Αρχείο ετικέτας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μπαμπινιώτη έχουμε, τον Παπαδιαμάντη χάσαμε

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο κ. Μπαμπινιώτης στο άρθρο του της περασμένης Κυριακής –«Γλωσσική ακηδία, ένα μείζον θέμα»– περιορίστηκε στο ζήτημα της χρήσης ξένων λέξεων. Προσωπικά, δεν έχω αντίρρηση στις ελληνοποιήσεις, αρκεί να μη σου βγάζουν το μάτι με την επιτήδευσή τους. Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη διαδίκτυο αντί για ιντερνέτ, για παράδειγμα, λέξη που τη χρωστάμε στον κ. Μπαμπινιώτη. Το θέμα, όμως, δεν είναι εκεί.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους δύο αιώνες του νεοελληνικού κράτους για γλωσσική «ακηδία». Αντιθέτως· ήταν τέτοιο το ενδιαφέρον μας για τους τύπους της γλώσσας, που ώς και νεκρούς είχαμε. Μπορεί να πέφτω έξω, αλλά δεν ξέρω άλλο ευρωπαϊκό έθνος που να επιδόθηκε με τέτοιο πείσμα σε γλωσσικό εμφύλιο όπως εμείς με την καθαρεύουσα και τη δημοτική. Μόνο για ακηδία δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Μιστριώτη. Όμως πόση ζημιά έκανε στην καθαρεύουσα και κατ’ επέκταση στα ελληνικά; Ο Συκουτρής αποκαλούσε τον Παναγή Λορεντζάτο «Μιστριώτη της δημοτικής». Εννοούσε πολύ απλά ότι το ζήτημα δεν είναι η δημοτική ή η καθαρεύουσα. Το ζήτημα είναι οι τυπολάτρες που τις υπηρετούν. Η ρυθμιστική τυπολατρία που στεγνώνει τη γλώσσα απ’ τους χυμούς του αισθητηρίου και του αισθήματος. Όπως έλεγε και πάλι ο Συκουτρής: Ο 19ος αιώνας έβγαλε φιλολόγους. Φιλόσοφους δεν έβγαλε. Παραφράζοντάς τον να πω: Λεξικά έχουμε. Τη γλώσσα ψάχνουμε.

Πρόσφατο παράδειγμα. Μια βουλευτής η οποία αποκάλεσε τον κ. Μητσοτάκη «επιδειξία» ενώ ήθελε να τον αποκαλέσει «επιδειξιομανή». Το λεξικό Μπαμπινιώτη, όπως και το λεξικό Δημητράκου τις δίνουν συνώνυμες. Το «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» ξεχωρίζει τον επιδειξία ως ψυχιατρικό όρο, που σημαίνει όποιον αρέσκεται να επιδεικνύει τα όργανά του. Πέρα από τα λεξικά, όμως, υπάρχει και το γλωσσικό αισθητήριο. Αυτό που σου επιτρέπει να διαχωρίζεις τον έναν από τον άλλο. Και οι δύο μπορεί να φορούν «γκαμπαρντίνα». Ο επιδειξιομανής τη φοράει για να επιδείξει την κομψότητά του – κάτι ευγενές και μάλλον συμπαθές. Ο επιδειξίας για να επιδείξει ό,τι κρύβεται μέσα της – κάτι αγενές και σαφώς απεχθές. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Στο λεξικό Μπαμπινιώτη, στη λέξη «φιλέλληνας» αναφέρονται οι σημασίες της. Στο τέλος υπάρχει το σχόλιο που δίνει παράδειγμα λέξεων οι οποίες σχηματίζονται με τον ίδιο τρόπο. Εκεί βλέπουμε τη λέξη «φιλόζωος». Θα μπορούσε να γράψει «φιλότεχνος», «φιλόμουσος» ή «φιλανθής», όμως έγραψε «φιλόζωος». Όσο και αν βιάζεσαι, την ώρα που το γράφεις κάτι σε τσιμπάει. Ε ναι, οι λέξεις δημιουργούν αίσθημα.

Το γλωσσικό αίσθημα μπορεί να είναι άυλη αξία, όμως δεν είναι μεταφυσική. Είναι του κόσμου τούτου. Δημιουργείται και καλλιεργείται από τα έργα των ανθρώπων, τη σκέψη τους και την ευαισθησία τους. Τράπεζά του είναι η λογοτεχνία. Με την ευρεία σημασία της. Όχι μόνον η ποίηση ή η πεζογραφία, αλλά και η ιστορία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η πολιτική ή η δημοσιογραφία. Τα ελληνικά δεν κινδυνεύουν απ’ το lockdown, το kickboxing ή το τένις, που έχει αντικαταστήσει την αντισφαίριση της εφηβείας μου. Τα ελληνικά κινδυνεύουν από την απονέκρωση των αισθητηρίων τους οργάνων.

Και για την απονέκρωση αυτή ευθύνεται κατά μείζονα λόγο η εκπαίδευση. Διδάσκονται ως άχθος αρούρης. Σαν ένα σύνολο από κανόνες που ρυθμίζουν τη χρήση τους. Από τον Κοραή ώς σήμερα αφορίζουμε για τους κανόνες, αλλά δεν αναρωτιόμαστε για τη χρήση τους. Πώς θα πείσουμε το Ελληνόπουλο ότι χρειάζεται να μάθει ελληνικά όχι μόνον επειδή είναι υποχρέωσή του, αλλά επειδή μπορεί να απολαύσει και κείμενα και σκέψεις για τον εαυτό του και τον κόσμο;

Ο κ. Μπαμπινιώτης έχει καθιερωθεί ως ο λαϊκός ηγέτης της ελληνικής γλώσσας. Φτιάχνει λέξεις, φτιάχνει ορθογραφία και ορίζει δασμούς εισαγωγής. Τα λεξικά του θεωρούνται εργαλείο εκ των ων ουκ άνευ για τους εκπαιδευτικούς. Τους προσφέρει σαφείς οδηγίες συναρμολόγησης για τις εκθέσεις ιδεών. Επιτίθεται στο «Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας» διότι θεωρεί ότι το δικό του έργο έχει κλείσει οριστικά και διά παντός το θέμα.

Η γλώσσα μας έζησε έναν εμφύλιο κοντά δύο αιώνων για να αποφασίσει για την τρίτη κλίση και το απαρέμφατο. Οι τύποι της γλώσσας είναι σημαντικότεροι απ’ την ίδια τη γλώσσα. Και πού βρίσκεται η γλώσσα πέρα από τους τύπους της; Την απάντηση τη δίνει ο Ελύτης: «Όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».

Ο Μπαμπινιώτης εξαντλεί το κύρος του για να επαναφέρει τη φροντίδα στους τύπους. Ως ταλαντούχος λαϊκός ηγέτης, ξέρει ότι απευθύνεται σε όσους έχουν χάσει το γλωσσικό τους αίσθημα. Και τους ρίχνει σωσίβια. Δεν χρειάζεται να διαβάσεις Παπαδιαμάντη όταν έχεις στο γραφείο σου Μπαμπινιώτη.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα ΙΙ

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Εβραίοι άκουσαν τους προφήτες τους. Οι Έλληνες γιατί δεν άκουσαν τους ποιητές τους; Την ερώτηση τη διατύπωσε ο Κώστας Αξελός στη δεκαετία του ’50 (την παραθέτω από μνήμης). Υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι η ελληνική παιδεία εξόρισε τους ποιητές της, τους λογοτέχνες της.

Μπορεί να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα δύο ποιητικά Νομπέλ μας, όμως όταν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, τα αντιμετωπίζουμε λίγο ώς πολύ ως είδος πολυτελείας, ένα υποχρεωτικό βάρος. Δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ στα σοβαρά γιατί για τους λογοτέχνες μας δεν υπήρξε ποτέ γλωσσικό ζήτημα. Ο Σολωμός έγραψε στα δικά του ελληνικά, ο Κάλβος στα δικά του. Κι εμείς τρέχαμε στους Μιστριώτηδες και στους Ψυχάρηδες για να μας πουν ποια ελληνικά πρέπει να μιλάμε αν θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες.

Το πρόβλημα εννοείται ότι δεν περιορίζεται στο γλωσσικό. Αν και αναρωτιέμαι σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό έθνος η διαμάχη για τη γλώσσα άφησε πίσω της ακόμη και νεκρούς. Υπενθυμίζω τα Ορεστειακά. Αναρωτιέμαι, επίσης, ποιο άλλο έθνος προσέδωσε ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα σε ένα μέρος της γραμματικής, όπως εμείς στην τρίτη κλίση. Η κατάργησή της λειτούργησε σαν πιστοποιητικό προοδευτικών φρονημάτων. Το Ισραήλ που δημιουργήθηκε από Εβραίους της διασποράς, με διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα, αποφάσισε να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη γλώσσα των προφητών. Εμείς αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας στη Βαβυλωνία, το θεατρικό του Βυζάντιου, και αναθέσαμε στους γραμματικούς και τους φιλόλογους να νομοθετήσουν. Η τυπολατρική νοοτροπία μας θριάμβευσε ακόμη κι εδώ. Στην Ελλάδα υπάρχουν νόμοι για τα πάντα, απλώς δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από το χάος που οι ίδιοι οι νόμοι δημιουργούν.

«Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα». Τον τίτλο τον χρωστώ στον φίλο Βασίλη Παπαβασιλείου. Ήταν το αγαπημένο του ρεφρέν στις εκπομπές που κάναμε τον χειμώνα στον ΣΚΑΪ με τον Περικλή Βαλλιάνο και τον Αρη Πορτοσάλτε. Δύσκολα διότι το έθνος βρισκόταν σε μόνιμη αναζήτηση του εαυτού του. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτήν την αναζήτηση ανέλαβε και το περίφημο «γλωσσικό». Σήμερα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Θεωρούμε ότι το λύσαμε. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία επέβαλε την δημοτική ως γλώσσα της εκπαίδευσης. Θύματα η υπέροχη τρίτη κλίση και η «ωραία περισπωμένη» όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος. Οι γλωσσολόγοι και οι προοδευτικοί φιλόλογοι θριάμβευσαν. Ηττήθηκαν οι καθαρευουσιάνοι; Λυπάμαι αλλά ηττήθηκε ο Παπαδιαμάντης.

