Αρχείο ετικέτας Βιβλιοπαρουσιάσεις

Οι αυταπάτες των αθεϊστών

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΤΛΕΫ ΧΑΡΤ, (2017), Οι αυταπάτες των αθεϊστών. Η χριστιανική επανάσταση και οι σύγχρονοι εχθροί της, Αθήνα: Εν πλω.

Οι αυταπάτες των αθεϊστών

Μια φορά κι έναν καιρό, η Μητέρα Εκκλησία είχε στην κηδεμονία της ένα χαϊδεμένο και καθόλου φιλοπερίεργο παιδί: την ανθρωπότητα της Δύσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της κηδεμονίας, ο πολιτισμός περιέπεσε σε τέλμα, η επιστήμη μαράζωσε. Κάθε λίγο και λιγάκι γίνονταν θρησκευτικοί πόλεμοι, καίγονταν μάγισσες στην πυρά από τους ιεροεξεταστές, κι η ανθρωπότητα της Δύσης στέναζε κάτω από την κτηνώδη υποδούλωσή της στο δόγμα, την προκατάληψη και την ανίερη συμμαχία κράτους-εκκλησίας. Κάθε έρευνα σταμάτησε, η γραμματεία της κλασικής αρχαιότητας παραδόθηκε στις φλόγες της πίστης κι ακόμα και τα μεγάλα επιτεύγματα της “ελληνικής επιστήμης” ξεχάστηκαν… Όλα τα σκέπασε το σκοτάδι… Κατόπιν, εξαιτίας των “θρησκευτικών πολέμων”, που κατακερμάτισαν τη χριστιανοσύνη, επήλθε η πλήρης άνθιση του Διαφωτισμού και μαζί της η κυριαρχία του λόγου και της προόδου! Αναδύθηκε το κοσμικό έθνος-κράτος και μαζί του μια νέα και επαναστατική αίσθηση ανθρώπινης αξιοπρέπειας!…
Η ανθρωπότητα της Δύσης διασώθηκε από την αιματοβαμμένη μισαλλοδοξία της θρησκείας! Τώρα, επιτέλους, ο άνθρωπος κατέκτησε την ενηλικίωσή του σε όλους τους τομείς, στην επιστήμη, την πολιτική και την ηθική…

Αυτό είναι ένα απλοϊκό και μαγευτικό παραμύθι, που εύκολα μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει, καθότι προσφέρει μια νοικοκυρεμένη ερμηνεία των πραγμάτων. Το μόνο του μειονέκτημα είναι ότι τυχαίνει να είναι εσφαλμένο σε κάθε χαρακτηριστική του λεπτομέρεια…

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Πέραν της περισπούδαστης γραφής και του γλαφυρού ύφους, το συγκεκριμένο βιβλίο θέτει κι ένα βασανιστικό ερώτημα: τελικά η ευαισθησία σε τέτοια καίρια ζητήματα, του διαλόγου του Χριστιανισμού με την αθεΐα, είναι γνώρισμα μόνο του Ανατολικού ανθρώπου παρά του Δυτικού; Φρονώ πως ο συγγραφέας, διαψεύδει τη μέχρι σήμερα στερεότυπη εικόνα ό,τι στη Δύση ο Χριστιανισμός είναι χρεωκοπημένος. Ο Ντέιβιντ Μπέντλεϋ Χαρτ, Αμερικανός θεολόγος και φιλόσοφος, με αποστομωτικό τρόπο δίνει την απάντηση του προς κάθε επίδοξο θιασώτη του σύγχρονου αθεϊσμού, ο οποίος συνειδητά αρέσκεται σε έναν άνευ ουσίας πόλεμο ενάντια στη χριστιανική πίστη.

Εξαιρετικό και το επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Διαβάζεται απνευστί!

Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΑΝΔΡΕΑ ΝΑΝΑΚΗ, Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 272

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ*

Δέκα μελετήματα συγκροτούν το υπό τον τίτλο «Πτυχές Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα» νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητού Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. κ. Ανδρέα Νανάκη, το οποίο εκδίδεται σε μια κρίσιμη στιγμή κατά την οποία το ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία εμφανίζεται στο προσκήνιο με αξιοζήλευτη περιοδικότητα αποτελώντας – το τελευταίο διάστημα όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα– θέμα «ημερησίας διατάξεως» στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου, εν όψει μάλιστα και της επικείμενης συνταγματικής αναθεωρήσεως. Πρόσφατα μάλιστα  το θέμα απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την διάρκεια των εργασιών της, στις αρχές (3 – 6) Οκτωβρίου 2017.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Ανδρέας Νανάκης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Eίναι πολύ γνωστός, όχι μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο και ιδιαιτέρως σ΄ αυτόν της ιστορικής επιστήμης λόγω του πλουσίου έργου του στον κλάδο της Νεώτερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και στο ευρύ κοινό χάρις είτε στις συχνές, δημόσιες παρεμβάσεις του με εισηγήσεις σε επιστημονικές ημερίδες και συνέδρια, είτε μέσω της αρθογραφίας του στον Τύπο (σε εφημερίδες της Κρήτης, σε θεολογικά / εκκλησιαστικά περιοδικά, παλαιότερα στα «ΝΕΑ» και εσχάτως στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», όπου προσφάτως [11.06.2017] εδημοσίευσε το άρθρο του «Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» το οποίο έκανε «θραύση»…). Εξ αιτίας της πλούσιας σχετικής εργογραφίας και της εν γένει ποιμαντικής και επιστημονικής του δραστηριότητας έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική και ακαδημαϊκή κοινότητα ως ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της Εθναρχίας, της πολιτικής και εκκλησιαστικής εκφράσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως ένας εκ των επαϊόντων του πλέγματος των  σχέσεων Κωνσταντινουπόλεως – Αθηνών, αλλά και βαθύς γνώστης, από εκκλησιαστικής και ιστορικής σκοπιάς, του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας. Πρόκειται για το θέμα με το οποίο ασχολείται εις το παρόν σύγγραμμά του αναδεικνύοντας μέσα από τα κείμενα – μελετήματα του βιβλίου του τις βαθύτερες ιστορικές πτυχές αυτών των προβληματικών από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) και μέχρι σήμερα (άλλοτε με περιόδους μεγάλων εντάσεων και άλλοτε με ύφεση) σχέσεων ανάμεσα στους δύο θεσμούς (διοικούσα Εκκλησία – Κράτος). Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν αρκείται στις επισημάνσεις και τις διαπιστώσεις, αλλά καταθέτει τις απόλυτα τεκμηριωμένες απόψεις και προτάσεις του, ενσωματώνοντάς τες στα κείμενά του με λόγο ευαγγελικό και πατερικό και εν παντί εκκλησιολογικό, για το δέον γενέσθαι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως μέσω του αλληλοσεβασμού των ρόλων, για μια πορεία που θα κατατείνει στην ενίσχυση και σφυρηλάτηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ των θεσμικών φορέων της Εκκλησίας και της Πολιτείας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα

Στις σελίδες του κυρίως μέρους (σσ. 47-219) του θεματολογικά πολυδιάστατου και πολυποίκιλου αυτού συγγράμματος, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από τις «Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη» της Θεσσαλονίκης, οι επιμέρους θεματικές ενότητες αντιστοιχούν στα δέκα κατά καιρούς και περιστάσεις δημοσιευθέντα κείμενα – μελετήματα του Σεβ. Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, τα οποία είναι τα εξής:

Το πρώτο κείμενο τιτλοφορείται «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ και τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα στη Θεσσαλονίκη» (σσ. 47-65). Πρόκειται για ομιλία η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή 7-12-2014 στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Ιωακείμ Γ΄ έμπροσθεν της Θεολογικής Σχολής. Ο συγγραφέας καταγράφει την πορεία του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (Δεβετζή ή Δημητριάδη) και τον αγώνα του για την αναγκαιότητα της συνυπάρξεως και της συνεργασίας όλων των Ορθοδόξων – του «ρωμαίικου» – στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, εξαίροντας, παραλλήλως, το χάρισμα που είχε ο Ιωακείμ να προσλαμβάνει τον μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ΄ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του, οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο, αναπλαισιώνοντας / αναπροσαρμόζοντας καταλλήλως την πολιτική του. Όπως έπραξε κατά τη δεύτερη πατριαρχία του (1901 – 1912) όταν, στη δίνη των κοσμογονικών αλλαγών που επέφεραν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό της σε έθνη / κράτη της Βαλκανικής, θα στραφεί – αυτός ο δυναμικότερος και γνησιότερος εκφραστής της εθναρχίας και της εθναρχούσης Εκκλησίας – προς την Αθήνα, σηματοδοτώντας τη νέα πολιτική, αυτή της συμπορεύσεως του Πατριαρχείου με το εθνικό μας κέντρο. Είναι η εποχή που ο Ιωακείμ επανδρώνει τη Μακεδονία και τις δοκιμαζόμενες από τον βουλγαρικό εθνικισμό Μητροπόλεις με αρχιερείς που εμφορούνται, όχι πλέον από την εθναρχική, αλλά την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία. Οι περισσότεροι απ΄ τους αρχιερείς αυτούς εγκαθίστανται στη Μακεδονία πριν από τον Παύλο Μελά και τους Ελληνες προξένους, οι οποίοι ήλθαν από την Αθήνα, για να ενισχύσουν και διαμορφώσουν το εθνικό φρόνημα των ντόπιων πληθυσμών που δοκιμάζονταν από την δράση των εξαρχικών βουλγάρων εθνικιστών.

«Το “ανάθεμα” στον Ελευθέριο Βενιζέλο» (1916)» (σσ. 67 – 76) είναι το δεύτερο μελέτημα. Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Συνέδριο «100 χρόνια από το κίνημα Εθνικής Άμυνας» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2016. Εδώ περιγράφονται και αναλύονται από τον συγγραφέα τα τραγικά γεγονότα των πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους βενιζελόφρονες (υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου)  και τους βασιλόφρονες (υποστηρικτές του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄) που έλαβαν χώρα στη περίοδο του εθνικού διχασμού (1915-1917) και στα οποία ενεπλάκη, ως μη ώφειλε, η ελλαδική Εκκλησία, επί αρχιεπισκοπείας Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), συμπορευομένη και συνεργούσα με τη βασιλική παράταξη και το παραστρατιωτικό κίνημα των «επιστράτων» στην αποτρόπαιη πράξη του «αναθέματος» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου. Πρόκειται για μια ανάμειξη  την οποία απεριφράστως είχε καταδικάσει το 2000 και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος (Παρασκευαΐδης) δηλώνοντας ευθαρσώς ότι «θα έπρεπε κάποτε η Εκκλησία να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό για την ανάμειξή της στις πολιτικές διαμάχες του αιώνος που πέρασε και ειδικότερα για την ανάμειξή της στον εθνικό διχασμό, ο οποίος ταλάνισε τον Ελληνισμό (…) Ήταν πραγματικό λάθος να αποφασίζονται αναθέματα για πολιτικούς λόγους και η Εκκλησία να χρησιμοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, για να επενδύσουν πάνω εις αυτήν οι διάφοροι πολιτικοί άνδρες τις δικές τους επιδιώξεις» («Τα Νέα», 03.04.2000, σ. 40).  Ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου αντιμετωπίζει το «ανάθεμα» ως μια πράξη μισαλλοδοξίας, αλλά και απογνώσεως των βασιλοφρόνων της παλαιάς Ελλάδος, καθώς έβλεπαν δυναμικώς ανερχόμενο προς την εξουσία τον Βενιζέλο (ο οποίος και εξελέγη πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 1917), θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιρροή του «αναθέματος» περιορίσθηκε στην επικράτεια του κράτους των Αθηνών και δεν κατόρθωσε να επιδράσει στις ευρύτερες συνειδήσεις του Ελληνισμού. Τούτο  απεδείχθη λίγα χρόνια αργότερα όταν οι προσφυγικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ήταν προσκείμενοι στο Βενιζέλο και χάρη σ΄ αυτούς είχε τα θριαμβευτικά αποτελέσματα των εκλογών του 1928.

Το τρίτο κείμενο έχει τίτλο: «Ο Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος και ο καθηγητής Ανδρούτσος αντιπαραθέτονται για την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη (1921)» (σσ. 77 – 95). Πρόκειται για εισήγηση στην Ημερίδα: «Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος», στη Μητρόπολη Βεροίας τον Οκτώβριο του 2012. Η μελέτη αυτή έχει ως αντικείμενο την έριδα που προκάλεσε η εκλογή του από Αθηνών Αρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη, το Νοέμβριο του 1921, ως Οικουμενικού Πατριάρχου, η οποία εκλογή από την πλευρά των Αθηνών θεωρήθηκε «αντικανονική». Επί της ουσίας, όμως, η αντίδραση είχε πολιτικά αίτια, καθώς, από τον προηγούμενο χρόνο, ήτοι από τον Νοέμβριο του 1920, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές αυτής της χρονιάς, την Αθήνα ήλεγχε ήδη ο επανακάμψας στον Θρόνο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος μάλιστα ανάμεσα στις πρώτες του μέριμνες περιέλαβε την επαναφορά στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του (βασιλόφρονος) Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), υποχρεώνοντας τον μέχρι τότε (βενιζελικό) Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη να αποχωρήσει (Φεβρουάριος 1921) και να μεταβεί στην Αμερική, όπου θα παραμείνει μέχρι την εκλογή του, εννέα μήνες αργότερα (Νοέμβριος 1921), στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Πρωταγωνιστές στη νομοκανονική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της εκλογής Μεταξάκη την οποία καταγράφει ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου είναι από τη μία πλευρά ο καθηγητής Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ανδρούτσος, ο οποίος, ως εκφραστής της τότε κρατούσης καταστάσεως των Αθηνών, θεώρησε την εκλογή του Μεταξάκη ως αντικανονική και από την άλλη ο (από Βερροίας και Ναούσης) Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος Δελικάνης, ο οποίος με τα κείμενά του υπερασπίσθηκε σθεναρά την εκλογή του Μελετίου. Ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση, με ικανά νομοκανονικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, τα οποία προβληματίζουν δημιουργικά τον αναγνώστη, αποτελώντας, ωστόσο, το περίβλημα της αντιπαραθέσεως, το περιεχόμενο της οποίας ήταν σαφέστατα ιδεολογικοπολιτικό. Μια αναμέτρηση ανάμεσα στη βασιλική και την βενιζελική παράταξη.

