Αρχείο μηνός Ιανουάριος 2019

Ολοταχώς προς τη συμφορά

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ​τραγωδία μας των Ελλήνων σήμερα είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τα όσα συμβαίνουν όχι με τη λογική μας, την κριτική λειτουργία του νου μας, αλλά με την παθητική κατανάλωση εντυπώσεων. Αυτή η απλή φρασούλα, που μπορεί να την εκλάβει κανείς σαν «σχήμα λόγου» ή έκφραση ρητορική, συνοψίζει μια συλλογική συμφορά.

Όσοι αναλαμβάνουν, χρυσοπληρωμένοι, να μετασκευάσουν αυτά που πραγματικά συμβαίνουν σε τεχνουργημένες «εντυπώσεις», με αντεστραμμένη την εικόνα της πραγματικότητας, είναι σπουδαγμένοι παραχαράκτες, περιζήτητοι στην «αγορά» –χάρη σε αυτούς οι παραγωγικές και ανταλλακτικές σχέσεις έχουν μετασχηματιστεί σε αρένα πολυμήχανης πανουργίας και απατεωνίας.

Έχουν την ικανότητα (και τις τεχνικές) να παρουσιάζουν το «αρνητικό» της φωτογραφίας σαν να είναι το θετικό: το άσπρο μαύρο, το μαύρο άσπρο. Εξουσιάζουν οι απατεώνες τις τηλεοπτικές οθόνες παραμυθιάζοντας με τερατώδη καμουφλαρισμένα ψεύδη, εκατομμύρια πολιτών, έγκαιρα ευνουχισμένων από τη σχολική τους «παιδεία». Οι τηλεοπτικές εντυπώσεις «μεταβολίζονται» άσκεπτα, άκριτα, παθητικά, σε «πολιτικές πεποιθήσεις».

Έτσι, η πιο χοντροκομμένη αναλήθεια παγιώνεται στις συνειδήσεις σαν ραφινάτη αλήθεια. Ακούνε οι Έλληνες τον κυρίως αυτουργό της πρόσφατης ιεροσυλίας (ασέλγειας στην ελληνικότητα της Μακεδονίας), πρωθυπουργό Τσίπρα, ή τους νηπιακά μωρόπιστους, προσήλυτους στην ιεροσυλία, βουλευτές (των ΑΝΕΛ ή του «ποτάμιου» αλαλούμ), τους ακούνε να αγλαΐζουν, με διθυραμβικές κενολογίες, την καθοδηγούμενη αυτοχειρία του Ελληνισμού. Και είναι σαν να διαβάζουν την Ιστορία τους με αντεστραμμένους τους ρόλους των ηρώων της:

Είναι σαν να ακούει ο πολίτης τον Κολοκοτρώνη «να τα βρίσκει» με τον Δράμαλη ή τον Ιμπραΐμ κερδίζοντας τον δόλιο έπαινο της Ιερής Συμμαχίας και την «καλή γειτονία» με τους αδίστακτους Οθωμανούς. Σαν να ακούει τον Ιωάννη Μεταξά να λέει ευπροσήγορο «ναι» στον Μουσολίνι και η Ελλάδα να αυτοπροσφέρεται στον «Άξονα» για να είναι αρεστή στους επικαιρικά ισχυρούς κερδίζοντας αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ή σαν να ακούει ο Έλληνας σήμερα, ακόμα πιο πίσω, τον μακρινό Λεωνίδα να χλευάζει κάθε ενδεχόμενο αντίστασης στις Θερμοπύλες, αφού το ΝΑΤΟ και το Βερολίνο «επιτέλους θα διαβούνε».

Δεν είναι ρομαντική εικονολογία όλα αυτά – η συλλογική αξιοπρέπεια δεν προσφέρεται για ψυχολογική κατανάλωση. Ζούμε για πολλοστή φορά, τα ψηλαφητά συμπτώματα αρρώστιας μολυσματικής, σωστής λοιμικής, που τη λέμε αρχομανία, εξουσιολαγνεία. Προσοντούχοι συνάνθρωποι, αλλά και αδικημένες από τη φύση μετριότητες, κερδίζουν στη λοταρία της εμπορευματοποιημένης «δημοκρατίας» το λαχείο των εντυπώσεων και καταλαμβάνουν πόστο εξουσίας. Γεύονται την ηδονή και τη μέθη της δημοσιότητας, των τιμών, του πλούτου. Και υπερ-φρονούν ή παρα-φρονούν: αρρωσταίνουν βαρειά. Δέσμιοι εξάρτησης από τα παραισθησιογόνα της ανεξέλεγκτης ισχύος, δεν συστέλλονται όταν αυτοδιασύρονται με εξευτελιστικές παλινωδίες, βδελυρές ασυνέπειες, σαρδανάπαλες αλλαξοπιστίες.