Θυμάμαι ακόμη μια ομιλία του Γιώργου Ιωάννου για τον Παπαδιαμάντη. Ήταν στη δεκαετία του ’70 και μου έχει μείνει ο τρόπος που ο Ιωάννου περιέγραφε την ανάπτυξη της φράσης του Παπαδιαμάντη. Μακροπερίοδος, σαν κύμα που φουσκώνει και ξεσπάει. Η μουσική της συνομιλεί με τα ελληνικά της εκκλησίας, συνομιλεί όμως και με την ανάπτυξη της φράσης του Φλομπέρ ή του Ντοστογιέφσκι που είχε ο ίδιος μεταφράσει. Ο Παπαδιαμάντης οδήγησε τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας στα εκφραστικά της όρια. Ουπς! Που σου γράφει και το καταραμένο Διαδίκτυο όταν βάλεις λάθος κωδικό. Σήμερα στο σχολείο διδάσκεται ως ένας Σκιαθίτης συγγραφέας, λαϊκός άνθρωπος, μεράκλωνε ψέλνοντας στον Άγιο Ελισαίο, του άρεσε το κρασί, κάπνιζε και πληρωνόταν με τη λέξη από τις εφημερίδες του καιρού εκείνου. Ηθογράφος μιας Ελλάδας ξεπερασμένης, μάλλον γραφικής, όπως γραφική είναι και η γλώσσα του. Τα ελληνικά τού Παπαδιαμάντη, και η λογοτεχνία του, για το Ελληνόπουλο που πάει σήμερα σχολείο είναι «έθνικ». Κάτι σαν ιστορικό κειμήλιο που φιλοξενείται στο κακότεχνο μουσείο του εγχειρίδιου της Νέας Ελληνικής.

Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι φιλόλογος, δεν είμαι πολιτικός. Είμαι, όμως, αναγνώστης λογοτεχνίας, και μάλιστα συντηρητικός αναγνώστης. Σε πείσμα των καιρών θεωρώ ότι η κλασική λογοτεχνία δεν είναι απλώς διακοσμητικό έπιπλο στο καθιστικό της δημοκρατίας. Σήμερα αναφέρθηκα στη μουσική του Παπαδιαμάντη, σ’ αυτήν την καθαρεύουσα που μας φαίνεται εξωτική. Θα μπορούσα να αναφερθώ και στη μουσική του Βαλτινού, στον αντίποδα της μακροπεριόδου φράσης του Σκιαθίτη. Πώς μια γλώσσα που έζησε τόσους αιώνες μπορεί ακόμη να βγάζει τέτοια μουσική;

Ασχέτως επισήμων εορτασμών, η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Επανάστασης, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή των ποιητών μας. Καιρός να καταλάβουμε ότι η εθνική μας ταυτότητα, και η αδυναμία μας να την προσδιορίσουμε, για τους λογοτέχνες μας υπήρξε έναυσμα δημιουργίας. Παραθέτω από μνήμης και πάλι τον Παπαδιαμάντη, στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» όπου γράφει ότι η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Σκέφτομαι πολλές φορές πως η ελληνική λογοτεχνία ελάχιστα, αν όχι καθόλου, έχει ασχοληθεί με τη Μεσόγειο. Το λέω σε σύγκριση με τη γαλλική λογοτεχνία, για παράδειγμα, τον Βαλερύ ή τον Καμύ, που έγραψαν για τον «μεσογειακό πολιτισμό» αντιπαραθέτοντάς τον στους τρόπους του Βορρά. Για εμάς, η Μεσόγειος είναι σαν να μην υπάρχει. Για τον Ελύτη, η θάλασσα είναι το Αιγαίο. Για τον Καβάφη, είναι ο ορίζοντας της Αλεξάνδρειας. Αναρωτιέμαι αν σε όλη του την ποίηση εμφανίζεται κάπου η λέξη. Μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον κατ’ εξοχήν θαλασσινό πεζογράφο μας, τον Παπαδιαμάντη. Ο τρόπος της λογοτεχνίας του είναι νησιωτικός. Βλέπει τη θάλασσα γύρω του και τον ορίζοντά του τον κλείνει η σκιά του διπλανού νησιού. Διότι πάντα υπάρχει ένα διπλανό νησί στον ελληνικό ορίζοντα. Θυμάμαι πάντα τη φαντασίωση κάποιου Μπουεντία στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Πίστευε πως στο Αιγαίο τα νησιά είναι τόσο κοντά που μπορείς να πηδήξεις από το ένα στο άλλο.

Θα μπορούσε κανείς να δει κάτω απ’ αυτό το πρίσμα τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης – βρεφική, παιδική ηλικία, εφηβεία, αποφοίτηση, ενηλικίωση. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο πηλός της ψυχής κάτω από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας κατά μέρος τους εμφυλίους, τους πολέμους, τις πολιτικές ανατροπές. Το βλέμμα μας δεν έβλεπε τη Μεσόγειο. Μια ψυχική ροπή που ενδεχομένως να εξηγεί και το γεγονός ότι η ελληνική πολιτεία αναπτύχθηκε εις βάρος του μείζονος ελληνισμού που ήταν απλωμένος στη Μεσόγειο. Από την Αίγυπτο ώς την Κωνσταντινούπολη και την τραγική Σμύρνη.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, ίσως επειδή την έχουμε στα πόδια μας. Ποιος σκέφτεται ότι ο Σαρωνικός είναι στον μυχό της; Για τον Καμύ, το ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό μπορεί να είναι μια στιγμή του «τραγικού» στη Μεσόγειο, όταν οι σκιές αντικαθιστούν το φως. Για τη δική μας ευαισθησία είναι ένα ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, επειδή το βλέμμα μας, από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τη λάμψη της σύγχρονης ζωής, ήταν στραμμένο αλλού. Ελάτε τώρα. Η Ελληνική Επανάσταση, εκτός όλων των άλλων, είναι και η υπόθεση ενός λαού που γοητεύθηκε από τον κόσμο της εποχής του και ήταν έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμη για να βρει τη θέση του σε αυτόν. Πέστε το Διαφωτισμό, πέστε το ό,τι θέλετε. Το ζήτημα είναι ότι το βλέμμα μας ήταν στραμμένο προς την πηγή της λάμψης, σαν εκείνον τον δεσμώτη στο πλατωνικό σπήλαιο που αντικρίζει το φως του ήλιου.

Το δικό μας ιστορικό σπήλαιο ήταν η βαλκανική ενδοχώρα. Δεσμώτες της γεωγραφίας που μας χώριζε από τη Δυτική Ευρώπη, δεσμώτες όμως και της ιστορίας που μας κράτησε για τέσσερις αιώνες εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εδώ εμφανίζεται μια αντίφαση που διατρέχει τη νεοελληνική ύπαρξη έως σήμερα ακόμη. Η υπέρβαση της βαλκανικής ταυτότητας οδηγούσε στην υπέρβαση της οθωμανικής «εξορίας», όμως δεν μπορούσε να μετατραπεί σε απόρριψη της βαλκανικής μας ταυτότητας, αφού μέρος αυτής ήταν η καταλυτική για την εθνική ταυτότητα ορθοδοξία. Στη «Σύγκρουση των πολιτισμών» ο Χάντιγκτον μας κατατάσσει στο ανατολικό τόξο λόγω ορθοδοξίας. Η ιστορία της Ελλάδας μέχρι στιγμής δεν τον έχει δικαιώσει. Πλην όμως η τοποθέτησή του καταδεικνύει τη δυναμική αντίφαση που σημάδεψε τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης. Μια εργώδης προσπάθεια απαλλαγής από το βάρος της βαλκανικής ενδοχώρας από τη μια, κι από την άλλη μια προσπάθεια συμφιλίωσης με αυτό το βάρος αφού η ορθοδοξία εμψύχωσε την απελευθέρωσή του.

Ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός, ήταν Ζακυνθινός, άρα εκτός οθωμανικού τόξου. Ο εθνικός μας ιστορικός όμως, ο Παπαρρηγόπουλος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Τους συνέδεε η ορθοδοξία. Ο Καποδίστριας ήρθε για να οικοδομήσει ένα κράτος σύγχρονο, με πρότυπα Δυτικής Ευρώπης, όμως υπήρξε υπουργός Εξωτερικών του τσάρου. Η σύνθεση ήταν δύσκολη. Ε ναι. Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα.

Παρακαλώ τους απαιτητικούς αναγνώστες, ευτυχώς είναι πολλοί, να μη βιαστούν να μου προσάψουν βιασύνη ή συνειρμική ευκολία. Επειδή δεν πρόκειται να σταματήσω να γράφω όλον τον Αύγουστο, δεσμεύομαι για τη συνέχεια και ελπίζω να συμμετάσχω με τον τρόπο μου στην προετοιμασία για την επέτειο των διακοσίων ετών. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας. Μια ευκαιρία ώστε η χώρα του περίπου να αναζητήσει το ακριβώς της, και, αν είναι να το βρει στο «περίπου», χαλάλι της.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ούζο σημαίνει ου ζω· Ένα από τα πολλά ευφυολογήματα του Θεσσαλονικιού πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη με βυζαντινές και μεταβυζαντινές αναφορές

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Προανάκρουσμα

Δημοσιεύω εδώ την εισήγησή μου για την ιστορία του ούζου, στην Ημερίδα που οργάνωσε ο Σύνδεσμος Ποτοποιών και Αποσταγματοποιών Λέσβου, στα πλαίσια του Διεθνούς Φεστιβάλ Ούζου στις 14 Ιουνίου 2013, στην Αίθουσα Τελετών του Πειραματικού Γενικού Λυκείου Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αν και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πολιτικά της Κυριακής (Μυτιλήνη 21 Ιουλίου 2013), αναγκάζομαι να τη δημοσιεύσω ξανά με μερικές διορθώσεις, αλλαγές και προσθήκες για ένα και μόνο λόγο. Και εξηγούμαι: ειλικρινά δεν περίμενα ότι μια τέτοια εισήγηση θα είχε τέτοια αποδοχή στο ευρύτερο αναγνωστικό της πόλης μας. Δεν σας κρύβω ότι αρκετοί αναγνώστες της παραπάνω εφημερίδας, αλλά και γνωστοί συμπολίτες με παρακίνησαν να τολμήσω αυτήν την έκδοση, άμεσα προσβάσιμη τώρα με τούτο το φυλλάδιο σε κάθε ενδιαφερόμενο. Την αφιερώνω σ’ έναν απόντα, παλαιό καλό φίλο, ο οποίος όμως δεν βρίσκεται πια εν ζωή, τον Παντελή Αργύρη. Και εξηγώ παρακάτω γιατί.