«Η επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1η Νοεμβρίου 1930» (σσ. 97 – 112) είναι το τέταρτο κείμενο το οποίο απετέλεσε επιστημονική ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρεά στο ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο  Ρέθυμνο τον  Οκτώβριο του 2011 . Το γεγονός της επισκέψεως του Βενιζέλου στο Φανάρι, μία ημέρα μετά την υπογραφή στην Άγκυρα του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (30.10.1930) από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, υπήρξε μείζον, όχι μόνο γιατί Έλληνας πρωθυπουργός επισκεπτόταν για πρώτη φορά το Πατριαρχείο, αλλά και διότι η Τουρκία δεν είχε επισήμως αναγνωρίσει τον Πατριάρχη Φώτιο (Μανιάτη) ως μη ανταλλάξιμο, κάτι που συνέβη ένα περίπου μήνα μετά (Δεκέμβριος του ΄30). Μια αναγνώριση, πάντως, προβληματική ως προς την πραγματική, την οικουμενική υπόσταση του Πατριαρχείου την οποία εκφράζει, για την ανά την οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το πρόσωπο του Πατριάρχου και η Μεγάλη εν Κωνσταντινουπόλει του Χριστού Εκκλησία, καθώς οι τουρκικές αρχές απέφυγαν την χρήση του όρου «Πατριάρχης» και «Οικουμενικό Πατριαρχείο», συνεχίζοντας να θεωρούν τον Κωνσταντινουπόλεως ως «αρχιπαπά» (baspapaz), σύμφωνα με την πρακτική που εφάρμοζαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και, δυστυχώς, εξακολουθούν να εφαρμόζουν μέχρι σήμερα. Στη θερμή προσφώνηση του Πατριάρχου Φωτίου για την «αποσκοπούσα να υπηρετήση την ειρηνική σχέση  μεταξύ των δύο λαών»  επίσκεψή του σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, ο Βενιζέλος θα αναφερθεί «εις τα προσπαθείας, τας οποίας καταβάλλομεν αι δύο Κυβερνήσεις Αθηνών και Αγκύρας δια να φέρομεν την ειρήνην εις την Ανατολήν, ήτις αποτελεί όρον απαραίτητον δια την πρόοδον και ευημερίαν των λαών αυτής», διαβεβαιώντας, παραλλήλως, τον Πατριάρχη ότι «κατά την εποχήν αυτήν καθ΄ην αλλαχού παρατηρείται χαλάρωσις τις του θρησκευτικού αισθήματος, το αίσθημα τούτο παραμένει θερμόν εν Ελλάδι, η δε ελληνική κοινωνία ολόκληρος θα εξακολουθήσωμεν πάντοτε να είμεθα πιστά πνευματικά τέκνα της Μεγάλης Εκκλησίας». Την επίσκεψη και τις επαφές του Βενιζέλου προβάλλει θετικά το βενιζελικό «Βήμα», ενώ από την αντιβενιζελική, αντιπολιτευόμενη «Καθημερινή» διατυπώνονται πολλές επιφυλάξεις ειδικά για την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας και μάλιστα δια της γραφίδος του εκδότου της Γεωργίου Βλάχου, ο οποίος υπογράφει και τα σχετικά άρθρα («Γ.Α.Β.»).

«Ο Ιωάννης Μεταξάς (1938) και η εκλογή του Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος» (σσ. 113-130) είναι το πέμπτο μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο: «Σπουδή στην κατακόρυφη και οριζόντια κοινωνικότητα», για τον ομότιμο καθηγητή Βασίλειου Ι. Γιούλτση, Θεσσαλονίκη 2007 (σσ. 113-130). Πρόκειται για κείμενο το οποίο μαζί με το δέκατο («Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνική επικράτεια») αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου καθώς σ΄ αυτά τα κείμενα / μελετήματα καταγράφονται οι δύο από τις τρείς ακραίες πολιτειακές παρεμβάσεις της τελευταίας 80ετίας, τα δύο από τα τρία αρχιεπισκοπικά ζητήματα που επέφεραν ισχυρό κλονισμό στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας στη διάρκεια του 20ού αιώνος.  Εν προκειμένω εξετάζεται από τον συγγραφέα το αρχιεπισκοπικό ζήτημα Δαμασκηνού Παπανδρέου – Χρυσάνθου Φιλιππίδη (1938-1941), που προκλήθηκε στη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (1936-1941), επί  πρωθυπουργίας Ιωάννου Μεταξά, όταν ο τελευταίος με ευθείες παρεμβάσεις του –  δικαστικών κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία νομοθετικών –  ανέτρεψε την υπό της Ιεραρχίας γενομένη κανονική εκλογή (Νοέμβριος 1938) στην Αρχιεπισκοπή του (βενιζελικού) Μητροπολίτου Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου, επιβάλλοντας τη θέλησή του για ανάδειξη αρεστού Αρχιεπισκόπου. Ετσι, αφού σε πρώτη φάση, με διάφορες μεθοδείες, επέτυχε την ακύρωση της εκλογής του Δαμασκηνού στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε δεύτερη κατέφυγε στην έκδοση αναγκαστικού νόμου με τον οποίο μετέφερε το δικαίωμα εκλογής Αρχιεπισκόπου από τη Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ολομελείας) στη «μικρά» (12μελή) Διαρκή Σύνοδο, και μάλιστα με το σύστημα του «τριπροσώπου», έτσι ώστε την τελική επιλογή να έχει η κυβέρνηση. Υπό την απειλή δε της συγκροτήσεως «Αριστίνδην» Συνόδου επιβλήθηκε στη Διαρκή Σύνοδο να μην περιλάβει στο τριπρόσωπο το όνομα του Δαμασκηνού, ο οποίος άλλωστε ούτε είχε παραιτηθεί ούτε είχε αποδεχθεί την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, έτσι ώστε η δικτατορική κυβέρνηση ανέδειξε, τελικώς (Δεκέμβριος 1938), στον αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον εκλεκτό της, τον από Τραπεζούντος Χρύσανθο (Φιλιππίδη), προσκείμενο στη βασιλική παράταξη. Αν και επισημαίνει την αντικανονικότητα του τρόπου εκλογής του Χρυσάνθου στην Αρχιεπισκοπή, ο συγγραφέας αναφέρεται με κολακευτικά λόγια στον «δυναμικό και διαπρεπή ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου», θεωρώντας ότι είναι ζητούμενο αν ο Χρύσανθος χωρίς την ενθάρρυνση του Μεταξά ενδιαφερόταν ουσιαστικά για τη θέση του Αθηνών καθώς και αν υιοθετούσε, ενέκρινε και αποδεχόταν τα γενόμενα που τελικά ο Μεταξάς με τη στρατιωτική πυγμή του καθεστώτος επέβαλε καταλύοντας κάθε κανονική τάξη στα εσωτερικά (interna corporis) της Εκκλησίας. Στη σκέψη αυτή οδηγείται ο συγγραφέας εκτιμώντας ότι η άρνηση του Χρυσάνθου να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου (1941) και η εν συνεχεία αποπομπή του (την οποία ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου χαρακτηρίζει «ηρωϊκή και ένδοξη έξοδο») από την Αρχιεπισκοπή, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβερνήσεως, συνιστούν δύο γεγονότα που δηλώνουν κατ΄ ουσίαν  την βούληση του Χρυσάνθου να εξέλθει από όλη αυτή την περιπέτεια της εμπλοκής και συνεργασίας του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και την πολιτική χειραγωγήσεως της Εκκλησίας με την οποία η δικτατορία της «4ης Αυγούστου» πορεύθηκε, αντιμετωπίζοντας την Εκκλησία ως προέκταση του κρατικού μηχανισμού, χρήσιμου για την επιβολή των ιδεολογικών της σκοπιμοτήτων. Συγκρίνοντας τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) που αρχιεράτευσε και αυτός σε περίοδο δικτατορίας (1967-1973) με την περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (Φιλιππίδη), ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θα επισημάνει ότι «ο Αθηνών Ιερώνυμος που θαύμαζε τον Χρύσανθο και με παρόμοιο αντικανονικό τρόπο είχε ανέλθει στη θέση του Αθηνών, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973,  δεν τόλμησε την παράλληλη ηρωϊκή έξοδο…». (Πράγματι: πόσο διαφορετικές θα ήταν στην διοικούσα Εκκλησία οι εξελίξεις και πόσο διαφορετικά θα είχε γραφεί η – πολιτική και εκκλησιαστική – Ιστορία εκείνης της θλιβερής περιόδου εάν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης είχε σταθεί στο πλευρό των φοιτητών, όπως π.χ. είχε πράξει ο τότε (τιτουλάριος) Επίσκοπος Ανδρούσης και νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος Γιανουλάτος; Θεωρούμε ότι – πρωτίστως και κυρίως για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Ιερώνυμο – θα είχε γραφεί πολύ διαφορετικά…)

Το έκτο και το έβδομο μελέτημα αφορούν στο ίδιο πρόσωπο: στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο, του οποίου εξαίρεται η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η παρρησία, ως αρχιερέως, να αντιπαρατεθεί με την πολιτική εξουσία όταν  αισθάνεται ότι αδικείται (βλ. εις 6o κείμενο / μελέτημα: «Η διαμαρτυρία του Σπυρίδωνος προς τον Στ. Γονατά για την μετάθεσή του από τα Ιωάννινα [1923]», σσ. 131-144. Μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον ομότιμο Καθηγητή Γρηγόριο Δ. Ζιάκα, Θεσσαλονίκη, 2008). Επιπροσθέτως επισημαίνεται η μετριοπάθεια και  σύνεση, ως αρετές με τις οποίες πολιτεύθηκε προτάσσοντας διαρκώς το συμφέρον της Εκκλησίας, όταν παραμερίζοντας τα ιδεολογικά (φιλοβασιλικά) του φρονήματα θα πρωτοστατήσει το 1938 στην εκλογή του (βενιζελικού) Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου στην Αρχιεπισκοπή, ή όταν το 1951, ως Αρχιεπίσκοπος, εκφράζοντας εμπράκτως την μαρτυρία της Εκκλησίας για την ειρηνική και ενωτική της αποστολή στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδος, θα ζητήσει από την κυβέρνηση (των Νικ. Πλαστήρα και Σοφ. Βενιζέλου) να αποτραπεί η δικαστική απόφαση θανατικής καταδίκης του ηγετικού στελέχους του τότε  παράνομου ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη. Κάτι που, ως γνωστόν, τελικά, δεν απεφεύχθη παρά τις παρεμβάσεις τόσο του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, όσο και πολιτικών, διανοουμένων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα (βουλευτές της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς – ΕΔΑ) και το εξωτερικό (Σαρλ ντε Γκώλ, Πωλ Ελυάρ, Ζαν Κοκτώ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσσο, Τσάρλι Τσάπλιν, κ.α.) που προσπάθησαν να σώσουν τον Μπελογιάννη (βλ. εις 7o κείμενο: «Ο από Ιωαννίνων Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδων εν μέσω εκκλησιαστικών και πολιτικών διχασμών», σσ. 145-158. Ανακοίνωση στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια της Σχολής Βελλάς [1911-2011], Ιωάννινα, Οκτώβριος 2011).

