Αρχείο συντάκτη Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας

Σχετικά με Αθανάσιος Ι. Καλαμάτας

Θεολόγος Καθηγητής στο Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου DEA Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ / Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ. Διδάσκων στην ΑΣΠΑΙΤΕ / Παράρτημα Β. Αιγαίου

Και στα ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ:https://impulchritudo.blogspot.com/ https://spoudistonneoellinismo.blogspot.com/ https://endotopos.blogspot.com/ https://rligionisepitoauto.blogspot.com/ https://filosophiathiraepistimis.blogspot.com/


Περισσότερες πληροφορίες

Για τον «γρίφο θάνατο»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ό,τι ονομάζουμε σήμερα «κοινωνικό» γεγονός, πραγματικότητα και τρόπο συνύπαρξης, συλλογικότητας των ανθρώπων, μοιάζει απήχημα της βιβλικής εικόνας του «Πύργου της Βαβέλ»: Υπάρχει ολοφάνερη μια σύγχυση γλωσσών, οι λέξεις και οι έννοιες δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα της κοινής – κοινωνούμενης εμπειρίας, απηχούν τη νοητική του καθενός ατομική επιλογή, μια εγωτική ή ομαδικών συμφερόντων προτίμηση. Ο καθένας ονομάζει «δημοκρατία» ή «φιλοπατρία» ή «πολιτισμό» ή «έρωτα» ή «Tέχνη» τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, ώστε αποκλείεται ο ρεαλισμός της συν-εννόησης, η κοινή παραδοχή σήμανσης του αληθινού – πραγματικού. Οι λέξεις παραπέμπουν σε τόσες ανόμοιες βεβαιότητες όσες και τα άτομα που διεκδικούν την «ορθή» κατανόησή τους.

Παραδείγματα ενδεικτικά σύγχυσης γλωσσών, ασυνεννοησίας τύπου Βαβέλ, προσφέρονται πάμπολλα κάθε μέρα. Η γλώσσα είναι αμπέλι ξέφραγο, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τον δολοφόνο που έπνιξε την «αγαπημένη» του να μιλάει για το πόσο «ερωτευμένος» ήταν μαζί της και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν «βιβλιοκριτικό» να λιβελογραφεί για βιβλίο, του οποίου τη γλώσσα (εκφραστική) ολοφάνερα δεν κατανοεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μύθος της Βαβέλ και η «σύγχυση γλωσσών» φωτίζουν εναργέστατα ένα καίριο ανθρωπολογικό πρόβλημα συχνό, δυστυχώς και επίκαιρο.

Σκεφθείτε π.χ. τι θα πει «σύγχυση γλωσσών» στο πεδίο του φιλοσοφικού – ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει – παρουσιάσει βιβλίο του Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και «λογική») του Καντ ή βιβλίο του Λακάν με τη γλώσσα του Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με «κανονιστικές αρχές» της εκφραστικής.

Πρόσφατο, ανάμεσα σε πολλά, παράδειγμα, το τεύχος 695 (23.7.2021) του περιοδικού, ελεύθερης διανομής, LIFO. Δημοσίευσε εκτενή κατάκριση του βιβλίου που εξέδωσα, στις αρχές του καλοκαιριού, στις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο Γρίφος θάνατος. Αυτουργός της βιβλιοκρισίας ο συγγραφέας και κριτικός Δ. Δημητριάδης. Η ανάγνωση του Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ώς το τέλος, κατά τη γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα – ως κρινομένου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών.

Γρίφος θάνατος - BookTown.gr

Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται), επειδή με συν-εκίνησε. Όχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ.Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση του ανοιχτού ερωτήματος της πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός – ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή του ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και της ψυχολογίας, ενώ το «σώμα» της κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»;

Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται σήμερα, δεν μπορούν, γιατί δεν γεννιώνται, και δεν γεννιώνται, επειδή στον παγκοσμιοποιημένο «τρόπο» ή «πολιτισμό» της Νεωτερικότητας, μοιάζει να έχουν εξαλειφθεί οι εμπειρικές προϋποθέσεις τέτοιων ερωτημάτων. Θα έλεγα, με επικίνδυνη σχηματοποίηση, ότι ο σημερινός «πολιτισμός» μας ταυτίζει τη γνώση (οποιαδήποτε) με την ατομική κατανόηση, άλλοι πολιτισμοί άλλων εποχών (ο ελληνικός π.χ. αρχαίος και μεσαιωνικός) λογάριαζαν τη γνώση ως προϊόν της εμπειρίας των σχέσεων. Η κατανόηση είναι ατομικό κεκτημένο, εξουσιαστικό και εμπορεύσιμο, ενώ η σχέση είναι άθλημα που κερδίζεται ή χάνεται – συλλογικό («πολιτικόν») άθλημα, μήτρα που γεννάει την πόλιν και την εκκλησία.

Αυτός ο εγκλωβισμός της γνώσης στη μονοτροπία και στεγανότητα της κατανόησης μεταστοιχειώνει τον σύνολο βίο της συλλογικότητας, την οριστική της ταυτότητα: Δεν μιλάμε πια για «κοινωνία», μιλάμε για societas, δηλαδή «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι», όχι για κοινό άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, που θέλει τη ζωή να κοινωνείται, να «μετέχεται υπό πάντων ενικώς». Η κοινωνία γεννάει την πόλιν, την πολιτική, τον πολιτισμό, δηλαδή στόχους «ποιότητας» τού υπάρχειν, η societas παράγει νομικές συμβάσεις, κώδικες Δικαίου, χρησιμοθηρία που θωρακίζει το εγώ και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις του, στο πλαίσιο της αγέλης.

Φυσικά και δεν έχει κανένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα η νομική κατασφάλιση ατομικών και συλλογικών συμβάσεων – αυτή είναι η τραγωδία της societas. Αλλά ταυτόχρονα μοιάζει πια χαμένη και κάθε «αίσθηση» (εμπειρική γνώση) του κοινού αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η γνώση του έρωτα, της πολιτικής, της λειτουργικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, του σχολείου που παιδαγωγεί στη χαρά της φιλίας και της άμιλλας, όχι στον καταναγκασμό της χρησιμότητας). Έχει χαθεί η εκκλησιαστική ενορία, που μας μαθαίνει τη σχέση, όχι σαν ατομική κατασφάλιση εγωκεντρικής αξιομισθίας, αλλά σαν αιτία και στόχο υπαρκτικής πληρότητας. Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια της ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης.

