Αρχείο μηνός Δεκέμβριος 2018

«Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», ο Σολωμός Σολωμού και ο Κ. Κατσίφας

Του ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ 

Η κοντινότερη λογοτεχνικά μορφή στον Σολωμό Σολωμού και στον Κωνσταντίνο Κατσίφα είναι Ο Βασίλης ο Αρβανίτης του Σ. Μυριβήλη. Από κριτικούς όπως οι Ρένος Αποστολίδης, Α. Σαχίνης και Κ. Δεσποτόπουλος έχει υποδειχθεί ως ένα από τα σημαντικότερα διηγήματά του. Περιγράφει το παλικάρι, τον μάγκα, που οδηγείται αποκλειστικά από την ανδρεία του, δίχως να λογαριάζει την παροδική του ύπαρξη. 

Με αυτόν τον τρόπο ο Σολωμός Σολωμού, μόνος απέναντι από τις κατοχικές δυνάμεις, ανεβαίνει στον ιστό για να κατεβάσει την τουρκική σημαία. Αντίστοιχα ο Κ. Κατσίφας αρνείται τις εντολές του αλβανικού κράτους για να υποστείλει την ελληνική σημαία. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λογάριασαν τη ζωή τους.

Αλλά, ας δούμε τι γράφει, σε μια γνήσια δημοτική, ο Στρατής Μυριβήλης, για τον ήρωα του:
«Είναι λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του. Όμως μέσα του είναι κ’ ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ’ ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ’ ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ’ είναι. Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, πού τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα»

Πιο αδρά, συνεχίζει ο Μυριβήλης: «Και μέσα στην καρδιά του μαγικού κόσμου, στέκεται τροπαιοφόρος ένας ξανθός παλίκαρος. Πότε χαμογελά καλοσυνάτος και ζευγαρίζει πίσω με τ’ άσπρα δάχτυλα κάτι ξανθά μαλλιά σαν από φως. Πότε πάλι συννεφιάζουν τα μαβιά μάτια του. Γίνουνται μολυβιά σα δυο σφαίρες του γκραδιού και το κάτω χείλι ξεβγαίνει με το μορφασμό του ερεθισμένου αγριμιού, που οσμίζεται να χιμήξει. Σαν τι γύρευε και χτυπιόταν με τόσον καημό η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη; Με τους ανθρώπους και με το Θεό χτυπιόταν, με ξένους και δικούς, με το καλό και με το κακό έπιανε αμάχη. Και ποτές δεν έλεγε να καταλαγιάσει ο παραδαρμός του».

Ο πατέρας του Βασίλη ήταν οικοδόμος, αψύς και πεισματάρης, τον είχαν βγάλει για αυτούς τους λόγους Αρβανίτη. Ο Βασίλης ήταν το δεξί του χέρι, τον βοηθούσε στα χτισίματα. Ο Σαμπρής ο Τούρκος σκότωσε τον πρώτο παλικάρι του χωριού τον Ζαχαριά, που έφερνε «κοντραμπάντο γκράδες απ’ το Ελληνικό». Το σκηνικό θυμίζει αρχαία τραγωδία: «Το κουφάρι, απόμεινε ξαπλωμένο δυο μέρες στη μέση του δρόμου, δαγκάνοντας το χώμα. Κόσμος περνούσε και το ‘βλεπε, κανένας δεν τ’ άγγιζε, ώσπου να ‘ρθουν από το Μόλυβο αστυνόμοι και δικαστάδες. Μόνο σαν ξημέρωσε η Δευτέρα βρέθηκε κάτω από το κεφάλι του νεκρού ένα κεντητό μαξιλάρι και πλάι ένα κλωνί ανθισμένη ροδιά. Ο Ζαχαριάς είχε ανοιχτά από τη μια κι από την άλλη τα μπράτσα. Λες κι αγκάλιαζε ολάκερη τη γης στο στέρνο του να την παλέψει και να την καταπονέσει. Κάτι γριές του ‘βαλαν ένα αναμμένο φανάρι κοντά στο κεφάλι, κολλήσαν κεράκια στις τριγυρινές πέτρες».