Όγδοο κείμενο: «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο μύθος για τον αφορισμό και την κηδεία του (1957)» (σσ. 159-175). Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου η οποία παρουσιάσθηκε σε Συνέδριο για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Σεπτέμβριο του 2007 στο Ηράκλειο της Κρήτης για τα πενήντα χρόνια (1957-2007) από τον θάνατό του. Ο συγγραφέας καταρρίπτει δύο μύθους: πρώτον, τον περί αφορισμού του Καζαντζάκη και δεύτερον, τον περί μη τελέσεως κηδείας κατά την εκκλησιαστική τάξη, μύθους που καλλιέργησαν κύκλοι των θρησκευτικών οργανώσεων αλλά και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Ανασκευάζοντας τους συγκεκριμένους μύθους ο συγγραφέας, αφού επισημάνει ότι όταν απεβίωσε ο Καζαντζάκης τον Οκτώβριο του 1957 στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα προκειμένου να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πριν μεταφερθεί στο τελικό της προορισμό (στη Κρήτη), όντως, ο τότε Αθηνών Θεόκλητος Β΄(Παναγιωτόπουλος, ο από Πατρών), αρνήθηκε την παραμονή της σορού του Καζαντζάκη σε ναό των Αθηνών, φοβούμενος «όχι αδίκως», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, τις «αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων που τελικά έδρασαν και στο Ηράκλειο πλησίον του Αγ. Μηνά κατά την κηδεία του Καζαντζάκη». Αφορισμός εκ μέρους της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος εις βάρος του Καζαντζάκη, εξ επόψεως νομοκανονικής, δεν μπορούσε να υπάρξει δοθέντος του ότι αυτός ως γέννημα – θρέμμα της Κρήτης και κάτοικος του εξωτερικού υπήγετο στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εις ότι αφορά την κηδεία του: ετελέσθη στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο, την 5η Νοεμβρίου 1957, κατά τα εκκλησιαστικώς κεκανονισμένα, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου (Ψαλιδάκη), παρισταμένων του Υπουργού Παιδείας Αχιλ. Γεροκωστοπούλου (της Κυβερνήσεως Κων. Καραμανλή), του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων Γεωργίου Παπανδρέου και του βουλευτού, επίσης, των Φιλελευθέρων Κων. Μητσοτάκη, του πρύτανη του ΑΠΘ Ιωαν. Κακριδή, και πολλών άλλων επισήμων. Την σορό του Καζαντζάκη στην τελευταία του κατοικία, στον Mαρτινέγκο, συνόδευσε ο στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης. Εις ότι αφορά την πίστη καθ΄ εαυτή και τη σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό, ο συγγραφέας εκτιμά ότι «ο Καζαντζάκης δεν έκλεισε ποτέ το κεφάλαιο του Θεού στη ζωή του. Δεν μπόρεσε να διαγράψει τον Θεό. Σ΄ αυτό βοήθησε και η παράδοση της Κρήτης. Ο πολιτισμός της. Η παρακαταθήκη που παραδίδεται από γενιά σε γενιά (…) ο Καζαντζάκης, ανάστημα της πολιτιστικής παράδοσης και της πενυματικής παρακαταθήκης, όπως την γνωρίζει και τη βιώνει στη γενέτειρά του, την Κρήτη, έχει τη δωρεά της ρωμαλέας δυσεύρετης και δημιουργικής σκέψης, με την οποία αναζητά διαρκώς και διακαώς τον Θεό…», παραθέτοντας εν προκειμένω ανάλογες απόψεις των μακαριστών Νικ. Ματσούκα, καθηγητού Δογματικής και Φιλοσοφίας της Θεολογικής του ΑΠΘ, του Κων. Τσάτσου, ακαδημαϊκού και διατελέσαντος Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και του Πατριάρχου Αθηναγόρα (Σπύρου). Ο τελευταίος όταν είχε ερωτηθεί (1961) για το λογοτεχνικό έργο του Καζαντζάκη απήντησε ότι «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη», καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο περί αφορισμού του κρητικού λογοτέχνη και συγγραφέα από την Εκκλησία.

Το ένατο κείμενο του βιβλίου υπό τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ού και 21ού αιώνα» (σσ. 177-192) αποτελεί ανακοίνωση η οποία παρουσιάσθηκε από τον Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Επιστημονικό Συνέδριο: «Εκκλησία και Αριστερά», στην Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο του 2013. Ο συγγραφέας παρότι εξ αρχής αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι η κοσμοθεωρία της Αριστεράς ως εδραζομένη στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού αρνείται ως κρατική δομή, εξουσία και πολιτική, όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά και κάθε υπερβατικής δυνάμεως, θυμάται και αναπολεί τις τον διάλογο και τις συζητήσεις που επεχείρησε ομάδα διανοητών της μεταπολιτεύσεως με την αριστερή κοσμοθεωρία στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος ως νέος τότε πτυχιούχος της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Επρόκειτο για τις «εβδομάδες ελευθέρου διαλόγου», όπως είχαν ονομασθεί, οι οποίες για σειρά ετών οργανώνονταν σε κάθε περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις οποίες είχαν κληθεί και αριστεροί στοχαστές, όπως ο Κωστής Μοσκώφ, ο Κώστας Ζουράρις, αλλά και ο Στέλιος Ράμφος που συνομιλούσαν με τον Παναγιώτη Νέλλα, τον Νίκο Ματσούκα, τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, κ.α. Επίσης, ο συγγραφέας απομυθοποιώντας την στεροτυπική αντίληψη που θέλει σώνει και καλά τον αριστερό ψηφοφόρο απέναντι ή και εχθρικό προς την Εκκλησία υπενθυμίζει ότι ο Γιάννης Πασαλίδης, ως Πρόεδρος της ΕΔΑ το 1958, κατά τον αγιασμό του Κοινοβουλίου προσέγγισε και ασπάσθηκε τον σταυρό. Παραλλήλως, παραθέτει και την καθαρή και ίσια και ανεπιτήδευτα αυθόρμητη απάντηση που έδωσε (εν έτει 1975, καταγραφείσα σε επιφυλλίδα της εποχής) στον Χρήστο Γιανναρά ο «απλός ιδεολόγος της Αριστεράς, ο κυνηγημένος – χωρίς να΄ ναι “οργανωμένος” – γερο ψαράς κάποιοι νησιού, όταν ρωτήθηκε «γιατί είναι αριστερός, γιατί προτίμησε αυτή τη βασανισμένη ζωή, μ΄ αυτό το σκληρό τίμημα;»: «Για τη Δικαιοσύνη παιδί μου. Για να μη πλουταίνει ο πλούσιος σε βάρος του φτωχού, για να χαιρόμαστε όλοι δίκαια του Θεού τα δώρα» (βλ. Γιανναρά, Χρ., Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, Η Εκκλησία και οι πολιτικές ιδεολογίες, Αθήνα, 1983). Το μελέτημα αυτό – το 9ο του βιβλίου – του Σεβ. Αρκαλοχωρίου προσφέρεται ως προβληματισμός για τη στάση της επίσημης – και νυν κυβερνώσης – Αριστεράς της σήμερον, σε σχέση με την Αριστερά (Ε.Δ.Α.) της εποχής του Γιάννη Πασαλίδη, τον οποίο αναφέρει ο Σεβ. Ανδρέας, καθώς – θα προσθέταμε εμείς – και της Αριστεράς του 1965  των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου της Αριστεράς (Ε.Δ.Α.), η οποία  όταν η τότε Κυβέρνηση του Στεφ. Στεφανοπούλου (των λεγομένων αποστατών της Ενώσεως Κέντρου) επιχειρούσε (τον Νοέμβριο του ΄65) να ελέγξει τη λειτουργία της νομίμου και κανονικής υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ (Χατζησταύρου)  Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στο θέμα της εκλογής Μητροπολιτών και προωθούσε προς τούτο νομοθετική ρύθμιση για τη συγκρότηση «Αριστίνδην» Συνόδου, ήταν – η Ε.Δ.Α. – η μόνη πολιτική παράταξη που ρητά και κατηγορηματικά αντετάχθη απολύτως στον διορισμό «Αριστίνδην» Συνόδου. Την ώρα που οι άλλοι μεγάλοι και μικροί πολιτικοί σχηματισμοί (η επίσημη «Ενωση Κέντρου» δια του Γ. Παπανδρέου, η Ε.Ρ.Ε. δια του Παν. Κανελλοπούλου και το μικρό «Κόμμα Προοδευτικών» του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη) καθώς και μερίδα ιεραρχών (οι οποίοι δύο χρόνια μετά θα συνταχθούν – ορισμένοι μάλιστα θα δεχθούν να γίνουν και μέλη της – με την 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο που θα διορίσει το δικτατορικό καθεστώς του ΄67) και κληρικών συγκατένευαν για τη σύσταση «Αριστίνδην» Συνόδου, η Ε.Δ.Α. (των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου, που αποτελούσαν τότε την ηγεσία της) διεκήρυττε την αντίθεσή της, θεωρώντας ότι «αυτό θα αποτελούσε πλήρη επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας ενώ κατά την άποψη της Ε.Δ.Α. τέτοιες παρεμβάσεις είναι ανεπίτρεπτες» (βλ. εφημ. «Ελευθερία» [Αθηνών], 25.11.1965, σελ. 1 και 7, και  «Μακεδονία», 25.11.1965, σελ. 1 και 8). Τέτοιες πολιτικές προσωπικότητες  θα μπορούσαν, ασφαλώς ν΄ αποτελέσουν πρότυπα για τη σημερινή ηγεσία και τα στελέχη της Αριστεράς όσον αφορά στη σχέση τους με την Εκκλησία, η οποία αν δεν είναι σχέση πίστεως, θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει και – στο πλαίσιο των υφισταμένων ήδη διακριτών ρόλων – να λειτουργεί ως σχέση αμοιβαίου σεβασμού. Η Εκκλησία μας, όχι μόνο ως μυστήριο της διηνεκούς αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο – όπως το βιώνουν και πολλοί αριστεροί στα πολιτικά φρονήματα και χριστιανοί στη πίστη Έλληνες πολίτες, πολίτες που ψηφίζουν Αριστερά, αλλά την Εκκλησία δεν την αρνούνται – αλλά και ως έκφραση μιας μακραίωνης πολιτιστικής παραδόσεως και στοιχείο της ταυτότητας του Γένους μας – έναν τέτοιο σεβασμό ασφαλώς τον αξίζει και σίγουρα τον δικαιούται.

Το βιβλίο κατακλείεται με το (δέκατο) κείμενο «Εκκλησία και Πολιτεία στην Ελληνική Επικράτεια» (σσ. 193 – 219), ένα μελέτημα το οποίο δημοσιεύεται στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβο (Σωφρονιάδη). Όπως προείπαμε, το κείμενο αυτό, μαζί με το προεκτεθέν πέμπτο, αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου εστιάζοντας και αναλύοντας ιστορικά στις πολυκύμαντες σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας από την εποχή της βαυαροκρατίας και της αυτογνωμόνου – πραξικοπηματικής – ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας (1833), οπότε δρομολογήθηκε ένα οιονεί καθεστώς «ανεξαρτησίας» της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο.  Παραλλήλως από εκείνη την εποχή επιβλήθηκε η υποταγή της θεσμικής Εκκλησίας στην Πολιτεία, στο πλαίσιο του συστήματος της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», διαμορφώνοντας μια σχέση εξαρτήσεως που άλλοτε ήταν χαλαρή (ήπια πολιτειοκρατία) και άλλοτε εξελίσσετο  σε υποδούλωση της Εκκλησίας στο Κράτος (ακραία πολιτειοκρατία), κυρίως σε περιόδους δικτατορικών καθεστώτων όπως εκείνα του στρατηγού Θεοδ. Παγκάλου (1925-1926), του Ιωαν. Μεταξά (1936-1941) και της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) που θέλησαν να υποτάξουν την Εκκλησία στις ιδεολογικοπολιτικές τους σκοπιμότητες. Στο κείμενό του αυτό ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θεωρεί ως τελευταία πολιτειοκρατική παρέμβαση στην Εκκλησία της Ελλάδος αυτή της δικτατορίας του 1967 με την εκλογή από «Αριστίνδην» Σύνοδο ως Αρχιεπισκόπου του αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου Κοτσώνη, παρέμβαση τις επιπτώσεις της οποίας έχει παρουσιάσει και αναλύσει εις το υπό τον τίτλο ««Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» άρθρο του που εδημοσίευσε η “Καθημερινή” τον περασμένο Ιούνιο. Στην ίδια συνάφεια ο συγγραφέας εκτιμά ότι από την Μεταπολίτευση (1974) και εντεύθεν, ιδίως δε μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτου του 1977 και την κατάργηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ (Τίκα), διαμορφώνεται μια ελεύθερη Εκκλησία σε μια δημοκρατική πολιτεία. Αποψη την οποία επιβεβαίωσε και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στην Ιεραρχία της 26ης.06.2017 όταν, αναφερόμενος «στην τόλμη αρχιερέως μας (σ.σ.: επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Ελασσώνος Ιάκωβο Μακρυγιάννη) στη δεκαετία του 1960 (σ.σ.: για την ακρίβεια: τον Νοέμβριο του ΄65) να σχίσει Βασιλικό Διάταγμα, θυροκολλημένο στον μητροπολιτικό ναό, που απηγόρευε την σύναξη της Ιεραρχίας μας» (βλ. «Εκκλησία», τχ. 7, Ιουλίου 2017, σελ. 473), θα επισημάνει το γεγονός ότι σήμερα η Ιεραρχία δύναται να συνέρχεται ελευθέρως και αυτοβούλως και ν΄ αποφασίζει για τη ζωή και τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ως κατακλείδα στο κείμενο αυτό περιέχεται η ανάλυση των σχέσεων κανονικής ενότητας που συνδέουν την αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η περιγραφή των κανονικών δικαιοδοσιών του Οικουμενικού Θρόνου σε εκκλησιαστικές επαρχίες της ελληνικής επικρατείας, όπως αυτές των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών (επαρχίες της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης και των νήσων του Αιγαίου, η διοίκηση των οποίων έχει παραχωρηθεί από το 1928 επιτροπικώς στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος), της Εκκλησίας της Κρήτης (ιδιαίτερη ημιαυτόνομη  εκκλησιαστική επαρχία έχουσα την κανονική εξάρτησή της απ΄ το Οικουμενικό Πατριαρχείο), τις (πέντε) Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων και την Εξαρχία της Πάτμου (που υπάγονται απ’  ευθείας στο Πατριαρχείο) και το Άγιον Όρος, με Επίσκοπό του τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, το οποίο είναι αφιερωμένο «τω π. Ειρηναίω Δεληδήμω» ως «ευγνωμοσύνης αντίδωρον» και προλογίζεται καταλλήλως  από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Δρ. Αθηναγόρα (Δικαιάκο),  προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να προβληματισθεί για σειρά σημαντικών πολιτικο – εκκλησιαστικών γεγονότων που σημάδεψαν την νεώτερη ιστορία του τόπου, να συλλογισθεί για τις αιτίες που τα προκάλεσαν και να αναστοχασθεί για το φλέγον και ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, το οποίο είναι διαχρονικό, τα τελευταία δε έτη ιδιαίτερα επίκαιρο. Ο συγγραφέας υπό την διττή ιδιότητά του, ως ιεράρχης και πανεπιστημιακός δάσκαλος, στα κείμενά του αποκαλύπτει και υπογραμμίζει όχι μόνο ιστορικές αλήθειες, αλλά πρωτίστως και, κυρίως, τον σωτηριολογικό και μεταμορφωτικό ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο contra στους «πειρασμούς της εξουσίας» που εμφιλοχωρούν στις σχέσεις των ανθρώπων και τη λειτουργία των θεσμών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα «(…) η επίγεια στρατευομένη Εκκλησία διεξάγει μια πάλη, όχι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου. Προς τα πονηρά πνεύματα (Εφ. 6,12)…», απευθύνοντας προσκλητήριο πορείας με οδηγό τη νηπτική παράδοση βάσει της οποίας «καλούμεθα να είμαστε πρωτίστως προσευχομένη Εκκλησία, διότι μόνο έτσι δυνάμεθα να αντισταθούμε στον αντίδικο και στα πονηρά του έργα». Παρομοιάζοντας, εξ άλλου, τους πειρασμούς του διαβόλου με οποίους βρέθηκε αντιμέτωπος η Ιησούς πορευόμενος μετά τη βάπτιση του για 40 ημέρες στην έρημο (Λκ. 4, 1-13) με τους πειρασμούς τους οποίους συναντά ο χριστιανός κάθε εποχής, κληρικός ή λαϊκός, ο συγγραφέας θεωρεί ότι «αυτοί οι πειρασμοί στην Εκκλησία δημιουργούν το δράμα, αλλά και την επίγεια ελπίδα του Χριστού. Ωστόσο, αυτό το δράμα έχει αίτιο φθαρτό και πεπερασμένο, ενώ η ελπίδα του ανθρώπου στηρίζεται στο μυστήριο της γέννησης, της σάρκωσης, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Θεού Λόγου, του Χριστού. Αυτή η σχέση εξισορροπεί, αμβλύνει τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες στις πτυχές των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας».

Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βιβλίο με κείμενα / μελετήματα στα οποία η Θεολογία και η Ιστορία συμπορεύονται ευχαριστιακά,  δίδοντας την αφορμή, το έναυσμα για την εισόδευση του αναγνώστη στα ενδότερα του μυστηρίου της Εκκλησίας. Για μια ειρηνική προσέγγιση του πολύπαθου θέματος των σχέσεων της Εκκλησίας με τη Πολιτεία και για μια διευθέτησή του, μέσω ενός εντίμου και ειλικρινούς διαλόγου που θα βασίζεται στη βαθειά γνώση του χαρακτήρα και της φύσεως των δύο θεσμών, την πλήρη συνεκτίμηση όλων των κοινωνικών, ιστορικών, πολιτειολογικών και εκκλησιολογικών δεδομένων που συνθέτουν το όλο πλαίσιο αναφοράς των σχέσεών τους και θα αποσκοπεί στην αρμονική συνύπαρξη, τον αλληλοσεβασμό. Οι «Πτυχές» – το νέο βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη –  αυτό ακριβώς εισηγούνται και εύχονται.

*  Ο  Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Θεολόγος Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας  ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων Αmen.gr

Γνωρίστε τους Εβραίους εκ των ένδον με το «Σσουλχάν Αρούχ»

Του ΜΙΧΑΛΗ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑ

Ο Ισαάκ Μιζάν, ένας καλός και συνετός άνθρωπος, Έλληνας Εβραίος σεφαραδίτης, με την οικογένειά του ριζωμένη στην Ελλάδα από την προ Χριστού εποχή, παρούσα σε αγώνες του έθνους, επιχειρεί με επιτυχία ένα τιτάνιο έργο. Έχοντας πίσω του λαμπρές σπουδές στη Γαλλία, στην Ελβετία και στο Ισραήλ, είχε μαζί με την πλούσια εμπειρία του όλες τις δυνατότητες για να δώσει στο ελληνόφωνο κοινό πρόσβαση σε ένα χρηστικό και λειτουργικό βιβλίο. Αλήθεια, πόσοι από μας χριστιανοί δεν αναρωτηθήκαμε τι πιστεύουν, πώς λατρεύουν τον Θεό οι Εβραίοι, ποια είναι τα έθιμά τους στην καθημερινή τους πρακτική ζωή;

Γοητευτικές απαντήσεις

Διαβάζοντας το εκ 550 σελίδων πόνημα του ραββίνου Μιζάν, ο Έλληνας αναγνώστης όχι μόνο παίρνει σαφείς, γοητευτικές και εν πολλοίς απολαυστικές απαντήσεις σε θρησκειολογικά θέματα –με έμφαση π.χ. στην αθανασία της ψυχής–, αλλά και σε θέματα σχετικά «πιο πεζά», που έχουν την ισχυρή συμβολική σημασία τους στον καθημερινό βίο των Εβραίων συμπολιτών μας. Ο ραββίνος Ισαάκ Μιζάν επέλεξε ως έγκυρο «όχημα» επαφής των αναγνωστών του με το αντικείμενό του, το Σσουλχάν Αρούχ, τον κώδικα του εβραϊκού νόμου (Αλαχά), τον πλέον διαδεδομένο παγκοσμίως ερμηνευτικό οδηγό των νόμων της εβραϊκής θρησκείας. Ο κώδικας αυτός, μαζί με τα επεξηγηματικά σχόλια που περιλαμβάνει, αποτελεί την πληρέστερη συλλογή εβραϊκών κανόνων που γράφτηκε ποτέ.

Όπως αναφέρεται, «πρόκειται για σειρά νόμων ηθικής συμπεριφοράς και κοινωνικών αρχών, που ορίζουν τον ρόλο και τις υποχρεώσεις του Εβραίου απέναντι στον συνάνθρωπο, στον Θεό και στην κοινωνία, και τον οδηγούν στην ενάρετη και ηθική ζωή που βασίζεται στον θεμέλιο λίθο της εβραϊκής θρησκείας, που δεν είναι άλλος από το ρητό “αγάπα τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου”». Οι νόμοι δεν αναφέρονται μόνο σε θεωρητικά ή μεταφυσικά σχήματα. Περιλαμβάνονται νόμοι για τη διατροφή (Κασερούτ), τη διαχείριση των τροφίμων και την υγιεινή. Έτσι, για τον μη Εβραίο αναγνώστη το βιβλίο αυτό προκαλεί ένα πρόσθετο ενδιαφέρον.

Πόσοι δεν θα θέλαμε να γνωρίσουμε, στον βαθμό του δυνατού, τους Εβραίους γείτονές μας εκ των ένδον;

Ένα παράδειγμα: τις προάλλες (21-22 Σεπτεμβρίου 2017) ήταν η εβραϊκή Πρωτοχρονιά, η λεγόμενη Ροσς Ασσανά. Ο ραββίνος μάς αποκάλυψε: «Τις δύο νύχτες του Ροσς Ασσανά, στο τραπέζι τρώμε κάποια φρούτα και λαχανικά που συμβολίζουν τη νέα χρονιά. Λέμε “Κιντούσς”, κάνουμε “Νετιλά” και “Αματσί”, μόνον που αντί να βουτήξουμε το ψωμί στο αλάτι, το βουτάμε στη ζάχαρη ή στο μέλι. Μετά φέρνουμε στο τραπέζι φρούτα και λαχανικά (μήλο γλυκό, πράσα, κοκκινογούλι, χουρμάδες, κολοκύθα) που “απωθούν” το κακό, καθώς και ψάρι και κεφαλάκι αρνιού ή ψαριού, το οποίο συμβολίζει πάντοτε την επιθυμία μας να πρωτοπορούμε. Να προσθέσουμε ότι το τραπέζι πρέπει να είναι καλοστρωμένο και η λάμπα αναμμένη για την τελετή».

Έτσι λοιπόν από το «Σσουλχάν Αρούχ», το «Στρωμένο τραπέζι» του βιβλίου, παίρνουμε το φως εκ των ένδον της εβραϊκής λυχνίας για τον βίο των Εβραίων φίλων μας.

Αναμφίβολα και πέρα από τα παραπάνω, αυτό το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στη θρησκευτική βιβλιογραφία του τόπου μας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Με τριτοπρόσωπη αφήγηση…

“Έξω έβρεχε, έβρεχε αδιάκοπα, ανελέητα, με μια άγρια μοχθηρία, πολύ κοντινή στα ανθρώπινα πράγματα”.

Η Βροχή είναι ίσως η καλύτερη νουβέλα που έγραψε ο Σόμερσετ Μωμ. Συμμορφώνεται στον γνώριμο τρόπο που ο Μωμ αναπτύσσει τις ιστορίες του – με αρχή, μέση και τέλος.

Η δημοτικότητα της ιστορίας υπήρξε ιδιαίτερα ανθεκτική στο πέρασμα των χρόνων από την πρώτη δημοσίευσή της το 1921. Έχει περιληφθεί σε πάμπολλες ανθολογίες, έχει γίνει αρκετές φορές ταινία και έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα στο θέατρο. Την ηρωίδα Σέηντι, μια πόρνη που αγαπά τις διασκεδάσεις, έχουν ενσαρκώσει στην οθόνη η Τζόαν Κρώφορντ, η Γκλόρια Σουώνσον και η Ρίτα Χέυγουερθ.

Ένα πλοίο με κατεύθυνση την Άπια των νήσων Σαμόα στον Νότιο Ειρηνικό αγκυροβολεί κοντά στο Πάγκο-Πάγκο, καθώς υπάρχει υποψία για επιδημία χολέρας, και επιβάλλεται καραντίνα για να αποφευχθεί η εξάπλωσή της.
Ανάμεσα στους επιβάτες υπάρχουν και δύο ζευγάρια που ταξιδεύουν στην πρώτη θέση. Ο Μακφαίηλ είναι ένας καλόκαρδος γιατρός, που προτιμά να αντιμετωπίζει τα πράγματα με ηρεμία και να μη χώνει τη μύτη του στις υποθέσεις των άλλων. Οι Ντέηβιντσον όμως αντιπροσωπεύουν το εντελώς αντίθετο: ως ιεραπόστολοι με θρησκευτικό φανατισμό, είναι άκαμπτοι ηθικολόγοι και ηχηρά ενάντιοι στα ήθη και τα έθιμα των ντόπιων. Ο ιερωμένος προσπαθεί απεγνωσμένα και βίαια να σώσει την Σέηντι, οι ισορροπίες όμως ανατρέπονται απροσδόκητα. Και εδώ, όπως και σε άλλα έργα του, ο Μωμ επιτίθεται στην ιεραποστολική ηθική και επικροτεί εκείνους που ζουν για τις απολαύσεις της ζωής.

Το αποπνικτικό περιβάλλον του νησιού και του ξενώνα όπου αναγκαστικά διαμένουν ενισχύεται από τη βροχή που πέφτει βασανιστικά όλη μέρα. Σαν να επαναλαμβάνει μονότονα και πεισματικά πως δεν υπάρχει διαφυγή απ’ ό,τι είναι προδιαγεγραμμένο και πως η φύση θα ακολουθήσει μοιραία την πορεία της.

Βροχή

ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ. Μια βροχή σκεπάζει δύο κόσμους που συγκρούονται: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΗΤΙΑΝΕΛΛΗΣ. (2017). Τόποι και άνθρωποι, Αθήνα: Ωκεανίδα

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΝ ΠΡΩΤΟΙΣ θα ήθελα θερμά να ευχαριστήσω τον συγγραφέα για την τιμή που μου κάμει να μιλήσω ενώπιόν σας για το βιβλίο του[*]. «Δράστης», όμως, αυτής της πρόσκλησης είναι ο σεβαστός φιλόλογος καθηγητής και ιστορικός κ. Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, ο οποίος με σύστησε στον συγγραφέα. Πέραν, όμως, αυτού του τιμητικού προς το πρόσωπό μου καλέσματος, αποδέχθηκα αυτήν την πρόσκληση και για έναν ακόμη λόγο. Το παρουσιαζόμενο εδώ απόψε βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη, σε αρκετές σελίδες του, εν ολίγοις καταγράφει και στιγμές από την ιστορία του σχολικού κτηρίου που βρισκόμαστε, του γνωστού σ’ όλους μας Γυμνασίου Μυτιλήνης, κατά τη δεκαετία του 1950.