Διερώτηση δικαιολογημένη

Κυρίες και κύριοι, ίσως, θα διερωτάσθε τι γυρεύει ένας θεολόγος καθηγητής σε μια ημερίδα με θέμα το ούζο και την ανάδειξή του ως τοπικού προϊόντος, και πανελλαδικού εν γένει. Το ερώτημά σας είναι δικαιολογημένο. Θέλω να πιστεύω ότι θα έχετε μια ολοκληρωμένη απάντηση στο τέλος της εισήγησής μου. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω και μια δυσκολία μου: αισθάνομαι ολίγον «ξένος» σ’ αυτό το πάνελ και την ομήγυρη. Κι αυτό διότι το θέμα που θα σας αναπτύξω, στέκεται «αντιμέτωπο» με τη θεματική της ημερίδας. «Αντιμέτωπο», μιας και απέχει από τα «καθιερωμένα» σε τέτοιες περιπτώσεις. Θεωρώντας την ολόθυμη και αυθόρμητη παρουσία σας εδώ σημάδι καλοπροαίρετο και ευαρέσκειας, θα ζητήσω την προσοχή σας στα λεγόμενά μου το πολύ δέκα με δεκαπέντε λεπτά, μιας και έλαχε σε μένα να αρχίσω τις εργασίες της ημερίδας ταύτης. Και ζητώ την προσοχή σας για πράγματα που, ίσως, να μη έχετε ποτέ ακούσει για το ούζο. Επιτρέψτε μου όμως και κάτι ακόμη. Νιώθω την ανάγκη να αφιερώσω την εισήγησή μου σ’ έναν απόντα σήμερα, που δεν είναι κοντά μας, αφού «έφυγε» νέος από δαύτη τη ζωή, λόγιο της πόλη μας, ή καλύτερα «καφελόγιο» ή «ουζολόγιο» όπως αρεσκόταν να τον λένε, ο οποίος αγαπούσε το ούζο. Ο απόντας είναι ο Παντελής Αργύρης, γνωστός νομικός και συγγραφέας του τόπου μας, που οι ουζοκατανύξεις μαζί του, όσο ζούσε ήταν αρκετές, διανθισμένες πολλές φορές με φιλολογικές, ιστορικές και θεολογικές συζητήσεις.

Ποιος ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης;

Ας έρθουμε όμως στο καθ’ αυτό θέμα μας: το ούζο, που κατά ένα από τα πολλά ευφυολογήματα του αξέχαστου Θεσσαλονικιού πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, σημαίνει ου ζω. Για να ξεπεράσω μερικές δυσκολίες για εσάς από τα λεγόμενά μου, οι οποίες δικαιολογημένα είναι πολύ πιθανόν να βγουν στην επιφάνεια, μερικές σύντομες αναφορές για το ποιος ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ούτως ώστε να μη ξεφύγουμε από το θέμα μας, είναι νομίζω επιβεβλημένες. Και πιστέψτε με, θα σας κάνουν να δείτε το ούζο με άλλη ματιά, «βυζαντινή» και «μεταβυζαντινή», στη μακρά δηλαδή διάρκεια της ιστορίας του προς τα πίσω, που κατά τους ιστορικούς του είδους της γευσιγνωσίας και τους δειπνοσοφιστές χάνεται, στα βάθη ακόμη και της ελληνικής αρχαιότητας, με άλλη όμως ορολογία.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, λοιπόν, ήταν ένας ιδιαίτερα ασυνήθιστος άνθρωπος. Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αδελφός της γνωστής ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Πρωτοποριακός για την εποχή του πεζογράφος, αυτοδίδακτος ζωγράφος και φαρμακοποιός στο επάγγελμα. Πολυδιάστατη προσωπικότητα. Αφηγητής ρευστού και ιδιαίτερα δύσκολου λόγου. Βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος[1], αλλά όχι εκείνης της θρησκείας της «ζητοορθοδοξίας» και του ευσεβισμού, που τέτοιες νοοτροπίες ευδοκιμούν πολλές σήμερα στον εκκλησιαστικό και θεολογικό χώρο. Για να τεκμηριώσω την τελευταία άποψή μου θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό από την πλουσιότατη σε εμπειρίες ζωή του, αυστηρή και με ασκητικό χαρακτήρα. Κι όταν λέγω ασκητικό μην πάει στο μυαλό σας ότι ήταν ο άνθρωπος που απέφευγε τις συναναστροφές με άλλους. Το αντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Ο Πεντζίκης ήταν ο άνθρωπος που καταργούσε την ατομικότητα, την έβλεπε σαν το σαράκι που κατατρώει την ανθρώπινη σάρκα και το πνεύμα, ολάκερο δηλαδή τον άνθρωπο. Στο περιστατικό μας λοιπόν. Το διασώζει ο λόγιος Αγιορείτης μοναχός Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης σε μια μικρή μελέτη του για τον Πεντζίκη. Στα 1979 σε μια επίσκεψη που είχε κάνει ο γνωστός πατήρ Παΐσιος απ’ Άγιον Όρος σ’ ένα ησυχαστήριο κοντά στη Θεσσαλονίκη – εδώ για να μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, θεωρώ σημαντικό να σημειώσω ότι στο Άγιον Όρος, ο επισκέπτης προσκυνητής άμα και πατήσει το πόδι του σ’ ένα μοναστήρι, οι μοναχοί θα τον καλωσορίσουν με λουκούμι, τσίπουρο ή ούζο –  ο Πεντζίκης θέλησε να τον δει. Μαζί με έναν γνωστό του τότε νεαρό φοιτητή, ναύλωσαν ένα ταξί και έφτασαν στο ησυχαστήριο όπου βρισκόταν ο Γέροντας Παΐσιος. Ο κόσμος πολύς. Ο Πεντζίκης γύρω στα 70 τότε, με το μπαστουνάκι του, δώρο κι αυτό αγιορείτη Γέροντα, άνοιξε το δρόμο και έφτασε μπροστά στον πατέρα Παΐσιο. Πέφτει στα γόνατα. Ο Γέροντας τον σηκώνει. «Ήρθα να πάρω την ευχή σας» είπε ο κυρ Νίκος και φίλησε το ροζιασμένο από τις μετάνοιες χέρι. Κι έφυγε. Ο ίδιος ο Γέροντας Παΐσιος με τη μαρτυρία της προσευχής έλεγε πάντοτε για τον Πεντζίκη ότι «πρέπει να είσαι πολύ καθαρός για να καταλάβεις τα βρώμικα του Πεντζίκη». Και λέγοντας «βρώμικα» δεν εννοούσε κάτι το βρωμερό και χυδαίο, αλλά όλα εκείνα τα ευφυολογήματα που έλεγε. Σαν κι αυτό που σήμερα σας καταθέτω, το ούζο σημαίνει ου ζω, ή σαν αυτό εδώ: Κ’στός· Χριστός, αναφερόμενος στη διάλεκτο του χωριού Χορτιάτης στη Θεσσαλονίκη, ή πεζογράφος· παις ζωγράφος, ή ιατρός· ια τρως Για να τελειώσω με τον Πεντζίκη, θα σας καταθέσω και μια ακόμη άποψη. Ο Γιώργος Σεφέρης έλεγε ότι τον «Πεντζίκη τον δέχεται κανείς ολόκληρο ή δεν το δέχεται καθόλου»[2].

Δεν είναι όμως ο Πεντζίκης το θέμα μας. Εξάλλου κι αυτά που σας είπα πολλά είναι, επιβεβλημένα όμως για να θεωρήσουμε σωστά τα παρακάτω, λόγω του ότι ο Θεσσαλονικιός αγαπημένος μου συγγραφέας, τον οποίο δεν σας κρύβω, στα φοιτητικά μου και μετέπειτα χρόνια παραμονής μου στη Θεσσαλονίκη, είχα την τύχη να τον ακούσω αρκετές φορές να μιλά σε συνάξεις, επιβεβαιώνει και τον υπότιτλο της εισήγησής μου. Μέσω ενός συγγραφέα με βυζαντινές και μεταβυζαντινές ρίζες, ενός «αιωνίου παιδιού», όπως έλεγε σ’ ένα επιμνημόσυνο ποίημα που γράφτηκε γι’ αυτόν από το λόγιο Αγιορείτη μοναχό, Συμεών Γρηγοριάτη, γνωστό και ως Περουβιανό, το ούζο έχει μακρά ιστορία, με βυζαντινές και μεταβυζαντινές προεκτάσεις, αναφορές, όπως θέλετε πάρτε το.

