χ. για το πώς θα ξαναπάρουμε την Πόλη!), η κατακεραύνωση προσφύγων, ομοφυλόφιλων και άλλων μειονοτήτων, η θαυματολαγνεία, για να καταλήξουμε στο «θαυματουργό κομποσχοίνι» που δίνεται μαζί με κουτσομπολίστικο περιοδικό!».

Θέλω να προσθέσω – ως ένα ακόμα δείγμα νοσηρού λαϊκισμού – τις λειτουργίες και τις παρακλήσεις και όλα τα συμπαρομαρτούντα (ευλογημένα στυλό κ.α.), για τις πανελλαδικές εξετάσεις.

Θυμάμαι ένα μήνυμα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου προς τους διαγωνιζομένους των Πανελλαδικών το 2009. Όχι μόνο δεν τους εύχεται «Καλή επιτυχία», αλλά τους καλεί να μην παγιδευτούν «στη λογική της «αποτυχίας» ή της «επιτυχίας». Κάθε αποτέλεσμα αντιμετωπίστε το ως πρόκληση. Ως κάλεσμα για νέα αρχή, για αλλαγή πορείας». Το σύντομο μήνυμα του Αρχιεπισκόπου της χρονιάς εκείνης είναι, θα έλεγε κανείς, ένας ύμνος στην αποτυχία! Αφού λέει στους μαθητές: «Ακόμα και πρόχειρα αν διατρέξετε την Αγ. Γραφή θα διαπιστώσετε πολλούς «αποτυχημένους» που κοσμούν τις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας».

Ως εκ τούτου, ο λαϊκισμός στην Εκκλησία καλά κρατεί, παρά το γεγονός της ύπαρξης νησίδων…

Γιατί η λογική του Αρχιεπισκόπου δεν άγγιξε την λογική της πλειοψηφίας του κλήρου της Ελλαδικής Εκκλησίας, πο… εκδαπανώνται σε προσευχές για επιτυχία στις πανελλαδικές και το προβάλλουν λαϊκιστικώ τω τρόπω.

Ο λαϊκισμός για την Εκκλησία στις μέρες μας είναι μεγάλος πειρασμός, στον οποίον έχει ενδώσει αμαχητί, ακολουθώντας το γενικότερο ρεύμα.

Ας ελπίσουμε να ακουστούν φωνές αναθεώρησης…

ΠΗΓΗ

Ιδιωτική Οδός