Δύο σύντομες διαπιστώσεις πιστεύω ότι θα μας βοηθήσουν να αποκτήσουμε οικεία σχέση με τον συγγραφέα και το λογοτέχνημά του, λογοτέχνημα γνωστό μεν στο είδος του – πρόκειται για αυτοβιογραφική αφήγηση – βιωματικό πέρα για πέρα και άκρως συγκινητικό δε. Η πρώτη διαπίστωση σχετίζεται με το γεγονός της μετανάστευσης, φαινόμενο τόσο παλαιό όσο κι ο άνθρωπος. Η δεύτερη σχετίζεται με την αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό είδος. Ας δούμε την πρώτη. Ως φαινόμενο και ως διαδικασία η μετανάστευση σφράγισε την πατρίδα μας τον 20ο αιώνα, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτόν. Στην κυριολεξία συνέβαλε στη διαμόρφωση όχι μόνον της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας των μεταναστών Ελλήνων αλλά και της πολιτισμικής, πτυχή που όσοι ασχολούνται με τη μετανάστευση, πολλές φορές δεν λαμβάνουν και τόσο υπόψη. Στην προκειμένη περίπτωση οφείλουμε ιδιαίτερα να τονίσουμε τη διαγραφόμενη μεταλλαγή του μεταναστευτικού φαινομένου, στη μακρά διάρκεια του χρόνου, μιας και πάντοτε αποτελούσε και θα συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των κοινωνιών και των ανθρώπων που τις απαρτίζουν. Στέκομαι για λίγο ακόμη στην πρώτη διαπίστωση επισημαίνοντας και κάτι άλλο, το οποίο έχει άμεση σχέση με το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. Αν και οι διαπιστώσεις μπορεί να θεωρούνται σωστές, παραμένουν στείρες αν τις αποκόψουμε από τον ανθρώπινο παράγοντα. Όταν διαβάσετε το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη θα διαπιστώσετε και εσείς αυτήν τη μόνιμη πια επωδό που ακούγεται συχνά από Έλληνες που μετανάστευσαν σε κόσμους μακρινούς, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο: «όπου Έλληνας επί γης η ίδια πίκρα». Την καταγράφει άλλωστε και το τιμώμενο απόψε πρόσωπο στο βιβλίο του, ο κ. Ζητιανέλλης. Στην προσαρμογή του στη νέα πατρίδα, νεαρός στο πρώτο του Πάσχα στο Κέιπ Τάουν, τη Μητέρα Πόλη στη Νότια Αφρική, νιώθει την πίκρα της μοναξιάς. Γράφει: «Πάσχα. Το πρώτο μας στην Αφρική και το πρώτο μακριά απ’ το χωριό. Πολύ αναπάντεχα μας ήρθε. Καλά, στο μαγαζί δεν μιλούσε κανένας γι’ αυτό, αν και εγώ πήγα δυο φορές στην εκκλησία, μα ούτε οι ευωδίες της άνοιξης ούτε τα τιτιβίσματα των πουλιών, ούτε τα μύρια χρώματα στις πλαγιές και στους κάμπους, ούτε οι μυρωδάτες άχνες από τους φούρνους, κανένας προάγγελος δεν σήμανε τον ερχομό της Λαμπρής. Μόνο η κυρά Σταυρούλα σε μια από τις καθιερωμένες επισκέψεις του Σαββάτου μας ανακοίνωσε με επισημότητα: “Αύριο είναι των Βαΐων”». Επιμένω για λίγο ακόμη στην πρώτη διαπίστωση λέγοντας και ετούτο: ολάκερος ο Ελληνισμός της αποδημίας, της διασποράς, όπως αυτός αποτυπώνεται στο πρόσωπο του κ. Ζητιανέλλη, ξόδεψε τη ζωή του σε μακρινούς τόπους, ενθυμούμενος με πάθος πάντοτε τη μητρόπολη, τη μητέρα πατρίδα, το γενέθλιο τόπο. Έτσι ομόρφαιναν κι ομορφαίνουν τη ζωή τους οι Έλληνες, όπου γης.

Έρχομαι στη δεύτερη διαπίστωση και αμέσως μετά θα προσπαθήσω να σας μυήσω στη λογοτεχνική γραφή του κ. Ζητιανέλλη. Το βιβλίο του Τόποι και Άνθρωποι ανήκει σε εκείνα τα αφηγηματικά κείμενα που χαρακτηρίζονται αυτοβιογραφίες. Ο συγγραφέας γράφει την ιστορία της ζωής του ή μέρος αυτής. Και μιας και ομιλούμε για αυτοβιογραφία αξίζει να τονίσουμε το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αυτοβιογραφία γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από όσα εξιστορεί. Αυτή, άλλωστε, είναι και η λογοτεχνική της αξία, η οποία προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό και, βέβαια, ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης, καθώς ο αναγνώστης εκ των προτέρων γνωρίζει ποιος είναι ο αφηγητής. Για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα θα πω κι ετούτο: ο Θωμάς, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου γράφει για όλους, για όλες και για όλα. Θα ‘λεγα ότι είναι το όλον του Ελληνισμού της αποδημίας. Είναι αυτά που βλέπει, αυτά που ακούει, τα βιώματά του, οι εμπειρίες του, η οικογένειά του, οι φίλοι και οι φίλες του, η πατρίδα του και η ιστορία της. Εκπροσωπεί με άλλα λόγια κάθε Έλληνα που οδηγήθηκε κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις στη μετανάστευση. Υπ’ αυτή την έννοια, για να χρησιμοποιήσω το λόγο κι ενός φιλοσόφου, του Μάρτιν Χαϊντεγκέρ επάνω στο χρόνο του βίου μας, όπου γης, σ’ όποια πατρίδα, ο χρόνος είμαστε εμείς, συνεπώς η ιστορία του καθενός μας είναι η αυτοβιογραφική μας ιστορία.

Η διαπλοκή της αυτοβιογραφίας με τη λογοτεχνία, στο συγκεκριμένο βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη, κυρίως μπορεί να εκληφθεί ως ένα ντοκουμέντο ή μια μαρτυρία του προσώπου που αυτοβιογραφείται. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία ενώ φέρνει στην επιφάνεια πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, τον οδηγεί συνάμα ως αφηγητή να επινοήσει ένα πλασματικό πρόσωπο για να γίνει ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σ’ αυτόν και στον αναγνώστη· πρόκειται για τον Θωμά. Ετούτη η συνισταμένη φέρνει στο προσκήνιο ένα από τα βασικά προτερήματα του βιβλίου, την πλουσιότατη ηθογραφία των προσώπων με τα οποία έχει συναναστραφεί στη μέχρι τώρα ζωή του.  Έτσι, μέσα από τις πολλές πράξεις τους και τα σχόλια που τις συνοδεύουν, το διάλογο και τη σχέση που αναπτύσσει μαζί τους, άλλοτε με απλότητα, άλλοτε με έντονο συναισθηματισμό αλλά και αυθορμητισμό, ο κ. Ζητιανέλλης με επιτυχία καταφέρνει να καταγράψει τη ζωή του είτε στο μακρινό Κέιπ Τάουν, είτε στον γενέθλιο τόπο του. Το γεγονός αυτό γίνεται με παλινδρομικό τρόπο, από η στιγμή που θα μπει στο καράβι για να φτάσει στην Αθήνα κι από εκεί μετά από λίγες ημέρες με το αεροπλάνο στον τόπο που για χρόνια πολλά θα ριζώσει, οι σκηνές του βίου του περιγράφονται άλλοτε σε τωρινό κι άλλοτε παρελθόντα χρόνο. Εδώ, ο συναισθηματικός κόσμος είναι πλουσιότατος: ενθουσιασμός, υπερηφάνεια, φόβος, θλίψη, αγωνιστικότητα, επιθυμία, λαχτάρα, συνθέτουν το παζλ μιας προσωπικότητας, ενός Έλληνας της διασποράς, ωσάν η Ελλάδα να είναι μόνο ο καινούργιος μέγας κόσμος, που πάντα τολμούσε και θα συνεχίζει να τολμά εκείνο το αποφασιστικό βήμα: μετά την οικονομική επιτυχία και την κοινωνική αναγνώριση κάθε μετανάστη, κόμιζε και συνεχίζει να κομίζει βήμα μαρτυρίας του πολιτισμού των Ελλήνων, όπου γης. Προς αυτή την κατεύθυνση ετούτο το βιβλίο δείχνει έναν τρόπο ζωής. Ο ξεριζωμένος από το νησί του Έλληνας μετανάστης Θωμάς, στη νέα του πατρίδα, χάρη στο χαλύβδινο πείσμα του να πετύχει, τεντώνει και υψώνει ανάστημα υπεροχής: στο καθημερινό στίβο του κάματου, η γνωριμία του με πρόσωπα που συναναστρέφεται, τον Τσάρλι, τον Άλεξ, τη Βάλερι, τη Τζόι, τη Νόρμα, τον Ζακ, τον Πατρίκιο, τον Τόνι, τον Δανιήλ, άλλα πρόσωπα της δουλειάς κι άλλα του έρωτα, του ομορφαίνουν τη ζωή, αναπολώντας παράλληλα σημαντικές στιγμές από τη ζωή του στο χωριό. Σε μια από τις πολλές συζητήσεις του με τον Άλεξ του εκμυστηρεύεται ότι παραλίγο να γίνει παπάς. Γράφει με γλαφυρό, εξομολογητικό και αυθόρμητο ύφος, το οποίο μάλιστα εξασφαλίζει τη ζωντάνια της αφήγησης: «δεν εμβάθυνα ποτέ σε θεολογικά ζητήματα. Ό,τι είχα μάθει στα Θρησκευτικά, ό,τι άρπαξα από το κατηχητικό και ό,τι μου ‘μεινε από το παράδειγμα των δικών μου. Για βαθιά θεολογική συζήτηση ούτε λόγος. Ψαχνόμουν μόνος μου πολλές φορές μήπως και καταλήξω κάπου αλλά στο τέλος εγκατέλειπα την “έρευνα”. “Προτιμώ να πιστεύω παρά το αντίθετο”, εξήγησα στον Άλεξ. “Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά απ’ αυτά που έμαθα καθώς μεγάλωνα. Προτιμώ να είμαι προσκολλημένος σε μια σύνθετη και ανεξήγητη ιδέα παρά σε μια αβασάνιστη και εύκολη ελευθερία. Αισθάνομαι έτσι πιο στεριωμένος γιατί ανήκω κάπου και έχω πιο πολλές απαντήσεις σε ρωτήματα, παρά απελευθερωμένες ιδέες που δεν συνεπάγονται υποχρεώσεις – σαν φύλλο ξερό στον αγέρα που δεν ξέρεις που θα καταλήξει”». Αυτός ο ομοδιηγητικός αφηγηματικός τρόπος, ταύτιση δηλαδή του συγγραφέα – αφηγητή – πρωταγωνιστή Θωμά, παραπέμπει σε εκείνον το θρησκευτικό τρόπο ζωής των Ελλήνων μεταναστών όπου η ορθόδοξη παράδοση, ως πεποίθηση και βεβαιότητα διαφυλάσσεται ως κατόρθωμα ελευθερίας. Το αποδεικνύει, άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας όταν λέγει «προτιμώ να είμαι προσκολλημένος σε μια σύνθετη και ανεξήγητη ιδέα παρά σε μια αβασάνιστη και εύκολη ελευθερία».

Θα σας εκθέσω δύο ακόμη βασικά ζητήματα που θέτει το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. Το ένα σχετίζεται με κοινωνιολογικές ιδέες, ενώ το άλλο – το άφησα τελευταίο γιατί καταπιάνεται με την ιστορία του Γυμνασίου Μυτιλήνης – έχει παιδαγωγικές διαστάσεις. «Παντού τα πάντα και χειρότερα»  είναι ο τίτλος ενός από τα μικρά κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο του κ. Ζητιανέλλη. «Ήταν παρανομία να περάσει ο μη Λευκός από μια πόρτα που πάνω είχε την ταμπέλα Μόνο για Λευκούς, ήταν έγκλημα να κολυμπά στην ίδια πισίνα ή θάλασσα με Λευκούς, ήταν έγκλημα να μην έχει ο Μαύρος ταυτότητα με τη σωστή υπογραφή, έγκλημα να μένει σε λάθος μέρος. Τελικά ήταν παράνομος και εγκληματίας γιατί ήταν Μαύρος. Με λίγα λόγια οι ιθαγενείς αντιμετωπίζονταν σαν διαφορετικά δημιουργήματα της φύσης, άνθρωποι μεν αλλά υποδεέστεροι. Κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου». Όπως καταλαβαίνετε ο συγγραφέας έζησε από κοντά τις φυλετικές διακρίσεις στην αφρικανική ήπειρο, το γνωστό απαρτχάιντ, το οποίο άρχισε να εφαρμόζετε το 1948 και τερματίστηκε το 1991. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου του ο κ. Ζητιανέλλης κάμει παρόμοιες αναφορές, για το χωρισμό σε φυλετικές κατηγορίες και οριοθετήσεις συγκεκριμένων περιοχών διαβίωσης για κάθε φυλή που ζει στο Κέιπ Τάουν, γεγονός που οδηγούσε σε βίαιες μετοικήσεις και συγκρούσεις, όπως λόγου χάριν η διαβόητη Συνοικία Έξι, εκείνο δηλαδή το «μελίσσι ανθρώπων κάθε ράτσας – εκτός των Λευκών – και κάθε ηλικίας που προπαντός τις νύχτες έκανε υπερωρίες σε κάθε λογής δραστηριότητα και ζούσε γύρω από έναν κεντρικό δρόμο που δεν περνούσε τα δύο χιλιόμετρα».

H φυγή από την πατρίδα πάντα φέρνει πόνο. Κι όταν αυτή η φυγή γίνεται σε δύσκολα χρόνια, όπως αυτά της δεκαετίας του 1950, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο. Ο μετανάστης, νεαρός στην ηλικία Θωμάς, αναζητά στηρίγματα για την απόφασή του να ξεκινήσει μια καινούργια ζωής σε τόπο μακρινό. Αυτά δεν είναι άλλα από το στενό και ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον: μάνα, πατέρας, αδέλφια, ξαδέλφια. Πέραν, όμως, αυτών στηρίγματα είναι και οι δάσκαλοι, πρόσωπα αξιοπρόσεκτα για το παιδαγωγικό ήθος τους  αλλά και για την αφοσίωση στο διδακτικό έργο τους. Ένας εξ αυτών ο γυμνασιάρχης φιλόλογος Σταύρος Παρασκευαΐδης, ο οποίος δίδασκε Όμηρο στον κ. Ζητιανέλλη. Μυθικό πνευματικό ανάστημα είχε ετούτος ο δάσκαλος, έτσι όπως τον περιγράφει ο συγγραφέας: «πολλά καθίσματα… συμμαθητών μου».