Τιτλοφορούνται «ριζοσπαστικοί» Αριστεριστές, αλλά δεν διστάζουν ούτε στιγμή «να γλείψουν εκεί που έφτυναν»: Να ξεπουλήσουν ιδεολογίες, δόγματα και επαναστατικές παντιέρες, να αλλάξουν πολιτική ταυτότητα μέσα σε μια νύχτα, να αγνοήσουν λαϊκό δημοψήφισμα που οι ίδιοι προκάλεσαν, να μεταμορφωθούν, με ιλιγγιώδη αδιαντροπιά, σε χαμερπείς λακέδες των «Αγορών» και του ΝΑΤΟ, σε «φιλαράκια» της Μέρκελ. Και όλος αυτός ο αυτεξευτελισμός, μόνο για την ηδονή της εξουσίας.

Θα μπορούσαν να έχουν τον οίκτο μας, τη συμπόνια που γεννάει ένα τέτοιο κατάντημα συνανθρώπων μας. Αλλά, όταν για το αλκοολίκι τους και μόνο ξεπουλάνε με άθλια τεχνάσματα πατρώα γη και προγονική ιστορία, όταν ατιμάζουν ένα πανανθρώπινο θησαύρισμα πολιτισμού, η όποια ανοχή μας γίνεται συνενοχή. Είναι λογικά ξεκάθαρο, κραυγαλέα πρόδηλο: Αν «αναγνωρίζουμε» την ύπαρξη «μακεδονικής» εθνότητας και γλώσσας, αναγνωρίζουμε αυτονόητα τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα των «Μακεδόνων» και τα σύνορα του σλαβο-αλβανικού κρατικού συμπιλήματος, στη Μελούνα. Αναγνωρίζουμε αυτονόητο κρατικό σύμβολο το άγαλμα του Μεγαλέξανδρου στην κεντρική πλατεία των Σκοπίων και το αστέρι της Βεργίνας στη σημαία τους.

Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου σήμερα πολιτισμού των «προκάτ» εντυπώσεων, η Ιστορία γράφεται όχι από συνεχιστές του Θουκυδίδη, αλλά από «οργανικούς διανοούμενους» μισθωμένους μανδαρίνους των «Αγορών» και του ΝΑΤΟ. Οι Ελλαδικοί, ανίατα εθελότυφλοι, παθιαζόμαστε μανιασμένοι, για να επανεκλεγεί ο επιδεικτικά εξαγορασμένος Τσίπρας ή ο κραυγαλέα ανεπαρκής Κυριάκος. Φώφη, Σταύρος, Χρυσαυγίτες και ανίατοι σταλινικοί συμπληρώνουν το σκηνικό της νεκροπομπής.

Περίπου ανάλογο ήταν το σκηνικό και όταν παραδίδαμε την Ανατολική Θράκη στους Τούρκους (μάλλον χωρίς να μας ζητηθεί), τη Βόρεια Ήπειρο στους Αλβανούς, την Ανατολική Ρωμυλία στους Βουλγάρους, τη Βόρεια Κύπρο στους Τούρκους. Πάντοτε έντεχνα πολωμένοι σε «ενδοτικούς» και «συνεπείς πατριώτες», πάντοτε παθιασμένοι από τη φανατισμένη πίστη μας σε «προκάτ» εντυπώσεις.