Ο Βασίλης θα συναντήσει σε ένα χωράφι τον Σαμπρή και θα πάρει εκδίκηση για τον Ζαχαριά. Τον ρωτά «γιατί, βρε Σαμπρή, τόνε σκότωσες το Ζαχαριά;» Η απάντηση του Σαμπρή δεν θα είναι βέβαια ικανοποιητική και «ο Βασίλης τραβά την κάμα, την καρφώνει τέσσερις φορές, σταυρωτά, στα στήθια του Σαμπρή. Το αυλάκι κατεβάζει κόκκινο το νερό. Ποτίζει τις ντοματιές που μυρίζουν δυνατά στον ήλιο, κι όλο τραγουδά και σπιθοβολά. Ο Βασίλης σκουπίζει προσεχτικά το μαχαίρι στο βρακί του Τούρκου. Το βάζει στο ζουνάρι, ακουμπά με τα δύο μπράτσα, τσομπάνικα περασμένα στην κοντινή απιδιά και κοιτάζει το κουφάρι. Έτσι που έχει απλωμένο το χέρι, πιάνει στην τύχη ένα αχλάδι. Το κόβει μηχανικά, το μασάει από γύρω-γύρω χωρίς να βιάζεται. Ύστερα πετά το κοτσάνι στο σκοτωμένο και φεύγει. Σφυρίζει και φεύγει».

Υ.Γ. Το διήγημα του Σ. Μυριβήλη περιέχει και μια από πρώτο χέρι αναφορά στον Θεόφιλο: «Και τούτος ο καφενές είναι σημαντικός και περίφημος, μπορεί να πει κανείς, σαν το νερό της Καρύνης γιατί μέσα κι όξω οι τοίχοι του είναι στολισμένοι με λογής πλουμίδια και ζουγραφιές του Θεόφιλου του Τσολιά. Ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, για μισοπάλαβο τον είχαν, έρεψε φτωχός και έρμος μέσα στις λερές φουστανέλες του. Θα πεις, πού βρέθηκε νησιώτης άνθρωπος και να’ ναι φουστανελάς. Να, έτσι από μεράκι περίμενε τις Απόκριες κάθε χρόνο, να βάλει τις φουστανέλες και να βγει στο δρόμο. Για «μακεδόνας» θα ‘βγαινε, για εύζωνας. Ήταν ένας ανθρωπάκος κοντός, χλωμός και κακομοίρης στο παρουσιαστικό, μολαταύτα μέσα του τον έτρωγε το μαράζι της λεβεντιάς, που του αρνήθηκε ο Θεός… Ο καημός του ήταν να στορίσει ηρωικά θέματα. Από την ιστορία του Αλή-πασά κι από τα κυνήγια. Σαν πέθανε κ’ ύστερα, οι γραμματιζούμενοι από το Παρίσι και την Αθήνα, τον τελάληξαν μεγάλο ζωγράφο και τα κάδρα του έκοβαν μονέδα»…

ΠΗΓΗ

Η ΡΗΞΗ

Χριστουγεννιάτικο μήνυμα Αρχιεπισκόπου Αλβανίας 2018 – Αντίδοτο στην ανασφάλεια

Τέκνα εν Κυρίω προσφιλέστατα,

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…

Χριστός επί γης, υψώθητε».

(Καταβασίες Χριστουγέννων)

Διάχυτη ανασφάλεια, σαν σκόνη πυρηνική, απλώνεται στη σύγχρονη κοινωνία, προκαλώντας ανησυχητική δύσπνοια. Πολλοί προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν συσσωρεύοντας κάθε είδους υλικό πλούτο. Άλλοι αναζητούν φίλους ισχυρούς, πολιτικούς ή οικονομικούς παράγοντες. Μερικοί καταφεύγουν σε περίεργες θρησκευτικές ιδεολογίες ασιατικής προελεύσεως. Με ποικίλους τρόπους επιδιώκουν οι άνθρωποι την ασφάλειά τους. Η εορτή των Χριστουγέννων έρχεται να προσφέρει το θεραπευτικό αντίδοτο στον ιό της ανασφάλειας. Να ζωντανέψει στο νου και τη συνείδησή μας μια αλήθεια συχνά λησμονημένη: ότι «ο Θεός μεθ’ ημών». Αυτό ακριβώς σημαίνει το όνομα του ερχομένου Λυτρωτού: «Εμμανουήλ!». Ο Λόγος του Θεού «σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν,» (Ιω. 1:14).