Τελειώντας, οφείλω να σημειώσω κάτι που θεωρώ άκρως σημαντικό για τον ίδιο τον συγγραφέα. Το βιβλίο του Τόποι και άνθρωποι, καθώς είναι το πρώτο, δείχνει να το χαίρεται και να το διασκεδάζει που το έγραψε. Δεν κρύβει τη χαρά του, όπως και δεν κρύβει την αποστολή, το στόχο της γραφής του: κανένας δρόμος δεν είναι εύκολα στρωτός, ή εξ ορισμού παράδεισος. Ούτε εκείνος που τον οδήγησε στην ξενιτιά, ούτε βέβαια, αυτός που τον έφερε να κινείται στα όρια της λογοτεχνίας και της αυτοβιογραφίας με επιτυχία. Συστήνω να αγοράσετε και να διαβάσετε τους πολλαπλούς τόπους που διάβηκε ο συγγραφέας συναντώντας λογής – λογής ανθρώπους. Μα ας θυμηθούμε κι αυτό – αφού νοητά μεταφερθήκαμε από τη γενέθλια γη του συγγραφέα προς την γη που τον ανέδειξε σε επιτυχημένο άνθρωπο – κατά τον Παυσανία, οι Μούσες ήταν καταρχάς τρεις, η Αοιδή, η Μελέτη και η Μνήμη. Επειδή και οι τρείς είχαν σχέση με τη μουσική και το τραγούδι, δείχνουν ότι βοηθούν τον συγγραφέα με μουσικό τρόπο να αφηγείται τη ζωή του.

[*] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Δ. Ζητιανέλλη στην Αίθουσα Τελετών του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου (28 Ιουνίου 2017). Στην εκδήλωση ακόμη μίλησαν ο κ. Π. Παρασκευαΐδης και ο ίδιος ο συγγραφέας. Συντονιστής ήταν ο κ. Γ. Διγιδίκης, Υποδιευθυντής του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΗΤΙΑΝΕΛΛΗΣ, (2017) Τόποι και άνθρωποι

O ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης 12 χρόνια μετά, Αθήνα 2016[*]

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Πικρότατος είναι ο λόγος του Αναξιμάνδρου: ότι έχει αρχή, υποχρεώνεται να έχει κι ένα τέλος. Σ’ αυτήν την προοπτική και ο άνθρωπος που έχει μια γέννηση, έχει και ένα θάνατο. Αλλά κι ολάκερος ο κόσμος που κάποτε άρχισε, θα έχει ένα τέλος. Συναχθήκαμε όλοι εδώ απόψε για να τιμήσουμε έναν άνθρωπο των Γραμμάτων, ο οποίος αν και γεννήθηκε στη Λέσβο, το έργο του έγινε γνωστό σ’ ένα μεγάλο κύκλο του πνευματικού κόσμου της πατρίδας μας, από τις αρχές της δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα. Είναι ο Ιωάννης Μουτζούρης, ο «παππούς της ιστορίας», όπως συχνά τον έλεγα, μιας και με το συγγραφικό του έργο πολλές φορές κατά την τελευταία εικοσαετία στις προσωπικές μου θεολογικές και ιστορικές έρευνες αναμετρήθηκα. Ο Ιωάννης Μουτζούρης ήταν ο δεύτερος «παππούς της Ιστορίας» που έτυχε προσωπικά να γνωρίσω, από την εποχή της δεκαετία του 1990, όταν άρχιζα τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Ο πρώτος ήταν ο κορυφαίος των νεότερων ιστορικών, ο «πατριάρχης του Νέου Ελληνισμού», ο αφανής σε πολλούς αλλά ακούραστος ερευνητής της εποχής της Τουρκοκρατίας και του 19ου αιώνα Απόστολος Βακαλόπουλος. Επιτρέψτε μου εδώ τον εξής αυθόρμητο λόγο, αυθόρμητος μεν, απολύτως διακριβωμένος με τη δεοντολογία που διέπει την ιστορική επιστήμη. Για την τοπική ιστοριογραφία το ιστορικό έργο του Ιωάννη Μουτζούρη είναι εφάμιλλο με του Απόστολου Βακαλόπουλου. Και οι δύο τους ασχολήθηκαν με γεγονότα και πρόσωπα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, που εμείς οι νεότεροι ερευνητές έχουμε χρέος πάντα να συμβουλευόμαστε κατά την έρευνά μας. Και των δύο το ιστορικό έργο έχει ομόκεντρους κύκλους: Λέσβος, Βόρειο Αιγαίο, Νέος Ελληνισμός για τον Ιωάννη Μουτζούρη, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία, Νέος Ελληνισμός για τον Απόστολο Βακαλόπουλο. Στην ίδια ομάδα, άλλωστε, ανήκουν κι άλλα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αναφέρω ενδεικτικά ακόμη έναν, τον εκ Δημητσάνας Τάσο Γριτσόπουλο. Θεωρώ αυτούς τους παραλληλισμούς αναγκαίους για να κατανοήσουμε πόσο σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Ιωάννης Μουτζούρης.

Έτσι, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του συνεχίζει να μας εμπνέει. Αυτή η έμπνευση σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά μιάν απλή ενθουσιαστική και συναισθηματική υπερβολή. Αντιθέτως, συνιστά χρέος προς το τιμώμενο εδώ απόψε πρόσωπο. Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος του ανθρώπου, πάντα θα είναι ο σωματικός θάνατος του, δηλαδή να μην υπάρχει κανείς στον κόσμο αυτό. Τι όμως διασώζει τη παρουσία ενός ανθρώπου των Γραμμάτων μετά το σωματικό θάνατό του; Μα φυσικά το συγγραφικό του έργο και αντοχή που αυτό έχει όταν εκείνος που αναφέρεται σ’ αυτό καλείται να φωτίσει άγνωστες πτυχές της έρευνάς του.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης δεν ήταν μόνο ιστορικός, ήταν και θεολόγος. Μιας, όμως, ομιλώ για Ιστορία και Θεολογία οφείλω με παρρησία να επισημάνω το εξής: η Ιστορία και η Θεολογία είναι «θετικές» επιστήμες. Είναι αυθύπαρκτες επιστήμες, όσο κι αν σχετίζονται και με άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία και η Ψυχολογία. Προσωπικά πιστεύω ότι ο καλός ιστορικός, ο καλός θεολόγος πρέπει να επιμένει στην έρευνα θετικών στοιχείων κι όχι να κάμει Ιστορία και Θεολογία με αοριστίες.  Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η ιστορική και η θεολογική γλώσσα, όπως η γλώσσα κάθε επιστήμης είναι γλώσσα ιερή, είναι αποκαλυπτική. Διότι μας ομιλεί και μας πείθει θα ‘λεγα για τα αθέατα, τα πνευματικά, τα οποία είναι πιο πραγματικά από την πραγματικότητα που λέμε ότι μόνον αυτή είναι αισθητή.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης, λοιπόν, διακόνησε τη θεολογική επιστήμη με τις αντίστοιχες αναφορές στον ιστορικό της τομέα, αυτόν που ονομάζουμε Εκκλησιαστική Ιστορία. Δεν προτίθεμαι εδώ να σας απαριθμήσω τα αυτοτελή βιβλία του κ. Μουτζούρη, ούτε τα πολλά δημοσιεύματά του σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Αυτά μπορεί κανείς να τα δει στο παρουσιαζόμενο εδώ απόψε βιβλίο, εργογραφία με κόπο συγκεντρωμένη από τον γιό του Κωνσταντίνο. Νομίζω ότι μια τέτοια απαρίθμηση θα ήταν κουραστική αφού θα παρέθετε μόνο τίτλους βιβλίων και άρθρων. Άλλωστε στην παρουσίαση ενός βιβλίου για ένα συγγραφέα άλλα είναι τα πρωτεύοντα. Να προσεγγιστεί το έργο του και να αναδείξει το συγγραφέα του σε πρώτο ανάστημα των Γραμμάτων, στη μακρά διάρκεια του χρόνου. Ετούτη τη διάσταση της προσωπικότητας και του έργου του Ιωάννη Μουτζούρη επιθυμώ απόψε σύντομα να διατρέξω, διότι φρονώ ότι ο αείμνηστος «παππούς της Ιστορίας», αν και δεν είναι ανάμεσά μας, δημιούργησε για τον τόπο που τον γέννησε, το Μεγαλοχώρι, το Πλωμάρι, τη Λέσβο και κατ’ επέκταση την πατρίδα του Ελλάδα, Σχολή Γραμμάτων, αυτήν που οφείλουμε να καθιερώσουμε απ’ αυτήν εδώ την αίθουσα απόψε με τον όρο Σχολή της Λέσβου. Πρόκειται για μια πρόταση που στοχεύει στην ανάδειξη εκείνων των δεδομένων που ως ιστορικά τεκμήρια συγκροτούν την τοπική μας ιστορία, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο σύνολης της ελληνικής ιστορίας, στην χρονική διάρκεια της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με τις αντίστοιχες ιστορικές αναγωγές και προς τη βυζαντινή.  Αυτό π.χ., μπορεί κανείς να το διαπιστώσει όταν μελετήσει και τα 63 λήμματα που έγραψε ο Ιωάννης Μουτζούρης για τη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, λήμματα που κυρίως αφορούν την Εκκλησιαστική Ιστορία της βυζαντινής και τουρκοκρατούμενης Λέσβου. Τι συνιστά η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια για την ιστορική και θεολογική έρευνα, νομίζω ότι όσοι από εμάς έχουμε ασχοληθεί με εκκλησιαστικά πρόσωπα και γεγονότα είναι αδύνατον να μην αρχίσαμε την έρευνά μας απ’ αυτήν. Τις πρώτες βιβλιογραφικές πληροφορίες από την περίφημη ΘΗΕ, όπως συντομογραφικά τη λέμε, τις πήραμε. Στέκομαι σε δύο παραδείγματα για να γίνω πιο σαφής. Και τα δύο σχετίζονται με προσωπικότητες που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφύπνιση του υπόδουλου Ελληνισμού. Πρόκειται για τον άγιο Ιγνάτιο τον Αγαλλιανό και τον Δωρόθεο Λέσβιο, για τους οποίους ο Ιωάννης Μουτζούρης στη ΘΗΕ, στον 6ο και 5ο τόμο αντίστοιχα, αφιερώνει τέσσερις στήλες στο βίο και το ανακαινιστικό τους έργο. Οποιαδήποτε μετέπειτα μελέτη γι’ αυτούς τους δύο λογίους, είναι αδύνατον να μην έχει βιβλιογραφική αναφορά στα λήμματα του κ. Μουτζούρη.

Ταξινομώντας κανείς σήμερα όλα τα επιστημονικά δημοσιεύματα του Ιωάννη Μουτζούρη – ένας πρώτος καλός οδηγός είναι αυτός που επιχειρεί ο γιός του Κωνσταντίνος στο παρουσιαζόμενο εδώ από βιβλίο, έστω και με αυτή τη μορφή της φωτοτυπικής παράθεσης κρίσεων για το έργο του – νομίζω ότι είναι σε θέση να κάμει τις εξής επισημάνσεις. Ο Ιωάννης Μουτζούρης διακρίθηκε για την πλούσια συγγραφική του παραγωγή. Σ’ ότι αφορά τη θεολογική επιστήμη και τον τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, δειγματοληπτικά σημειώνω την συγγραφή πάνω από τριάντα μελετών, αυτοτελών και άρθρων, δίχως να συμπεριλαμβάνω τα λήμματα στη ΘΗΕ, τα οποία, όπως παραπάνω επισήμανα, κυρίως σχετίζονται με την Εκκλησιαστική Ιστορία της Λέσβου. Στις πάνω από τριάντα μελέτες συγκαταλέγεται η διδακτορική του διατριβή, με τίτλο: Τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, (Θεολογική Σχολή ΑΠΘ,1964), με συμβούλους – επόπτες καθηγητές τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, και τον Παναγιώτη Χρήστου, διδάσκαλο στον οποίο εμείς οι νεότεροι θεολόγοι, όσοι τουλάχιστον κατά τις δεκαετίες 1980 – 1990 τον είχαμε καθηγητή σε σεμινάρια Πατρολογίας και Παλαιογραφίας στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και στο Κέντρο Αγιολογικών Μελετών στην Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης, του οφείλουμε πολλά, τόσο στη θεολογική σκέψη όσο και στη μεθοδολογία της θεολογικής έρευνας, κυρίως της πατερικής. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η υπόμνηση ότι η διατριβή του κ. Μουτζούρη δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες, στον 34ο και 35ο τόμο του επίσημου περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, τη Θεολογία. Τι, όμως, είναι τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, με τα οποία επιτυχώς και μετά επαίνου ασχολήθηκε ο Ιωάννης Μουτζούρης, ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Απαντώ: πρόκειται για μονές της βυζαντινής περιόδου, μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, στις οποίες ίσχυσε ο θεσμός του χαριστικίου, δηλαδή της χαριστικής δωρεάς που στόχευσε στην ανάπτυξη των εγκαταλειμμένων μονών και στον έλεγχο της περιουσίας τους. Αυτή η δωρεά, η χαριστική, αποτελούσε παραχώρηση μονών σε ιδιώτες για συγκεκριμένο σύντομο χρονικό διάστημα, με σκοπό αυτοί να φροντίσουν για την επισκευή, τη συντήρηση και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους. Μολονότι η χαριστική και οι ευνοημένοι πολλές φορές χαριστικάριοι προέβαιναν σε οικονομικές καταχρήσεις για δικό τους όφελος, ο θεσμός του χαριστικίου παρέμεινε ενεργός μέχρι το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην ίδια σχεδόν κλίμακα ανήκουν και τα ελεύθερα, αυτοδέσποτα, ή αυτεξούσια μοναστήρια. Η διδακτορική, λοιπόν, διατριβή του κ. Μουτζούρη άνοιξε την έρευνα γύρω από μοναστηριακούς θεσμούς της βυζαντινής περιόδου, η οποία πρόσφατα συμπληρώθηκε με την ωραία μεταπτυχιακή εργασία του Μοναχού Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη με τίτλο: Τα αυτοδέσποτα και ελεύθερα μοναστήρια  σύμφωνα με τα βυζαντινά μοναστηριακά τυπικά, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2013).