Η αλογία του θυμού για τον «χριστιανισμό» που παρήγαγε ο «εξευρωπαϊσμός» μας των Ελλήνων, είναι δικαιολογημένη και φυσιολογική. Για να δούμε «με άλλο μάτι», εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση «Νεοέλληνες», τον γρίφο – θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T. S. Eliot.

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Διαβάστε την έωλη και «μηδενιστική βιβλιοκρισία» του κ. Δημήτρη Δημητριάδη εδώ.

Ο παράδεισος…

«Ο παράδεισος είναι η τιμωρία των εναρέτων».

 

 

 

 

 

 

 

ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ. (1987). Σημειωματάριο. Αθήνα: Κέδρος, σ. 28. [το ίδιο βιβλίο, ως 1η έκδοση κυκλοφόρησε με τον διαφορετικό τίτλο: Συνέντευξη με τον εαυτό μου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984].

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΥΠΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Του Τάσου Χατζηαναστασίου· Εκπαιδευτικού / Δρ. Ιστορίας ΑΠΘ

Στο εξαιρετικό δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη: «Έλεγχος της δημοκρατικής ιδέας» που ανθολογείται στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών της Γ΄ τάξης των ΕΠΑΛ και έχει μπει και στις πανελλήνιες εξετάσεις των ΓΕΛ, παραλείπεται το τελευταίο και κατά τη γνώμη μου θαυμάσιο και πάντα διδακτικό κομμάτι που είναι εξαιρετικά επίκαιρο αυτές τις μέρες που τα εγκλήματα με θύματα γυναίκες γίνονται και πάλι, δυστυχώς, θέμα συζήτησης: «Υπάρχει όμως κι ένα άλλο στάδιο βαρβαρότητας που πρέπει να ξεπεραστεί, για να είναι ένας λαός άξιος της Δημοκρατίας: το στάδιο του θαυμασμού προς τη βαναυσότητα. Η χοντρή πλάνη να την περνάει κανείς για δύναμη. Συναντούμε κοινωνικά σύνολα που δεν ξέρουν, δεν υποπτεύονται τι κρύβεται πίσω από τη βαναυσότητα: πόση ουσιαστική αδυναμία, πόση ανάγκη για άμυνα, πόση μεταμφιεσμένη μνησικακία, πόσα συμπλέγματα, πόση περιφρόνηση προς το ανθρώπινο γένος, πόσοι παράγοντες αστάθμητοι και σκοτεινοί. Η πραγματική δύναμη είναι κατά πολύ πιο δύσκολα εξακριβώσιμη απ’ ότι πιστεύει ο κόσμος. Εμφανίζεται αθόρυβη και σεμνή εκεί που κανένας σχεδόν δεν το φαντάζεται στο εργαστήρι του σοφού, στο κελί του αγίου, στη φυλακή του επαναστάτη. Σπανιότατα στο προσκήνιο. Γιατί δύναμη ανθρώπου θα πει ένα και μόνο: δύναμη ψυχής. Κι αυτή φανερώνεται στη μοναχικότητα και στον κατατρεγμό όχι στην αγορά και στο θρίαμβο». 

Η αποκατάσταση της πραγματικής έννοιας της δύναμης είναι εξαιρετικά επίκαιρη αυτές ειδικά τις μέρες με τα τόσο αποτρόπαια παραδείγματα εκδήλωσης της βαναυσότητας της δύναμης ως κατεξοχήν χαρακτηριστικού του αντρικού φύλου. Είναι επείγουσα ανάγκη, αν θέλουμε μία καλύτερη κοινωνία και καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις, υγιέστερη και ουσιαστικότερη επικοινωνία μεταξύ των φύλων, πραγματική δημοκρατία σε τελική ανάλυση, να υπενθυμίζουμε σε κάθε ευκαιρία στο σπίτι και στο σχολείο ότι πραγματική δύναμη είναι η ψυχική κι ότι η σωματική δύναμη πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία του ασθενέστερου και όχι να χρησιμοποιείται για να επιβάλει τα πιο άγρια και ταπεινά ένστικτα.

Όσο κι αν ενοχλεί ορισμένους γιατί επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τέτοια φαινόμενα για να επιβάλουν τα ιδεολογήματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που επενδύει στον κατακερματισμό των συλλογικών ταυτοτήτων και εν τέλει και του ίδιου του ατόμου, διαθέτουμε ως πολιτισμός τις αξίες και τα πρότυπα που μπορούν, εφόσον τα αναδείξουμε, να αντιπαλέψουν τη λατρεία της δύναμης ως βίαιης επιβολής είτε σε ατομικό, όπως συμβαίνει σε τόσα περιστατικά αντρικής κυρίως βίας είτε σε συλλογικό επίπεδο, όπως συμβαίνει με την επιθετικότητα της Τουρκίας. Τα πρότυπα αυτά δεν είναι άλλα από τα διαχρονικά πρότυπα της δικής μας, αλλά και κάθε άλλης απελευθερωτικής παράδοσης, στα οποία αναφέρεται κι ο Τερζάκης: του σοφού, του αγίου και του ήρωα-προμάχου, του αγωνιστή που υπερασπίζεται το δίκιο. Είναι το πρότυπο του «καλού καγαθού» συμπληρωμένου με αυτά της σοφίας και της καλοσύνης που πρώτος ο Πλάτωνας είχε τονίσει: «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται».

Πρότυπα υπάρχουν λοιπόν και είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και σεβαστά από το συλλογικό μας θυμικό. Το ίδιο όμως αναγνωρίζουμε και τη δυνατότητα του ανθρώπου για το χειρότερο, τη σκοτεινή εκείνη πλευρά του εαυτού που κάνει ακόμη και τα πιο προικισμένα και ξεχωριστά άτομα ικανά για τα χειρότερα εγκλήματα. Απέναντι σε αυτά ο δικός μας πολιτισμός έχει δημιουργήσει την τραγωδία ως μάθημα αποτροπής που υπενθύμιζε τη βέβαιη επιβολή της Νεμέσεως, της τιμωρίας από τους θεούς, σε όσους διέπρατταν ύβριν, μία αντίληψη που θα διατηρηθεί και στον χριστιανισμό που θα κρατήσει με διαφορετική πλέον, ηθική, σημασία την έννοια της αρετής ως πρότυπο ζωής και θα καταδικάσει την «αμαρτία».

Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως «σκοτώνοντας τον Θεό», μη έχοντας τον Θεό του, όπως λέμε, περιφρονεί κάθε ηθική επιταγή αναγάγοντας την «απελευθέρωση της επιθυμίας (που θα γίνει ο τάφος της κάθε εξουσίας, σύμφωνα με ένα αντεξουσιαστικό σύνθημα της δεκαετίας του ’80)» σε κυρίαρχο πρότυπο ζωής. Η αμφισβήτηση της κατεστημένης ηθικής και κυρίως της υποκρισίας που τη χαρακτηρίζει υπήρξε, φυσικά, αναγκαία. Έφτασε όμως στο σημείο να δώσει άλλοθι στην έκφραση ταπεινών και εγκληματικών ενστίκτων, όπως η παιδεραστία, ο βιασμός, η κακοποίηση γενικότερα, στο όνομα της «σεξουαλικής απελευθέρωσης» και της περιφρόνησης κάθε ηθικού φραγμού. Αυτό σε συνδυασμό με μία ανατροφή των παιδιών και ειδικά των αγοριών χωρίς όρια, με τα μυαλά τους φουσκωμένα με την ιδέα ότι μπορούν να «γ…ούν και να δέρνουν» ατιμώρητα τόσο από το σπίτι όσο και από το σχολείο της παραίτησης από την επιβολή ορίων, γέννησε τα τέρατα με τα οποία «πέφτουμε», τάχα, «από τα σύννεφα» όταν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα χρήσης για ατομική ικανοποίηση. Τώρα που γνωρίζουμε ότι δεν είναι όλες οι επιθυμίες «καλές» και ότι δεν είναι δυνατόν να μεγαλώνουμε αγόρια που δε σέβονται κανέναν κανόνα γιατί έχουν μάθει να τους επιτρέπονται τα πάντα, είμαστε σε θέση να αναθεωρήσουμε τη στάση μας. Οφείλουμε λοιπόν να αποκαταστήσουμε στην κλίμακα αξιών μας εκείνα τα πρότυπα παιδείας που αντί να διαλύουν την κοινότητα σε εξατομικευμένες οντότητες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη μέσα από άπειρες ταυτότητες, όπου η κάθε μία διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια για τον εαυτό της, θα της επιτρέψουν να ανασυγκροτηθεί στη βάση του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, της πραγματικής αποδοχής και ανεκτικότητας αλλά και της επιβολής ορίων που χαλιναγωγούν την τάση του ανθρώπου προς το «κακό», στο όνομα της ενότητας.

ΠΗΓΗ

HUFFPOST

Πόση δημοκρατία αντέχουμε

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η λογική λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει τα πάντα, να κατεβάσει τα αστέρια στη γη – είναι απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης. Η εμπειρία λέει ότι ένας πρωθυπουργός στην Ελλάδα, ο ικανότερος, ο «καθαρότερος», ο πιο επιδέξιος και χαρισματικός, δεν μπορεί, αν και απόλυτος, ανεξέλεγκτος μονάρχης, να αλλάξει τίποτα. Ούτε τον κλητήρα που του ανοίγει κάθε πρωί την πόρτα στο ασανσέρ.

Που να πάρει η ευχή, ένας ηλικιωμένος Έλληνας έχει γνωρίσει (άθελά του, αλλά «στο πετσί» του) απειράριθμους πρωθυπουργούς. Τους έχει γνωρίσει πιο καλά από όσο γνωρίζει τον πατέρα του και τη μάνα του. Δεν είδε ποτέ τους πρωθυπουργούς με τα νυχτικά ή τις πιτζάμες. Αλλά τα νυχτικά και οι πιτζάμες δεν χαρίζουν γνώση του χαρακτήρα, της ευφυΐας ή της μικρόνοιας, της οξυδέρκειας ή της μυωπίας, της γενναιότητας ή της θρασυδειλίας. Πάντοτε, όσο πίσω φτάνει η μνήμη, η υποτέλεια στη Δύση ήταν αυτονόητη, συμφιλιωμένοι οι Νεοέλληνες με την εξάρτηση, με το «ανήκομεν». Με ποιες πρακτικές, ποια δολώματα, ποια αδιαφανή κανάλια, γίνονταν οι ελλαδικές κυβερνήσεις υποχείρια ξένων κέντρων, που αποφάσιζαν για το παρόν και το μέλλον των Ελλήνων; Από πότε, ο ελλαδίτης πολιτευτής άρχισε να θεωρεί αυτονόητο να είναι μαριονέτα, να προσαρμόζεται στα θελήματα Πρεσβειών, από πότε έπαψε να υπάρχει ενοχή για την υποτέλεια;

Σίγουρα, η μετάπλαση – μεταστοιχείωση του Ελληνισμού, από πανανθρώπινη πρόταση τρόπου του βίου (πολιτισμού) σε ορθολογική (χρηστική) οργάνωση «έθνους – κράτους», ήταν γεγονός μοναδικό, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Ήταν ένας απρόσμενος θρίαμβος του συμπλεγματικού, μανιασμένου αντιπάλου της ελληνικής «οικουμένης»: της Δύσης του Καρλομάγνου και των διαδόχων του.

Το απελευθερωμένο από τους Τούρκους (με πολύ αίμα) ελάχιστο κομμάτι γης και θάλασσας, πριν διακόσια χρόνια, παγιδεύτηκε, από καταβολής του, στην ολοκληρωτική εξάρτηση και ταπεινωτική πειθάρχηση στους κυρίως αντιπάλους του Ελληνισμού (ασύγκριτα εμπαθέστερους των Τούρκων) Δυτικοευρωπαίους. Διακόσια χρόνια μετά, και αφού εξασφάλισε η Δύση τη γενοκτονία του μικρασιατικού, ποντιακού και θρακικού Ελληνισμού, ίσως είναι ευκολότερο να ερευνήσουν οι μελετητές πώς, παράλληλα με τους κατευθυνόμενους εμφυλίους και τις αποτελεσματικότατες τουρκικές σφαγές, λειτουργούσε και η αλίευση ελλαδιτών πολιτικών ως ευρωπαίων πρακτόρων.