Αυτό αποτελεί την κατεξοχήν εμπειρία της Εκκλησίας: Ο Θεός, ο άπειρος και απερινόητος δεν εγκατέλειψε τον κόσμο έρμαιο στις δυνάμεις του μίσους και του εγωκεντρισμού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Κατά την διατύπωση του Μεγάλου Βασιλείου, ήλθε στη γη «ίνα επαναγάγη πάσαν την ανθρωπότητα προς εαυτόν», για να επανασυνδέσει την ανθρωπότητα με τον δημιουργό της: τον προσωπικό Θεό «όστις αγάπη εστί».

Πολλοί απορρίπτουν την εν Χριστώ αποκάλυψη υποστηρίζοντας ότι το σύμπαν κυβερνάται από μια απρόσωπη Ανώτερη Διάνοια και Δύναμη. Διανοητικές ικανότητες διαθέτει και ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα στον κόσμο. Όμως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι η αυτοσυνειδησία του, ότι είναι πρόσωπο. Γιατί λοιπόν, όσοι αναφέρονται αόριστα σε μια Ανώτερη Δύναμη, την θέλουν απρόσωπη; Γιατί αρνούνται ότι αυτή η Υπέρτατη Πραγματικότητα είναι συγχρόνως ένα Πρόσωπο, με αυτοσυνειδησία, που βεβαιώνει ότι είναι, κατά τη βιβλική έκφραση, «ο Ων», «ο Υπάρχων»;

Οι Χριστιανοί πιστεύουμε ότι ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος, δεν είναι μια απρόσωπη, αόριστη δύναμη, αλλά είναι ο Ζων Θεός, ο οποίος αποκαλύπτεται εκουσίως και συνάπτει με τον άνθρωπο σχέση αγάπης. Η Εκκλησία δεν ζητεί να επιβάλει αυτή την αλήθεια. Κατά τη μεγάλη εορτή των Χριστουγέννων κατεξοχήν την κηρύσσει δοξαστικά, καλώντας μας να την προσεγγίσουμε ουσιαστικά με πίστη θερμή και γνήσια αγάπη.

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε… Χριστός επί γης, υψώθητε». Η εν Χριστώ πνευματική ανύψωση δεν συντελείται αυτόματα. Προϋποθέτει καταρχήν πίστη. Και η εορτή των Χριστουγέννων ζητεί να μας αφυπνίσει ώστε να δεχθούμε προσωπικά τον Ιησού Χριστό, ως Σωτήρα, ως Οδηγό, ως Εμπνευστή των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αποφάσεων και των ενεργειών μας.

Η συναίσθηση της συνεχούς παρουσίας Του ειρηνεύει και ενθαρρύνει, «ει ο Θεός υπέρ ημῶν, τις καθ᾿ ημών;» (Ρωμ. 8:31). Αυτή η βεβαιότητα εξουδετερώνει κάθε αίσθημα ανασφάλειας προσφέροντας παρηγοριά, αντοχή και ελπίδα. Και ο πιστός επαναλαμβάνει γαλήνια τον ψαλμό: «Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ᾿ εμού ει» (Ψαλμ. 22).

«Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Ιησούς Χριστός δεν ήλθε ως απλός Προφήτης να επισημάνει τα κακώς κείμενα, να αναγγείλει ένα νέο σύστημα ιδεών και αρχών. Ήλθε να μας ανυψώσει, να μας κάνει παιδιά του Θεού: «ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4:5). Και αυτό ακριβώς συντελείται δια της πίστεως: «πάντες γαρ υιοί θεού έστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3:26). Όπως συγκλονιστικά συνοψίζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφερόμενος στην έλευση του Μεσσία «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 3:16).