Σημαντική εξ απόψεως Εκκλησιαστικής Ιστορίας, άμεσα συνδεόμενη με τη διδακτορική του διατριβή υπήρξε και η μελέτη του: Ο μοναχισμός της Λέσβου. Συμβολή στην ιστορία και στη μοναστηριολογία, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών το 1989, και επανεκδόθηκε το 2015, με εισαγωγικό σημείωμα του ομιλούντα. Πρόκειται για το βασικότερο βιβλιογραφικό τεκμήριο  που ο ενδιαφερόμενος για την ιστορία του μοναχισμού στη Λέσβο, από την πρωτοβυζαντινή περίοδο μέχρι και σήμερα, μπορεί να συμβουλευτεί. Τολμώ να πω ότι η εν λόγω μελέτη, με  άμεση πρόσβαση στις σχετικές με το θέμα της πηγές, είναι αξεπέραστη ως σήμερα.

Η επιστημονική κατάρτιση και εγκυρότητα του Ιωάννη Μουτζούρη παρέμεινε αδιαμφισβήτητη ως το κλείσιμο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όχι μόνο σε μελέτες ιστορικού περιεχομένου, όπως λόγου χάριν το βιβλίο του με τίτλο: Το Πλωμάρι επί Τουρκοκρατίας. Ιστορικά σύμμεικτα, (Αθήνα 1998), αλλά και σε μελέτες όπου η θεολογική και ιστορική επιστήμη είναι άρρηκτα δεμένες. Κλασικό παράδειγμα σταθερού, περιεκτικού και σαφούς εκκλησιαστικοϊστορικού λόγου το βιβλίο του με τίτλο: Βενιαμίν ο Λέσβιος. Οι κατήγοροι των ιδεών του και η Μεγάλη Εκκλησία, (Αθήνα, 1982), το οποίο συνιστά υποδειγματικό εργαλείο έρευνας για τον μεγάλο Πλωμαρίτη λόγιο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, επειδή δεν περιορίζεται μόνο στην παράθεση πληροφοριών για το έργο του, αλλά και στην ερμηνευτική προσέγγιση ζητημάτων που σχετίζονται με τις διώξεις που υπέστη από τους κατηγόρους του, κυρίως από τον κολυβά Αθανάσιο Πάριο, προσφάτως άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μολονότι η νεότερη ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως περισσότερα στοιχεία αυτής της διένεξης, και μολονότι παλαιότερα ο ομιλών σε άρθρο του με τίτλο: «Ο Βενιαμίν Λέσβιος στη θεώρηση της Λεσβιακής ιστοριογραφίας», Αιολικά Χρονικά, 7(2005)190-196, είχε εκφράσει επιφυλάξεις για τις αρνητικές αξιολογικές κρίσεις του Ιωάννη Μουτζούρη για τον Αθανάσιο Πάριο – επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι ο συγκεκριμένος λόγιος, σφοδρός κατήγορος του Βενιαμίν Λεσβίου, αποτέλεσε το θέμα της μεταπτυχιακής μου διατριβής, η οποία κατά ομολογία των καθηγητών που την επόπτευσαν άνοιξε το δρόμο της έρευνας για αποκατάσταση του Αθανασίου Παρίου στις ιδεολογικές ζυμώσεις του 18ου αιώνα, γνωστού ως Νεοελληνικού Διαφωτισμού – πιστεύω πως αυτό το βιβλίο του κ. Μουτζούρη για τον Βενιαμίν Λέσβιο, εξακολουθεί να είναι βιβλίο αναφοράς.

Κυρίες και κύριοι, ξέρω πως πιο ψύχραιμοι από εσάς θα βρουν υπερβολικό τον ενθουσιασμό μου, να ομιλώ απόψε για ένα Λέσβιο άνθρωπο των Γραμμάτων. Πιστέψτε με, ίσως, να είμαι υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς για τον Ιωάννη Μουτζούρη, γιατί μολονότι δέχομαι τη σοφία του «μέτρον άριστον» (κι όχι το κακοποιημένο «πάν μέτρον άριστον»), πιστεύω ακράδαντα όμως αυτό που με σοφία έλεγε ο Μανόλης Ανδρόνικος: «ο κόσμος δεν πάει μπροστά με τα μέτρα αλλά με τα άμετρα». Ο αξέχαστος Ιωάννης Μουτζούρης με την άψογη μεθοδολογία, την εξαντλητική αξιοποίηση των πηγών και των αρχειακών τεκμηρίων, μας άφησε ένα έργο ιδιαιτέρα σημαντικό, που χρήζει περαιτέρω αξιοποίησης.

Αν απόψε συναχθήκαμε εδώ για να τιμήσουμε τη μνήμη του, για να μη θεωρήσουμε πως έχουμε φτάσει στον ιδανικό στόχο, οφείλουμε να πούμε πως όλη ετούτη η θαυμάσια συλλογή της εργογραφίας του και των κριτικών γι’ αυτήν, είναι ένα θαρραλέο ξεκίνημα, έστω κι αν κανείς μπορεί να επισημάνει κάποιες αδυναμίες. Όμως θα ήταν άδικο να σταθούμε σ’ αυτές και να παραγνωρίσουμε την προσπάθεια να ξεκινήσει μια πιο συστηματική καταγραφή και αξιολόγηση του έργου του. Ποιος ή ποιοι θα την αναλάβουν, νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι πρόβλημα. Από την πλευρά μου, θα ήταν τιμή για εμένα να μου ανατεθεί αυτό το έργο.

[*] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης, 12 χρόνια. Αίθουσα Θεάτρου και Τεχνών του Φ.Ο.Μ. (Κυριακή 28 Μαΐου 2017).

Στο δημοτικό τραγούδι έγκειται η αρετή της ποίησης

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (2016). Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των Δημοτικών. Πιάνω γραφή και γράφω – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι -1. Αθήνα: Άγρα.

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου, του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1].

ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ // Η «ΑΓΑΠΩ» ΚΑΙ ΤΟ ΣΦΡΙΓΟΣ ΤΗΣ Π

Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1]

Πλουσιότατος είναι ο αμητός για το δημοτικό τραγούδι, από την εποχή του Ρομαντισμού (μέσα 19ου αιώνα) και της πρώτης απόπειρας κατάρτισης συλλογών από τον Γάλλο φιλόλογο και ιστορικό Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, που σε δύο τόμους στα 1824-1825 συνέλεξε δημοτικά τραγούδια – ο Φωριέλ αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ την επαναστατημένη τότε Ελλάδα κατάφερε να δημοσιεύσει την πρώτη βασική συλλογή δημοτικών τραγουδιών· το χεράκι σ’ αυτήν την καταγραφή έβαλε κι ο κορυφαίος λόγιος του Νέου Ελληνισμού Αδαμάντιος Κοραής[2] – μέχρι και σήμερα. Η νεότερη, ωστόσο, βιβλιογραφία για το δημοτικό τραγούδι είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους μελετών: Δημοτικό τραγούδι. Προβλήματα καταγωγής και τεχνοτροπίας, του Κώστα Ρωμαίου, (Αθήνα 1979)· Το δημοτικό τραγούδι, του Στίλπωνα Κυριακίδη, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1990)· Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, του Ερατοσθένη Καψωμένου, (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 31996)· τα Ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία, του Κωνσταντίνου Μάρκου, (τόμοι 2, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995-1996)· Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές, με επιμέλεια του αξέχαστου Γιώργου Ιωάννου, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996)· Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, (εκδ. παρουσία, Αθήνα 31998)· Η διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, του Μανόλη Γ. Βαρβούνη, (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1998)· και, βέβαια, την ανθολόγηση δημοτικών τραγουδιών, Της ξενιτιάς, (επιμέλεια G. Saunier, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983)· Κλέφτικα, (επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2000). Στις τελευταίες, ωστόσο, μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, εντάσσεται και εκείνη του Γιώργου Καραμπελιά με τίτλο: Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του Νεώτερου Ελληνισμού, (εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017). 

Στο ασφυκτικό δεκάλεπτο που έχω στη διάθεσή μου να σας μιλήσω για το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα, είναι αδύνατον να εξαντλήσω το περιεχόμενο των 600 περίπου σελίδων του, συμπεριλαμβανομένων και των υποσημειώσεων, με κατατοπιστικές παραπομπές σε βιβλιογραφία. 

Για να είμαι, όμως, συνεπής προς τους διοργανωτές και προς τον συγγραφέα, θα τολμήσω να καταθέσω στην αγάπη και την υπομονή σας τρία βασικά στηρίγματα, τα οποία αποτελούν και τρεις βασικές αρετές του βιβλίου, καθιστώντας το έτσι άκρως πρωτότυπο τόσο για τη φιλολογία, τη λαογραφία, όσο και για τη δοκιμιογραφία. 

Αποτελεί, τωόντι, μεγάλο το εγχείρημα του πολυγραφότατου συγγραφέα που έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, το οποίο προκαταβολικά πιστεύω ότι για τις επόμενες γενιές ερευνητών επάνω στο δημοτικό τραγούδι θα καταστεί έργο αναφοράς, αφού παρέχει πλουσιότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και, βέβαια, με καίριο τρόπο εντάσσεται σ’ εκείνες τις γραφές γκρεμίσματος του γνωστού στερεότυπου ότι το δημοτικό τραγούδι, καρπός της λαϊκής παράδοσής μας, σε αντιδιαστολή με τη λόγια, πάντοτε θεωρούνταν υποδεέστερο. 

Η πρώτη, λοιπόν, βασική αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι μελετά το δημοτικό τραγούδι, στη μακρά διαχρονία του, ως ένα σημαντικό «προίκισμα», δηλαδή, να δύναται ο άνθρωπος να φτιάχνει πράγματα που, αν αυτός δεν τα έφτιαχνε, δεν θα γίνονταν ποτέ. Τέτοιο προίκισμα είναι το δημοτικό τραγούδι, το οποίο ενώ έχει βαθιά ριζώματα στην παράδοση του ελληνικού λαού, από την αρχαιότητα και δώθε, δυστυχώς «μαγαρίστηκε» καθώς λέγει ο συγγραφέας από κάθε «ελληνοκάπηλο κιβδηλοποιό» – έτσι για να ταιριάξει όπως αυτός ήθελε την εθνικοφροσύνη του. Ορθότατα στην περίπτωση αυτή ο κ. Μπουκάλας υποστηρίζει το εξής: «με ποια εφόδια να κρίνουμε λοιπόν, σαν ελλανόδικος επιτροπή σε οικουμενικά πολιτισμικά καλλιστεία, τι θα μετρούσαμε και πως θα το ζυγίσουμε, ώστε να αποδώσουμε τα πρωτεία; Και υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος – πέραν των όσων υπαγορεύουν οι αλληλοεξερεθιζόμενοι εθνικισμοί – να τα αποδώσουμε;» διερωτάται στη πολυσέλιδη εισαγωγή του (εκατό περίπου σελίδες). Και ευθέως, χωρίς περιστροφές απαντά: «δεν βλέπω κανένα. Η ελληνική δημοτική ποίηση έχει να καυχιέται για τα εξαιρετικά από κάθε άποψη δημιουργήματά της σε όλες τις κατηγορίες, στα ακριτικά, τα κλέφτικα, της αγάπης, της ξενιτειάς, τα μοιρολόγια, και στα δίστιχά της βέβαια. Τι περισσότερο» (σσ. 55-56). Όμως, δεν είναι μόνον οι ελληνοκάπηλοι κιβδηλοποιοί που υπεραμύνθηκαν της αξίας της δημοτικής ποίησης, υπήρξαν και εκείνοι, της αντίπερας όχθης, που την υποτίμησαν. Αναφέρει έναν ο συγγραφέας. Τον Ηπειρώτη καθηγητή Κωνσταντίνο Ζήσιο, που σε ένα από τα έργα του, το Γλώσσα κομψή και γλώσσα συρφετώδης, στα 1915, με «χολερική ακρότητα» όπως λέγει ο κ. Μπουκάλας χαρακτήριζε τη δημοτική ποίηση χυδαία (σσ. 60–61) Επιτρέψτε μου, εδώ, να σημειώσω το εξής: τέτοιες αναθυμιάσεις, όπως η τελευταία, που σηκώνουν σκόνη ακροτήτων, δεν μπορεί να μην έχουν την απάντησή τους. Πέραν της χολερικής ακρότητας, καλόν είναι εδώ να υπενθυμίσω τον ακριβό λόγο του Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος καυτηρίαζε απόψεις που ήθελαν καθετί που προέρχεται από την παράδοση του ελληνικού λαού να είναι υποδεέστερο και υποτιμημένο. Γράφει ο Πικιώνης σ’ ένα κείμενό του: «να ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαια λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τ’ αναστήσει»[3]

