Αρχείο μηνός Αύγουστος 2019

Μάριος Μπέγζος· Προκοσμήτορας Θεολογικής Σχολής και Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Ε.Κ.Π.Α. “Εμπειρίκος, Ελύτης και Καραγάτσης θεολογούν στην Άνδρο”

Η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της

Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και διευθυντής προγράμματος του ΙHU. Πρόεδρος της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI) και επί τιμή του Κέντρου Οικουμενικών και Ιεραποστολικών Μελετών (CEMES). Mέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών της Θρησκείας και εκ των μεταφραστών της Καινής Διαθήκης στη δημοτική. Διετέλεσε ορθόδοξος επίτροπος της Παγκόσμιας Ιεραποστολής του ΠΣΕ. Είναι μέλος του κινήματος Relational Thinking των Ευρωπαίων επιστημόνων. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μιλήσαμε μαζί του για την Ορθοδοξία και τον ρόλο της στην Ελλάδα.

– Ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας είναι η θρησκεία, συνήθως όμως οι διανοούμενοι στην Ελλάδα την παραμελούν.

– Αν και η πλειονότητα του ελληνικού λαού κάνει ακριβώς το αντίθετο! Εδώ και καιρό η Εκκλησία έχασε την επαφή της με τους διανοούμενους στην Ελλάδα. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κοινωνία και Εκκλησία βρίσκονται σε διάλογο. Η θεσμική Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται για τον διάλογο για να μη χάσει προνόμια, ενώ θα έπρεπε να επαναφέρει τις αξίες της στην κοινωνία. Η Ορθοδοξία από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους σταμάτησε να παράγει πολιτισμό. Από την άλλη πλευρά, η κοσμική διανόηση υποβλέπει το θρησκευτικό περίγραμμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρώντας το ξεπερασμένο. Η υποκατάσταση της θρησκείας από την επιστήμη ήταν ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη μετά τον Διαφωτισμό. Σήμερα φαίνεται να ενισχύεται το θρησκευτικό αίσθημα σε όλες τις κοινωνίες, όχι όμως με υγιή τρόπο. Η θεολογία υπεισέρχεται σε δια-θρησκειακό διάλογο, που η θεσμική Εκκλησία υποβλέπει.

– Πιέζεται από κάπου η Εκκλησία να μπει σε διαδικασία διαλόγου;

– Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης διατράνωσε ότι η Εκκλησία δεν ζει για τον εαυτό της. Βγαίνοντας όμως στον κόσμο βγαίνει και από την ασφάλεια. Η πραγματική Εκκλησία είναι αυτή που βρίσκεται διαρκώς σε ιεραποστολή.

– Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι. Από τι ακριβώς νιώθει η Εκκλησία ότι απειλείται;

– Ο κόσμος αισθάνεται την Εκκλησία σαν ένα καταφύγιο και μένει ικανοποιημένος. Πολλοί όμως σοβαροί κληρικοί αισθάνονται ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω. Ο κόσμος δεν ζητεί τίποτε πέρα από την κυριακάτικη λειτουργία. Η λειτουργία, όμως, χωρίς τη λεγόμενη μετα-λειτουργία είναι λειψή. Και οι κοσμικοί και οι θρησκευόμενοι αρνούνται τον διάλογο, γιατί αισθάνονται ασφαλείς στον μικρόκοσμό τους.

– Γιατί τότε να υπάρξει αλλαγή;

– Η Εκκλησία δεν είναι καταφύγιο της ψυχικής ηρεμίας του καθενός, αλλά το φως του κόσμου για την αναμόρφωσή του.

– Αν η Χιλιετής Βασιλεία είναι τώρα εδώ, γιατί να υπάρξει αλλαγή;

– Στο Βυζάντιο ήταν παρούσα με διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες εκφράσεις. Η σωστή έκφραση της Εκκλησίας είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα καράβι (ναός από το ναυς) που πορεύεται προς κάτι που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

– Μα ζούμε σαν να πιστεύουμε ότι έχει ολοκληρωθεί.

– Δεν προσλαμβάνω τέτοια εντύπωση από τους ανθρώπους. Περισσότερο τους βλέπω να βρίσκουν το φάρμακό τους μέσα στην Εκκλησία. Η λειτουργία, όμως, δεν είναι παρά πρόγευση της Βασιλείας. Έχουμε κι άλλες ευθύνες. Αυτές οι αντιλήψεις είναι κακέκτυπα της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής, επηρεασμένες από έναν περίεργο τύπο ατομικότητας. Η πραγματική έννοια της Εκκλησίας είναι αυτή της κοινωνίας.

– Δηλαδή ως Έλληνες ορθόδοξοι, ζούμε διπλή ζωή.

– Ακριβώς. Από τη μια η κοσμική ζωή που δεν αλλάζει, από την άλλη το «φαρμακείο της ψυχής».

– Υπάρχει περίπτωση να συνδέεται το ορθόδοξο δόγμα με αυτή την κατάσταση;

– Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δόγμα, αλλά δεν είναι δογματική. Ευθύνη μας είναι να το επικαιροποιήσουμε. Χωρίς αποδοχή από το σώμα των πιστών δεν υπάρχει δόγμα. Ο λαός είναι συλλειτουργός των μυστηρίων και έχει την ίδια ευθύνη με τον κλήρο. Αυτή η συνοδικότητα έχει δυστυχώς εκλείψει σήμερα.

– Όλοι είναι ίσοι;

– Όλοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού, και είναι ίσοι απέναντι στην κεφαλή (που είναι ο Χριστός).

– Οι προτεστάντες είναι ίδιοι με τους ορθόδοξους και τους καθολικούς;

– Οι προτεστάντες αντέδρασαν στον καταπιεστικό παπικό θεσμό φτάνοντας στο άλλο άκρο. Δεν έχουν εκκλησιαστική ενότητα, παρά μόνον ατομική σχέση με τον θεό. Δεν είναι Εκκλησία αυτό. Και αισθανόμενοι το έλλειμμα αυτό πρωτοστάτησαν μαζί με το πατριαρχείο στον οικουμενικό διάλογο. Η Ελλαδική Εκκλησία είναι στενά συνδεδεμένη με το κράτος, που εκμεταλλεύεται την Εκκλησία όσο μπορεί. Η Εκκλησία θα γίνει δυνατή αν επαναφέρει το συνοδικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες.

– Οι οργανώσεις όπως η «ΖΩΗ» έπαιξαν ποτέ τέτοιο ρόλο;

– Αυτές ήταν το άλλο άκρο. Απαγκιστρώθηκαν από το σύστημα της Εκκλησίας και δημιούργησαν το δικό τους υποσύστημα. Είχαν καλή πρόθεση να αλλάξουν τα πράγματα. Αλλά είχαν δομή διαφορετική από της Εκκλησίας. Θέλησαν να κυριαρχήσουν στην Εκκλησία, και το κατάφεραν. Ήταν, βέβαια, πρωτοπόροι σε πολλά πράγματα, όπως η επαναφορά του κηρύγματος.

– Γιατί δεν δημιούργησαν ποτέ Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα;

– Ευτυχώς. Η Αριστερά αντέγραψε τα κοινωνικά αφηγήματα της Εκκλησίας, ακόμα και την πρακτική της (τις λιτανείες αντικατέστησαν τα φεστιβάλ) για να συσπειρώσει τον κόσμο. Το βασικό στοιχείο, όμως, του χριστιανισμού είναι η ελευθερία, και αυτήν απέτυχαν να τη εξασφαλίσουν. Η Αριστερά μιλά με όρους κοσμικού χιλιασμού.

– Ο ησυχασμός έπαιξε ρόλο στην «καθήλωση» της Ορθοδοξίας;

– Ο ησυχασμός δεν αντιτίθεται στο νέο (ακόμη και στον λόγο). Πολλοί παρερμηνεύοντάς τον βγάζουν από τη σκέψη τους τον άλλο, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να βγάζουν και τον όντως Άλλο, τον Θεό. Ο αυθεντικός ησυχασμός δεν οδηγεί στην άρνηση του λόγου. Συνέβαλε βέβαια στον απομονωτισμό κατά την Αναγέννηση.

– Υπάρχουν πατερικά κείμενα που να μπορούν να μας φέρουν κοντύτερα σε μια ενδοκοσμική σωτηρία; Ή για τους ορθόδοξους η σωτηρία είναι μόνο μεταφυσική;

– Έτσι κατάντησε, εξαιτίας όχι της αυθεντικής ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά του επηρεασμού που διαμορφώθηκε τον Μεσαίωνα. Δυναμική ερμηνεία μπορεί να βρεθεί και στην Καινή Διαθήκη.

– Εμείς, πάντως, δεν έχουμε καλή σχέση με την Αγία Γραφή.

– Άλλο ένα αρνητικό στοιχείο. Η Εκκλησία μας κατάντησε Εκκλησία των Πατέρων και όχι του Χριστού, παρότι οι ίδιοι οι Πατέρες ήταν αυθεντικοί ερμηνευτές της Γραφής. Η προσήλωση στα πατερικά κείμενα συντελέστηκε λόγω μιας αρνητικής ταυτότητας που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αμυντικής στάσης της Ανατολικής Εκκλησίας. Είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι π.χ. οι προτεστάντες που δίνουν μεγάλη βάση στη Γραφή. Ευτυχώς σήμερα υπάρχουν θεολόγοι που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να είμαστε το αντίθετο των άλλων, αλλά αυθεντικοί χριστιανοί, που δεν κατάφεραν εκείνοι.