Το ευφυολόγημα ούζο σημαίνει ου ζω

Ο Αναστάσης Βιστωνίτης, αρθρογράφος στο ΒΗΜΑ[3] και συγγραφέας διασώζει το ευφυολόγημα του Πεντζίκη: ούζο σημαίνει ου ζω, επισημαίνοντας ωστόσο, ότι όποιος «θέλει να κατανοήσει τον Πεντζίκη αυτά δεν θα πρέπει να τα θεωρεί παραδοξολογίες». Καθ’ ότι γνήσιο τέκνο του Βυζαντίου ο Πεντζίκης με αυτό το ευφυολόγημα τρόπον τινά έπαιζε, κοροϊδεύοντας το θάνατο, μιας και τους «ουζοπότες», τους πίνοντες και ιδιαιτέρως τους «αγαπώντες την πόσιν του ούζου» με τις «ουζοποσίες» τους, το «πίνειν», δηλαδή, και «ιδιαιτέρως καθ’ υπερβολήν ούζον»[4], δεν είναι λίγες οι φορές που τους στέλνει στον Οξαποδώ. Πάρα ταύτα όμως, το ούζο φαίνεται να μη λείπει από τα ήθη και έθιμα του λαού μας. Οδηγός εδώ ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, άριστος μελετητής του κυρ Αλέξανδρου της Σκιάθου, του Παπαδιαμάντη, ως άλλος ένας βυζαντινός και μεταβυζαντινός κι αυτός, σαν τον Πεντζίκη, σ’ ένα διήγημά του (υπό τον τίτλο: Φλώρα ή Λάβρα;) γράφει: «βραδάκι, και βρέθηκα στο εξωκκλήσι του νησιού. Μεσοκαλόκαιρο, και έβραζε ο τόπος. Ζέστη, και τουρίστες να ελλοχεύουν παντού. Πλην σε απόκρυφα υψωματάκια, σε ρεματιές και ξέφωτα, παραμονές αγνώστων εορτών, συρρέουν κατά κύματα οι γηγενείς. Φθάνουν μεταμορφωμένοι, περίπου ως ικέτες, έχοντας αποβάλει (κατά έναν ανεξήγητον τρόπο) την εμπορική τους λεοντή. Κουβαλούν τεράστιους άρτους, με σουσάμι και γλυκάνισο, πρόσφορα για τους παπάδες, κουτιά με παστέλι, γλυκά του ζαχαροπλαστείου τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, τυρί της άρμης κομμένο με επιμέλεια σε τετράγωνα μικρά τεμάχια, ούζο και τσίπουρο. Μετά τη λειτουργία στέκονται κοντά στην έξοδο του ναού, και φωνάζουν ξαφνικά με επίσημο τόνο:

άρτε να σχωρέσετε τον…

Ο καθείς τους δικούς του – τη μάνα του, τον πατέρα του, τα πνιγμένα αδέλφια.

Ελάτε να σχωρέσετε τη Φλώρα, ακούω δίπλα μου ένα χούφταλο.

Πλησίασα. Μου πρόσφερε παστέλι και ρακή»[5].

Ομιλώ για τον κυρ Αλέξανδρο της Σκιάθου και δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό να αναφέρω ότι η διηγηματογραφία του είναι απίστευτα πλούσια σε φαγητά και ποτά. Άγρια λάχανα, τυρόπιτες, περσικό πιλάφι νεφραμιές, γουρουνοπούλες, «χοιρίδιον παραγεμιστόν», κοκορέτσι, τρυφερά ερίφια, θαλασσινά, κογχύλια, αστακοί μαγειρευτοί με μάραθα, «μαστίχαι», ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, «πάνε κι έρχονται στις σελίδες των μυθιστοριών του»[6].

Οι βυζαντινοί και τα ποτά

Οι αντιλήψεις, κυρίες και κύριοι, των βυζαντινών και μεταβυζαντινών προγόνων μας, παππούδων μας αν θέλουμε να είμαστε πιο κοντά τους και να νιώθουμε την ανάσα τους – να «ζούμε με την ανάσα των νεκρών», καθώς έλεγε κι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης[7] – για το φαγητά και τα ποτά έμοιαζαν με τις δικές μας σήμερα. Αυτοκράτορες, αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί άνδρες και απλός λαός, τουλάχιστον σ’ ότι σχετίζεται με την πόση ποτών, δεν είχαν μόνον καλή σχέση με το κρασί, αλλά και με τη ρακή και το ούζο. Ο Φαίδων Κουκουλές γνωστός και κορυφαίος βυζαντινολόγος, στο πολύτομο έργο του Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την αγάπη των βυζαντινών για τα ποτά. Διασώζει μάλιστα και μια μαρτυρία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ότι οι βυζαντινοί προμηθεύονταν τα εκλεκτότερα «μη οκνούντες και ιδιαίτερα ταξίδια προς προμήθειαν αυτών να κάμνωσι»[8]. Σ’ αυτά τα ποτά δεν πρέπει να ‘ταν μόνο το κρασί αλλά και η ρακή.

Ο γλωσσολόγος των παλαιών καλών μαθητικών μας χρόνων Αχιλλέας Τζάρτζανος για το ούζο

Στη σημασιολογία του ούζου αξίζει να αναφερθούν και μερικά σχόλια που κάμει ένας μεγάλος φιλόλογος και γλωσσολόγος, ο εκ Τυρνάβου καταγόμενος Αχιλλέας Τζάρτζανος. Οι παλαιότεροι σίγουρα θα θυμούνται τα βιβλία Γραμματικής που έγραψε και που διδάχθηκαν για χρόνια στο σχολείο. Ο Τζάρτζανος, λοιπόν, σ’ ένα μικρό άρθρο του στο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος στα 1911, γράφοντας για την ιστορία της λέξης ούζο και τη σημασιολογία του. Mολονότι θεωρεί πατρίδα του ποτού αυτού τη γενέτειρά του, λέγει με ολίγη χιουμοριστική διάθεση: «όλοι βέβαια σήμερα, φτωχοί και πλούσιοι, ταπεινοί και αριστοκράτες, πίνουν το ουζάκι τους, και το ούζο είναι πια το αγαπημένο ποτό σε κυρίους και κυρίες, σε νέους και δεσποινίδες, και σερβίρεται όχι μόνο στα λαϊκά ποτοπωλεία ή σε φτωχικά σπίτια, παρά και στα πλουτοκρατικά σαλόνια και τα αριστοκρατικά κέντρα»[9]. Το τελετουργικό της απόλαυσης του ούζου σηκώνει συζήτηση μεγάλη και δεν είναι στις προθέσεις μου να το καταγράψω, δεν είμαι ο ειδικός.

Από τ’ «απάτητα» Άγραφα της Τουρκοκρατίας δύο ειδήσεις με ιδιαίτερη σημασία

Ωστόσο, εκείνο που με ιδιαίτερη διάθεση διασώζεται για τη ρακή στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, προέρχεται από τις γραφίδες δύο μοναχών λογίων και διδασκάλων του Γένους, και ομιλώ για διδασκάλους του Γένους, διότι οι δύο συγκεκριμένοι λόγιοι μοναχοί στους δύσκολους χρόνους του 17ου αιώνα ίδρυσαν πολλά σχολεία σε περιοχές που στην εποχή τους ήταν απάτητες και ιδιαίτερα δύσκολες γεωγραφικά. Ήξεραν, βέβαια, να απολαμβάνουν τη ζωή, με μέτρο πάντοτε. Από τα Άγραφα, λοιπόν, οι δύο παρακάτω μαρτυρίες, ειδήσεις για το κρασί και τη ρακή. Η πρώτη, από τη γραφίδα του Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού, αγίου μάλιστα της Εκκλησίας. Σε επιστολή του σε άγνωστο ιερέα, μεταξύ των άλλων που γράφει για το καλό κρασί: ««η αιδεσιμότης σου όμως γνωρίζεις καλά και δεν την λανθάνει πολλά ο λέγων ότι χωρίς τον χριστευλόγητον οίνον δεν ημπορούμεν εις την σωματικήν ετούτην και κατηραμένην ζωήν να ζήσωμεν, όχι δια την ανάγκην μόνον των ιερών μυστηρίων και της πνευματικής και αναιμάκτου θυσίας τα ιερά σύμβολα αλλά και εις χρείαν εδικήν μας και ανθρωπίνην πόρευσιν. Αυτό τοίνυν το χριστευλόγητον παύει τας λύπας, κοιμίζει τους πονηρούς λογισμούς, φέρνει την καλήν καρδίαν, γεννά την χαράν, δυναμώνει τα νεύρα και τονώνει όλας τας σωματικάς δυνάμεις· µας αναγκάζει να πολυλογούμεν και να πλατύνωμεν τας ευχάς και με την αφορμήν να αναφέρνωμεν και τους γονείς μας και να τους θυμούμεστεν συχνά»[10]. Η δεύτερη, από τον μαθητή του και επάξιο συνεχιστή του διδασκαλικού του έργου, τον Αναστάσιο Γόρδιο, σημαντικό κι αυτόv λόγιο του 17ου αιώνα, κληρικό και άγιο που εξασκούσε τη φαρμακευτική και την ιατρική. Στις επιστολές του κάνει λόγο για πολλά βότανα, τροφές και ποτά, μεταξύ αυτών του γλυκάνισου και της ρακής, την οποία άλλοτε συνιστά με μέτρο για πόση, κι άλλοτε να την αποφεύγουμε. Γράφει σε φίλο του: «ορίζεις ότι έχης βήχα. Εις αυτό να γυρεύσης να έβρης γλυκόριζον, όπου κι αν ευρεθή, να το βράζης και να το πίνης ωσάν καφέ. Η ρακή ας λείπει ολότελα»[11].