Έρχομαι τώρα στη δεύτερη αρετή του βιβλίου. Ο συγγραφέας μελετά την ποιητική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών πιστεύοντας ότι δεν είναι μόνο «μουσικοποιητική τέχνη» αλλά και «αναπαραστατική»«Λόγια είναι και τα τραγούδια· λέξεις που τις θέλουμε ιαματικές, μα μπορεί να αποδειχθούν ατελέσφορες», γράφει. Και συνεχίζει: «αλλά τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι μόνο λέξεις. Είναι τριαδικά, τρισυπόστατα: Λόγος, Μέλος, Χορός. Είναι πλουτισμένα με τη μουσική τους και, τις περισσότερες φορές, έχουν το χορό να τα ιστορεί, και να οδηγεί συχνά τα βήματά του αντίθετα προς το περιεχόμενο: πικρό το νόημα, αλλά ο χορός ανοίγει το σώμα, το αναπτύσσει μέσα στο πείσμα του και στην επιμονή του» (σ. 103). Επιτρέψτε μου, εδώ, ένα ερμηνευτικό σχόλιο στα γραφόμενα του κ. Μπουκάλα. Φρονώ ότι η δημοτική ποίηση έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή, την οποία συντηρεί και ολοκληρώνει. Ετούτο, άλλωστε, το γεγονός αφ’ ενός φανερώνει ο συνοδεύων ρυθμός και χορός και αφετέρου η δραματικότητα του περιεχομένου το οποίο αναπαριστά. Και μιας ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοτικού τραγουδιού, κοντά πάντα στη μουσική και στο στίχο, εκφράζει και τον καημό «που επιμένει στη δημοτική ποίηση». Μια ποίηση, που κατά τον συγγραφέα «δεν διστάζει να αυτοσχολιασθεί και να αυτοκριθεί, ελευθερόφωνη όπως είναι και ελευθερωτική» (σ. 106). Εδώ, βρίσκεται και το «τεράστιο γλωσσικό εργαστήριο», εκείνο το «δοκιμαστήριο νέων λέξεων» (σ. 107), με τις αντίστοιχες νέες γραμματικές «παρεκτροπές», τις οποίες ο συγγραφέας μελετά στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τα παραδείγματα που παραθέτει πολλά· πρόκειται για ένα «κοιμητήριο λέξεων» «όλης της ελληνικής» (σ. 132), που είναι απέραντο και προέρχεται από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, με τις γνωστές παραλογές, σωσμένα απ’ όσους τα κατέγραψαν, όπως λόγου χάριν ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Νουάρος Μιχαηλίδης, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κ.ά. 

Μια μικρή αναφορά «στον κόσμο των μοιρολογιών» νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη για να κατανοήσουμε πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι, δίχως να το ξεκαρφώνει από τις συντεταγμένες του κόσμου μας και δίχως να παραβλέπει το κύλισμα της μακράς ιστορίας του σε παρελθόντες χρόνους. Τα μοιρολόγια, λοιπόν, είναι τραγούδια που δεν χορεύονται. Τραγουδιούνται στο ξόδι, στην έξοδο του νεκρού. Είναι εκείνη η δημοτική ποίηση που «η γλώσσα της βαθιάς λύπης, επί θανάτου, είναι ένα ουρλιαχτό. Ή η σιωπή», σχετίζονται δηλαδή με την «κουλτούρα του θανάτου» (σ. 154), σημειώνει ο κ. Μπουκάλας. 

Είναι βέβαιο ότι όταν καλείσαι να παρουσιάσεις ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το τό αγάπησες πολύ, δεν το βρήκες δηλαδή μόνο ενδιαφέρον, έστω και σε σύντομο χρόνο απαιτείται να δώσεις το καλύτερό σου εαυτό σ’ αυτά που θα πεις. Δεν σας κρύβω ότι ολόκληρος ο μήνας Ιούνιος κύλησε μελετώντας σελίδα – σελίδα το πόνημα του κ. Μπουκάλα. Δεν σας κρύβω, επίσης, ότι αρκετές φορές έψαχνα και τον τεράστιο πλούτο των υποσημειώσεων και της βιβλιογραφίας που παραθέτει. Αυτό κι αν δείχνει πόσο «υψηλής αισθητικής πραγμάτευσης» είναι ετούτο το βιβλίο. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιό του, Τα ρήματα της αγάπης (σσ. 267-392), το σημαντικότερο κατ’ εμέ. Γιατί φανερώνει το βαθύτερο νόημα των όσων γράφει ο συγγραφέας για το πάθος των συνθέτων λέξεων και επιθέτων στη δημοτική ποίηση. Και για να τεκμηριώσει τις απόψεις τους ψάχνει προσεκτικά τα γραπτά και τα λόγια των άλλων, του Κωνσταντίνου Σάθα, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Λίνου Πολίτη, του Γιώργου Κεχαγιόγλου, του Ιωάννη Κακριδή, της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά., για να δει το χέρι που τείνει, ποια προσέγγιση επιδιώκει. Πρόκειται για μια ακόμη αρετή του βιβλίου, την τρίτη, και με αυτή τελειώνω την ομιλία μου. Οι αναφορές του για τη χρήση συνθέτων στη δημοτική ποίηση πολλαπλές. Ακόμη και στην αγιολογία με ιδιαίτερη άνεση καταφεύγει ο συγγραφέας, αφού καταγράφει το παράδειγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, αγίου πράου και ζωγράφου του ποιητικού λόγου, ο οποίος δεν δίσταζε να στηλιτεύει όσους γλεντοκοπούσαν σε ναούς μαρτύρων, επιδιδόμενοι έτσι στην τυμβωρυχία, αποκαλώντας τους «τυμβολέτες» και «γάστρωνες», δηλαδή τυμβωρύχους και κοιλαράδες, (σ. 293). 

Ανάμεσα στις εκατοντάδες ή πολλές χιλιάδες των δημοτικών ποιημάτων, σημαντική θέση για τον συγγραφέα κατέχει και «η Αγαπώ» (σσ. 346 κ.ε.), που μάλλον πρόκειται για ουσιαστικοποίηση ρήματος με χρήση άρθρου με αναφορική σημασία, και που απαντά σε δημοτικά τραγούδια από τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με μια πρώτη απογραφή που συνέταξε ο Αλέξης Πολίτης και που δίστιχό της βρίσκουμε και σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, (σ. 323). Καλοί, εδώ, για τον συγγραφέα βιβλιογραφικοί οδηγοί οι γνωστοί μελετητές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ο Ε. Legrand, o Μανούσος Μανούσακας, ο Catharinus Dulsis, μαθητής του Μαρτίνου Κρούσιου. 

Το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα έτυχε θετικών κριτικών. Σταχυολογώ δύο, αυτή της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλάκη στο ΒΗΜΑ, και εκείνη της Ανθούλας Δανιήλ στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Επίσης, το βιβλίο εκδιδόμενο από τις καλύτερες κατ’ εμέ εκδόσεις: Άγρα, και στο πολυτονικό. 

Έχω την γνώμη ότι και στους επόμενους τόμους που θα ακολουθήσουν, με γενικό τίτλο Πιάνω γραφή και γράφω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, με μελέτες όπως Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίησηΟ Διάκος της ιστορίας και των δημοτικών τραγουδιών. Πως αποθανάτισαν τον αγωνιστή του ’21 η λαϊκή μούσα, οι ιστοριογράφοι και επώνυμοι ποιητές, κ.ά., ο συγγραφέας θα απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με το παραδοσιακό εν γένει τραγούδι[4], όπως: Τι νόημα έχει στις μέρες μας η αποζήτηση στο δημοτικό τραγούδι της έννοιας της παραδοσιακότητας; Και κατά πόσο αυτή η αποζήτηση αφορά τον σημερινό Έλληνα; Επίσης, κατά πόσο το δημοτικό τραγούδι, ενώ αναπολεί το πλούσιο ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού, μπορεί να παίξει σήμερα κι έναν άλλον ρόλο πέραν του διακοσμητικού; 

 [1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα· στον αύλειο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Teriade (30 Ιουνίου 2017). 

[2] Για το θέμα κατατοπιστική είναι η μελέτη του ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ, (1999), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο. 

[3] Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ, (1999), «Το πρόβλημα της μορφής», στο: Κείμενα, πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 220. 

[4] Τα ερωτήματα τίθενται με καίριο τρόπο στο προλογικό σημείωμα του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, (2005), «Περί ασμάτων καινών, κενών και άλλων», στη: Σύναξη, τχ. 95, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), σ. 3, [τεύχος αφιερωμένο στο τραγούδι].

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΤΣΙΡEΒΕΛΟΣ. (2015). Θεολογική θεμελίωση της ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, Θεσσαλονίκη: Ostragon

Σύντομο σχόλιο από τον Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Σπουδαία μελέτη για τον ιεράρχη των ταπεινών που το έργο του εδώ και χρόνια συναρπάζει ακόμη και τον μη θρήσκο άνθρωπο, όπου γης. Ο καλός συνάδελφος Νικόλαος Γ. Τσιρέβελος, με αυτήν τη μελέτη του, η οποία υπήρξε καρπός της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ το 2007, με συστηματικό τρόπο διερευνά το έργο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστασίου, στο δίπτυχο της ιεραποστολικής αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας και της οικουμενικότητας του χριστιανικού μηνύματος, όπως αυτά ατόφια βγαίνουν μέσα από την αγάπη του κορυφαίου ιεράρχη για την ιεραποστολή, την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και το τιτάνιο έργο της ανάστασης και αναγέννησης μέσα από τα ερείπια της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Θεολογική θεμελίωση της ορθόδοξης μαρτυρίας. Σπουδή στο έργο του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ. (2017). Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, (2017), Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, (Πρόλογος Ιωάννης Μ. Κονιδάρης)

Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας στη Ελλάδα συνέπεσαν με ανώμαλες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας. Ταυτόχρονα, συνδέθηκαν με τη δημιουργία αρχιεπισκοπικών ζητημάτων, κάτι μάλλον αναμενόμενο ως εκ της σημασίας που διαδραματίζει το πρόσωπο του «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος» στα πολιτικά πράγματα.

Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας.

Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της: επί Γ. Παπαδοπούλου, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, και επί Δ. Ιωαννίδη με αρχιεπίσκοπο τον  Σεραφείμ Τίκα.  Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Το βιβλίο – η έκδοση του οποίου συμπίπτει με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 – προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα έργο – σταθμό για την Εκκλησιαστική Ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή και η Πολιτική Ιστορία του τόπου μας».

Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ., και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr» και στο προσωπικό του ιστολόγιο (http://religiousnet.blogspot.com).

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ βλ., εδώ: ΑΜΕΝ

Η καλύτερη σπουδή επί του θέματος της Παιδαγωγικής της Καινοτομίας

ΑΝΤΩΝΗΣ Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ, (2009), Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της Καινοτομίας. Σημειώσεις σε μια μετανεωτερική φιλοσοφία της παιδείας, Αθήνα: Εστία, σ. 16.

ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΝΕΥΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ // ΣΗΜΕ

«Στο χώρο της παιδαγωγικής επιστήμης, που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ, η Δημιουργικότητα και το πρακτικό της ισοδύναμο, η Εκπαιδευτική Καινοτομία, αναπνέουν, όπως παντού αλλού, μέσα στην ίδια αμόλυντη ατμόσφαιρα αγγελισμού. Σκιρτήματα αγαλλίασης κατακλύζουν τους παιδαγωγούς που αρέσκονται κατά κόρον να ομιλούν περί αυτής, τόσο μάλιστα περισσότερο, όσο αισθάνονται και ως ιδιοκτήτες της παιδικής ηλικίας των ανθρώπων. Αυτοί οι μηχανικοί κάθε ανώριμης ψυχής νιώθουν βαθιά μέσα τους την απαράβατη αναγκαιότητα της εισόδου των πλασμάτων που επικουρούν σε ένα δημιουργικό σύμπαν, και έχουν στρέψει όλη τους την ενεργητικότητα στην απάλειψη των εμποδίων και των αντιστάσεων που ενδεχομένως αναφύονται σε αυτήν την πορεία. Έτσι, πριν απ’ όλα, ομνύουν όρκο πίστης στη δημιουργικότητα ως θεμελιώδες συστατικό της αποστολής τους και ακατάπαυστα ρητορεύουν για την αναγκαιότητά της, τα οφέλη της, τις προοπτικές της, κολακεύοντας εαυτούς και αλλήλους. Και όχι μόνο ρητορεύουν, αλλά και πράττουν: αφήνοντας τη φαντασία τους να καλπάζει, αναδιανέμουν τα πρωτογενή, “παιδικά” υλικά του κόσμου, το χαρτί, το ξύλο, τα χρώματα, και είναι βέβαιοι ότι δημιουργούν. Με όλους τους δυνατούς και πιθανούς τρόπους πασχίζουν να προσεγγίσουν την πηγή της Δημιουργικότητας, την ψυχή του ανθρώπων ως παιδιού. Ταυτίζονται με το παιδί, γίνονται οι ίδιοι παιδιά, νιώθοντας έτσι ότι επιστρέφουν στην αρχή του κόσμου, στον πυρήνα της ύπαρξης».

Άριστη κριτική από τον: Σωτήρη Γουνελά