Ουσιαστικά η σχέση με τον Χριστό είναι σχέση αγάπης, η οποία διαμορφώνει μια γενικότερη στάση ζωής. Ο Ιησούς προ του πάθους Του την καθόρισε: «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος ο αγαπών με· ο δε αγαπώνμε αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν” (Ιω. 14:21). Καλές οι εξωτερικές εκφράσεις ευλάβειας και λατρείας, αλλά η ουσιαστική σχέση αγάπης μαζί Του σημαίνει συμμόρφωση προς το είδος αγάπης, που Εκείνος αποκάλυψε με τον λόγο, τη ζωή και τη θυσία Του. Σχολιάζοντας ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον ύμνο του Αποστόλου Παύλου «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» (Ρωμ. 8:31-39) καταλήγει με τη γνωστή του τόλμη: «τούτον γαρ απάντων μείζον το τον Χριστόν ερώμενον έχειν ομού και εραστήν”.

Ο συνεπής μαθητής του Χριστού δεν περιορίζεται να ασχολείται με τον εαυτό του. Αισθάνεται παράλληλα το χρέος να αγωνίζεται για την δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη συμφιλίωση και την ειρήνη στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον του, συμβάλλοντας στην ασφαλή κοινωνική συνοχή. Δεν περιορίζεται στα εξωτερικά θρησκευτικά καθήκοντα. Δεν λησμονεί ότι: «ποιείν δίκαια και αληθεύειν αρεστά παρά Θεώ μάλλον ή θυσιών αίμα» (Παροιμ. 21:3). Είναι πασίγνωστο ότι η αναταραχή και η αβεβαιότητα, που δηλητηριάζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι, συντηρούνται από την πολύμορφη διαφθορά, την οποία τροφοδοτούν τα ψέματα, η πλεονεξία, ο εγωκεντρισμός, η αλαζονεία. Αυτά ακριβώς ήλθε να ανατρέψει με την παρουσία Του ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού. Ο συντονισμός μας με τις αρχές, που Εκείνος καθόρισε, αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια της ζωής μας και γενικότερα της κοινωνίας.

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε…» αδελφοί μου, «Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Χριστός παραμένει μαζί μας όχι μόνο στις ώρες της κατανύξεως και της λατρείας, αλλά και στις θολές ημέρες της αμφιβολίας και της αδυναμίας. Η συνείδηση της παρουσίας του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού διαλύει τη νέφωση της αβεβαιότητος, κάθε φόβο και ανησυχία.

Ας Τον υποδεχθούμε με αναζωογονημένη πίστη και αγάπη. Ας υψώσουμε λατρευτικά τον νου και την καρδιά μας ατενίζοντας το Πρόσωπο του Ηγαπημένου Χριστού. Και συγχρόνως ας εργασθούμε για να Τον γνωρίσουν και άλλοι συνάνθρωποί μας εγγύς και μακράν. Στην ανησυχία που δημιουργεί ο ιός της ανασφάλειας ο Χριστός προσφέρει το αποτελεσματικό αντίδοτο.

Ευλογημένα Χριστούγεννα! Το Νέον Έτος ας είναι γεμάτο από τη βεβαιότητα της παρουσίας Του στην καθημερινή μας βιοτή, καθώς και στην πορεία του κόσμου.

Με ολόψυχη αγάπη εν Χριστώ Ιησού τω Σωτήρι ημών

+ Αναστάσιος

Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

«Το “πίστευε και μη ερεύνα” είναι ένα λάθος»

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΝΕΝΕΤΥΞΗ

Ο Ευθύμιος Νικολαΐδης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, μιλάει για τη σχέση επιστήμης και Ορθοδοξίας, με αφορμή το τριετές πρόγραμμα που ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που η είδηση αφορά φαινομενικά μία ειδική ομάδα ερευνητών και χάνεται από τα ραντάρ, καλώς ή κακώς, της επικαιρότητας. Από μια «λοξή», ωστόσο, διάσταση ένα συνέδριο με τον τίτλο «Η σχέση επιστήμης και Ορθοδοξίας: παρελθόν – παρόν – μέλλον» μοιάζει μάλλον ταιριαστό στην επικαιρότητα κατά την οποία συζητείται ο περίφημος διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Με το συνέδριο αυτό, που πραγματοποιήθηκε από τις 29 Νοεμβρίου ως την 1η Δεκεμβρίου στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ολοκληρώθηκε η τριετής έρευνα του προγράμματος «Επιστήμη και Ορθοδοξία ανά τον Κόσμο» (Science and Orthodoxy around the World) του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ, με στόχο να χαρτογραφήσει τη σχέση θετικών και φυσικών επιστημών με τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Με ερευνητές σε 10 χώρες, μια βάση δεδομένων ως υλικό έρευνας, συνεντεύξεις, συνέδρια, εργαστήρια και διαλέξεις, άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και ένα σχετικό ντοκιμαντέρ που θα κυκλοφορήσει το 2019, αναδεικνύονται οι πολλαπλές όψεις αυτής της σχέσης – ενίοτε παρεξηγημένης. Στο πλαίσιο αυτό χωρούν η βιοηθική, η οικολογία και το περιβάλλον, η φυσική και η κοσμολογία, αλλά και η ψυχολογία και η ψυχανάλυση. Μιλήσαμε με τον Θύμιο Νικολαΐδη, διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, δίκην απολογισμού.