Κι ένα ακροτελεύτιο ταξίδι πίσω στο χρόνο

Κυρίες και κύριοι, θα σας ταξιδέψω ολίγον πίσω στο χρόνο και θα κλείσω την εισήγησή μου μεταφέροντάς σας ξανά στο σήμερα. Το ταξίδι πίσω στο χρόνο σχετίζεται με τον Εύβουλο, έναν σατυρικό ποιητή του 4ου π. Χ., αιώνα που σατιρίζοντας την υπερβολική πόση ποτών, βάζει τον Διόνυσο, το Θεό του κρασιού να λέει ότι τρεις μόνο κρατήρες ετοιμάζει για τους φρονίμους. Δηλαδή δεν έχει καμιά ευθύνη για τους μετέπειτα. Μολονότι το χωρίο σχετίζεται με το κρασί, άνετα θα μπορούσε να ισχύσει και για τη ρακή. Οι τρεις πρώτοι λοιπόν κρατήρες είναι της υγείας, του έρωτος και του ύπνου[12]. Από τον τέταρτο και μετά αρχίζουν τα δύσκολα. Και τους περιγράφει ως εξής: «ο δε τέταρτος ουκέτι έστ’ αλλ’ ύβρεως» (μόνο σε βρισίδι οδηγεί)· «ο δε πέμπτος βοής» (σε καβγάδες)· «ο έκτος δε κώμων» (θα ξεσηκώσει τη γειτονιά από το γλέντι)· «ο έβδομος δ’ υπωπίων» (δίνει μελανιασμένα μάτια απ’ το ξύλο που θα πέσει)· «ο  δ’ όγδοος κλητήρος» (θα φέρει το χωροφύλακα)· «ο δ’ ένατος χολής» (μεγάλο θυμό)· και «ο δέκατος δε μανίας ώστε και σφάλλειν ποιεί» (καθαρή τρέλα και θα σε κάνει να διαπράξεις αδίκημα). Οπότε, κυρίες και κύριοι, με μέτρο η πόσις του ούζου.

Ο γιός του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη Γαβριήλ Νικόλαου Πεντζίκης και το Ουζερί Βυζάντιο στις Βρυξέλλες

Κι από τα βάθη του 4ου π. Χ., αιώνα στο σήμερα. Ο γιος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης, που σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη γράφοντας τούτο το βιβλίο: Το Βυζάντιο έχει ρεπό[13], στις πρώτες σελίδες του αφιερώνει ένα κεφάλαιο με τίτλο: Ουζερί Βυζάντιο και καταγράφει πως ένα βρυξελλιώτικο παλαιό αρχοντικό, στις μέρες που εργαζόταν ως υπάλληλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένας Έλληνας το μετέτρεψε σ’ ένα εξαιρετικό κι υψηλών προδιαγραφών ουζερί, στο οποίο έτρωγαν ακόμη και πολλοί αρχηγοί κρατών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τοίχοι του ήταν διακοσμημένοι με πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες, γεγονός που δείχνει τις βυζαντινές προεκτάσεις, που έχει η ρακή, για τη οποία σήμερα καλώς ο Σύνδεσμος Ποτοποιών και Αποσταγματοποιών Λέσβου πασχίζει να αναδείξει καλύτερα.

Ούζο· επίγευση· επέκεινα· Ελλάς

Κυρίες και κύριοι, οι τελευταίες αυτές παρατηρήσεις, γι’ αυτό που επάξια όλοι εσείς εκπροσωπείτε και με τον καλύτερο κατ’ εμέ τρόπο αναδεικνύεται αυτήν την εβδομάδα με το φεστιβάλ ούζου, είναι νομίζω καταλυτικές. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το ούζο και η τελετουργική πόσις του, είναι απόδραση στον μακρύ προς τα πίσω χρόνο, μιας παράδοσης εξάπαντος ελληνικής, με ιδιαιτέρως οσφραντικές και γευστικές εμπειρίες του επέκεινα. Πρόσωπα αυτής της παράδοσης είναι κι αυτοί που χρόνια τώρα επάξια προβάλλεται εσείς οι κληρονόμοι της τέχνης του ούζου, οι πατεράδες και οι παππούδες σας ποτοποιοί. Όλοι, δηλαδή, εκείνοι που έκαμαν το ούζο της Λέσβου να είναι πρωτοποριακό προϊόν, σε παγκόσμια κλίμακα. Προσέξτε όμως, τούτη η τέχνη της απόσταξης, όπως τη λέτε, κρύβει ανάσταση και έρωτα, άσκηση και ευχαριστία, που κάθε συνδαιτυμόνα στο τραπέζι της παρέας που απολαμβάνει το ούζο, τον κάνει να λέει στο τέλος αυτό που τραγουδά η Χαρούλα Αλεξίου:

«Ούζο όταν πιεις
γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας
σαν το καλοπιείς
βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στο κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.

Δική μου είναι η Ελλάς
που στη κατάντια της γελάς
της λείπει το ένα της ποδάρι
που της το παίξανε στο ζάρι».

Κι η τελευταία στροφή, είναι νομίζω άκρως επίκαιρη!

Επιλογικά: ο γεωμέτρης Θεός, ο Σέργιος Μακραίος και το ούζο

Κυρίες και κύριοι, στην αρχή της εισήγησής μου, όπως θα θυμάστε, την αφιέρωσα στον Παντελή Αργύρη, φίλο καλό και λόγιο της πόλης μας. Με τον Παντελή, όσο ζούσε δεν ήταν λίγες οι φορές που απολαμβάναμε το ούζο σε όμορφες ουζοκατανύξεις, συζητώντας περί πολλών ζητημάτων, κυρίως όμως ιστορικών, μιας και ο Παντελής είχε το «μικρόβιο» όπως πολλοί του έλεγαν της ιστορικής έρευνας. Θυμάμαι λίγο καιρό πριν πεθάνει, ένα καλοκαιρινό βραδάκι, σε ονομαστό ουζερί της πόλης μας πίνοντας το ουζάκι μας και γευόμενοι τα μεζεδάκια μας, η συζήτησή μας είχε «ανάψει» για ένα ξακουστό Έλληνα λόγιο του 18ου αιώνα, τον εκ Φουρνά των Αγράφων Σέργιο Μακραίο. Εκείνη την εποχή ο Παντελής ετοίμαζε μια μελέτη γι’ αυτόν. Είχα και εγώ τη συγγραφή της διδακτορικής μου διατριβής για τον κλεινό Ευγένιο Βούλγαρη, διδάσκαλο του Σέργιου Μακραίου στην Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους στα μέσα του 18ου αιώνα και ταιριάξαμε απόλυτα με τον Παντελή. Έτσι με παρακάλεσε αν είχα να του δώσω κάποια σχετική βιβλιογραφία. Πράγματι, στο αρχείο και στη βιβλιοθήκη μου είχα μερικές μελέτες, σπάνιες και δυσεύρετες, και το κυριότερο σε φωτοτυπίες ένα από τα βασικότερα έργα του Μακραίου, το περίφημο: Τρόπαιον εκ της Ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπερνίκου εν τρισί διαλόγοις. Του υποσχέθηκα να του δώσω το Τρόπαιον μαζί με μια μελέτη για τον Μακραίο, καλού πανεπιστημιακού δασκάλου μου, του Νίκου Ζαχαρόπουλου. Θυμάμαι ότι η συζήτησή μας, πέραν του ότι γινόταν για την προσφορά του Μακραίου στα εκπαιδευτικά πράγματα του 18ου αιώνα, κινήθηκε και γύρω από τις αντιδράσεις που είχε την εποχή που εκδόθηκε το Τρόπαιον [Βιέννη 1797], μιας και με ιδιαίτερα πολεμικό τρόπο ο Μακραίος ήλεγχε το ηλιοκεντρικό σύστημα και επιτίθονταν με σφοδρότητα στον Κοπέρνικο. Εκείνο που έχει μείνει ακόμη στη μνήμη μου από τη συζήτησή μας εκείνη είναι ότι ο Παντελής με ρωτούσε πως είναι δυνατόν ένας λόγιος, που υπήρξε μαθητής του μεγάλου διδασκάλου του Γένους Ευγένιου Βούλγαρη, να μην μπορεί να είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της νεότερης αστροφυσικής. Και μάλιστα να αρνείται την πλατωνική ρήση: «ο Θεός αεί γεωμετρεί». Κάτι, δηλαδή, ανάλογο σαν τον γεωμέτρη Θεό που απεικονίζεται στο ψηφιδωτό της Μητρόπολης του Μονρεάλε στη Σικελία.

[1] Για τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του έργου του ενδεικτικά βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, (1988), Λόγος εις τον Νίκον Γαβριήλ Πεντζίκη, Αθήνα: Ροές. Σημαντικό είναι και το αφιέρωμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ / ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ: Ν. Γ. Πεντζίκης. Ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, (Κυριακή 2 Μαρτίου 1997). Πρβλ. ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΠΕΤΕΑ, (1971), Βιβλιογραφία Ν. Γ. Πεντζίκη (1935-1970). Εκδόσεις και δημοσιεύσεις, Αθήνα: Ερμής.

[2] ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, (1996), Μνήμης Ένεκεν, Βέροια: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βεροίας, σσ. 23-24.

[3] «Ούζο σημαίνει «ου ζω». Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του αιρετικού και παραδοξολόγου συγγραφέα που συνδύασε τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με τη βυζαντινή παράδοση», ΤΟ ΒΗΜΑ, (18 Ιανουαρίου 2009).

[4] Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ, (1961), Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης, τ. 6ος, Αθήναι, σ.  5277.

[5] Η. Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, (1992), Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής. Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Νεφέλη, σσ. 15-16.

[6] Αυτόθι, σσ. 47-48.

[7] ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ, (1996), Μνήμης Ένεκεν, σ. 16.

[8] ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, (1952), Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. Ε΄, Εν Αθήναις, σ. 127. Πρβλ. TAMARA TALBOT RICE, (1990), Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των βυζαντινών, μτφρ. Φ. Κ. Βώρος, Αθήνα: Παπαδήμα, σσ. 225-230.

[9] «Το ούζο. Ιστορία μιας λέξεως», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 11(1911)146.

[10] Ευγένιου Γιαννούλη του Αιτωλού Επιστολές, Κριτική Έκδοση, Επιμέλεια Ι. Ε. Στεφανής και Νίκη Παπατριανταφύλλου – Θεοδωρίδη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ / Τμήμα Φιλολογίας, Περίοδος Β΄, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 106-107.

[11] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, (2008), Νεοελληνική Επιστολογραφία 17ος -19ος αιώνας, Θεολογική Σχολή. Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ, [Διατριβή επί Διδακτορία], Θεσσαλονίκη, σ. 38.