– Μπορεί να υπάρξει εθνικό κράτος χωρίς εθνική Εκκλησία;

– Αυτοκέφαλη ναι, αλλά όχι εθνική. Η εθνοφυλετική ταυτότητα προηγείται σε πολλούς ορθοδόξους, ενώ θα έπρεπε να προηγείται η ορθόδοξη. Η εθνική ταυτότητα ακολουθεί. Αυτοκεφαλία βέβαια είναι μόνο διοικητική, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι μία. Ο καθολικός κόσμος δεν αντιμετώπισε τέτοιο πρόβλημα, επειδή ο Πάπας είχε πολιτική διοίκηση και παγκόσμια δικαιοδοσία. Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να αποδώσει στην Εκκλησία τις αποζημιώσεις που συμφωνήθηκαν. Ήταν ευκαιρία όχι μόνο διακριτών ρόλων αλλά και πλήρους χωρισμού, με την προϋπόθεση η διοίκηση της Εκκλησίας να επανέλθει σε πλήρη συνοδικότητα, με συμμετοχή στη διοίκησή της του κλήρου, των επισκόπων, των μοναχών και των πιστών. Σήμερα η συνοδικότητα εξαντλείται μόνο στο ανώτερο επίπεδο. Οι Εκκλησίες πρέπει να είναι αυτοκέφαλες, χωρισμένες από το κράτος με Προκαθήμενο, που όμως να μην μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς τους πολλούς.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Αυταπώλειας πανηγυρισμός

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ο πρωθυπουργός, συνταγματικός μονοκράτορας στην Ελλάδα, αποφάσισε να ξεκινήσει η προετοιμασία, προκειμένου, τον μεθεπόμενο χρόνο (2021), να γιορτάσουμε οι Έλληνες τη συμπλήρωση δύο αιώνων από τον ξεσηκωμό των προγόνων μας για την απελευθέρωση από τους Τούρκους.

Το πρόσωπο που διάλεξε ο πρωθυπουργός για την προεδρία της επιτροπής εορτασμού, δηλώνει τι ο ίδιος φαντάζεται και τι περιμένει να οργανωθεί, προκειμένου να τιμηθεί η επέτειος: Περίπου τα γνωστά πανηγυριώτικα «ευρήματα» σκηνοθετικού εντυπωσιασμού, που επαναλαμβάνονται στις ενάρξεις «ολυμπιακών αγώνων», σε φιέστες καρναβαλικές, σε διεθνή τουρνουά ποδοσφαίρου κ.ά.α.

Απόλυτος στόχος, να κερδηθούν οι εντυπώσεις, να εκστασιαστεί το πόπολο, να ενδιαφερθούν για το θέαμα τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα.

Στόχος παντού και πάντοτε οι εντυπώσεις: Στην οργάνωση της παραγωγής, στην αγορά προϊόντων, στη διακίνηση ιδεών, στην επιστημονική κατάρτιση, στον ανταγωνισμό εμπορικών αθλητικών ομάδων, εμπορικών πολιτικών κομμάτων, εμπορικών τηλεοπτικών καναλιών και ραδιοφώνων. Έτσι και με την επιλογή του πρωθυπουργού για την προεδρία του εορτασμού δύο αιώνων από την «παλιγγενεσία», πρώτο κριτήριο η ικανότητα εντυπωσιασμού των ασχέτων.

Ο συνταγματικός μονοκράτορας πρωθυπουργός θα μπορούσε να είχε, έστω και μόνο, ξεφυλλίσει το αυτοβιογραφικό πόνημα της εκλεκτής του – εκδόθηκε το 2013. Θα είχε τότε, ίσως, κάτι αντιληφθεί για τη διαφορά της σοβαρότητας από την ελαφρότητα, του δημιουργικού ταλέντου από την επιδεικτική επιδεξιότητα. Ίσως όλα να ήταν διαφορετικά στην πατρίδα μας, αν έστω κι ένας πρωθυπουργός, στα τελευταία σαράντα χρόνια, μπορούσε να διακρίνει την κρίσιμη διαφορά του σοβαρού από το ασόβαρο, του πραγματικού από τις εντυπώσεις.

Ασφαλώς προσβάλλει την όποια έλλογη ευαισθησία η πρωθυπουργική επιλογή της προέδρου για την προετοιμασία του εορτασμού της παλιγγενεσίας. Όμως, ολόκληρο το «σύστημα» διαχείρισης της ελληνικής συνέχειας στη χώρα μας (κυβερνήσεις, κόμματα, η κρατική μηχανή, η Δικαιοσύνη, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, οι Επίσκοποι, οι Ένοπλες Δυνάμεις, η Τοπική Αυτοδιοίκηση ή ό,τι άλλο) βεβαιώνουν, έμπρακτα, καθημερινά και με έμφαση ότι αντιλαμβάνονται την «παλιγγενεσία» ακριβώς όπως και ο πρωθυπουργός: Δηλαδή, ακριβώς όπως μια πρώην αποικία που αποτίναξε, με τεράστιες θυσίες, τον ζυγό αθέλητης δουλείας αιώνων, για να της παραχωρηθεί μια πιο λουστραρισμένη, αλλά τώρα θελημένη υποδούλωση: ηδονικά καμουφλαρισμένος αυτεξευτελισμός. 

Κατάφαση ή αντίρρηση σοβαρή γι’ αυτή την πιστοποίηση προϋποθέτει μελέτη πολλή και δίχως προκαταλήψεις – μια επιφυλλίδα μόνο σαν πρόκληση μπορεί να λειτουργήσει. Με την καταθλιπτική, εκ προτέρου επίγνωση ότι και η πρόκληση είναι προ πολλού παγιδευμένη: Η συντριπτική πλειονότητα των Ελληνωνύμων σήμερα είναι απολύτως βεβαιωμένη ότι έχει την «ορθή» άποψη, έστω κι αν την αντλεί από επιπόλαια ψιλοδιαβάσματα ή κυρίως από την εγκληματική ανευθυνότητα των ΜΜΕ. Δεκαετίες τώρα (τουλάχιστον τέσσερις) η ιστορικο-υλιστική προπαγάνδα μονοπωλεί τα κρατικά και ιδιωτικά ΜΜΕ στη χώρα μας.

Το ερώτημα είναι απλό: Ποιος ήταν ο Ελληνισμός πριν την παλιγγενεσία και ποιος είναι σήμερα; Η απάντηση μπορεί να ελεγχθεί με δεδομένες μετρήσεις, πολλαπλά βεβαιωμένες μαρτυρίες: Οι Έλληνες τότε, πριν την «παλιγγενεσία», ήταν πολλές και μεγάλες πληθυσμικές ομάδες διάσπαρτες τόσο μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και σε χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, της Αφρικής. Με τα λόγια του Ελύτη, ο Έλληνας τότε «ανάσαινε (ακόμα) τον αέρα μιας περίπου αυτοκρατορίας. Οι δυνατότητές του να κινηθεί χωρίς διαβατήριο γλώσσας καλύπτανε μεγάλα μέρη της Ιταλίας και της Αυστρίας, ολόκληρη την Αίγυπτο, τη νότιο Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία του Καυκάσου και φυσικά την Κωνσταντινούπολη με την ενδοχώρα της, ώς κάτω, κατά μήκος του Αιγαίου, τη λεγόμενη στις μέρες μας νοτιοδυτική Τουρκία».

Έστω και μόνο τα κτίρια που άφησαν πίσω τους οι Έλληνες στην Τεργέστη, στην Οδησσό, στη Βιέννη, στη Βενετία, στη Μασσαλία, στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στο Βουκουρέστι βεβαιώνουν το συναρπαστικό παράδοξο: Ότι υπόδουλοι στους Τούρκους οι Έλληνες ήταν άρχοντες. Λαός με πηγαία περηφάνια για τη γλώσσα του, την Ιστορία του, τους προγόνους του, την πίστη του. Οικονομικοί μεγιστάνες στα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής, άρχοντες καλλιέργειας της ευαισθησίας στην άγονη ύπαιθρο και στα νησιά, με τη συναρπαστική ποικιλότητα της λαϊκής φορεσιάς, της σοφής και έκπαγλης λαϊκής αρχιτεκτονικής, της λαϊκής μουσικής, αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και την οθωνική ασέλγεια βιασμού της Ελληνικότητας από τον φορμαλιστικό «εξευρωπαϊσμό», οι Έλληνες δεν είναι πια Έλληνες. Η εικόνα λαού αρχόντων καταπόθηκε από τα στερεότυπα των «λαντζέρηδων» στα εστιατόρια της Αμερικής, των εξαθλιωμένων που «ξύνουν ψάρια» στα Fish and Chips της Αυστραλίας, των ανθρακωρύχων του Βελγίου, των Gastarbeiter της Γερμανίας. Χάθηκε αμετάκλητα ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Βόρειας Ηπείρου, της Βόρειας Κύπρου, της μακεδονικής Πελαγονίας.

Η βαρύτερη απώλεια δεν είναι οι χαμένες πατρίδες, οι σφαγμένοι, τυραννισμένα εξοντωμένοι Έλληνες της άλλοτε ελληνικής «οικουμένης». Είναι η οριστική απόσβεση του ελληνικού «τρόπου». Δεν υπάρχει πια γλώσσα να συνεχίσει την ελληνική μοναδικότητα, κοινή επίγνωση Ιστορίας, σώμα εκκλησιαστικής κοινωνίας, διασπορά που να λογαριάζει με καύχηση την ελληνικότητά της.

Και ούτε ένας «θάνατος από αηδία», δηλωτικός αντίστασης στη νεκροφόρο φιέστα της Γιάννας.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα ΙΙ

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Εβραίοι άκουσαν τους προφήτες τους. Οι Έλληνες γιατί δεν άκουσαν τους ποιητές τους; Την ερώτηση τη διατύπωσε ο Κώστας Αξελός στη δεκαετία του ’50 (την παραθέτω από μνήμης). Υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Η πρώτη που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι η ελληνική παιδεία εξόρισε τους ποιητές της, τους λογοτέχνες της.

Μπορεί να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τα δύο ποιητικά Νομπέλ μας, όμως όταν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, τα αντιμετωπίζουμε λίγο ώς πολύ ως είδος πολυτελείας, ένα υποχρεωτικό βάρος. Δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ στα σοβαρά γιατί για τους λογοτέχνες μας δεν υπήρξε ποτέ γλωσσικό ζήτημα. Ο Σολωμός έγραψε στα δικά του ελληνικά, ο Κάλβος στα δικά του. Κι εμείς τρέχαμε στους Μιστριώτηδες και στους Ψυχάρηδες για να μας πουν ποια ελληνικά πρέπει να μιλάμε αν θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες.

Το πρόβλημα εννοείται ότι δεν περιορίζεται στο γλωσσικό. Αν και αναρωτιέμαι σε ποιο άλλο ευρωπαϊκό έθνος η διαμάχη για τη γλώσσα άφησε πίσω της ακόμη και νεκρούς. Υπενθυμίζω τα Ορεστειακά. Αναρωτιέμαι, επίσης, ποιο άλλο έθνος προσέδωσε ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα σε ένα μέρος της γραμματικής, όπως εμείς στην τρίτη κλίση. Η κατάργησή της λειτούργησε σαν πιστοποιητικό προοδευτικών φρονημάτων. Το Ισραήλ που δημιουργήθηκε από Εβραίους της διασποράς, με διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα, αποφάσισε να αναγνωρίσει τον εαυτό του στη γλώσσα των προφητών. Εμείς αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας στη Βαβυλωνία, το θεατρικό του Βυζάντιου, και αναθέσαμε στους γραμματικούς και τους φιλόλογους να νομοθετήσουν. Η τυπολατρική νοοτροπία μας θριάμβευσε ακόμη κι εδώ. Στην Ελλάδα υπάρχουν νόμοι για τα πάντα, απλώς δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από το χάος που οι ίδιοι οι νόμοι δημιουργούν.

«Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα». Τον τίτλο τον χρωστώ στον φίλο Βασίλη Παπαβασιλείου. Ήταν το αγαπημένο του ρεφρέν στις εκπομπές που κάναμε τον χειμώνα στον ΣΚΑΪ με τον Περικλή Βαλλιάνο και τον Αρη Πορτοσάλτε. Δύσκολα διότι το έθνος βρισκόταν σε μόνιμη αναζήτηση του εαυτού του. Κυρίαρχο ρόλο σ’ αυτήν την αναζήτηση ανέλαβε και το περίφημο «γλωσσικό». Σήμερα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Θεωρούμε ότι το λύσαμε. Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία επέβαλε την δημοτική ως γλώσσα της εκπαίδευσης. Θύματα η υπέροχη τρίτη κλίση και η «ωραία περισπωμένη» όπως έλεγε ο Εγγονόπουλος. Οι γλωσσολόγοι και οι προοδευτικοί φιλόλογοι θριάμβευσαν. Ηττήθηκαν οι καθαρευουσιάνοι; Λυπάμαι αλλά ηττήθηκε ο Παπαδιαμάντης.

Θυμάμαι ακόμη μια ομιλία του Γιώργου Ιωάννου για τον Παπαδιαμάντη. Ήταν στη δεκαετία του ’70 και μου έχει μείνει ο τρόπος που ο Ιωάννου περιέγραφε την ανάπτυξη της φράσης του Παπαδιαμάντη. Μακροπερίοδος, σαν κύμα που φουσκώνει και ξεσπάει. Η μουσική της συνομιλεί με τα ελληνικά της εκκλησίας, συνομιλεί όμως και με την ανάπτυξη της φράσης του Φλομπέρ ή του Ντοστογιέφσκι που είχε ο ίδιος μεταφράσει. Ο Παπαδιαμάντης οδήγησε τις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας στα εκφραστικά της όρια. Ουπς! Που σου γράφει και το καταραμένο Διαδίκτυο όταν βάλεις λάθος κωδικό. Σήμερα στο σχολείο διδάσκεται ως ένας Σκιαθίτης συγγραφέας, λαϊκός άνθρωπος, μεράκλωνε ψέλνοντας στον Άγιο Ελισαίο, του άρεσε το κρασί, κάπνιζε και πληρωνόταν με τη λέξη από τις εφημερίδες του καιρού εκείνου. Ηθογράφος μιας Ελλάδας ξεπερασμένης, μάλλον γραφικής, όπως γραφική είναι και η γλώσσα του. Τα ελληνικά τού Παπαδιαμάντη, και η λογοτεχνία του, για το Ελληνόπουλο που πάει σήμερα σχολείο είναι «έθνικ». Κάτι σαν ιστορικό κειμήλιο που φιλοξενείται στο κακότεχνο μουσείο του εγχειρίδιου της Νέας Ελληνικής.