Ποια, κατά τη γνώμη σας, ήταν τα σημαντικότερα εμπόδια ώστε να ζήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία τη δική της «επιστημονική επανάσταση»;
Οι επιστήμες, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο από τον 16ο αιώνα και μετά. Η νέα αυτή γνώση προέκυψε από τη μεταμόρφωση της αρχαίας ελληνικής φυσικής φιλοσοφίας και των μαθηματικών επιστημών και επηρεάστηκε από τη δυτική θεολογία και τις απόψεις περί φύσης που απορρέουν από αυτήν. Έχει γίνει πολλή κουβέντα από τους ιστορικούς των επιστημών για τον ρόλο της μεταρρύθμισης και γενικότερα του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη της νέας επιστήμης, οφείλουμε όμως να τονίσουμε ότι πολλοί βασικοί συντελεστές, όπως ο Γαλιλαίος, ήταν καθολικοί. Με τη σειρά τους οι νέες αυτές επιστήμες επηρέασαν τη δυτική θεολογική σκέψη και άλλαξαν τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, μετατρέποντάς τη σε ένα εργαλειακό αντικείμενο εκμετάλλευσης. Oι ορθόδοξες κοινότητες, είτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε στη Ρωσία, δεν συμμετείχαν σε αυτές τις αλλαγές, οι οποίες, προερχόμενες από τον δυτικό χριστιανισμό, θεωρήθηκαν από μερίδα της Εκκλησίας ως ύποπτες αιρέσεων. Παρότι οι νέες ιδέες περί επιστημών και φύσης εισήχθησαν από ορθόδοξους ιερωμένους, μεγάλο μέρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η πλειοψηφία του κατώτατου κλήρου αντιστάθηκε στη νέα επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη.
Το «πίστευε και μη ερεύνα», όσο παρεξηγημένο κι αν είναι, έχει περάσει ως κοινός τόπος ότι η Εκκλησία προϋποθέτει την πλήρη υποταγή στο δόγμα αποθαρρύνοντας την έρευνα. Τι απαντάτε;Ο βασικός χρηματοδότης της επιστημονικής έρευνας στη Δυτική Ευρώπη ως την ίδρυση κρατικών θεσμών στα τέλη του 17ου αιώνα ήταν η Εκκλησία. Έχουν γραφτεί πολλά για το θέμα, παραμένει κλασικό το βιβλίο του ιστορικού των επιστημών John Heilbron «The Sun in the Church» (HUP, 2001). Τα ιησουιτικά κολέγια τον 17ο αιώνα τα οποία είχαν συνολικά 50.000 μαθητές, ήταν ο βασικός θεσμός διδασκαλίας μαθηματικών και αστρονομίας. Βέβαια, πάντα υπήρχε η μέριμνα συμβιβασμού της επιστήμης με τις βασικές θεολογικές αρχές, αυτό όμως το βλέπουμε και στους μεγάλους μεταρρυθμιστές των επιστημών, όπως ο Νεύτωνας. Στον ορθόδοξο κόσμο, πολλές σχολές των ελληνικών κοινοτήτων ως την ίδρυση του ελληνικού κράτους χρηματοδοτούνταν από την Εκκλησία και η πλειοψηφία των διδασκάλων των νεωτερικών επιστημών έως τον 19ο αιώνα ήταν κληρικοί. Άρα δεν υπάρχει άλλη απάντηση στο ερώτημά σας από το ότι πρόκειται για έναν εσφαλμένο κοινό τόπο.
Υπάρχουν τομείς όπου η Ορθοδοξία και η επιστήμη ήρθαν πιο κοντά, ανεξάρτητα αν αυτό έγινε γνωστό στη δημόσια σφαίρα; Και, αντιστρόφως, ποιοι τομείς χρειάζονται περαιτέρω ενθάρρυνση;