[12] P. KROH, (1996), Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων, μτφρ. Δ. Λυπουρλής – Λ. Τρομάρας, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σ. 178.

[13] Εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013, σσ. 11-28.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Ο έρωτας στα χιόνια

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι.ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Μέρες του αγίου Δωδεκαημέρου που ακόμη μια χρονιά φτάνει στο τέλος του, έπιασα να διαβάσω ξανά Παπαδιαμάντη. Επέλεξα ένα σύντομο διήγημά του: Ο έρωτας στα χιόνια.  Δεν ανέτρεξα σε κάποιον τόμο των Απάντων του, αυτών που με κόπο ψυχής κάποτε ο Γιώργος Βαλέτας και χρόνια αργότερα ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος έχουν εκδώσει – όπως κάμω πάντοτε. Ανέτρεξα στο μεταφρασμένο κείμενο του διηγήματος από τον Μένη Κουμανταρέα, το οποίο αναδημοσιεύει στο έργο του: Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σσ. 399-408. Παρότι αυτή η μετάφραση, όταν πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφ. Το Βήμα, προκάλεσε «χιονοστιβάδα αντιδράσεων», ομολογώ ότι ακόμη μία φορά μου αποκάλυψε το μεγαλείο της γραφής κυρ Αλέξανδρου.

«Φανταζόταν αμυδρά μια εικόνα, μια οπτασία, ένα όνειρο ξυπνητό. Λες και το χιόνι μπορούσε να ισοπεδώσει και ν’ ασπρίσει τα πάντα, όλες τις αμαρτίες, όλα τα περασμένα: Το καράβι, τη θάλασσα, τα ψηλά καπέλα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες τις χρυσές και τις αλυσίδες τις σιδερένιες, τις πόρνες της Μασσαλίας, την ασωτία, τη δυστυχία, τα ναυάγια, να τα σκεπάσει όλα, να τα εξαγνίσει, να τα σαβανώσει, για να μην παρουσιαστούν όλα γυμνά και ξετραχηλισμένα, σα να ‘βγαιναν μέσα από όργια και ξεδιάντροπους χορούς, στα μάτια του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν’ ασπρίσει και να σαβανώσει το δρομάκι το μακρύ και το στενό με την κατεβασιά του και με τη δυσωδία του, και το σπιτάκι το παλιό κι έτοιμο να καταρρεύσει, και τον επενδυτή του τον λερό και τον κουρελιασμένο: Να σαβανώσει και να σκεπάσει τη γειτόνισσα την πολυλογού και ψεύτρα, και τον χειρόμηλό της και τις ευγένειές της, την ψευτοπολιτική της, τη φλυαρία της και τα γυαλοκοπήματά της, το βερνίκωμα και τα κοκκινάδια της, και το χαμόγελό της και τον άντρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα μα όλα να τα σκεπάσει και να τ’ ασπρίσει, να τα εξαγιάσει!», (σ. 406).

Αποκαλυπτικός ο Γιώργος Χειμώνας, με θεολογικά θα ‘λεγα κριτήρια: (από το 47:00 μέχρι 48:00).

[ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ], “Ας δοξάζομε το Θεό όπως αυτός είναι κι όχι όπως εμείς τον θέλομε”

«[…] Ύστερα σκύβει στο αυτί του Αλέξαντρου. Αν τον δάνειζε κι αυτόν, παρακαλάει, κανένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που να γράφει για όλα αυτά. Μα δεν έχει  βιβλία αυτός, λέει. Δεν έχει κανένα βιβλίο. Μες στο Ευαγγέλιο θα τα βρει όλα. Στο Ευαγγέλιο; Παράξενο. Κ’ έχει περάσει και τους τέσσερεις ευαγγελιστάς. Με δε θυμάται τίποτε απ’ αυτά τα ωραία, για τον αρχέκακο εχθρό. Και τη λεπτή αύρα. Πάλι, μπορεί να μην πρόσεξε. Θα ξανακυττάξει.

Καλυνυχτίζει και φεύγει. Οι άλλοι του κάνουν καθιστοί από μιαν υπόκλιση. Και ξαναρχίζουν γουλιά – γουλιά τη ρετσίνα τους, σωπαίνοντας.

  • Οι προλήψεις, ξαναλέει ο Αλέξαντρος σα να συγκεφαλαιώνει, μπορούν να οδηγήσουν σε σφαλερές ιδέες. Ας δοξάζομε το θεό όπως αυτός είναι κι όχι όπως εμείς τον θέλομε.
  • Ο Χριστοφίλης τραβάει την καρέκλα του σιμότερα και σκύβει φοβισμένος σα να ντρέπεται που θα ρωτήσει.
  • Κύρ Αλέξαντρε. Όταν βρίζομε τους αντιθέτους με το θεό, είναι αμαρτία;
  • Η ύβρις είναι πάντοτε αμαρτία. Με ύβριν ενέδυσαν και τον Χριστό. Ενεδύσω στέφανον ύβρεως…”.
  • Σου το λέω, γιατί ο παπα Βαγγέλης σε μας, στους Αγίους Αναργύρους, βάνει και δικά του λόγια. Όταν λέει  να πούμε, “άλαλα τα χείλη των ασεβών”, βάζει: “των μη προσκυνούντων οι κερατάδες την εικόνα σου την σεπτήν”.   

Ο κύρ Στρατής ξεσπάει σ’ ένα πλατύ γέλιο. Οι άλλοι δε γελούν, γιατί ούτε ο κυρ Αλέξαντρος γέλασε.

  • Γέλα μωρέ Θεοφάνη, γέλα να σε δει ο θεός, που μου κάθεσαι τρεις ώρες αλάργα.
  • Πώς να γελάσει, λέει ο Νήφωνας, αφού δεν έχει κρασί.
  • Πλησίασε, αδελφέ. Φέρε το ποτήρι σου, τον καλεί ο Αλέξαντρος.

Ο κύρ Θεοφάνης έρχεται με το ποτήρι, χωρίς να μιλήσει, στην καρέκλα που άφησε άδεια ο κύρ Γιάννης ο Μανάφτης. Είναι φτωχός και δεν έχει για το κρασί του. Ό,τι πιει απ’ τα κεράσματα. Γι’ αυτό κάθεται πάντα παράμερα και δεν μιλάει, ώσπου να τον καλέσουν […]».

ΜΙΧ. ΠΕΡΑΝΘΗΣ, Ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εκδ. Εστία, Αθήνα 1994, 105-106, [δέκατη έκδοση].

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ: Διατηρώ την ορθογραφία του συγγραφέα.

papadiamantis keri155

Για τους “Χαλασοχώρηδες” ή Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, οι εκλογές και πολιτικό ήθος

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΟΥΚΟΥ

Κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, το μυαλό μου πάει στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το διήγημά του Οι Χαλασοχώρηδες. Ο ίδιος το αποκαλεί «μικρά μελέτη» – άλλωστε είναι εκτεταμένο και καταλαμβάνει 61 σελίδες στην κριτική έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου και των εκδόσεων Δόμος. Θα μπορούσε όμως κάποιος να το χαρακτηρίσει και νουβέλα.

Όπως και να έχει, Οι Χαλασοχώρηδες αποτελούν κορυφαίο, γλαφυρότατο δοκίμιο πολιτειολογίας, που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές πολιτικών επιστημών, δημοσιογραφίας, κοινωνιολογίας, λαογραφίας ή ακόμα και φιλοσοφίας ή θεολογίας. Παρ’ όλα αυτά, μη νομίσετε ότι το κείμενο αυτό αποτελεί ένα πληκτικό δοκιμιακό έργο – κάθε άλλο. Νομίζω πως το χιούμορ, η λεπτή ειρωνεία, ακόμα και το σπαρταριστό γέλιο τις περισσότερες φορές υπερισχύουν, δίνοντας ένα ιδιαίτερα ζωντανό και απολαυστικό έργο. Και βεβαίως ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει πως εδώ έχουμε ένα πραγματικό λογοτεχνικό έργο και όχι μια εξωραϊσμένη… λογοπλοκή που θέλει να παρουσιάζεται ως λογοτεχνία.

Ο Σκιαθίτης όμως χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως όχημα για να μας μεταφέρει χίλια δυο «χρήσιμα» πράγματα, να μας λύσει γρίφους, να μας παραδώσει έναν κόσμο που χάνεται, έναν άλλο που αναδύεται, σκέψεις και αντιλήψεις αιώνιες, όπως αυτές καταγράφονται στο κοινωνικό σώμα, χωρίς ο ίδιος να στέκει ξένος παρατηρητής, αλλά παίρνοντας θέση μέσα από το έργο του. 

Από το συγκεκριμένο κείμενο μπορείς να ανασύρεις σκέψεις που και σήμερα μας απασχολούν και αφορούν το πολιτικό ήθος: την ηθική και ανηθικότητα της πολιτικής πράξης, αλλά και να συναντήσεις πράγματα και συμπεριφορές σημερινές, κάποιες φορές ελαφρώς ίσως παραλλαγμένες, αν όχι και αυτούσιες. Μάλιστα μπορεί να ξαφνιαστείς για την επικαιρικότητα τέτοιων σκέψεων που κατατίθενται από τόσο παλιά. Βέβαια πιο παλιά τον Παπαδιαμάντη τον είχαν γραμμένο στα μαύρα κατάστιχα κάποιοι επιφανειακά προοδευτικοί, αλλά όλα αυτά είναι παλαιά. 

Ας δούμε όμως κάποια στοιχεία όσο μας επιτρέπει ο χώρος της στήλης. Γράφει λοιπόν ο Παπαδιαμάντης: «Ο δε εξ αρχής ομιλών εκαλείτο Λέανδρος Παπαδημούλης, και κατήγετο εκ του τόπου» και εμείς είμαστε σίγουροι ότι αναφέρεται στον εαυτό του. Διαβάστε και τα παρακάτω: «Είχε κατέλθει μετά πολλά έτη, νοσταλγός εξ Αθηνών, όπου συνήθως διέτριβεν, ασχολούμενος εις έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος. Ήτο υψηλός, υπερτριακοντούτης, με μαύρην κόμην και γένειον, μελαμψός, με αδρούς χαρακτήρας, πενιχρός την αναβολήν, πτωχαλαζών, τρέφων αλλοκότους ιδέας».