Δεν είμαι ιστορικός, δεν είμαι φιλόλογος, δεν είμαι πολιτικός. Είμαι, όμως, αναγνώστης λογοτεχνίας, και μάλιστα συντηρητικός αναγνώστης. Σε πείσμα των καιρών θεωρώ ότι η κλασική λογοτεχνία δεν είναι απλώς διακοσμητικό έπιπλο στο καθιστικό της δημοκρατίας. Σήμερα αναφέρθηκα στη μουσική του Παπαδιαμάντη, σ’ αυτήν την καθαρεύουσα που μας φαίνεται εξωτική. Θα μπορούσα να αναφερθώ και στη μουσική του Βαλτινού, στον αντίποδα της μακροπεριόδου φράσης του Σκιαθίτη. Πώς μια γλώσσα που έζησε τόσους αιώνες μπορεί ακόμη να βγάζει τέτοια μουσική;

Ασχέτως επισήμων εορτασμών, η συμπλήρωση διακοσίων ετών από την έναρξη της Επανάστασης, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή των ποιητών μας. Καιρός να καταλάβουμε ότι η εθνική μας ταυτότητα, και η αδυναμία μας να την προσδιορίσουμε, για τους λογοτέχνες μας υπήρξε έναυσμα δημιουργίας. Παραθέτω από μνήμης και πάλι τον Παπαδιαμάντη, στον «Βαρδιάνο στα Σπόρκα» όπου γράφει ότι η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Σκέφτομαι πολλές φορές πως η ελληνική λογοτεχνία ελάχιστα, αν όχι καθόλου, έχει ασχοληθεί με τη Μεσόγειο. Το λέω σε σύγκριση με τη γαλλική λογοτεχνία, για παράδειγμα, τον Βαλερύ ή τον Καμύ, που έγραψαν για τον «μεσογειακό πολιτισμό» αντιπαραθέτοντάς τον στους τρόπους του Βορρά. Για εμάς, η Μεσόγειος είναι σαν να μην υπάρχει. Για τον Ελύτη, η θάλασσα είναι το Αιγαίο. Για τον Καβάφη, είναι ο ορίζοντας της Αλεξάνδρειας. Αναρωτιέμαι αν σε όλη του την ποίηση εμφανίζεται κάπου η λέξη. Μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στον κατ’ εξοχήν θαλασσινό πεζογράφο μας, τον Παπαδιαμάντη. Ο τρόπος της λογοτεχνίας του είναι νησιωτικός. Βλέπει τη θάλασσα γύρω του και τον ορίζοντά του τον κλείνει η σκιά του διπλανού νησιού. Διότι πάντα υπάρχει ένα διπλανό νησί στον ελληνικό ορίζοντα. Θυμάμαι πάντα τη φαντασίωση κάποιου Μπουεντία στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες. Πίστευε πως στο Αιγαίο τα νησιά είναι τόσο κοντά που μπορείς να πηδήξεις από το ένα στο άλλο.

Θα μπορούσε κανείς να δει κάτω απ’ αυτό το πρίσμα τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης – βρεφική, παιδική ηλικία, εφηβεία, αποφοίτηση, ενηλικίωση. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο πηλός της ψυχής κάτω από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, αφήνοντας κατά μέρος τους εμφυλίους, τους πολέμους, τις πολιτικές ανατροπές. Το βλέμμα μας δεν έβλεπε τη Μεσόγειο. Μια ψυχική ροπή που ενδεχομένως να εξηγεί και το γεγονός ότι η ελληνική πολιτεία αναπτύχθηκε εις βάρος του μείζονος ελληνισμού που ήταν απλωμένος στη Μεσόγειο. Από την Αίγυπτο ώς την Κωνσταντινούπολη και την τραγική Σμύρνη.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, ίσως επειδή την έχουμε στα πόδια μας. Ποιος σκέφτεται ότι ο Σαρωνικός είναι στον μυχό της; Για τον Καμύ, το ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό μπορεί να είναι μια στιγμή του «τραγικού» στη Μεσόγειο, όταν οι σκιές αντικαθιστούν το φως. Για τη δική μας ευαισθησία είναι ένα ηλιοβασίλεμα στον Σαρωνικό.

Δεν βλέπουμε τη Μεσόγειο, επειδή το βλέμμα μας, από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τη λάμψη της σύγχρονης ζωής, ήταν στραμμένο αλλού. Ελάτε τώρα. Η Ελληνική Επανάσταση, εκτός όλων των άλλων, είναι και η υπόθεση ενός λαού που γοητεύθηκε από τον κόσμο της εποχής του και ήταν έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμη για να βρει τη θέση του σε αυτόν. Πέστε το Διαφωτισμό, πέστε το ό,τι θέλετε. Το ζήτημα είναι ότι το βλέμμα μας ήταν στραμμένο προς την πηγή της λάμψης, σαν εκείνον τον δεσμώτη στο πλατωνικό σπήλαιο που αντικρίζει το φως του ήλιου.

Το δικό μας ιστορικό σπήλαιο ήταν η βαλκανική ενδοχώρα. Δεσμώτες της γεωγραφίας που μας χώριζε από τη Δυτική Ευρώπη, δεσμώτες όμως και της ιστορίας που μας κράτησε για τέσσερις αιώνες εκτός ευρωπαϊκού πολιτισμού. Εδώ εμφανίζεται μια αντίφαση που διατρέχει τη νεοελληνική ύπαρξη έως σήμερα ακόμη. Η υπέρβαση της βαλκανικής ταυτότητας οδηγούσε στην υπέρβαση της οθωμανικής «εξορίας», όμως δεν μπορούσε να μετατραπεί σε απόρριψη της βαλκανικής μας ταυτότητας, αφού μέρος αυτής ήταν η καταλυτική για την εθνική ταυτότητα ορθοδοξία. Στη «Σύγκρουση των πολιτισμών» ο Χάντιγκτον μας κατατάσσει στο ανατολικό τόξο λόγω ορθοδοξίας. Η ιστορία της Ελλάδας μέχρι στιγμής δεν τον έχει δικαιώσει. Πλην όμως η τοποθέτησή του καταδεικνύει τη δυναμική αντίφαση που σημάδεψε τα πρώτα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης. Μια εργώδης προσπάθεια απαλλαγής από το βάρος της βαλκανικής ενδοχώρας από τη μια, κι από την άλλη μια προσπάθεια συμφιλίωσης με αυτό το βάρος αφού η ορθοδοξία εμψύχωσε την απελευθέρωσή του.

Ο εθνικός μας ποιητής, ο Σολωμός, ήταν Ζακυνθινός, άρα εκτός οθωμανικού τόξου. Ο εθνικός μας ιστορικός όμως, ο Παπαρρηγόπουλος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Τους συνέδεε η ορθοδοξία. Ο Καποδίστριας ήρθε για να οικοδομήσει ένα κράτος σύγχρονο, με πρότυπα Δυτικής Ευρώπης, όμως υπήρξε υπουργός Εξωτερικών του τσάρου. Η σύνθεση ήταν δύσκολη. Ε ναι. Τα πρώτα διακόσια χρόνια είναι δύσκολα.

Παρακαλώ τους απαιτητικούς αναγνώστες, ευτυχώς είναι πολλοί, να μη βιαστούν να μου προσάψουν βιασύνη ή συνειρμική ευκολία. Επειδή δεν πρόκειται να σταματήσω να γράφω όλον τον Αύγουστο, δεσμεύομαι για τη συνέχεια και ελπίζω να συμμετάσχω με τον τρόπο μου στην προετοιμασία για την επέτειο των διακοσίων ετών. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναζήτηση της εθνικής μας ταυτότητας. Μια ευκαιρία ώστε η χώρα του περίπου να αναζητήσει το ακριβώς της, και, αν είναι να το βρει στο «περίπου», χαλάλι της.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Το κράτος σε ρόλο ιστοριογράφου

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Για την ιστορία, όπως τη ζούμε σήμερα, εν θερμώ, στην εφημεριδογραφική και διαδικτυακή διάστασή της, ίσως έχει κάποια σημασία η είδηση ότι «οι σαμαρικοί της Ν.Δ. ενοχλήθηκαν με τον ορισμό της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου ως επικεφαλής της Επιτροπής “Ελλάδα 2021”». Για την ιστορία, ωστόσο, που θα γραφτεί σε δύο ή τρεις δεκαετίες, με αξιολογική αυστηρότητα, η «ενόχληση» αυτή θα είναι παντελώς αδιάφορη. Ούτε καν μια υποσημείωση.

Μικρό –εγκυκλοπαιδικό– ενδιαφέρον θα έχει αναδρομικά και η καθαυτό επιλογή της ολυμπιάρχου του 2004, παρεκτός και επιβεβαιωθούν –όπως είναι το πιθανότερο– οι φόβοι ότι η κ. Αγγελοπούλου επελέγη από τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη με όρους θεάματος, όχι πνεύματος. Αλίμονο όμως αν συρρικνωθεί σε μερικά θεαματικά events η επέτειος-ορόσημο, τα διακόσια χρόνια από μια Επανάσταση που συντάραξε τον κόσμο όλον. Τα πυροτεχνηματικά σόου μπορούν να υπηρετήσουν μόνο τη διαιώνιση της εξιδανικευτικής ρητορικής και των αυτοκολακευτικών μυθευμάτων που αντέχουν επί δύο αιώνες, σε πείσμα της αδέκαστης πλην μη υιοθετούμενης από τους ποικίλους πολιτειακούς μηχανισμούς ιστοριογραφίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κληρονομιά της επετείου δεν θα έχει μεγαλύτερη αξία από τη διαβόητη «ολυμπιακή κληρονομιά»: ημιαχρηστευμένες γιγαντιαίες εγκαταστάσεις και πολλοί, πάρα πολλοί καθρέφτες σπασμένοι από τη ματαιοδοξία που κατοπτρίστηκε πάνω τους. Χυμός, κανένας.

Για να γεννηθούν χυμοί ανθεκτικοί στον χρόνο, για να ’χουν λόγο οι Έλληνες σε δύο ή τρεις δεκαετίες να ασχοληθούν με το 2021, η επέτειος πρέπει να οργανωθεί από ένα πνεύμα δίκαια κριτικό και έντιμα αυτοκριτικό. Αυτό είναι το μόνο ικανό να διακονήσει την ουσιώδη αυτογνωσία μας, κλαδεύοντας τους μύθους που υποτίθεται πως είχε ανάγκη η εθνική μας αυτοπεποίθηση στην πρώτη ηλικία της. Ίχνη τέτοιου πνεύματος δεν διακρίνονται στο άρθρο 113 του σχεδίου νόμου για το επιτελικό κράτος, που ορίζει, με τσαπατσούλικα ελληνικά, τα της Επιτροπής: «Σκοπός της Επιτροπής είναι […] (γ) η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό τη δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του κράτους». Δηλαδή, να φτιάξουμε ένα «εθνικό αφήγημα», που θα φτιάξει την «ενιαία εικόνα της χώρας» (πρώτα η εικόνα) και την «ενιαία ταυτότητά» της. Το κράτος-συγγραφέας, κανονιστικός και δεσποτικός, ιδιοκτήτης της μιας και μόνης αληθείας. Το κράτος-ιστοριογράφος της σχολής του Προκρούστη. Αν αυτό είναι το πρώτο στάδιο της εξαγγελθείσας «επανάστασης στον πολιτισμό», ποια τα επόμενα;

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η θέση του Ευγένιου Γιαννούλη στη θεολογική σκέψη του 17ου αιώνα. Θεολογικές σταθερές στις επιστολές του



Λήψη αρχείου

Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου της Αρχαιολογικής – Ιστορικής – Λαογραφικής Εταιρείας Θεστιέων, (Ακρόπολη Θεστίας – Θέρμο – Ναύπακτος 9-11 Ιουνίου 2012), Ναύπακτος 2015, σσ. 415-448.

Ένας θλιβερός «τίτλος τιμής»

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Θα ήταν κρίμα και άδικο να χρειαστεί να κλείσει τα 85 ο πενηνταεπτάχρονος μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, όπως ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, για να ανακηρυχθεί επίτιμος πανεπιστημιακός διδάκτωρ. Διπλό το κρίμα και τρίδιπλο το άδικο αν ονομαστεί διδάκτωρ μόνο της Θεολογίας.

Τέτοιον τίτλο θα μπορούσε να τον αξιώσει και ο Καλαβρύτων Αμβρόσιος ή ο Πειραιώς Σεραφείμ. Αντίθετα, ο Κύπριος επίσκοπος, με τις απανωτές επικοινωνιακές εκρήξεις (απίστευτο το πόσο ζαλίζονται πολλοί ποιμένες από τις οθόνες της κοσμικότητας), έχει αποδείξει ότι και στη Γενετική θα μπορούσε να προσφέρει τη σοφία του και στην Εγκληματολογία, στη Σεξουαλική Αγωγή, στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία. Εκείνο το του Γκαίτε, στον «Φάουστ» («Αχ, σπούδασα φιλοσοφία, /ιατρική και νομική / και δυστυχώς θεολογία», στη μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη), μοιάζει γραμμένο για την αυτού δεσποτικότητα. Με έμφαση, δυστυχώς, στο «δυστυχώς».

Όσα είπε ο μητροπολίτης Νεόφυτος για τις αιτίες της ομοφυλοφιλίας και την «μπόχα της αρσενοκοιτίας», που την οσμίζονται λέει οι λαγωνικότεροι μοναχοί, του πρόσφεραν αρκετή από τη δόξα του Τουίτερ και του Ίντερνετ, αχρείαστη υποτίθεται για τους πνευματικούς. Ο σάλος μάλιστα υποχρέωσε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου να δηλώσει ότι ο Μόρφου διατύπωσε «προσωπικές απόψεις». Το ’χουν αυτό οι αρχιεπίσκοποι. Και ο πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος με την ίδια φόρμουλα «καθαρίζει» όσα μισαλλόδοξα εξαπολύουν κάμποσοι ιεράρχες.

Ο Μόρφου, ωστόσο, δεν αρκέστηκε στις περί ομοφυλοφίλων γνωματεύσεις του. Έσπευσε να παράσχει άφεση αμαρτιών στον ρατσιστή σίριαλ κίλερ της Κύπρου. Κατανοώντας ότι η δράση τού και παιδοκτόνου λοχαγού Νίκου Μεταξά, προσανατολισμένη σε αναλώσιμες γυναίκες του Τρίτου Κόσμου, αποκαθηλώνει την ιδεωδώς εύμορφη αυτοπροσωπογραφία που έχει σκαρώσει ο ελληνισμός, κυπριακός και ελλαδικός («εμείς δεν κάνουμε τέτοια πράγματα…»), κατάφερε και βρήκε μέσα σε τόση φρίκη έναν «τίτλο τιμής για την Κύπρο».

«Ξέρω», είπε για τον μακελάρη, «ότι κάλεσε ένα φίλο μας πνευματικό και εξομολογήθηκε. Τούτο είναι κάτι που τιμά την Κύπρο, ότι ακόμα και ο πιο ακραίος δολοφόνος που ακούστηκε μέσα στους τελευταίους αιώνες, έχει τη διάθεση της εξομολόγησης. Δεν επιτρέπεται η Κύπρος να έχει τόσο υψηλό ποσοστό εκτρώσεων και να μαραζώνουμε για τα δύο παιδάκια που σκότωσε ο δολοφόνος». Δεν επιτρέπεται. Όντως. Δεν επιτρέπεται τόση ρηχότητα σκέψης. Θα ’λεγα και ψυχής, γι’ αυτήν όμως γνωρίζει ο ετάζων καρδίας και νεφρούς.  

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