Αν μιλήσουμε ιστορικά, η επιστήμη και η Ορθοδοξία ήρθαν πολύ κοντά την εποχή των Ελλήνων Πατέρων, όταν ορισμένοι από αυτούς προσπάθησαν να συγκεράσουν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους με τη διδασκαλία των Γραφών. Πολλές από τις εξαημέρους, τα κείμενα δηλαδή που σχολιάζουν τις έξι ημέρες της Δημιουργίας του βιβλίου της Γένεσης αντανακλούν αυτήν την προσπάθεια. Στη συνέχεια, από τις απαρχές του πρώτου βυζαντινού ουμανισμού (τέλη 9ου αιώνα) και μετά, ο ανώτατος βυζαντινός κλήρος ταυτίστηκε με τον επιστημονικό χώρο. Το πρόβλημα σχετικά με τις επιστήμες (τη θύραθεν γνώση) ανέκυπτε κυρίως στον χώρο του μοναχισμού. Αργότερα, στους νεώτερους χρόνους, ορισμένοι ανώτεροι κληρικοί, όπως π.χ. ο Χρύσανθος Νοταράς ή ο Νικηφόρος Θεοτόκης, βλέπουν στις επιστήμες τη μελέτη της φύσης του Θεού και προσπαθούν να προωθήσουν τη διδασκαλία τους στον ορθόδοξο κόσμο. Από τον 19ο αιώνα και μετά, όταν δηλαδή οι δύο αυτές σφαίρες διαχωρίζονται σαφώς τόσο ιδεολογικά με την επιστήμη να μη χρησιμοποιεί πλέον τον Θεό στις εξισώσεις της όσο και θεσμικά με την ίδρυση κρατικών θεσμών επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας, οι χώροι αυτοί απομακρύνονται. Όμως συγκεκριμένα θέματα, όπως η θεωρία της εξέλιξης, τους αναγκάζουν σε διάλογο και καμιά φορά σε διαμάχη.
Σε σχέση με άλλα «κέντρα» της Ορθοδοξίας ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα ως προς την αξιοποίηση της επιστήμης; Σε ποια σημεία του κόσμου είναι πιο προωθημένη αυτή η σχέση;
Αν εννοείτε την αξιοποίηση από τα κράτη όπου το ορθόδοξο δόγμα κυριαρχεί, στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης επιστήμης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας είναι σαφές ότι η επιστήμη, οι θεσμοί της και όσα απορρέουν από αυτήν είναι στις προτεραιότητες όλων αυτών των κρατών. Η κυρίαρχη ιδεολογία, από την οποία απορρέει και το οικονομικό μοντέλο, βασίζεται στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία. Οπωσδήποτε υπάρχουν αντιστάσεις στο μοντέλο αυτό από διάφορα κινήματα, ορισμένες εξ αυτών απορρέουν δε από το χριστιανικό ορθόδοξο μοντέλο της ταπεινοφροσύνης και του σεβασμού της φύσης (π.χ. η οικολογική καμπάνια του Οικουμενικού Πατριάρχη), αλλά προς το παρόν αυτές οι απόψεις δεν πλειοψηφούν στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Μπορείτε να μας υποδείξετε παραδείγματα – από την καθημερινότητα ή την πανεπιστημιακή εκπαίδευση – όπου η συνεργασία Ορθοδοξίας και επιστήμης αποδίδει ήδη καρπούς;
Θα πω τρία παραδείγματα:
– Οικολογική κρίση και κριτική της νεωτερικότητας. Ο συνδυασμός Ορθοδοξίας και επιστήμης μπορεί να λειτουργήσει ανατρεπτικά, με τη θετική έννοια του όρου, για τον τρόπο που σχετιζόμαστε με το φυσικό περιβάλλον και αναλαμβάνουμε έμπρακτα την ευθύνη μας για αυτό.
– Ο τομέας της βιοηθικής (με κομβικά σημεία την αρχή και το τέλος της ζωής) είναι ένα βασικό πεδίο όπου η συνεργασία τους θα μπορούσε να είναι επίσης σημαντική, στον βαθμό που ανακύπτουν κεντρικά ερωτήματα και διλήμματα για την ίδια της έννοια του ανθρώπου.