Η διακυβέρνησή μας από συμπολίτες μας με αρρωστημένο ψυχισμό ήταν συχνά προφανής. Σήμερα εξόφθαλμη.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ. Θ.Ε.5. ΗΘΙΚΗ. 5.5. Ετερότητα

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2019/01/5.5.-Ετερότητα.pdf

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2019/01/ΓΙΑΝΝΗΣ-ΡΙΤΣΟΣ.-1998.-«Όταν-έρχεται-ο-Ξένος».pdf

Αρθρο έντεκα πανεπιστημιακών στην «Κ»: Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί έντιμο συμβιβασμό

Η δημόσια συζήτηση για την αποδοχή και την αναγκαιότητα της συμφωνίας των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ περιλαμβάνει τρεις βασικές ανακρίβειες, οι οποίες πρέπει να αποκατασταθούν.

Το αδιέξοδο της διπλωματίας δεν οφειλόταν στην έλλειψη τόλμης ή ευφυΐας. Επί 25 χρόνια το βάρος των διαπραγματεύσεων έπεσε στην εξεύρεση μιας μεικτής ονομασίας, η οποία θα χαρακτήριζε και τη νέα χώρα και το έθνος που την κατοικεί και τη γλώσσα που ομιλείται, βάσει της αντίληψης ότι οι λαοί δίνουν την ονομασία τους στις χώρες και τις γλώσσες και όχι το αντίστροφο. Αυτή ήταν η κόκκινη γραμμή της ελληνικής διπλωματίας και από πουθενά δεν προκύπτει ότι υπήρξε ποτέ διαφορετική προσέγγιση. Δεν μπορούσε να την παραβλέψει καμία κυβέρνηση, διότι, ασχέτως των επιστημονικών προσεγγίσεων, η Ιστορία αποτελεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού έθνους και θέμα εξαιρετικά μεγάλης ευαισθησίας στον ελληνικό Βορρά, στην ελληνική Μακεδονία. Η πραγματικότητα αυτή δεν ανατρέπεται ούτε αναθεωρείται με συνοπτικές διαδικασίες. Η Αθήνα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ένα μακεδονικό έθνος δίπλα στον δικό της μακεδονικό πληθυσμό, ασχέτως της ονομασίας του γειτονικού κράτους, για την οποία πάντοτε υπήρχαν προτάσεις και συζητήσιμες λύσεις.

Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί έναν έντιμο συμβιβασμό. Στην προσπάθεια να προφυλαχθεί –και όχι να καταπολεμηθεί, όπως μερικοί πιστεύουν– το εθνικό αφήγημα και των δύο κρατών, εντέλει υπονομεύθηκε ανεπανόρθωτα το προβεβλημένο αντίδωρο των Σκοπίων στην Αθήνα, δηλαδή η μεικτή ονομασία erga omnes.

Εφόσον, κατά το περίφημο 7ο άρθρο, με τον όρο «Μακεδονία» νοείται και η επικράτεια της ΠΓΔΜ, η διεθνής ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα συνυπάρχει χωρίς αντιρρήσεις με τη σκέτη «Μακεδονία», την οποία ουδόλως θα επισκιάσει. Εξάλλου, η ελληνική παραδοχή πως με το επίθετο «μακεδονικός -ή -ό» μπορούν να προσδιορίζονται «η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά του, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά», συνιστά –για όσους πολιτικούς και εμπειρογνώμονες δεν το έχουν καταλάβει ακόμη– άμεση αναγνώριση από την Αθήνα μιας εθνότητας, που ονομάζεται «μακεδονική». Σε έναν κόσμο όπου η άγνοια ιστορίας και γεωγραφίας είναι ο κανόνας, η ονομασία υπηκοότητας και εθνότητας συνάμα ως «μακεδονικών» δίνει στους γείτονες, εμμέσως πλην σαφώς, ασχέτως των όρων της συμφωνίας περί αρχαιότητας, απεριόριστη πρόσβαση στη μακεδονική κληρονομιά συνολικά – και μάλιστα με την υπογραφή μας.

Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί ουσιαστική συμβολή στην προσέγγιση των δύο γειτονικών λαών. Δεν επιλύει τη διαφωνία. Προσπαθώντας να δώσει ίσο βάρος σε δύο απολύτως αντιφατικές ιστορικές εκδοχές, παραβιάζει την κοινή λογική, αφού αναγνωρίζει ότι αμφότερες είναι κατ’ όνομα «μακεδονικές». Η συνωνυμία αυτή δεν αποτελεί επωφελή λύση, γι’ αυτό και την αντιμαχόμασταν ανέκαθεν. Εύκολα εκλαμβάνεται ως διάσπαση μιας και μοναδικής μακεδονικής ιστορικής ενότητας, ενώ ο εθνικός προσδιορισμός των «Βορείων» αναπόφευκτα υπερισχύει του τοπικού των «Νοτίων». Αφελής ήταν η αντίληψη των εμπνευστών της ότι οι δύο «αλήθειες» θα μπορούσαν να περιοριστούν και να ισχύουν μόνον μέσα στις αντίστοιχες επικράτειες. Όπως προκύπτει από τις συνεχείς δηλώσεις των πολιτικών της ΠΓΔΜ, τα πρόσωπα αυτοπροσδιορίζονται εντός και εκτός της χώρας όπου διαμένουν με τον τρόπο που επιθυμούν. Επιπλέον, η Iστορία δείχνει ότι οι δύο εκδοχές δεν μπορούν να στεγανοποιηθούν μεταξύ τους. Η ελληνική εκδοχή της αρχαίας μακεδονικής Iστορίας αφορά και γεωγραφικό τμήμα της ΠΓΔΜ, ενώ, από την άλλη, οι λεγόμενοι «Αιγαιάτες» πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοί τους δεν πρόκειται να αποκηρύξουν τη δική τους ιστορική εκδοχή για τις «χαμένες πατρίδες» τους, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 36 στο αναθεωρημένο σύνταγμα της ΠΓΔΜ. Κοντολογίς, η συζήτηση περί Ιστορίας και ταυτοτήτων εντός του πλαισίου της συμφωνίας είναι ατελέσφορη και ασύμφορη.

Όλα αυτά, ασχέτως των συναισθημάτων που προκαλούν, δεν είναι οι κύριοι λόγοι που είμαστε αντίθετοι στη συμφωνία των Πρεσπών. Είμαστε αντίθετοι όχι γιατί η υπογραφή του υπουργού των Εξωτερικών αδυνατεί να αποτρέψει με πειστικό τρόπο τον σφετερισμό ευαίσθητων ιστορικών δεδομένων, αλλά γιατί επιτρέπει ρητώς αυτόν τον σφετερισμό· όχι γιατί αδυνατεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, αλλά γιατί καταφεύγει σε λογικούς ακροβατισμούς, ώστε να μας πείσει πως το πέτυχε. Είμαστε αντίθετοι όχι γιατί η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε, αλλά γιατί αδυνατεί να κατανοήσει ποια πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα. Αδυνατεί να κατανοήσει την ευαισθησία των πολιτών της για την ιστορική τους κληρονομιά – μιαν ευαισθησία που νοηματοδοτείται σε πολλές συνταγματικές διατάξεις και έρχεται ως συνέπεια δύο αιώνων δημόσιας εκπαίδευσης. Είμαστε αντίθετοι, τέλος, λόγω της ασυνέπειας σε μια εθνική γραμμή, η οποία προσδιόρισε την εσωτερική πολιτική και τη διεθνή θέση της χώρας επί 25 χρόνια με τεράστιο κόστος, σε μια γραμμή η οποία συστράτευσε σχεδόν το σύνολο της κοινής γνώμης. Κι αν το πρόβλημα είχε «κακοφορμίσει», όπως έγραψε πρόσφατα ο τ. υπουργός των Εξωτερικών, ποιος αποφάσισε ότι ο «ακρωτηριασμός» ήταν η δέουσα λύση για την Ελλάδα; Το κράτος μας αντιφάσκει με τον εαυτό του, χωρίς να προτείνει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, ενώ η κυβέρνηση έχει εναποθέσει τη δυναμική της συμφωνίας στις μελλοντικές επιλογές των Σκοπίων.

ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ  (ΑΠΘ), ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ  (King’s College London), ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΤΣΙΟΣ  (Ιόνιο Πανεπιστήμιο), ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ  (ΑΠΘ), ΚΩΣΤΑΣ Α. ΛΑΒΔΑΣ  (Πάντειο Πανεπιστήμιο), ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ  (Πανεπιστήμιο Κρήτης), ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΙΑΔΑΣ  (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), ΜΙΧΑΛΗΣ Ι. ΤΣΙΝΙΣΙΖΕΛΗΣ  (ΕΚΠΑ), ΚΩΣΤΑΣ ΥΦΑΝΤΗΣ  (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Ι. Κ. ΧΑΣΙΩΤΗΣ  (ΑΠΘ), ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  (ΕΚΠΑ).

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Γυναίκα με ημερομηνία λήξης

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ· Θεολόγου Καθηγητή

Σάλος προηγήθηκε πριν από λίγες ημέρες από τις δηλώσεις ενός 50χρονου Γάλλου συγγραφέα ότι οι γυναίκες άνω των 50 ετών είναι πολύ μεγάλες για να τις ερωτευτείς. Συμπλήρωσε μάλιστα ότι το σώμα μιας 25χρονης είναι εντυπωσιακό σε αντίθεση με το σώμα μιας 50χρονης που δεν είναι.

Κακώς προκλήθηκε σάλος και κακώς, κυρίως γυναίκες, επιτέθηκαν ή ειρωνεύτηκαν τον συγγραφέα. Η πλειοψηφία αντρών, αλλά και γυναικών, ασπάζονται (έστω κι αν δεν τις ομολογούν όλοι κυνικά) αυτές τις απόψεις. Με αυτές ως οδηγό κυκλοφορούν, συναναστρέφονται, ψάχνουν, ποστάρουν φωτογραφίες, συνάπτουν σχέσεις. Η κυτταρίτιδα, τα ψωμάκια, η ηλικία είναι αιτία άγχους, αυτομαστιγώματος και χλευασμού στη δική μας «απελευθερωμένη» και ταυτόχρονα πουριτανική κοινωνία.

Κατακρίνουμε μια γυναίκα που δεν ταιριάζει στα δικά μας κουτάκια της προοδευτικής φθοράς και του κοινωνικού αποκλεισμού, ανάλογα με την ηλικία της και το οικογενειακό της status. Φθονούμε και σ-χολη-άζουμε μια γυναίκα «μεγάλης ηλικίας» που ντύνεται «νεανικά», που προσέχει το σώμα της, που βάφεται, που έχει κοινωνική ζωή, που αναζητά την αποδοχή, την παρέα, τον έρωτα.

Με διπλή ηθική μεγαλώνουμε οι γονείς τα αγόρια και τα κορίτσια μας, τα νουθετούμε στο σχολείο, τα σχολιάζουμε στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Αν πάμε στην καθ’ ημάς θρησκευτική–συμπλεγματική  «διανόηση», τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Ισχύουν όλα τα παραπάνω στο μέγιστο βαθμό με την προσθήκη ότι όσο πιο αντικοινωνική, στερεοτυπική, πλαδαρή, ατημέλητη και γενικά θαμμένη είναι μια γυναίκα, τόσο πιο πολύ αγγίζει την «αγιότητα».

Κακώς λοιπόν λοιδωρούμε το συγγραφέα. Με τον καθρέφτη μας μαλώνουμε.

Η γυναίκα ως κρέας. Σερβίρεται στον πελάτη–αρσενικό και πωλείται ακριβά ή πιο φθηνά, ανάλογα με τα προσόντα. Πάντως, αν σιτέψει αρκετά, απλά αποσύρεται από την αγορά.

Αυτό που προσωπικά με εξόργισε περισσότερο στις παραπάνω δηλώσεις είναι η σκύλευση μιας ιερής έννοιας: του έρωτα. Ταυτίστηκε μόνο με το σφριγηλό και νεανικό σώμα. Τίποτα παραπέρα.

Η γυναίκα ως κόσμος. Προς ανακάλυψη. Και ως κόσμημα. Για να ομορφαίνει τη ζωή.

Ψιλά γράμματα για όσους αρκούνται σε ανέραστα στερεότυπα που ικανοποιούν πρόσκαιρα το εγωιστικό τους αυτοείδωλο, αλλά τους στερούν μια μέγιστη γοητεία: να αγαπήσουν και να ερωτευθούν.

ΠΗΓΗ

Εκπαιδευτικές και Θεολογικές Αταξίες

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το ζήτημα της Ουκρανίας

Ένα ωραίο άρθρο για τον πολυγραφώτατο λόγιο του 18ου αιώνα Κωνσταντίνο Δαπόντε του μετονομασθέντος σε Καισάριο



Λήψη αρχείου