Μία απ’ αυτές τις αλλόκοτες ιδέες του ήταν ότι η δωροδοκία κατά τις εκλογές «ήταν το μικρότερον κακόν». Λίγο πιο κάτω βέβαια θα πει ότι μιλά σχετικώς και όχι απολύτως, για να προσθέσει ότι: «Το κατ’ εμέ φρονώ ότι η δωροδοκία είναι το μικρότερον κακόν». Και βέβαια δεν τον απασχολεί η δωροδοκία σαν «μερικούς άλλους ψιττακούς ηθικολόγους των εφημερίδων», αλλά το πώς γεννάται το όλο πλέγμα και η εξάρτηση, χωρίς να περιορίζει τη δωροδοκία στο δόσιμο χρημάτων. Για να επιθυμήσεις λοιπόν, λέει, να γίνεις βουλευτής και να υπηρετήσεις το έθνος, πρέπει να είσαι χορτάτος. «Η φιλοδοξία είναι νόσος των χορτάτων» ενώ «η λαιμαργία των πεινασμένων το νόσημα». Και βέβαια στις εποχές εκείνες υπήρχαν άνθρωποι «κατά γράμμα πεινασμένοι». Έτσι έπρεπε σ’ αυτούς τους πεινασμένους ο υποψήφιος ή να δώσει χρήματα ή να παραθέσει γεύμα ή να στείλει κατ’ οίκον βακαλιάρον και σαρδέλες και οίνον. Έτσι «εκείνοι είναι χορτάτοι και τρέφουσιν όνειρα και φιλοδοξίας, ούτοι πεινώσι και θέλουν να φάγωσι». Έτσι πώς να αποφύγουμε τη δωροδοκία, «αφού η επάρατος πλουτοκρατία είναι άφευκτον κακόν» και «κατά ποίον άλλον τρόπον θ’ αποκτώνται τ’ αξιώματα»; Όποιος δυσφορεί λοιπόν για τη γενικευμένη δωροδοκία, «ας μη μετέχη του εκλογικού αγώνος, μήτε ως εκλογεύς μήτε ως εκλέξιμος. ‘Κυάμων απέχεσθε…’»!

Από την αρχή όμως του διηγήματος ο Αλ. Παπαδιαμάντης περιγράφει σκηνές απείρου κάλλους, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σκιάθο, και έχουν να κάνουν με τα εκλογικά ήθη. Οι σκηνές αυτές όμως δεν αποτελούσαν, φαντάζομαι, προνόμιο μόνο της εγκαταλελειμμένης νησιωτικής Ελλάδας, αφού πολλά από τα τεκταινόμενα συμβαίνουν μέχρι και σήμερα πανελληνίως και ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, οι οποίες έχουν ευκολότερα πρόσβαση στην κεντρική εξουσία. Και όταν λέμε εξουσία, μη φαντάζεστε και πολλά πράγματα. Παλιότερα αρκούσε η γνωριμία με τον θυρωρό της πολυκατοικίας ενός βουλευτή. Ή να γνώριζες έναν δημοτικό σύμβουλο. Μα τι λέμε, ακόμη κι έναν συνοικιακό σύμβουλο… (Μιλάμε πάντα για κομματικά οργανωμένα πρόσωπα). Αυτό ήταν ή είναι(;) ικανό να ανοίξει πλήθος θυρών κεκλεισμένων σφραγίσι επτά, όπως για παράδειγμα για μια θεσούλα στο δημόσιο. Στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από το διήγημα για τη θεσιθηρία, όπως ονομάζει ο Παπαδιαμάντης το νυν αποκαλούμενο ρουσφέτι: «Διότι μη νομίσης, ότι η θεσιθηρία γεννάται μόνη της. Τα δύο κακά αλληλεπιδρώσιν. Η ακαθαρσία παράγει τον φθείρα και ο φθειρ παράγει την ακαθαρσίαν. Το τέρας το καλούμενον “επιφανής” τρέφει την φυγοπονίαν, την θεσιθηρίαν, τον τραμπουκισμόν, τον κουτσαβακισμόν, την εις τους νόμους απείθειαν. Πλάττει αυλήν εξ αχρήστων ανθρώπων, στοιχείων φθοροποιών, τα οποία τον περιστοιχίζουσι, παρασίτων, τα οποία αποζώσιν εξ αυτού, παχυνόμενα επιβλαβώς, σηπόμενα ζωύφια βλαβερά, ύδατα λιμνάζοντα, παράγοντα αναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα την ακαθαρσίαν». Φαντάζομαι τα πιο πάνω δεν ακούγονται σε κανέναν ως πρωτοφανή. Μάλλον περιγράφει τη διαχρονική κακοδαιμονία του ελληνικού δημοσίου. 

Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα με τα ίδια πάλι λόγια του συγγραφέα. «Η ηθική δεν είναι επάγγελμα, και όστις ως επάγγελμα θέλει να την μετέλθη, πλανάται οικτρώς, και γίνεται γελοίος. Όστις πράγματι φιλοσοφεί, και αληθώς πονεί τον τόπο του, και έχει την ηθικήν όχι εις την άκραν της γλώσσης ή την ακωκήν της γραφίδος, αλλ’ εις τα ενδόμυχα αυτά της ψυχής, βλέπει πολύ καλά, ότι είναι αδύνατον να πολιτευθή. ‘Κυάμων απέχεσθε’. Ο Χριστός είπεν: Ου δύνασθε Θεώ λατρεύειν και Μαμμωνά».

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, (9 Οκτωβρίου 1998).

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΣΤΗ “ΧΑΡΑΥΓΗ” ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. Ένα ερμηνευτικό σχόλιο

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ 

Ευθύς εξαρχής θα ήθελα να πληροφορήσω τον αναγνώστη ότι ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε διαβάζοντας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η επί πολλά χρόνια τριβή και σπουδή μου στο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη διηγηματογράφου, μ’ έχει κάμει να πιστεύω ότι μαζί με τον κυρ Φώτη Κόντογλου, ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, προσέγγισε με συνέπεια τη μακρόσυρτη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση. Αυτό μπορεί κανείς άνετα να το διαπιστώσει διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας ολάκερο το έργο του. Όπως, επίσης, το ίδιο μπορεί να διαπιστώσει αν εντρυφήσει στις εμβριθέστατες μελέτες του εγκυρότερου μέχρι σήμερα παπαδιαμαντολόγου Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. 

Είναι γεγονός ότι το έργο του Α. Παπαδιαμάντη αντανακλά βαθύτερα ζητούμενα της νεοελληνικής ιστορίας και ιδεολογίας. Παλαιοτέρα ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έθετε, απερίφραστα πιστεύω, το μοτίβο πλησιάσματος του Παπαδιαμάντη: «ή θα πάρουμε στα σοβαρά τον κόσμο που μας παρουσίασε, ολόκληρο όμως τον κόσμο της ελληνικής χριστιανοσύνης ως τις ακρότατες συνέπειές του, και τότε μόνο θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο ως λογοτέχνη, αλλά ως πνευματικό κεφάλαιο – αυτό δεν ισχυριζόμαστε πως είναι; – ή αλλιώς θα γυρίσουμε πίσω στις αισθητικές επιφάνειες ή στη «λογοτεχνία» ή στην ψυχολογία των διηγημάτων, και θα θερίσουμε ότι σπείραμε, την άσκοπη (l’ art pour art) νεροτριβή της ευαισθησίας μας»[1]

Στον ίδιο τόνο νεότερος δοκιμιογράφος, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, ευφυής και οξυδερκής, κάπου στα γραπτά του έλεγε κι αυτός τα εξής σταράτα: «ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν΄ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε με όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στη άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα, και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανέναν απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ΄ αυτό που είμαστε κι όχι σ΄ εκείνο που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δύο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας»[2]

Απλά και κατανοητά θα συμπλήρωνα ότι ο Παπαδιαμάντης συγκρότησε ότι και οι προγενέστεροί του συγγραφείς, βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί, μια συνεχή αναφορά στην ελληνορθόδοξη πατρογονική κληρονομιά μας. Όπως σοφά παλαιότερα υπεδείκνυε κι ο πολύς Ν. Β. Τωμαδάκης: «υπέρ της Ορθοδοξίας εις τας τελετάς και συγγραφάς», στον τύπο και τη βίωση των «παραδεδομένων της Εκκλησίας, ακολουθιών, νηστειών, υμνογραφίας, εθών και εθίμων»[3]

Εξάλλου, κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε, ο κυρ Αλέξανδρος ότι έγραψε το βίωσε με πάθος και κατάνυξη. Πέρα από κάθε όριο αισθητικής συγκίνησης, επιζητούσε από τους αναγνώστες του συνοδοιπορία στη βίωση της ελληνορθοδοξίας. Σ’ όλα τα γραπτά του διαρκώς προβάλλει τα φώτα της, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς ότι αυτή βλασταίνει μόνον όταν μπολιάζεται στα εκάστοτε πολιτισμικά δεδομένα, ειδεμή καταντά απλώς μια νεκρολογία. Για το λόγο αυτό την υπερασπίστηκε με όλες του τις δυνάμεις. Πιστεύω ότι οι παραπάνω θεωρήσεις έρχονται και επικυρώνουν με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι ο άλιος γέρων της Σκιάθου, σ’ όλη του τη ζωή ήταν γερά δεμένος στις ασκητικολειτουργικές πρακτικές της Ορθοδοξίας. 

Σ’ ένα άλλο επίπεδο τώρα, που αφορά στην υποδοχή που είχε το έργο του Παπαδιαμάντη στον περιοδικό Τύπο της εποχής ενόσω ζούσε, μας είναι ήδη γνωστή η συνεργασία του και οι δεσμοί του με τη Λέσβο. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1910 και στις αρχές της επόμενης του 1920, ο κορυφαίος Σκιαθίτης διηγηματογράφος θα δημοσιεύσει κάποια διηγήματά του σ’ ένα από τα σημαντικότερα περιοδικά της πνευματικής κίνησης της Μυτιλήνης, τη Χαραυγή. Γι’ αυτή παλαιότερα ο αξέχαστος Παντελής Αργύρης είχε δημοσιεύσει μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, με τίτλο: «Η “Χαραυγή”. Ένα πρωτοποριακό περιοδικό της Μυτιλήνης», Λεσβιακά 10(1987)19-50. Ειδικότερα τώρα για τη θέση του Παπαδιαμάντη στη Λεσβιακή λογοτεχνική κίνηση ο Κ. Μίσσιος, ακάματος μελετητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της Λεσβιακής Γραμματολογίας, το 1994 στο Σερραϊκό περιοδικό Γιατί τχ. 197-198 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος) δημοσίευσε ένα άρθρο του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης και η συνεργασία του με το περιοδικό Χαραυγή της Μυτιλήνης». Στην ίδια τροχιά ο Στρατής Μολίνος, γνωστός λόγιος με ισχυρή παρουσία στα Λεσβιακά γράμματα, το 2003 δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο: «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και οι λόγιοι της Αιολίδας», όπου καταγράφει την αγάπη πολλών Λέσβιων λογοτεχνών με το Σκιαθίτη ηθογράφο και διηγηματογράφο. Και οι τρεις αυτές μελέτες αποτελούν σημαντική συμβολή στη σχέση του Παπαδιαμάντη με τη Μυτιλήνη.

Τί όμως δημοσίευσε Παπαδιαμάντης στη Χαραυγή; Στο 1ο τχ. (15 Οκτωβρίου 1910) 3-5 ο Παύλος Νιρβάνας – γνωστός για την προσωπική φιλία του και για τη φωτογραφία που έβγαλε στο Παπαδιαμάντη στα 1906, εκείνη τη φωτογραφία με την «την χαρακτηριστικήν ασκητικήν θέσιν, με τα χέρια πλεγμένα εμπρός, με το κεφάλι σκυμμένον, με τα μάτια βασιλευμένα, ειρηνικά υπό τα μισόκλειστα βλέφαρα. Μια ευγένεια ασύλληπτος εχύνετο εις το πρόσωπόν του από το φως της δυούσης ημέρας» – εγκαινιάζει τη συνεργασία του συγγραφέα της Φόνισσας με το περιοδικό, προλογίζοντας ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη: «Το γράμμα στην Αμερική»

Η συνεργασία του Παπαδιαμάντη, μετά από προσωπική πρόσκληση του εκδότη και διευθυντή της Χαραυγής Α. Π. Αλβανού, θα συνεχιστεί και σε επόμενα τεύχη. Στο 2ο τχ. (31 Οκτωβρίου 1910) 20-21, στο 5ο τχ. (15 Δεκεμβρίου 1910) 65-67, στο 7ο τχ. (15 Ιανουαρίου 1911), θα δημοσιευθούν τα παρακάτω διηγήματα: «Έρημο μνήμα», «Ο αντίκτυπος του νου», μέρος ενός μεγαλύτερου λογοτεχνικού κειμένου, το οποίο έμεινε ατελές, γιατί στις 2 Ιανουαρίου 1911 ο Παπαδιαμάντης πέθαινε, και «Οι μάγισσες», μαζί με ένα δοκίμιο του Νίκου Καστρινού «Εις τον ποιητήν». Ήδη τη χρονιά αυτή θα κυκλοφορήσουν και πολλά αφιερώματα στη μνήμη του, όπως αυτό στο Νέον Πνεύμα της Κωνσταντινούπολης και στον Καλλιτέχνη

Στην είδηση του θανάτου του Παπαδιαμάντη η Χαραυγή δεν έμεινε αμέτοχη. Στο 8ο τεύχος ο Φίλων Οφερέτης (ψευδώνυμο του γνωστού λογίου από το Μανταμάδο Μιχαήλ Στεφανίδη) γράφει ένα ποίημα με τίτλο: «Στον Παπαδιαμάντην». Παράλληλα στο ίδιο αφιερωματικό τεύχος δημοσιεύονται και πέντε διηγήματα του Παπαδιαμάντη: το «Όνειρο στο κύμα»«Το θαύμα της Καισαριανής», το «Υπό την βασιλικήν δρυν»«Ο πανδρολόγος» και «Η αποσώστρα». Ακόμη, ο Κωστής Παλαμάς από την εφημερίδα Ακρόπολις, αναδημοσιεύει μια κριτική μελέτη του με τίτλο: «Ο Παπαδιαμάντης». Η Χαραυγή κλείνει το αφιέρωμά της με άρθρο τού διευθυντή της Σμυρναϊκής εφημερίδας Ανατολή με τίτλο: «Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη»

Ωστόσο, εκείνο που εδώ παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Χαραυγή αποτέλεσε τον προάγγελο της επονομαζόμενης Λεσβιακής Άνοιξης. Μια σειρά από σημαντικότατους λογοτέχνες όπως ο Στράτης Μυριβήλης, ο Αριστείδης Δελής, ο Ιωάννης Ολύμπιος, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Μίλτος Κουντουράς, ο Κώστας Φριλίγγος, ο Αργύρης Εφταλιώτης, κ.α., δημοσιεύουν κείμενά τους σ’ αυτή. Αυτά, στο σύνολό τους πρωτότυπα διηγήματα, ποιήματα και χρονογραφήματα, υπερασπίζουν τον δημοτικισμό. Εδώ η θέση του Παπαδιαμάντη υπήρξε καίρια. Αν και ο Παπαδιαμάντης έγραφε στην καθομιλούμενη καθαρεύουσα, η οποία κατά γενική ομολογία υπήρξε προσωπική και ιδιότυπη, και παρότι στους διαλόγους του χρησιμοποιεί την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, υπάρχει ένα στοιχείο που συνήθως διαφεύγει σε όσους κατακρίνουν τη γλώσσα γραφής του. Κι αυτό αφορά στην πρόσμειξη στοιχείων της δημοτικής με την καθαρεύουσα, η οποία στις περιγραφές του επιφυλάσσει πολλές «λυρικές παρεκβάσεις». Ο Στρατής Μολίνος θεωρεί πως το παπαδιαμαντικό γλωσσικό ιδίωμα, που ενόχλησε τον Γιάννη Ψυχάρη και τον Αλέξανδρο Πάλλη, είναι ιδίωμα που αν κανείς το αφαιρέσει «τότες θα χάσει πολύ από την αξία του. Θα αποχρωματιστεί»[4]

Τα διηγήματα, λοιπόν, του Παπαδιαμάντης στην Χαραυγή αυτόν το σκοπό είχαν: η πληθωρική γραφή του γόνιμα να υπηρετήσει τη μετάβαση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, αλλά και στο άνοιγμα νέων λογοτεχνικών ρευμάτων, όπως αυτή της «γενιάς του ‘30». Ο λόγος, εδώ, του Μάνου Ελευθερίου για τον Παπαδιαμάντη, στην «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία το προφήτη Ελισσαίου», είναι νομίζω απολαυστικός: «Παίρνει τα λόγια του, και κάθε λέξη τη στολίζει / με τα’ άνθη του επιταφίου, / κάθε ψηφίο με ακριβή πορφύρα και με μάλαμα / τους στίχους του κίτρα της θαλάσσης / ρίζα χρυσοπλόκοτατη είναι η ψυχή του τώρα»

[1] ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ. (1994). Μελέτες, τ. Α΄. Αθήνα: Δόμος, σσ. 243-244. 

[2] ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ. (2001). «Για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα», στο: Από το χάος στο χαρτί. Αθήνα: Εστία, σ. 200. 

[3] Ν. Β. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ. (2005). «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο: Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Επιλογή κριτικών κειμένων. Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη (πρόλογος – επιμέλεια). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 232. 

[4]ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΟΛΙΝΟΣ. (1999). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η Λεσβιακή Άνοιξη. Αθήνα: Φιλιππότη, σ. 42.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, “Στην Παναγίτσα στο Πυργί”

Ο κοσμοκαλόγερος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, για το Γενέσιον της Θεοτόκου έγραψε το παρακάτω ποίημα. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Πανδώρα, στα 1923.

Στην Παναγίτσα στο Πυργί

Άφες μοι ίνα αναψύξω προ του με απελθείν

και ουκέτι μη υπάρξω. (Ψαλμός του Δαυίδ).

Χαίρετ’ ο Ιωακείμ κι η Άννα,
που γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στην Παναγίτσα στο Πυργί!
Χαίρεται όλ’ η έρημη ακρογιαλιά
κι ο βράχος κι ο γκρεμός αντίκρυ του πελάγους,
που τον χτυπούν άγρια τα κύματα,
χαίρεται απ’ την εκκλησίτσα,
που μοσχοβολά πάνω στη ράχη.

Χαίρεται τα’ άγριο δέντρο, που γέρνει
το μισό απάνω στον βράχο, το μισό στον γκρεμό·
χαίρετ’ ο βοσκός, που φυσά τον αυλό του,
χαίρετ’ η γίδα του, που τρέχει στα βράχια,
χαίρεται το ερίφιο, που πηδά χαρμόσυνα.

Κι η πλάση όλη αναγαλλιάζει
και το φθινόπωρο ξανανοιώνει η γης,
σα σεμνή κόρη, που περίμενε χρόνια
τον αρραβωνιαστικό της απ’ τα ξένα
και τέλος τον απόλαψε πριν είναι πολύ αργά·
και σαν τη στείρα γραία, που γέννησε θεόπαιδο
κι ευφράνθη στα γεράματά της!

Δος μου κι εμένα άνεση, Παναγιά μου,
πριν ν’ απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Άπαντα, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 5ος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998, [πρώτη επανέκδοση, με διόρθωση τυπογραφικών παροραμάτων], 35.