– Σύγχρονος προβληματισμός για τις αξίες. Οι θετικές επιστήμες, αν και είναι φορείς σημαντικών αξιών και αποτελούν ένας είδος οικουμενικής γλώσσας, δεν μπορούν να θεμελιώνουν τις αξίες με τρόπο σταθερό και καθολικό. Η πολύπλοκη, και άρα ευάλωτη, δομή των νεωτερικών κοινωνιών χρειάζεται συμπληρωματικές προσεγγίσεις για την κατανόηση των σύγχρονων πολυεπίπεδων προκλήσεων.
Η παρηγοριά – για την απώλεια, το τραύμα, τον θάνατο – είναι μια έννοια για την οποία θα μπορούσαν να έχουν λόγο τόσο η Εκκλησία όσο και η επιστήμη. Βρίσκετε εφικτή αυτή τη «συνεργασία»;
Στο πλαίσιο της χριστιανικής βιοηθικής εμφανίζονται τελευταία νέα πεδία προβληματισμού και πρακτικών στις επιστήμες της υγείας, όπως η διεπιστημονική παρηγορητική φροντίδα (palliative care) και η ιατρική ανθρωπολογία (medical anthropology) επεκτείνοντας τον ορίζοντα της βιοηθικής έρευνας, ώστε να συμπεριλάβει την ορθόδοξη πνευματικότητα ως σημαντικό στοιχείο, φωτίζοντας την πολιτισμική – πνευματική διάσταση της ασθένειας, του πένθους και της θεραπείας. Επίσης, όπως διαπιστώνουμε, στον διάλογο ψυχολογίας και ορθόδοξης θεολογίας και ποιμαντικής θίγονται τέτοια ζητήματα τόσο στην ψυχολογική όσο και στην πνευματική τους διάσταση.
Η Ορθοδοξία υπερασπίζεται έναν λόγο οντολογικό, σε αντίθεση με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Θα μπορούσε ποτέ η φιλοσοφία να γίνει γέφυρα μεταξύ Ορθοδοξίας και επιστήμης;
Στο μέτρο που η θεολογία αλλά και οι επιστήμες εμπεριέχουν στην ιστορία και τη δομή τους φιλοσοφικές θεωρήσεις και έννοιες, χωρίς να εξαντλούνται σε αυτές, η διαμεσολάβηση της φιλοσοφίας θα μπορούσε να λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ τους, κυρίως στα πεδία της επιστημολογίας, της ανθρωπολογίας και της ηθικής Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι τα ανανεωτικά ρεύματα στην ορθόδοξη θεολογία του 20ού αιώνα, όπως εκφράστηκαν για παράδειγμα από τη ρωσική Διασπορά, αναδύθηκαν στη δημιουργική συνάντηση της θεολογίας με τη σύγχρονη φιλοσοφία, η οποία επέτρεψε στη θεολογία την ανανοηματοδότηση της ευαγγελικής πρότασης στο πλαίσιο του νεωτερικού κόσμου και των επιστημών. Ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur μάς λέει στον περίφημο διάλογό του με τον νευροεπιστήμονα Jean-Pierre Changeux ότι στα σύνορα των πεδίων γίνονται οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις αρκεί να είμαστε προσεκτικοί με τη σημασία των λέξεων και τη χρήση των εννοιών. Αυτές, όμως, οι ανακαλύψεις δεν είναι δοσμένες. Η φιλοσοφία μπορεί να λειτουργεί ως τρίτος χώρος συνάντησης των δύο πεδίων, χωρίς να τα απορροφά. Κάτι τέτοιο διαπιστώνουμε και στη μέχρι τώρα καταγραφή που κάναμε, στο πλαίσιο του Science and Orthodoxy around the World.