Προέκυψε ένας, περίπου, καινούργιος ανθρωπολογικός τύπος, που επιβιώνει ως σήμερα και που διεκπεραιώνει εντολές, θελήματα και επιθυμίες της ηγεσίας δυτικό-ευρωπαϊκών κρατών, πιστεύοντας ότι όχι απλώς δεν προδίδει, αλλά ωφελεί την πατρίδα του. Το πώς χάθηκε οριστικά για τον Ελληνισμό ο τόπος – τρόπος του πολιτισμού του (Μικρασία, Πόντος, Θράκη) ήταν το δυναμικό αποκύημα της πειθήνιας υποταγής στην αγγλοφιλία – γαλλοφιλία – γερμανοφιλία: περιώνυμων Ελλήνων πολιτικών ανδρών.

Είναι περισσότερο από φανερό ότι η συντελεσμένη πια και παγιωμένη, αυτονόητη για τους πολλούς μεταλλαγή της ταυτότητας των Ελλήνων δεν αναχαιτίζεται ούτε, βέβαια, «βελτιώνεται» η ιστορικά δεδομένη αλλοτρίωση με υπουργικές αποφάσεις που αντιπαλεύουν περιπτωσιολογία. Έχει οριστικά χαθεί, μέσα σε σαράντα μόλις χρόνια (Βερυβάκης, 1981) η συνέχεια της γλώσσας (εφοδιασμένος σήμερα ο Ελλαδίτης με πτυχίο και μεταπτυχιακά, ακούει τον στίχο «τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια» και δεν «πιάνει νόημα», ενώ ο αγράμματος προπάππος του ριγούσε). Ακούει ο σημερινός για άμεση δημοκρατία «αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων» και ανακαλεί προσλαμβάνουσες γελοιωδών συνελεύσεων πολυκατοικίας!

Ασφαλώς και υπάρχει ακόμα μια ελάχιστη μερίδα Ελλήνων, ασήμαντη περιθωριακή μειονότητα, που συντηρεί (με τεχνητή αναπνοή) τη βιβλιαγορά, ντρέπεται με οδύνη για την κυρίαρχη παντού φτήνια και χυδαιότητα, κυρίως για το διανοητικό και ηθικό επίπεδο πολιτικών και δημοσιογράφων. Αηδιάζει και φρίττει με την καφρίλα ιδιωτικών καναλιών. Νιώθουμε παραδομένη την άλλοτε ελληνική κοινωνία σε συνθήκες έσχατης παρακμής. Υπάρχει αυτή η ελάχιστη κοινωνική ομάδα, περιθωριακή, ανίκανη να επαναστατήσει. Και ελαττώνεται ραγδαία. Στον κοινωνικό στίβο λογαριάζεται ανύπαρκτη, πεθαμένη.

Αν υπήρχε μια σπίθα ζωής, θα είχε τολμηθεί τουλάχιστον ένα «επιστημονικό» (αποκλειστικά) συνέδριο. Με μία και μόνο θεματική: Περιπτώσεις κατάφωρης κατάλυσης της δημοκρατίας από την κομματοκρατία, ποιος θα τις αντιπαλέψει; Ποιος θα κρίνει αν μια στρατιωτική αυθαιρεσία καταλύει τη δημοκρατία ή αποκαθιστά τη δημοκρατία; Είναι «δημοκρατία» το καθεστώς, όπου ο κομματάρχης πρωθυπουργός «διορίζει» (μόνος και αυθαίρετα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους Προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την Ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Πώς μπορεί να ελεγχθεί, σε μια «τύποις» δημοκρατία, ο ρόλος ξένων πρεσβειών στην ανάδειξη πρωθυπουργού και υπουργών της χώρας;

Η παρακμή κρίνεται από το πόση αλήθεια και πόση δημοκρατία αντέχουμε.

ΠΗΓΗ

Christos Yiannaras

Πότε «βεβαία η ελπίς»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Έτσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Έλληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Christos Yiannaras

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Διακόσια χρόνια από τον απαγχονισμό του

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ· Θεολόγου Καθηγητή

Στις 10 Απριλίου 1821 ήταν Κυριακή του Πάσχα. Μετά από τη Θεία Λειτουργία, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ συνελήφθη από τους Οθωμανούς. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τον κρέμασαν στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου. Έκτοτε, η πύλη αυτή βάφτηκε σε μαύρο χρώμα και δεν έχει ανοίξει ξανά σε ένδειξη πένθους.

Ακόμη και σήμερα η προσωπικότητα και το έργο του Γρηγορίου (κυρίως ο “αφορισμός” του Υψηλάντη και των άλλων επαναστατών) δέχεται κριτική (ως εδώ καλά) και αρκετά συχνά κακόπιστη και παραθεωρώντας πηγές και μαρτυρίες (λέγε με “ιστορική αναθεώρηση”, επειδή έτσι το θέλει η ιδεολογία μου). Εδώ όχι καλά.

Τα “δήγματα” εναντίον του Γρηγορίου είχαν αρχίσει από την εποχή του. Είναι γνωστή η φαρμακερή ατάκα του Κοραή (σημαντική η δράση του, αλλά έως ενός σημείου). Πολυαγαπημένο παιδί των σημερινών ιστορικών αναθεωρητών, κυρίως επειδή τα “έχωνε” στην Εκκλησία. Λίγες ημέρες μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, ο Κοραής (παλιός γνώριμος του Γρηγορίου από την εποχή της Σμύρνης) έγραψε σε επιστολή του: “Ω, τον ηλίθιον Σουλτάνον. Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέσει καυτάνι”.

Το ότι βέβαια ο Κοραής ζούσε στην ασφάλεια του σαλονιού του στο Παρίσι και όχι στην καυτή ανάσα του Σουλτάνου, όπως ο Γρηγόριος, θα το συνυπολογίσουμε;

Το ότι ο Κοραής ήταν ένας διανοητής και φιλόλογος και ο Γρηγόριος (ως Πατριάρχης των Ρουμ) υπεύθυνος για όλους τους Χριστιανούς, τους οποίους ο Σουλτάνος απειλούσε με γενική σφαγή, θα το υπολογίσουμε;

Εμείς οι σύγχρονοι (γνωστοί για …τον ηρωισμό μας) τι θα κάναμε εάν είχαμε τη θέση του Γρηγορίου; Θα πηγαίναμε με θάρρος στο Σουλτάνο (από τους πιο αιμοβόρους σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και θα του λέγαμε “η Επανάσταση θα γίνει, θες δεν θες”; Υπό το βάρος μάλιστα τόσων σφαγών για προηγούμενες Επαναστάσεις, που είχαν καταπνιγεί στο αίμα; Θα ανοίγαμε και την Αγιά Σοφιά να κάνουμε την πρώτη Θεία Λειτουργία και να εκπληρώσουμε τις λαϊκές προφητείες; Τσάμπα ερμηνείες “ηρωισμού”, αφού ήδη γνωρίζουμε τα αποτελέσματα; Και τελικά οι Τούρκοι γιατί κρέμασαν τον Γρηγόριο στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, αφού ήταν “δικός τους άνθρωπος”; Για πλάκα ή επειδή κατάλαβαν το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο αφορισμός ήταν υπεκφυγή και διπλωματικός ελιγμός για να αποσοβηθεί η γενική σφαγή του λαού στην Κωνσταντινούπολη ως αντίποινα; Και γιατί κανείς (αν και Ορθόδοξοι Χριστιανοί) δεν πήρε στα σοβαρά τον αφορισμό; Ούτε καν οι “αφορισμένοι”;

Η τραγική (όντως) ειρωνεία του θέματος είναι ότι οι Οθωμανοί κατάλαβαν περισσότερα από όσα κάποιοι καταλαβαίνουν ακόμη και σήμερα. Στη διαταγή για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, την οποία κρέμασαν στο λαιμό του, έγραφαν μεταξύ των άλλων: “διέπραξε ξεκάθαρα μια πράξη προδοσίας και όντας Μοραϊτης στην καταγωγή, συμμετείχε στη στάση που ξέσπασε ανάμεσα στο ποίμνιό του”. Προδότης ο Γρηγόριος για τους Οθωμανούς, προδότης και για τους ιστορικούς αναθεωρητές!!

Ας δούμε και τον αφορισμό του Υψηλάντη, όπως ακριβώς είναι: ένα εκκλησιαστικό κείμενο με θεολογικές αναφορές. Και όταν εξετάζουμε ένα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ κείμενο, θα πρέπει να το μελετάμε με τις προδιαγραφές του. Όπως συμβαίνει με τα Νομικά, Ιατρικά και τα λοιπά. Αλλιώς τα κακοποιούμε.

Μεγάλη συζήτηση για την οποιαδήποτε σχέση (αν υπάρχει) ιστορικών και ιστοριολογούντων με τα εκκλησιαστικά κείμενα, τη θεολογική γλώσσα και τις θεολογικές και ποιμαντικές προϋποθέσεις σύνταξης και ερμηνείας τους. Αρκετά συχνά διαβάζουμε και ακούμε τα απίστευτα, σε σημείο να τραβάμε τα μαλλιά μας (και κάποιοι έχουμε πολλά…).

Μεγάλη συζήτηση και: 

α) για το “πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω” (προς Ρωμαίους, κεφ. 13,1) του Αποστόλου Παύλου (ας μην ξεχνάμε ότι και ο Χριστός απογοήτευσε τους Ιουδαίους ζηλωτές, που ως Μεσσίας δεν κίνησε εξέγερση εναντίον των κατακτητών και απίστων Ρωμαίων),

β) για τους χαρακτηρισμούς “προδότης”, “ήρωας”, όταν αποδίδονται σε εκκλησιαστικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια ενόπλων εξεγέρσεων, 

γ) για τα σύνορα και για την προάσπισή τους και 

δ) γενικότερα για την απώλεια οποιασδήποτε ζωής και για οποιοδήποτε λόγο με βάση την ορθόδοξη θεολογία. 

Μεγάλα θέματα που κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξουν.

Ας επιστρέψουμε στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Γρηγόριο. Εκκλησιαστικός αφορισμός λοιπόν με ενεργητική διάθεση δεν υπάρχει. Μόνο με παθητική. Στη διάρκεια του Βυζαντίου όμως και κυρίως κατ΄επίδραση της Δύσης υπάρχουν κι άλλοι “αφορισμοί”, κυρίως για πολιτικούς, αλλά και προσωπικούς λόγους. Στην Τουρκοκρατία ακόμη και πρωτοπαπάδες “αφόριζαν” για να αποτρέπουν τους Χριστιανούς να λύνουν τις διαφορές του στους Τούρκους καδήδες. Ο “αφορισμός” του Υψηλάντη (για την ιστορική ακρίβεια ήταν δυο οι “αφορισμοί”) είχε πολλές ασάφειες και διατυπώσεις, που για τους γνώστες (πλην των Οθωμανών) ήταν ευκρινείς. Ο Σουλτάνος μάλιστα δεν εμπιστευόταν τον Πατριάρχη και γι’ αυτό έστειλε και δικούς του Τουρκοκρητικούς, που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, για να παρακολουθούν τις δυο συνόδους.

Περί της εγκυρότητας (από εκκλησιαστικής και κανονικής πλευράς) του “αφορισμού” του Υψηλάντη έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο ο Πέτρος Γεωργαντζής. (Ο “αφορισμός” του Αλέξανδρου Υψηλάντη, εκδ. Παρουσία, Καβάλα 1988). Εξαιρετικά σύντομα αναφέρω το συμπέρασμα της παραπάνω μελέτης ότι ένας αφορισμός για να έχει εγκυρότητα αναφέρεται κυρίως σε αιρετικούς που διαδίδουν αιρετικές απόψεις σε θεολογικά ζητήματα. Απαιτείται κλήτευση του αιρετικού σε Σύνοδο, όπου οι Συνοδικοί ενεργούν ελεύθερα και με το θάρρος της γνώμης. Επίσης, το κείμενο του αφορισμού “πρέπει να είναι οπωσδήποτε διατυπωμένο σε έγκλιση οριστική απλή και όχι δυνητική ή ευχετική, χρόνο δε ενεστώτα παροντικό ή άχρονο και όχι αποπειρατικό, και σε β’ πρόσωπο”.

Ο καθένας καταλαβαίνει ότι όλα αυτά δεν ίσχυσαν στην περίπτωση του Υψηλάντη και των άλλων επαναστατών με το πρόσθετο στοιχείο ότι η Πατριαρχική Σύνοδος, εκτός του ότι δεν ήταν ανεπηρέαστη, επίτηδες δεν είχε και απαρτία.

Δυο μικρά σχόλια για τις άλλες δυο αφοριστικές εγκυκλίους του Γρηγορίου: τη μία το 1798 κατά των Γάλλων του Ναπολέοντα, που είχαν καταλάβει τα Επτάνησα και την άλλη το 1819 κατά των Μαθηματικών και της Φυσικής.

Με τον Ναπολέοντα είχε θορυβηθεί όλος ο ευρωπαϊκός κόσμος και κυρίως η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχαν μάλιστα συμφωνήσει και για κοινή στρατιωτική δράση στα Επτάνησα και στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, προκειμένου να εκδιώξουν τους Γάλλους. Τι εγκύκλιο έπρεπε να στείλει ο Πατριάρχης; Καλώς τον Ελευθερωτή; Επίσης, από ποιούς να ελευθερωθούν οι Επτανήσιοι (και τους απέτρεπε ο Γρηγόριος); Από τους Οθωμανούς; Έλεος πια! Σε όσους έχω διαβάσει για την εγκύκλιο του 1798 αποκρύπτουν (εντέχνως και πονηρώς) ότι στα Επτάνησα ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ οθωμανική κατοχή. Επίσης, αποκρύπτουν ότι η εγκύκλιος του Γρηγορίου και οι μετέπειτα κινήσεις του απέτρεψαν την παρουσία Οθωμανικού Στρατού στην περιοχή για κατάπνιξη τυχόν εξεγέρσεων. Βρε, τι προδότης είναι αυτός!! Να σημειωθεί επίσης ότι οι Γάλλοι ήταν φορείς αθεϊστικών και κατά του κλήρου ιδεών (κατά του Ρωμαιοκαθολικισμού βέβαια, αφού αυτή την εμπειρία είχαν και όχι της Ορθόδοξης Εκκλησίας). Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Γρηγόριος ήταν Πατριάρχης των Ορθοδόξων Χριστιανών και όχι στρατιωτικός διοικητής (αν και η δράση του στα Επτάνησα είχε στρατηγική).

Σχετικά με την εγκύκλιο του 1819: Η συνήθης τακτική των ιστορικών αναθεωρητών είναι να αναφέρονται γενικώς στο Διαφωτισμό. Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός (ως μετακένωση του υστεροβυζαντινού – τα περιγράφει άψογα ο καθηγητής του Παντείου Γ. Κοντογιώργης) είχε ουσιώδεις διαφορές με τον λεγόμενο Νεοελληνικό, κυρίως σε επίπεδο προσώπων, αλλά και ιδεών. Οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές ήταν στην πλειοψηφία τους άθεοι και κατά του κλήρου (έχοντας την εμπειρία του Ρωμαιοκαθολικισμού – επαναλαμβάνω), ενώ οι Έλληνες Διαφωτιστές ήταν κυρίως ορθόδοξοι και οι περισσότεροι κληρικοί.

Παρόλα αυτά, η διδασκαλία των θετικών επιστημών εκείνα τα χρόνια είχε έναν ακόμη “κίνδυνο” για τους Ορθοδόξους. Ή τουλάχιστον έτσι το έβλεπαν στο Φανάρι. Να αποτελέσει έναν ακόμη Δούρειο Ίππο για την επέκταση του προτεσταντικού μισσιοναρισμού (κυρίως) και για την Ρωμαιοκαθολική (κυρίως ουνιτική) εισβολή στους ορθοδόξους πληθυσμούς. Ο Γρηγόριος Ε΄ ήταν Πατριάρχης των Ρωμιών, όχι καθηγητής Πανεπιστημίου. Το ποίμνιό του ήθελε να διαφυλάξει από τον “κίνδυνο” (με τα τότε δεδομένα).

Οι διώξεις κατά κάποιων Διαφωτιστών δεν είχαν καμιά σχέση με το σχέδιο του γενικού ξεσηκωμού. Έγιναν για την προάσπιση του ορθοδόξου δόγματος (καλώς ή κακώς) και σύμφωνα με τα δεδομένα της εκκλησιαστικής παιδείας της εποχής. Για παράδειγμα, ο ιερέας Θεόφιλος Καϊρης ανακάτευε την ορθόδοξη θεολογία με το θεοσοφισμό. Ήταν λοιπόν αυτονόητο  ότι θα τον εγκαλέσει η ανωτέρα προϊσταμένη του αρχή. Επίσης, δεν έγιναν για να κρατούν τον κόσμο σε γενική αμάθεια. Ένα απλό γκουγκλάρισμα “Ο Γρηγόριος Ε΄ και η παιδεία” θα δώσει άφθονο υλικό σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη.

Αρκεί (και σε αυτό και σε όλα τα παραπάνω) να συνεκτιμά τρεις συντεταγμένες: τις πηγές, τα δεδομένα της εποχής και την ιδιότητα του Γρηγορίου.

ΠΗΓΗ

Εκπαιδευτικές και Θεολογικές Αταξίες

Μετανάστες, Αριστερά και πολιτική ορθότητα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι επίμονες προσπάθειες ορισμένων ιστορικών να χαρακτηρίσουν την Επανάσταση του 1821 «φιλελεύθερη» επανάσταση δεν ξέρω τι επιστημονικό υπόβαθρο έχουν. Είναι όμως εμφανής η ιδεολογική τους πρόθεση. Και μόνον από την άποψη ότι απομονώνουν την παράμετρο του φιλελευθερισμού από την πολυπλοκότητα του φαινομένου. Όπως στην περίοδο της αριστερής ηγεμονίας προσπαθούσαν διάφοροι Κορδάτοι να αποδείξουν ότι η Επανάσταση υπήρξε ταξική.

Οι παράπλευρες απώλειες είναι εξίσου εμφανείς. Αν η Επανάσταση ήταν φιλελεύθερη τότε ο Σταυρός που βρίσκεται σε όλα τα λάβαρα και τις σημαίες της οφείλεται μάλλον σε λάθος των προγόνων μας που δεν ήξεραν για ποιον λόγο έχυναν το αίμα τους. Δεν έχει σημασία αν όλοι ορκίζονταν στην Αγία Τριάδα. Ούτε αν ζητούσαν την ευλογία του παπά. Υπάρχει και μια δεύτερη απώλεια. Σαν εμείς οι Έλληνες να προσπαθούμε να ξεχάσουμε ότι αποκτήσαμε την ελευθερία μας πολεμώντας εναντίον μουσουλμάνων. Και ότι οι οπλαρχηγοί στις αναμνήσεις τους άπιστους τους ανεβάζουν και άπιστους τους κατεβάζουν. Για να μην πω πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη «αράπης» στα γραπτά τους.

Δυστυχώς για τους υπερασπιστές της πολιτικής ορθότητας η ελληνική Επανάσταση δεν ήταν πολιτικώς ορθή. Αυτά έχει η Ιστορία. Σε μπερδεύει. Θρησκευόμενοι δεν ήσαν μόνον οι αναλφάβητοι αγωνιστές. Θρησκευόμενος ήταν και ο Σολωμός και ο Παπαρρηγόπουλος που έχτισαν το οικοδόμημα της εθνικής συνείδησης. Και ο ένας και ο άλλος αποτύπωσαν στο έργο τους τα ίχνη ενός πολέμου κατά των Οθωμανών.

Η αποσιώπηση του ρόλου της θρησκείας δεν αφορά μόνον την Εκκλησία. Μας αφορά όλους, είτε είμαστε θρησκευόμενοι, είτε όχι. Είναι μια ιδεολογική παραμόρφωση που απευθύνεται περισσότερο στο σήμερα παρά στην Ιστορία. Σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε ότι ο εχθρός, ο τύραννος εν προκειμένω, ήταν μουσουλμάνος. Και γιατί να το ξεχάσουμε; Μα γιατί εμείς οι Έλληνες είμαστε προορισμένοι να συμβιώσουμε με τους μουσουλμάνους. Δεν έχω αντίρρηση. Ούτε υποστηρίζω ότι το 2021 είναι ίδιο με το 1821. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι δεν μπορείς να γράφεις την Ιστορία όπως σε βολεύει. Χλευάζουμε τον αγράμματο Πολάκη που εξίσωσε τον Κολοκοτρώνη με τον Βελουχιώτη. Δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τον εγγράμματο κ. Χατζή που τον εξισώνει με τον φιλελευθερισμό. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο συναντήθηκαν στην υπεράσπιση του Κουφοντίνα.

Την πολιτική ορθότητα την ξεβολεύει η Ιστορία. Οι αριστεροί απ’ την άλλη έχουν πρόβλημα με το παρόν. Εχοντας χάσει το βάθρο της ιδεολογίας τους, το προλεταριάτο, ψάχνουν όπου γης κολασμένους για να σταθούν στα πόδια τους. Και οι μεν και οι δε συναντιούνται στον κόσμο του Ισλάμ. Οι μεν τον χρησιμοποιούν ως υποκατάστατο του προλεταριάτου που τους έχει εγκαταλείψει. Οι δε ως ενσάρκωση του «άλλου» που πρέπει να ανεχθείς ως διαφορετικό για να αποδείξεις ότι οι πολιτισμοί δεν έχουν σύνορα.

Τόσο απλά.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπως η γαλλική ή η αγγλική, αποδέχθηκαν τη μετανάστευση ως ιστορική συνέπεια της αποικιοκρατίας. Στην Ελλάδα είναι ένα φαινόμενο που δεν συνδέεται με την Ιστορία μας. Και δεν αναφέρομαι στη μετανάστευση από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Αναφέρομαι στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που συρρέουν τα τελευταία χρόνια από την Ασία και την Αφρική. Μας βρήκαν ανέτοιμους, και ανίκανους να τους υποδεχθούμε. Και τότε ξεκίνησε μια εργώδης προσπάθεια της Αριστεράς για να πείσει την ελληνική κοινωνία να δεχθεί τον βιασμό ως ευκαιρία.

Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου κατάργησε τα θαλάσσια σύνορα. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη. Δημιουργήθηκε το αίσχος της Μόριας από τους ανθρωπιστές και οι ΜΚΟ υποκατέστησαν το ελληνικό κράτος. Οργανώθηκε ο εποικισμός του κέντρου της Αθήνας. Και όσο η αριστεροδεξιά μας κυβέρνηση υποδεχόταν ταλαίπωρους για να λιαστούν, με τις ευλογίες της Ευρώπης, η κεντροδεξιά παρακολουθούσε σιωπηλή. Όσοι τολμούσαν να μιλήσουν χρίζονταν πάραυτα ακροδεξιοί. Η Αριστερά έβλεπε στις ροές των μεταναστών υποψήφιους ψηφοφόρους. Με την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας να μεταναστεύει στο εξωτερικό στην πολιτική σκηνή το νέο προλεταριάτο θα μπορούσε να γίνει η κρίσιμη μάζα. Σύμμαχοι των υπολογισμών της Αριστεράς οι μαχητές της πολιτικής ορθότητας. Κι ας ξέρουν ότι το Ισλάμ που υπερασπίζονται μισεί όχι μόνον τις ιδέες τους αλλά και τον τρόπο της ζωής τους.

Στη Γαλλία έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για τον «ισλαμοαριστερισμό» και τη διείσδυσή του στο πανεπιστήμιο. Μήπως ήρθε η ώρα να ξεκινήσει μια συζήτηση για τον τρόπο που μπορούμε να συμβιώσουμε με όλους αυτούς τους πληθυσμούς; Για να ανοίξει όμως η συζήτηση θα πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τα ιδεολογήματα της πολιτικής ορθότητας και τον καιροσκοπισμό της Αριστεράς. Δύσκολο, το ξέρω, όμως μην ξεχνάμε ότι και αυτή η συμμαχία, όπως όλες οι παράταιρες συμμαχίες, στηρίζεται μόνον στη σιωπή όσων βλέπουν τις άγαρμπες ραφές τους.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Επίσημη απώλεια ιστορικής μνήμης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Οι σημερινοί Ελληνώνυμοι μοιάζει να μην έχουμε μνήμη. Είναι ουσιώδες το υστέρημα, κυρίως επειδή η μνήμη διδάσκει και συντηρεί την αξιοπρέπεια. Σήμερα, για την πλειονότητα των Ελληνωνύμων, τόσο η εμπειρία σχέσεων όσο και οι ειδήσεις – πληροφορίες υποκαθίστανται, παθητικά και αυτονόητα, από συγκεχυμένο συνονθύλευμα τηλεοπτικών εντυπώσεων. Ο βομβαρδισμός με «εντυπώσεις», νομοτελειακά ατομικές, και η ευκολία ψυχολογικής τους επιβολής έχουν καταστήσει την πληροφόρηση μια τεχνική προπαγάνδας και τους χειριστές αυτής της μαστορικής opinion makers. Το ναρκισσιστικό του καθενός μας εγώ επιλέγει φιγουράτα δόγματα, από κανάλια και έντυπα της ψυχολογικής μας προτίμησης, υπακούοντας σε πολυποίκιλα απωθημένα. Με τέτοιο εξοπλισμό κάποιοι, ίσως, να φτάνουν και σε έδρα πανεπιστημιακή – βεντέτες, με καλοστημένη προβολή, αφού (κατά σύμπτωση) οι «πεποιθήσεις» τους εξυπηρετούν κόμματα ή και κάποια ξένη πρεσβεία.

Ασεβώ, ίσως, στον νηφάλιο αναγνώστη μου, τον κουρασμένο από τη μακρόσυρτη απογοήτευση και ανελπιστία για την πατρίδα του, αν συνδέσω τη χαμένη μας μνήμη με τον εορτασμό, πριν από δέκα ακριβώς ημέρες, διακοσίων χρόνων από την έναρξη του απελευθερωτικού των Ελλήνων αγώνα. Προκαλούσε ο εορτασμός το οδυνηρό ερώτημα, αν οι σημερινοί Ελληνώνυμοι σώζουμε ακόμα ιστορική μνήμη, επομένως και συλλογική αξιοπρέπεια.

Ο σοφός Κωστής Παπαγιώργης είχε πει (ή γράψει) ότι: «το ελληνικό 1821 ήταν η μόνη στην Ιστορία επανάσταση, όπου άλλοι πολέμησαν και άλλοι κυβέρνησαν»! Γιατί επαναστάτησε ο Ελληνισμός, στη Μολδοβλαχία πρώτα και στον Μοριά αμέσως μετά; Για να ελευθερωθούν οι Έλληνες από τους Τούρκους. Πώς καταλάβαιναν αυτή την απελευθέρωση οι επαναστατημένοι; Να «πάρουνε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά», να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό η ελληνική αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Δηλαδή, ο στόχος των επαναστατών ήταν ό,τι ακριβώς φοβόταν και απεχθανόταν η Δύση.

Η πρώτη αντίδραση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στην πολυμερισμένη και ασυντόνιστη εξέγερση των Ελλήνων ήταν οργή και απειλές. Όταν οι θυσίες και ο ηρωισμός των Ελλήνων άρχισαν να γεννάνε φιλελληνισμό στις κοινωνίες της Δύσης, η στρατηγική μεταβλήθηκε: άρχισε η μεθοδική δολιότητα να διχαστούν οι Έλληνες –αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό κόμμα– ο φατριασμός να κυριολεκτείται.

Το όραμα που ταύτιζε την απελευθέρωση με την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας (ο «μαρμαρωμένος βασιλιάς», η συνέχιση της Λειτουργίας στην Αγια-Σοφιά εκεί που τη σταμάτησαν οι Τούρκοι) έσβησαν όλα οριστικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είχε επιβληθεί, μακρόσυρτη και απατηλή, η νέα «τάξη πραγμάτων» που κατεδάφιζε, οριστικά και αμετάκλητα, την ταυτότητα των Ελλήνων: την αυτοκρατορία. Η λέξη είχε πολύ συγκεκριμένη ιστορική σάρκα. Σήμαινε τον Ελληνισμό, όχι σαν εθνοφυλετική, αλλά ως πολυεθνική συλλογικότητα, δηλαδή ως τρόπο βίου, ως νοο-τροπία και γλώσσα, ως πολιτισμό.

Τον πολιτισμό τον γεννάει ένα «νόημα» της ύπαρξης και του κόσμου: μια αφομοιωμένη στη γλώσσα και στους θεσμούς μεταφυσική, μια «πίστη» – εμπιστοσύνη – και όχι κάποιο ιδεολόγημα. Οι Έλληνες του 1821 πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία» ταυτόσημη με «της πατρίδος (του πολιτισμού – τρόπου ζωής) την ελευθερία». Οι Δυτικοί τούς παραχώρησαν την ευφραντική ψευδαπάτη: ένα κρατίδιο, με θεσμούς και λειτουργίες που πιθήκιζαν το ζητούμενο της μετα-μεσαιωνικής Ευρώπης, τις «ελευθερίες», όσες υπόσχεται ο συνεπής μηδενισμός.

Παραχώρηση συγκαταβατική, με όρους εξοντωτικά ταπεινωτικούς: Οικονομία βασισμένη στη λογική της δανειοληψίας, κρατική και περιφερειακή οργάνωση ριζικά αντίθετη στην ελληνική εμπειρία του κοινοτισμού και της αυτοδιαχείρισης, τερατώδικη μεταμόρφωση του λαϊκού εκκλησιαστικού γεγονότος σε «επικρατούσα θρησκεία», οργανισμό κηρυγματικής, ατομοκεντρικής ηθικολογίας.

Παρά τον εξοντωτικό πνιγμό της ελληνικής ιδιαιτερότητας από τη δυτική «φιλελληνική» προστασία, η ευγενική και αρχοντική πολιτική ιδιοφυΐα του Καποδίστρια επιχείρησε να συγκεράσει τα ουσιώδη της ελληνικότητας με την απόλυτη κυριαρχία της Δύσης στη Νεωτερικότητα. Η γαλλική στρατιωτική αποστολή οργάνωσε τη δολοφονία του.
Έτσι, ο εξευρωπαϊσμός του ελλαδικού κρατιδίου πήρε τον χαρακτήρα βίαιης καθυπόταξης. Ορίζεται Γερμανός (Βαυαρός) βασιλιάς των Ελλήνων, ανήλικος, την απόλυτη δικτατορική εξουσία ασκεί τριμελής «αντιβασιλεία». Αυτή στήνει, εκ θεμελίων, έναν κρατικό μηχανισμό χωρίς ίχνος της πολιτιστικής παράδοσης και χαρακτηρολογικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, κράτος μέχρι σήμερα εχθρικό, αντίπαλο, βασανιστή του πολίτη.

Οι δυτικές «Προστάτιδες Δυνάμεις» θα απεργαστούν με υπομονή τη μονιμοποίηση της καταγωγικής (προαποφασισμένης) καχεξίας και ευτέλειας του κράτους των Ελλήνων: Θα προσφέρουν μεθοδικά στην Τουρκία τον πολυαίμακτο ξεριζωμό του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, την Κύπρο, την Ίμβρο, την Τένεδο, την Κωνσταντινούπολη.

Την Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2021, γιορτάσαμε. Με φανφάρες, ακραίας επαρχιωτίλας, δηλώσαμε την απώλεια της ιστορικής μας μνήμης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέναντι στην Κλιματική Κρίση· The Orthodox Church Addresses the Climate Crisis