ΠΗΓΗ

ΤΑ ΝΕΑ

Γόνιμη συνάντηση θεολόγων καθηγητών

Γράφει ο Α. Ι. Καλαμάτας

Η υπαρξιακή συνάντηση με συναδέλφους θεολόγους, έχω την ταπεινή γνώμη, πως ένα καλό αποτέλεσμα μπορεί να έχει: το μοίρασμα της αγωνίας και της αγάπης που ο καθένας από εμάς έχει για το μάθημα των Θρησκευτικών. Αυτό σήμερα επετεύχθη στη σημερινή επιμορφωτική ημερίδα που οργάνωσε ο νέος Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Θεολόγων Βορείου Αιγαίου κ. Νίκος Ματθαίου, η οποία φιλοξενήθηκε στην αίθουσα διδασκαλίας των πρώην ΠΕΚ Μυτιλήνης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερίδας, όλοι σχεδόν οι θεολόγοι του νησιού μας που παραβρέθηκαν σ’ αυτήν, κατέθεσαν τις απόψεις τους για την πορεία του Νέου Προγράμματος Σπουδών (ΝΠΣ) στα Θρησκευτικά, επισημαίνοντας ό,τι η εφαρμογή του στις σχολικές αίθουσες έχει θετικότατα αποτελέσματα, παρότι υπάρχουν ακόμη αρκετά πρακτικά προβλήματα που, κυρίως, αφορούν τη διδακτική μεθοδολογία.

Εκείνο που κυριάρχησε στη συζήτηση ήταν το γεγονός πως εμείς οι θεολόγοι καθηγητές μπορούμε να δώσουμε εκτίμηση στους μαθητές μας, μόνο όταν εξερχόμαστε από τον εαυτό μας, δίνοντας απλόχερα την αγάπη και τον έπαινό μας προς αυτούς. Μια τέτοια στάση, άλλωστε, μπορεί να τους βοηθήσει να γίνουν καλύτεροι. Και το μάθημα των Θρησκευτικών με το ΝΠΣ, όπως βέβαια, και παλαιότερα με τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ), δείχνει το δρόμο της προσωπικής συνάντησης δασκάλου και μαθητή, αφού πάντοτε ως πρότυπο έχει τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος ήλθε και μας συνάντησε εκεί που ήμασταν εμείς, για να μας πάει εκεί που αυτός Αυτός είναι.

Όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι που βρεθήκαμε σήμερα στην παραπάνω επιμορφωτική συνάντηση θέσαμε τον δάκτυλο μας επί τον τύπο των ήλων, προσδοκώντας να τεθεί τέλος στην παρατεταμένη διχόνοια των θεολόγων καθηγητών, διότι πιστεύουμε πως όλοι ανεξαιρέτως αγαπάμε τον Θεό και το μάθημά μας και αγωνιούμε για το μέλλον του. Κατά πως λέγει κι ο Αρχιμ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης στα ερμηνευτικά του σχόλια στο Περί Αγάπης έργο του αγίου Μαξίμου Ομολογητή: «αγαπάς το Θεόν: Τουτέστιν, θέλεις να αγαπάς τον Θεόν; Ό,τι δης μια, δυό, τρεις φορές ότι σε δυσκολεύει στην πνευματική ζωή, καλό, κακό, συμφέρον, μη συμφέρον, πνευματικό, υλικό, ό,τι και αν είναι, δος του μια και πέταξέ το μακριά», [(2015). Περί Αγάπης: Ερμηνεία στον Άγιο Μάξιμο. Πρόλογος π. Νικόλαος Λουδοβίκος. Επιμέλεια κειμένου – Σχολιασμός Ιερόν Κοινόβιον Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμύλιας. Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 77].

Ευχάριστο, πράγματι, γεγονός ήταν και η παρουσία της Χορωδίας Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου, η οποία πριν αρχίζει η επιμορφωτική ημερίδα έψαλε βυζαντινούς ύμνους. Ακόμη πιο ευχάριστο ήταν το γεγονός που η ημερίδα έκλεισε με παραδοσιακή μουσική, με τραγούδια που έπαιξαν και τραγούδησαν ο Συντονιστής Θεολόγων Β. Αιγαίου κ. Νίκος Ματθαίου – αξίζει εδώ να σημειωθεί πως εκτός από θεολόγος είναι και μουσικός – και ο καθηγητής μουσικής κ. Μιχάλης Δήσσος.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση