Αρχείο μηνός Απρίλιος 2018

Δυστυχώς δεν υπάρχει ελπίδα…

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για nulla spes δυστυχώς δεν υπάρχει ελπίδα

Πανελλαδικώς εξεταζόμενη η Γ΄ Λυκείου σε λίγο καιρό… εξαφανισμένη από το σχολειό. Καθημερινά την ώρα που λειτουργεί το σχολειό κάμει «προσκυνηματική εκδρομή» στο φροντιστήριο. Τρόπος ζωής αυτό χρόνια τώρα, με κύριους υπεύθυνους εμάς τους δασκάλους αλλά και τους γονείς. Με θύματα τους ίδιους τους μαθητές, αφού η παραπαιδεία κατά κράτος έχει εκτοπίσει την Παιδεία και μεγαλοπρεπώς έχει θρονιαστεί στην έδρα· και μάλιστα με επίσημα διεπιστευτήρια.  Όλοι κι όλα πια, κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο, κάθε χρόνο, κινούνται στην αιχμή του δόρατος, που άλλη δεν είναι από τις γοργώπιδες Πανελλαδικές Εξετάσεις, με κύριο όμως πρωταγωνιστή όχι το σχολειό αλλά το φροντιστήριο. Ποιος, όμως, θα σώσει την αξιοπρέπεια του σχολείου; Ποιος θα πει και θα ξαναπεί τους στίχους της κορυφαίας σήμερα εν ζωή ποιήτριας Κικής Δημουλά; «Όταν μιλάει η αταξία, η τάξη να σωπαίνει / – έχει μεγάλη πείρα ο χαμός». «Κονιάκ μηδέν αστέρων», στο: Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα  1998.

Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Ορθοδοξία διαλεγόμενη: Αναζητώντας το Όραμα της Παιδείας στο Μάθημα των Θρησκευτικών Σήμερα»

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ και το Εργαστήριο Παιδαγωγικής του ιδίου Τμήματος διοργανώνουν την Παρασκευή 27 Απριλίου 2018 Επιστημονική Ημερίδα με θέμα: «Η Ορθοδοξία διαλεγόμενη: Αναζητώντας το Όραμα της Παιδείας στο Μάθημα των Θρησκευτικών Σήμερα».

Ώρα Έναρξης: 17:45′.

Αίθουσα: Β΄ Αμφιθέατρο Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ.

Μετά το τέλος της ημερίδας θα χορηγηθούν βεβαιώσεις συμμετοχής.

Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα.

Afisa

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, Η Εκκλησία της Ελλάδος στα χρόνια της Δικτατορίας

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη το βιβλίο του Θεολόγου Καθηγητή Χάρη Ανδρεόπουλου «Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και Νομοκανονική προσέγγιση», σε εκδήλωση της εφημερίδας «Χριστιανική» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.

Η εφημερίδα «Χριστιανική», σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Επίκεντρο», διοργανώνει ανοικτή εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Η Εκκλησία στα χρόνια της δικτατορίας 1967-1974» στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Χαράλαμπου Μ. Ανδρεόπουλου, θεολόγου καθηγητή, Δρος Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ, «Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση» το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» (σειρά «Ιστορία και Κοινωνία») της Θεσσαλονίκης.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την 25η Απριλίου 2018,  ημέρα Τετάρτη και ώρα 7 μ.μ. στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (Α΄ αμφιθέατρο, 2ος όροφος).

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:

–   Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Μανώλης Μηλιαράκης, Φυσικός, επίτιμος Πρόεδρος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας»

Κλήμης Πυρουνάκης, Θεολόγος, συντονιστής Δικτύου Στήριξης Φυλακισμένων και Αποφυλακισμένων Γυναικών

–   Ανδρέας Αργυρόπουλος, Θεολόγος καθηγητής, M.Th., Δ/ντής Γυμνασίου, και ο συγγραφέας.

Θα ακολουθήσουν ελεύθερες παρεμβάσεις και διάλογος. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Μανώλης Τασόγλου, μέλος της Κ.Ε. της «Χριστιανικής Δημοκρατίας».

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Λίγα λόγια για το βιβλίο (σημείωμα του εκδοτικού οίκου):

«Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας. Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της, ήτοι τόσο επί Γ. Παπαδοπούλου (και αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, Μάϊος 1967- Δεκέμβριος 1973) όσο και επί Δ. Ιωαννίδη (και  αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, Ιανουάριος 1974 – Ιούλιος 1974).

 Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).  

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κων/νου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία. Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974». (Από την αναφορά στο οπισθόφυλλο και στην ιστοσελίδα των Εκδόσεων Επίκεντρο).

* Το βιβλίο προλογίζει ο ομ. Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «..έως σήμερα, έχουν γραφεί πολλά και από πολλούς για όψεις και ζητήματα της περιόδου αυτής. Το πρώτον όμως επιχειρείται με την παρούσα διατριβή η συνολική και συστηματική περιγραφή και αποτίμηση της περιόδου αυτής. Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα το οποίο απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση. Τα προαπαιτούμενα αυτά πληροί η συγγραφή του κ. Ανδρεόπουλου έτσι, ώστε η μετά χείρας διατριβή όχι μόνο να αποτελεί ένα έργο-σταθμό για την εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το εκκλησιαστικό δίκαιο ή/και η πολιτική ιστορία του τόπου μας» (από τον Πρόλογο του βιβλίου ).

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Για το βιβλίο έχουν γράψει:

«Το βιβλίο αυτό απευθύνεται πέρα από τον νομικό, τον ιστορικό, τον θεολόγο, τον κληρικό, τον ερευνητή και τον κάθε ειδικώς (και όχι μόνο) ενδιαφερόμενο περί τα θέματα αυτά, εξάπαντος και εξόχως στον Nεοέλληνα και δη τον ορθόδοξο χριστιανό, που θέλει να εγκύψει στα δύσκολα και σκανδαλώδη αυτά προβλήματα της εκκλησιαστικής μας ιστορίας χωρίς φόβο και πάθος, με ωριμότητα και πνευματική νηφαλιότητα, προκειμένου να πατήσει πιο γερά στα πόδια της πίστεώς του, μακριά από φανατισμούς, μονομέρειες και ημιμάθειες ή ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας (…) Η παράθεση και ανάλυση των πηγών είναι τω όντι εξονυχιστική. Κείνο που έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι, πέρα από τον βασικό ιστορικό κορμό του πονήματος, η πλούσια παράθεση σχολίων και υποσημειώσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν την καθημερινότητα και τα «πάθη» των εκκλησιαστικών και πολιτικών προσωπικοτήτων που εξετάζονται στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο», (Κώστας Νούσης, φιλόλογος – θεολόγος (Μ.Τh.) καθηγητής και συγγραφέας, στο επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 88, τχ. 2/2017 και στο Αmen.gr, 16.11.2017 ).

«Η ενδιαφέρουσα, εστιασμένη στην εποχή της δικτατορίας, μελέτη του Χαράλαμπου Ανδρεόπουλου προσφέρει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να προβληματιστεί για μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας. Με τη βαθύτατη γνώση των γεγονότων της οχληρής εκείνης περιόδου, των περίπλοκων διοικητικών ζητημάτων και της εν γένει εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει αναλυτικά μια σωρεία απροκάλυπτων παρεμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος στα εσωτερικά της Εκκλησίας που αποσκοπούσαν στον έλεγχό της και κατά συνέπεια στην πρόσβαση στη μεγάλη κοινωνική επιρροή της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση των ιδεολογικών σκοπιμοτήτων της απεχθούς δικτατορίας. Μέσα από μια απολύτως τεκμηριωμένη μελέτη, ο συγγραφέας ερευνά και διατυπώνει τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά του που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας, αναδεικνύοντας την παθογένεια αλλά και την υποκριτική και καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία» (Ξενοφών Μπρουντζάκης, δημοσιογράφος – συγγραφέας, εφημερίδα “Το Ποντίκι”, 28.09.2017 ).

«Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, θεολόγος καθηγητής, μας παρουσιάζει μια εξαιρετικά παραστατική εικόνα των γεγονότων που ταλάνισαν την Εκκλησία την εποχή της δικτατορίας (…) Είναι φανερό ότι τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή» (Απόστολος Σπυράκης, καθηγητής και συγγραφέας, στην ιστοσελίδα βιβλίου και τέχνης Diastixo.gr , 16.08.2017 ).

«…Η προκείμενη πραγματεία αποτελεί μία πρωτότυπη εργασία δεδομένου ότι δεν διστάζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που πενήντα χρόνια μετά εξακολουθεί να αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον» και να παρουσιάζεται συνήθως μονομερώς και ανεπαρκώς προκειμένου να εξωραϊστούν ή να καταδικαστούν πρόσωπα, καταστάσεις και ενέργειες της περιόδου αυτής. Ο συγγραφέας με την εναργή και λεπτομερή από νομοκανονικής και θεολογικής πλευράς ανάπτυξη του υλικού του αφενός μεν δεν διεκδικεί δάφνες απόλυτης και αποκλειστικής αλήθειας, αφετέρου δε προσφέρει εφαλτήριο περαιτέρω αναζητήσεων για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει με μεθοδικότητα και επιστημονική συνέπεια, όπως και ο ίδιος πράττει, σε μία περίοδο της νεότερης εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας μας η οποία αφήνει, όσο μάλιστα παρέρχεται ο χρόνος, πολλά περιθώρια ακόμη για να αποκωδικοποιηθούν και να προβληθούν πτυχές της, που έως σήμερα παραμένουν ανέγγιχτες» (Γεώργιος Κ. Ιατρού, δικηγόρος, Δρ. Εκκλησιαστικού Δικαίου στην Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου «ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ» (τχ. 2/2017) και στην εφημερίδα “Ελευθερία” Λαρίσης, 04.01.2018

«….ο συγγραφέας περιγράφει το εύρος των παρεμβάσεων που υπέστη η Εκκλησία από το καθεστώς της Επταετίας με αντικειμενική ματιά, με εξονυχιστική παράθεση πηγών, χωρίς διάθεση «ουδετεροποίησης» ή αντιθέτως πρόθεση «δίκης» – πολλώ δε μάλλον «καταδίκης» – εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Το ζητούμενο για τον συγγραφέα είναι η ιστορική αλήθεια η οποία φωτίζεται και αποτιμάται από την ίδια την παράδοσης της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό ο συγγραφέας κρίνει τις κανονικές εκτροπές (και τα έκτροπα) τόσο κατά την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου Κοτσώνη, όσο και κατά την δεύτερη επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ Τίκα, με κριτήρια θεολογικά και εκκλησιολογικά» (Φωτεινή Οικονόμου, καθηγήτρια θεολόγος [M.Th.] και συγγραφέας, στο περιοδικό “Σύναξη” , τχ. 145, Μαρτίου 2018)

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο συγκαταλέχθηκε από την τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά (2017-2018) στην κατηγορία των επιστημονικών συγγραμμάτων (υπηρεσία διαχείρισης συγγραμμάτων «ΕΥΔΟΞΟΣ») ως εγχειρίδιο διδασκαλίας σε ΑΕΙ (στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών / Τμήμα Ιερατικών Σπουδών, ανάμεσα στα επιλεγόμενα συγγράμματα για το μάθημα του 4ου – εαρινού – εξαμήνου “Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος” ).

Αποτέλεσμα εικόνας για Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση

Ο Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ. και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr » και στο προσωπικό του ιστολόγιο.

Το πρόβλημα του ηγέτη

«Το να σε κάνουν αρχηγό με το ζόρι, χωρίς να σε ξέρουν, είναι άγνοια που σημαίνει θα μάθεις να διοικείς στου κασίδη το κεφάλι και αυτοί ας υποστούν τη μοίρα τους. Το να σε κάνουν αρχηγό σπρώχνοντας, ξέροντας με ποιόν έχουν να κάνουν σημαίνει αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκ μέρους τους και ότι βρέξει ας κατεβάσει· που σημαίνει εκ μέρους σου, ότι έχεις το δικαίωμα να τους αλλάξεις τον αδόξαστο, μπορείς και να πετύχεις πύρρεια νίκη. Το να σε κάνουν αρχηγό επειδή ήρθε η σειρά σου σημαίνει no fucking choice· στην ανοβρία καλό είναι και το χαλάζι· προσπάθησε να διαψεύσεις κάθε προκατειλημμένη αντίληψη για τον εαυτό σου· μπορεί να αποδειχθείς, ο ηγέτης. Το να σε κάνουν αρχηγό επειδή το αξίζεις αλλά και το ήθελες σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αιτιολογίες για αποτυχίες, πρέπει να σε φάνε».

ΣΑΒΒΑΣ ΤΣΙΛΕΝΗΣ, (2002), «Πατρικός μονόλογος ή δεκαπέντε συμβουλές προς ναυτιλλόμενους», στο: Η Κινστέρνα, τχ. 1ο & 2ο (Δεκέμβριος), σσ. 119-120.

Αλεξάντρ Σαντόβνικοφ, Οι Μυροφόρες

“Οι άντρες πιο πολύ φιλοσοφούν / Και μαζί με τον Θωμά αμφιβάλουν, / Οι Μυροφόρες όμως σιωπούν, / Με δάκρυα τα πόδια του Χριστού πλένουν. / Οι άντρες τους στρατιώτες φοβούνται, / Κρύβονται από την οργισμένη τους κακία / Μας οι γυναίκες τολμηρά μ’ αρώματα / Μόλις χαράξει σπεύδουν στο μνήμα”, Μετάφραση από τα Ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.

Οι Μυροφόρες, ρωσική εικόνα (14ος αιώνας)

ΠΗΓΗ

ΣΤΕΠΠΑ

Η προτεσταντική αντίληψη για την εργασία και ο Βέγγος

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ· Καθηγητής Πολιτισµού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Αθηνών

Να παράγετε περισσότερα! Να παράγετε ταχύτερα! Η εντολή από τον Βορρά φέρει μέσα της όλη τη βεβαιότητα του εντολέως σχετικά με το τι είδους άνθρωποι είναι αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Δείχνουν, πράγματι, ράθυμοι και φυγόπονοι οι Νότιοι στα μάτια εκείνων που βιάζονται πολύ να έχουν οφέλη από την εργασία τους. Αλλά τα οφέλη που θέλουν να αποκομίσουν οι Βόρειοι δεν είναι ακριβώς τα ίδια μ’ εκείνα που θέλουν οι Νότιοι. Και εκεί είναι το πρόβλημα.

Για τον Γερμανό και τον Ολλανδό το βασικό προσωπικό του επίτευγμα είναι το προϊόν της εργασίας του. Για τον άνθρωπο της Μεσογείου είναι η πράξη του. Θέλει περισσότερο να πράττει, παρά να παράγει. Θέλει να έχει την ικανοποίηση ότι είναι αυτός που ρυθμίζει τη σχέση του με την αδρανή ύλη, αντί να ικανοποιείται με το να υπακούει στην ύλη ώστε να μπορεί να τη δαμάσει στη συνέχεια.

Βαθιές διαφορές στο πνεύμα, στις στάσεις των λαών. Είναι βαθιές οι διαφορές, αλλά σήμερα που όλα θεωρείται ότι πρέπει επειγόντως να μπουν σε εύχρηστες φόρμουλες, οι διακρίσεις στα ήθη ξεχνιούνται, παραμερίζονται, εγκαταλείπονται για να ασχοληθούν μ’ αυτές οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι – όχι όμως και οι αγέρωχοι μηχανοδηγοί της Ευρώπης.

Μέσα στην πρεμούρα της αναδιοργάνωσης οι ιθύνοντες λησμονούν να αναρωτηθούν για τα μέσα τα οποία διαθέτουν. Ή μάλλον θεωρούν ότι όλα τα μέσα τους είναι μηχανικά. Να πατήσουν ένα κουμπί και αμέσως να γυρίσει ο τροχός. Να σηκώσουν τον μοχλό και να αρχίσει η πολυπόθητη ανάκαμψη. Ποιος, όμως, είναι αυτός που θα θελήσει να σηκώσει τον μοχλό; 

Η μηχανή και ο Νότιος

Οι μηχανές περιμένουν, λαδώνονται, γυαλίζονται. Εκείνο το χέρι, όμως, που θα τις έβαζε μπροστά, κι εκείνο το μυαλό που θα παρακολουθούσε τη λειτουργία τους δείχνουν μουδιασμένα. Οι άνθρωποι του Νότου στέκουν λυπημένοι και δύσπιστοι πλέον μπροστά σ’ αυτά τα κατασκευάσματα, τα οποία χρησιμοποίησαν για μερικές δεκαετίες, με μια προθυμία γεννημένη από τις προηγούμενες στερήσεις τους.

Ζήτησαν να εργαστούν σύμφωνα με τη λογική της βιομηχανικής παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που τους έλειπαν. Κοπίασαν, ίδρωσαν, μπήκαν σε μια ορισμένη ρουτίνα. Η αμοιβή τους ήταν: καλύτερη τροφή, καλύτερη κατοικία, καλύτερα ρούχα. Έως εκεί όμως. Δεν θα’ θελαν να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο και να ανταλλάσσουν την αφθονία των υλικών αγαθών με την όλο και μεγαλύτερη συμπίεση της ανεξαρτησίας τους.

Το να είναι δούλος ενός ωραρίου που συνεχώς επεκτείνεται, το να κυριαρχεί ο χρόνος της εργασίας πάνω σ’ ένα χρόνο που θα τον ήθελε «δικό του», αυτό ήταν μια εξέλιξη που ο Νότιος δεν την περίμενε, και τελικά με τον τρόπο του την αρνήθηκε. Φυσικά, η άρνησή του δεν ήταν απολύτως συνειδητή. Πώς θα μπορούσε από τη μια να επιθυμεί να απολαμβάνει, και από την άλλη να μη δέχεται να δουλέψει σκληρά για τις απολαύσεις του;

Η λύση την οποία εφηύρε αποτελούσε μια προσπάθεια συμβιβασμού. Ήταν σαν να έλεγε μέσα του: «Να απολαμβάνω, αλλά να μη γίνω υπηρέτης της απόλαυσής μου. Να δουλεύω, αλλά να μην ξεπατώνομαι στη δουλειά».

 Η «πανουργία της τεμπελιάς»

Για τον άτεγκτο θιασώτη της παραγωγικότητας, η στάση αυτή συνδυάζει την πονηριά, την υπεκφυγή και την φιληδονία. Πάνω απ’ όλα φανερώνει την πανουργία της τεμπελιάς. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι οκνηρία το να μη θέλει κάποιος να ενεργεί με έναν ρυθμό ο οποίος του επιβάλλεται.

Είναι, πράγματι, ζήτημα ρυθμού η απόδοση της εργασίας, αλλά ποιος από τους υπουργούς οικονομικών, τους τραπεζίτες και τους συμβούλους για την περιλάλητη ανάπτυξη σκοτίζεται γι’ αυτό; Λίγο περισσότερο, όμως, να σκεφτεί κανείς θα μπορέσει να δει τι σαλεύει κάτω από τους αριθμούς, τους δείκτες, τα μεγέθη. Θα δει ότι για κάτι άλλο πασχίζουν κυρίως οι άνθρωποι, για κάτι που δεν είναι προς αγορά ή προς πώληση, που δεν συσκευάζεται, που δεν τυποποιείται.

Φέρτε στο νου σας τις ταινίες του Ζακ Τατί. Ο ήρωας σκοντάφτει κάθε τόσο πάνω σε μια αλυσίδα συμβάντων και πραγμάτων που γυρίζει ασταμάτητα, κι εκείνος δεν καταφέρνει να βρει τον λόγο που γίνεται αυτό. Γυρίζουν τα γρανάζια του κόσμου συνεχώς, χωρίς διακοπή. Αυτό που πιο πολύ εντυπωσιάζει τον ήρωα είναι ότι οι άλλοι γύρω του βρίσκουν μια παράξενη ευχαρίστηση στο να γίνονται και οι ίδιοι γρανάζια, λες κι αυτό τους γλυτώνει από το να πρέπει να επιλέγουν και να αποφασίζουν.

Ο κύριος Υλό γίνεται, έτσι, μάρτυρας της ηθελημένης μηχανοποίησης της ζωής, πράμα ριζικά αφύσικο. Διότι μηχανή ίσον επανάληψη, ενώ ζωή ίσον εναλλαγή, εξέλιξη. Μελαγχολεί ο ήρωας απ’ αυτή την ελάττωση της ορμητικής πλαστικότητας, της ζωικής φοράς, όπως θα ‘λεγε ο Μπερξόν, απ’ αυτή την αναπηρία μες τη μονότονη δράση, την οποία ο δυτικός άνθρωπος διαλέγει ώστε να έχει το κεφάλι του ήσυχο. Σε άλλα κεφάλια, όμως, μια τέτοια ησυχία δεν έχει κανένα νόημα.

 Οι ήρωες της ελληνικής κωμωδίας

Πάρτε, για παράδειγμα, την παλιά ελληνική κωμωδία. Εκεί ο ήρωας δεν στέκεται όπως ο κύριος Υλό απορημένος και θλιμμένος με όσα συμβαίνουν. Δεν είναι παρατηρητής ο ντόπιος πρωταγωνιστής. Βρίσκεται ολόκληρος μέσα στην αναστάτωση που επικρατεί. Ο ρυθμός των κινήσεων του Χατζηχρήστου ή του Βέγγου είναι ο ρυθμός του ανθρώπου που μπαινοβγαίνει στον ρου των πραγμάτων.

Τον βλέπουμε να ανασκουμπώνεται, να πατάει γκάζι στις ενέργειές του, να στριφογυρίζει σαν σβούρα και ξαφνικά η σβούρα να σταματάει. Είναι επειδή το θέλησε αυτός. Δεν ήρθε ένας απόλυτος εξαναγκασμός απ’ έξω για να τον προστάξει. Το παν λοιπόν είναι να διαφοροποιεί κανείς το τέμπο, με το οποίο πορεύεται στη ζωή.

Όταν το απαιτεί η ανάγκη να ρίχνεται στη δράση, αλλά όταν παύει η ανάγκη να μην έχει γίνει θύμα της κεκτημένης του ταχύτητας. Η παλιά ελληνική συνταγή ήταν: δουλειά κι ανάπαυλα, πορεία και στάση, στάση απαραίτητη για να θυμηθούμε τον λόγο, για τον οποίο ξεκινήσαμε την πορεία. Και ακόμη τον σκοπό για τον οποίο αγκομαχάμε.

Οι καιροί άλλαξαν βέβαια, το βλέπουμε σήμερα. Αλλά ότι πρέπει να ξέρει ένας λαός τον σκοπό για τον οποίο μοχθεί, αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και ίσως κάποτε στις πλατείες υψωθεί το πανό με το νέο αίτημα: «ούτε παράσιτα θέλουμε να είμαστε, ούτε είλωτες».

ΠΗΓΗ

SLpress.gr

Σε σταυροδρόμι το μάθημα των Θρησκευτικών;

Του Γεωργίου Στριλιγκά  / Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων

Στην επικαιρότητα του μήνα που πέρασε, το ενδιαφέρον του θεολογικού κόσμου επικεντρώθηκε στην Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των Θρησκευτικών. Ήδη, πριν τη δημοσίευση της Απόφασης, αλλά και μετά από αυτή, εμφανίστηκε στα μέσα ενημέρωσης πληθώρα κειμένων, τα οποία υπερακόντιζαν υπέρ της «έννομης τάξης» έναντι της «χριστομαχίας», την οποία υποτίθεται ότι προωθούν πλέον τα Θρησκευτικά.

Οφείλω να αναφέρω ότι ανήκω στην πολυπληθή ομάδα των θεολόγων που εργάστηκαν για την εκπόνηση και την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας για τη μορφωτική και παιδαγωγική αναβάθμιση του μαθήματος. Επισημαίνω το αυτονόητο ότι ο σεβασμός στην έννομη τάξη, τις δημόσιες αρχές του τόπου και τις αποφάσεις τους είναι θεμελιώδης δέσμευση για όλους μας. Από την άλλη πλευρά, είναι εύλογο να διατυπώνονται προβληματισμοί, ιδιαίτερα όταν στον διάλογο περί του πρακτέου εμφανίζονται αμφίσημες ή πολωτικές ερμηνείες.

Όπως είναι γνωστό, η συζήτηση για τα Θρησκευτικά διαρκεί πολλά χρόνια, ενώ εντάθηκε ιδιαίτερα μετά το 2008, με αφορμή τις τότε υπουργικές εγκυκλίους για τη δυνατότητα απαλλαγής των μαθητών, οι οποίες μετέτρεπαν το μάθημα σχεδόν σε προαιρετικό. Η εξέλιξη εκείνη είχε προβληματίσει σοβαρά και τις ομάδες που εκπόνησαν τα νέα Προγράμματα Σπουδών, οι οποίες ξεκίνησαν την εργασία τους το 2010, μολονότι δεν ήταν η κύρια αποστολή τους η επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Στην αντιμετώπισή του, πάντως, συνέβαλε η Απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων, η οποία είναι σημαντική επειδή στο σκεπτικό της αναλύονται θέματα τα οποία αφορούν ευρύτερα στο μάθημα των Θρησκευτικών. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου είναι ισόκυρες με αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η προαναφερθείσα Απόφαση ρύθμιζε αποτελεσματικά και οριστικά όλα τα ζητήματα γύρω από τον σκοπό, τον χαρακτήρα και το πλαίσιο λειτουργίας των Θρησκευτικών. Έχει ενδιαφέρον ότι στο σκεπτικό εκείνης της Απόφασης, μεταξύ άλλων, αξιοποιούνται ακόμη και οι Υπουργικές Αποφάσεις για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου (2011), η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης, ακόμη και μελέτες ορισμένων εκ των δημιουργών του νέου Προγράμματος Σπουδών. Από τα πολλά που θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει, επισημαίνω την κομβικού χαρακτήρα αναφορά της Απόφασης ότι η ορθόδοξη πίστη πρέπει να διδάσκεται «προεχόντως» (αναφέρεται 5 φορές) ή «σε επαρκή βαθμό» (αναφέρεται 4 φορές) έναντι των άλλων θρησκειών. Ακόμη, ότι η θρησκευτική αγωγή στο σχολείο «επιβάλλεται να μην είναι άσχετη με την κοινωνική, την πολιτισμική και τη θρησκευτική συνείδηση του τόπου στον οποίο οι μαθητές ζουν και αναπτύσσονται». Επιπλέον, ότι «ανάγεται στο εθνικό περιθώριο εκτίμησης… εάν θα εισαγάγουν το μάθημα των θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία και ποιο ειδικότερο σύστημα θα υιοθετήσουν», σύμφωνα και με προγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Η Απόφαση 115/2012 ορίζει το βασικό νομικό πλαίσιο λειτουργίας του μαθήματος, κατά τη γνώμη μου, χωρίς να υπεισέρχεται στα ειδικά παιδαγωγικά χαρακτηριστικά της παρεχόμενης θρησκευτικής εκπαίδευσης. Έτσι, προσδιορίζει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του μαθήματος και περιγράφει τη δυνατότητα των ετεροδόξων, αλλοθρήσκων και αθρήσκων να εξαιρούνται για λόγους θρησκευτικής συνείδησης.

Όταν διάβασα την πρόσφατη Απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως απλός αναγνώστης των κειμένων, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι στο εκτενές σκεπτικό της, ανεξάρτητα από το εάν έπρεπε ή όχι, αποσιωπάται απολύτως η αντίστοιχη 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων. Αίφνης, διαπίστωσα ότι το «προεχόντως» των Χανίων μετατρέπεται πλέον σε «αποκλειστικά», στην πρόσφατη Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η τελευταία ορίζει ότι η προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, δηλαδή το Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά, «έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές», ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά… στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι στους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους», ότι οι μαθητές ανάλογα με τη θρησκεία τους έχουν δικαίωμα «να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών)» και ότι «η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές». Ο όρος «αποκλειστικά» αναφέρεται στην Απόφαση πάνω από 10 φορές με το παραπάνω ή με συναφές νόημα, ενώ άλλες 10 φορές αναφέρεται ότι στο υφιστάμενο Πρόγραμμα Σπουδών η θεματολογία είναι «όχι αποκλειστικά ορθόδοξη», κοκ.

Χωρίς να διεκδικώ το νομικό αλάθητο, στο σημείο αυτό αρχίζουν οι δικοί μου προβληματισμοί. Και εξηγούμαι:

Σε γενικές γραμμές, κατηχητικό μάθημα Θρησκευτικών είναι η μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης η οποία απευθύνεται σε πιστούς του ίδιου δόγματος και αποβλέπει στην ανάπτυξη της θρησκευτικής πίστης τους, ενώ ομολογιακό μάθημα αναγνωρίζεται η θρησκευτική εκπαίδευση η οποία επικεντρώνεται σε μια ορισμένη θρησκευτική παράδοση. Σύμφωνα με την Απόφαση 115/2012, η κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 παρ. 2 ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών πρέπει να γίνεται «προεχόντως» κατά τη χριστιανική διδασκαλία «και αυτό υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια των ελληνικών αρχών (περιθώριο εκτίμησης)». Επομένως, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να επικεντρώνεται στην επικρατούσα χριστιανική θρησκευτική παράδοση. Από την άλλη πλευρά η Απόφαση 660/2018 ορίζει ότι το μάθημα «απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές» και ότι «δεν εμποδίζεται η πολιτεία να περιλαμβάνει στα σχολικά προγράμματα, στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων απευθυνομένων στο σύνολο των μαθητών, (ανεξαρτήτως δηλαδή της θρησκευτικής τους εντάξεως), και εκπαίδευση «θρησκειολογικού» χαρακτήρος με πληροφορίες και γνώσεις και για άλλες, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκείες και δόγματα «κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, χωρίς να επιδιώκει κατηχητικό σκοπό» (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μου).

Τελικά, τα διδακτικά θέματα των Θρησκευτικών οφείλουν να είναι «αμιγώς» και «αποκλειστικώς» ορθόδοξα ή ενδείκνυται και η διδασκαλία ορισμένων θρησκειολογικών και άλλων στοιχείων; Άραγε, με ποιο κριτήριο μπορεί να χαρακτηριστεί ένα διδακτικό θέμα ή υλικό ως ορθόδοξο; Με το κριτήριο της προέλευσής του ή μήπως της μαθησιακής στόχευσης, της διδακτικής χρήσης και του μαθησιακού αποτελέσματος; Μια διδασκαλία μπορεί να χρησιμοποιεί ορθόδοξα υλικά και να είναι αντορθόδοξη και αντίθετα να αξιοποιεί μη ορθόδοξα υλικά και να είναι ορθοδοξότατη. Επιπλέον, η διερεύνηση εκφάνσεων της θρησκευτικής ετερότητας είναι αποστολή άλλων μαθημάτων; Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν πρέπει να γνωρίζει τίποτε για το θρησκευτικό περίγυρο που τον περιβάλλει; Ή μήπως πρέπει να δημιουργηθούν και «άλλα» μαθήματα που θα ασχολούνται με αυτό το πεδίο;

Η Απόφαση 660/2018 αποφαίνεται ότι «η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους». Άραγε, ο ψυχικός κόσμος των μαθητών, η κριτική σκέψη, τα στάδια ανάπτυξης και μαθησιακής ωρίμανσης και εν τέλει ο τρόπος ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης είναι νομικά ή παιδαγωγικά θέματα; Το νομικό πλαίσιο, ασφαλώς, είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση ορίων και κανόνων στη λειτουργία του θεσμού. Όμως, ο τρόπος οικοδόμησης της μάθησης είναι καθαρά παιδαγωγικό ζήτημα. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι το καθόλα σεβαστό ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο δεν απέφυγε τον σκόπελο της εισπήδησης σε καθαρά παιδαγωγικά χωράφια, εντάσσοντας στο σκεπτικό της Απόφασης τετριμμένα επιχειρήματα ενίων επικριτών του νέου Προγράμματος Σπουδών, με αποτέλεσμα την πλημμελή χρήση παιδαγωγικών όρων (λ.χ. «αναστοχασμός», «διδακτέα ύλη», «διδακτικοί στόχοι», «κριτική αντίληψη», κ.ά.), την παραθεώρηση της θεωρίας γύρω από την εξέλιξη και τη διαμόρφωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων και των Προγραμμάτων Σπουδών, την αποσπασματική προβολή ορισμένων διδακτικών θεμάτων έναντι άλλων, την ερμηνεία ορισμένων προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων αποκομμένα από το παιδαγωγικό πλαίσιό τους, την εξαγωγή παιδαγωγικών συμπερασμάτων («είναι δε ικανή…») χωρίς τεκμηρίωση με συγκεκριμένα εκπαιδευτικά στοιχεία, κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία ζητήματα δεν είναι το μείζον στην υπόθεσή μας. Άλλωστε τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα Προγράμματα Σπουδών έρχονται και παρέρχονται.

Από τον ορυμαγδό των ανακοινώσεων από εγνωσμένους επικριτές του Προγράμματος Σπουδών, οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της Απόφασης, αποκόμισα την εντύπωση ότι τους τελευταίους απασχολεί άλλο σπουδαιότερο ζήτημα. Πρόκειται για την προσδοκία ριζικής αναδιοργάνωσης του μαθήματος, με βάση την αντίληψή τους για τον σκοπό, τον χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσής του. Η εντύπωση αυτή θεμελιώνεται στις σαφείς τοποθετήσεις ορισμένων πρωταγωνιστών της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Για παράδειγμα, ήδη διαβάσαμε σε επίσημη ανακοίνωση: Η Εκκλησία «να διεκδικήσει… αυτό πού δικαιωματικά της ανήκει και πού παρανόμως και αντιδημοκρατικά της αφαιρείται, να συγγράφει ἡ ίδια μέσῳ των Συνοδικών Επιτροπών Χριστιανικής Αγωγής και Νεότητος καί Πολιτιστικής Ταυτότητος τα βιβλία θρησκευτικών που θα διδάσκονται στους Ορθόδοξους Ελληνόπαιδες». Το παζλ συμπληρώνεται από τις δηλώσεις άλλου πρωταγωνιστή της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ο οποίος όταν ρωτήθηκε για τη θρησκευτική εκπαίδευση των μη ορθόδοξων μαθητών στο ελληνικό σχολείο απάντησε: να διδάσκονται την πίστη τους «όπως και εμείς».

Υποθέτω ότι οι παραπάνω απόψεις εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντίληψης για την οργάνωση του μαθήματος, η οποία ουσιαστικά παραπέμπει στο πολυθρησκειακό μοντέλο των πολλαπλών ομολογιακών μαθημάτων, στα οποία οι θρησκευτικές κοινότητες έχουν την ευθύνη τουλάχιστον της συγγραφής των διδακτικών βιβλίων. Δεν υποτιμώ καθόλου αυτή την πρόταση, ακόμη και αν επί της ουσίας προτείνει να αντιγράψουμε για τους ορθόδοξους ό,τι ισχύει μερικά για τους μουσουλμάνους και τις λοιπές μειονότητες στη χώρα μας, το οποίο είναι άλλης τάξης ζήτημα. Δεν υπεισέρχομαι, ακόμη, στους παιδαγωγικούς προβληματισμούς που έχουν καταγραφτεί από την πολύχρονη εφαρμογή ποικίλων εκδοχών αυτού του συστήματος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αν και ορισμένοι προτείνουν να τις αντιγράψουμε. Προσπερνώ, επίσης, τη διαφαινόμενη καχυποψία, η οποία είναι βάναυσα προσβλητική, έναντι όλων όσοι μέχρι σήμερα έγραψαν διδακτικά βιβλία, Αναλυτικά Προγράμματα και Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά. Οι τελευταίοι δεν είναι ορθόδοξοι, δεν είναι παιδιά της Εκκλησίας;

Τελικά, αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των Θρησκευτικών; Αυτό λείπει από το ελληνικό σχολείο στην παρούσα φάση; Αυτό χρειάζονται τα παιδιά μας; Είναι ρεαλιστικά εφαρμόσιμη λύση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Είναι καιρός για τέτοιες δοκιμές; Έχουν ερωτηθεί οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και οι δάσκαλοι; Συμφωνούν οι γονείς, ως αρμόδιοι για την επιλογή της θρησκευτικής εκπαίδευσης των παιδιών τους; Συμφωνούν οι επιστημονικές ενώσεις των θεολόγων και οι Θεολογικές Σχολές; Συμφωνεί η Διοικούσα Εκκλησία; Ας τολμήσουμε να ρωτήσουμε δειγματοληπτικά τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Ας διδαχθούμε από τα στοιχεία γύρω από τις επιστροφές των Φακέλων (βιβλίων υλικού) των Θρησκευτικών, τα οποία έχουν δημοσιευτεί και είναι ενδεικτικά των τάσεων. Παρά την τεράστια και μονομερή εκστρατεία για το θέμα, οι γονείς μαθητών που επέστρεψαν Φακέλους δεν υπερβαίνουν το 0,4 % του συνόλου των μαθητών. Είναι ένας σαφής δείκτης που φανερώνει τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο της παιδαγωγικής διαδικασίας, με την οποία οφείλει το μάθημα να διαχειρίζεται τις σύγχρονες νεανικές ανησυχίες και μαθησιακές ανάγκες.

Άραγε, ποιες θα είναι οι άμεσες επιπτώσεις στην οργάνωση του μαθήματος στο σχολείο, εάν η πολιτεία θελήσει να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές; Υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι επί της ουσίας θα ανατραπεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του μαθήματος, ειδικά στο Δημοτικό και το Λύκειο; Οι θιασώτες αυτής της πρότασης συνήθως αποσιωπούν μια σημαντική «λεπτομέρεια». Τυχόν γενίκευση του πολυθρησκειακού μοντέλου χωριστών θρησκευτικών μαθημάτων θα έχει ως πρώτη βασική επίπτωση την επίσημη είσοδο στο ελληνικό σχολείο της ουδετερόθρησκης ηθικής, η οποία φρονώ ότι δεν θα διδάσκεται από τους υπάρχοντες θεολόγους, όπως ήδη γίνεται στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Ηρακλείου Κρήτης. Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι ύστερα από μια τέτοια εξέλιξη οι έλληνες πολίτες και μαθητές θα επιλέξουν με βάση τη θρησκευτική προέλευσή τους; Μπορούμε να αγνοήσουμε την προϊούσα εκκοσμίκευση στην ελληνική κοινωνία και κυρίως τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά των εφήβων, οι οποίοι βιώνουν φάσεις αμφιβολίας και αμφισβήτησης; Στην ευαίσθητη σχολική ηλικία τα παιδιά έχουν αποκρυσταλλώσει τι είναι δικό τους και τι δεν είναι;

Τελικά, ποιος επιδιώκει ανατροπές στα ήδη υφιστάμενα; Κακώς πορεύτηκε το ελληνικό σχολείο μέχρι σήμερα; Μήπως και τα προγενέστερα Αναλυτικά Προγράμματα ήταν μη σύννομα; Είναι προφανές ότι εάν πάρουμε τοις μετρητοίς το «αποκλειστικά» της Απόφασης 660/2018 είναι στον αέρα τόσο τα νυν όσο και τα προηγούμενα Αναλυτικά Προγράμματα και διδακτικά βιβλία, καθώς επίσης σύμφωνα με το ίδιο κριτήριο είναι παντελώς ανεφάρμοστη η πολυδιαφημισμένη πρόταση, που υποβλήθηκε στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος το 2016, χωρίς καμία παιδαγωγική τεκμηρίωση, για εμπλουτισμό των παλιών βιβλίων με διακριτές θρησκειολογικές ενότητες σε ποσοστό 20 %.

Διερωτώμαι: Η τυχόν οργάνωση των Θρησκευτικών σύμφωνα με το πολυθρησκειακό ομολογιακό μοντέλο δεν θα εισάγει, και μάλιστα από την πόρτα, τη λεγόμενη «πολυθρησκεία» ή την «πανθρησκεία» στο ελληνικό σχολείο, την οποία τόσο έντονα στηλιτεύουν ορισμένοι πρωταγωνιστές της προσφυγής; Χρησιμοποιώ τους όρους, με το ίδιο νόημα όπως οι επικριτές των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, αποκλειστικά και μόνο για να επισημανθεί η αντίφαση. Άραγε, η Βαβέλ σχετίζεται μόνο με την ατομικιστική βίωση του συγκρητισμού ή αφορά και στις συλλογικότητες εκείνες οι οποίες προωθούν πολλαπλές «αλήθειες», ισότιμα, ταυτόχρονα και παράλληλα; Το σχολείο είναι μια κοινότητα συνεργασίας και μάθησης, που προωθεί συλλογικά τη μόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια και δεν είναι συνομοσπονδία μαθητικών ομάδων, όπου οι μαθητές απλά συμβιώνουν μεταξύ τους χωρίς σκοπό, ανεχόμενοι αλλήλων. Δεν είναι αντιφατικό οι επικριτές να καταγγέλλουν το νέο Πρόγραμμα Σπουδών, το οποίο περιέχει ένα μικρό και παιδαγωγικά σταθμισμένο ποσοστό θρησκειολογικών στοιχείων, ως «πολυθρησκειακό» και «πανθρησκειακό», συγχέοντας την παιδαγωγική θεμελίωση και τις διδακτικές διαδικασίες με το θεολογικό περιεχόμενό του, και από την άλλη να προωθούν το πολυθρησκειακό ομολογιακό μάθημα, το οποίο εξισώνει όλες τις «ομολογίες» μεταξύ τους;

Φοβούμαι ότι τέτοιες προσεγγίσεις, όπως η τελευταία, είναι βούτυρο στο ψωμί αυτών που θα έβλεπαν με ευχαρίστηση να παραγκωνίζεται το μάθημά μας. Μια τέτοια λύση, αναμφισβήτητα, είναι βολική και για τους κρατούντες, παρά τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές κορώνες, εφόσον τους διευκολύνει να απαλλαγούν άπαξ δια παντός από το ακανθώδες ζήτημα της ισορροπημένης παρουσίας των Θρησκευτικών στο ελληνικό σχολείο. Άπαγε! Προβληματίζομαι μήπως τέτοιες αναφορές προετοιμάζουν συνειδητά το έδαφος για τα χειρότερα. Εάν αληθεύει η πληροφορία ότι η Ένωση Αθέων έχει προσφύγει, επίσης, στο Συμβούλιο της Επικρατείας εναντίον του μαθήματος διεκδικώντας απαλλαγές -με το επιχείρημα ότι το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά είναι ομολογιακό και ορθόδοξο!- δεν θέλει πολλή φαντασία να υποθέσει κανείς ότι το ανώτατο δικαστήριο ενδέχεται να κατοχυρώσει στους καθόλα σεβαστούς συμπολίτες μας το δικαίωμα να διεκδικήσουν και αυτοί «το δικό τους» μάθημα, σε συνέχεια της αντίστοιχης «ομολογιακής» γραμμής, η οποία τηρήθηκε για τους επικριτές της άλλης πλευράς. Τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου. Όλα κανονικά και με τον νόμο!

Στο πλαίσιο μιας τάχα «καθαρής» νομικής λύσης, θα ρισκάρουμε με οποιοδήποτε κόστος την οργάνωση μιας παιδαγωγικά υπεύθυνης και σωστά προετοιμασμένης και δομημένης θρησκευτικής εκπαίδευσης; Μέχρι σήμερα, τα Θρησκευτικά στο δημόσιο σχολείο καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των παιδιών -τα οποία βεβαίως στην πλειοψηφία τους είναι ορθόδοξα-, προσεγγίζοντας αυθεντικές παιδαγωγικές προσδοκίες και ανάγκες τους, και ταυτόχρονα παρέχουν, έστω στους λίγους, τη δυνατότητα εξαίρεσης για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Μάλιστα, στα πρόσφατα χρόνια μαρτυρείται μείωση του φαινομένου των απαλλαγών.

Συμπερασματικά, το μοντέλο της πολυθρησκειακής ομολογιακής εκπαίδευσης, μολονότι έχει ερείσματα στο ισχύον νομικό πλαίσιο, δεν είναι η μοναδική λύση. Αυτό δείχνει η πολύχρονη δημιουργική εμπειρία του ελληνικού σχολείου, την οποία μπορούμε να βελτιώσουμε -άλλωστε, αυτό επιδιώκουν και τα νέα Προγράμματα Σπουδών-, ενώ θα ήταν αφροσύνη εάν την ανατρέψουμε.

Παρ’ όλα αυτά, εάν αυτή είναι η επιδίωξη όλων όσοι τα τελευταία χρόνια θορυβούν τόσο έντονα γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών, πρέπει να το πουν με ειλικρίνεια και σαφήνεια, καθώς επίσης να αναλάβουν την ευθύνη της πρότασής τους. Αυτονόητο είναι ότι πρωταρχικά οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων.

ΠΗΓΗ

Ιδιωτική Οδός

Οι χριστιανικές πηγές της Ευρώπης

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ

thema--10

Μ​​αύρη μαυρίλα έχει πλακώσει πάλι τα εκκλησιαστικά πράγματα. Φασίστας δεσπότης κηρύττει το μίσος, το αρμόδιο δικαστήριο τον απαλλάσσει, ενώ δεν βρίσκεται κανείς επίσκοπος, ιερέας ή μοναχός να κάνει μια δήλωση αποδοκιμασίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δείχνει να μην καταλαβαίνει σε ποιον κόσμο ζούμε, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μάχονται στα δικαστήρια για το ποιος έχει δικαίωμα να τελεί ακολουθίες σε ένα ναΰδριο. Τούτη τη στιγμή, πάντως, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες της στήλης, δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ με όλα αυτά, με τόση βλακεία και τόσο σκοτάδι. Έχω ανάγκη από κάτι πιο φωτεινό.

Θα μιλήσω λοιπόν για το συνέδριο που διοργάνωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, μαζί με το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Επιστημών (ανήκει στην κοινότητα των Ιησουιτών της Αθήνας), το Institut des Sources Chrétiennes και άλλους τέσσερις ευρωπαϊκούς και ελληνικούς φορείς, στις 23-24 Φεβρουαρίου 2018, στις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις της στο ΚΠΙΣΝ. Τίτλος του ελληνογαλλικού συνεδρίου: «Sources Chrétiennes: ελληνική και λατινική συμβολή στον ευρωπαϊκό πολιτισμό».

Η συλλογή Sources Chrétiennes, που συμπληρώνει φέτος 75 χρόνια ζωής, είναι σήμερα η μεγαλύτερη συλλογή έκδοσης έργων Πατέρων της Εκκλησίας και εκκλησιαστικών συγγραφέων στη γαλλική γλώσσα και μία από τις μεγαλύτερες και εγκυρότερες σε όλο τον κόσμο. Ιστορικά, αποτελεί το τρίτο μεγάλο εκδοτικό εγχείρημα αυτού του είδους στη Γαλλία, αν λογαριάσουμε ως πρώτο εκείνο των Βενεδικτίνων του αγίου Μαύρου, των mauristes, κατά το 17ο αιώνα (με κορυφαίους, ανάμεσά τους, τον Jean Mabillon και τον Bernard de Montfaucon), και δεύτερο του αββά Migne το 19ο αιώνα, ο οποίος σε μέγα μέρος συμπεριέλαβε στη δική του σειρά εκδόσεις των mauristes. Τεκμήριο για τη σημασία της συλλογής των Sources Chrétiennes είναι το γεγονός ότι αποτελεί ήδη αντικείμενο ιστορικής έρευνας και μελέτης. Μετράμε μέχρι τώρα τρία τέτοια βιβλία.

Η σειρά ξεκίνησε τον χειμώνα του 1942-43 (το πρώτο βιβλίο, «Περί του Βίου Μωυσέως» του Γρηγορίου Νύσσης, τυπώθηκε τον Νοέμβριο 1942, αλλά κυκλοφόρησε στις αρχές του 1943), αριθμεί σήμερα 600 τόμους, και συνεχίζει ακάθεκτη με ρυθμό 10 τόμων τον χρόνο. Ιδρυτές της ήταν τρεις σπουδαίοι θεολόγοι (οι δύο πρώτοι από τους μεγαλύτερους του 20ού αιώνα): Jean Daniélou, Henri de Lubac, Claude Mondésert. Η συλλογή αυτή θέλησε να γίνει στη Γαλλία, όχι εξαρχής ίσως, αλλά οπωσδήποτε από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, ό,τι ήταν οι εκδόσεις Budé για την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, να μπει δηλαδή στη βιβλιοθήκη κάθε μορφωμένου Γάλλου.

Η επιδίωξη αυτή ξεκινούσε από την πικρή διαπίστωση ότι ο γαλλικός διανοούμενος κόσμος αγνοούσε, στην καλύτερη περίπτωση, όταν δηλαδή δεν περιφρονούσε, τις χριστιανικές πηγές του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επιπλέον, η συλλογή εμπνεόταν ευθύς εξαρχής από το πνεύμα του οικουμενικού διαλόγου, όπως φαίνεται καθαρά από την επιλογή των τίτλων και τις εισαγωγές. Τα πρώτα χρόνια, μάλιστα, η συλλογή συνειδητά δεν περιελάμβανε έργα Λατίνων συγγραφέων, επειδή τα θεωρούσε πιο γνωστά, αλλά μόνο Ελλήνων. Σήμερα γνωρίζουμε καλά τον ρόλο που έπαιξε στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο η γνωριμία αυτή των Γάλλων θεολόγων και κληρικών με τους Έλληνες Πατέρες. Οι στόχοι και οι επιδιώξεις των Sources Chrétiennes άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου. Ο αρχικός στόχος ήταν κυρίως εκκλησιαστικός, οι ιδρυτές τους επιδίωκαν μια αναβάπτιση της Εκκλησίας στις πηγές της, ήθελαν να επηρεάσουν τη ζωή και τη σκέψη των χριστιανών και όποιου άλλου ανθρώπου με θρησκευτική αναζήτηση.

Σήμερα που η ήττα του χριστιανισμού στις δυτικές κοινωνίες παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, η επιδίωξη γίνεται όλο και περισσότερο ακαδημαϊκή. Το αγοραστικό κοινό των εκδόσεων είναι πια κατά κύριο λόγο οι βιβλιοθήκες (το τιράζ σήμερα είναι 1.500 αντίτυπα –αντί 2.500 και 3.000 που ήταν αρχικά– και από αυτά τα μισά αγοράζονται από βιβλιοθήκες). Τον ακαδημαϊκό στόχο τους, πάντως, οι Sources Chrétiennes τον έχουν πετύχει από καιρό. Τα βιβλία τής σειράς έχουν μπει σε πολλές σχολές, δίπλα στον Θουκυδίδη και στον Πολύβιο έχει βρει τη θέση του και ο Ευσέβιος Καισαρείας.

Το συνέδριο στην Εθνική Βιβλιοθήκη για το οποίο κάνουμε λόγο εδώ ήταν μια φωτεινή στιγμή υψηλής πνευματικής απαιτητικότητας και φιλίας, όπου Γάλλοι και Έλληνες, Καθολικοί και Ορθόδοξοι, συζήτησαν για Ελληνες και Λατίνους Πατέρες, χωρίς απολογητική ή πολεμική διάθεση, χωρίς θριαμβολογικούς τόνους για την αιώνια σοφία των Πατέρων, αλλά με τη σεμνότητα που επιβάλλει η αληθινή γνώση. Όταν εκδοθούν τα πρακτικά, θα φανεί ότι οι παραπάνω διατυπώσεις δεν είναι υπερβολικές. Ένα πράγμα αποτέλεσε κοινή διαπίστωση: όσα θεωρούμε ως διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και στους Λατίνους Πατέρες είναι κατά βάση προϊόν άγνοιας και πηγάζουν από προειλημμένες θεολογικές θέσεις, ερήμην των κειμένων. Θα δώσω ένα μόνο παράδειγμα: πολλοί Ορθόδοξοι, ανάμεσά τους και σοβαροί άνθρωποι, ισχυρίζονται ότι ο Αυγουστίνος δεν κάνει λόγο για τη θέωση του ανθρώπου, αλλά για τη λύτρωσή του, με δικανικούς όρους. Η εισήγηση της Isabelle Bochet έδειξε –ακολουθώντας και άλλους που έχουν προηγηθεί– πόσο μεγάλη θέση κατέχει στο έργο του Αυγουστίνου η ιδέα της θέωσης.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εγκαυχάται ότι είναι πατερική. Πού θεμελιώνεται αυτό; Στο γεγονός τάχα ότι οι ιερείς στο κήρυγμά τους χρησιμοποιούν συχνά-πυκνά τη φράση «όπως λένε οι Πατέρες» ή στο ότι οι ορθόδοξες θεολογικές μελέτες είναι διάστικτες με πατερικά παραθέματα; Το «όπως λένε οι Πατέρες» αποτελεί αψευδές τεκμήριο ότι εκείνος που το λέει δεν τους έχει διαβάσει, γιατί αν τους είχε διαβάσει θα γνώριζε ότι δεν λένε όλοι το ίδιο. Τα πατερικά παραθέματα στις θεολογικές μελέτες εξασφαλίζουν εύκολα διαπιστευτήρια ορθοδοξίας και οχυρώνουν το κείμενο έναντι της κριτικής ότι παρουσιάζει σχετικό έλλειμμα. Πολύ συχνά οι συγγραφείς τα αναζητούν και τα προσθέτουν εκ των υστέρων, αφού έχουν ολοκληρώσει το κείμενό τους.

Οι Πατέρες δεν αποτελούν για τους περισσότερους Ορθόδοξους θεολόγους πηγή έμπνευσης της σκέψης τους, αλλά ένα ταμπούρι πίσω από το οποίο προφυλάσσονται και αμύνονται απέναντι στους χριστιανούς των άλλων Εκκλησιών και απέναντι στον σύγχρονο κόσμο. Με την πυκνή παράθεση πατερικών χωρίων προσπαθούν απλώς να συγκαλύψουν την απουσία της δικής τους σκέψης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Καλόν παράδεισο Δάσκαλε

Εκδημία Ομότιμου Καθηγητή Αντωνίου – Αιμίλιου Ταχιάου

Ταχιάος

Μέσα στο αναστάσιμο κλίμα της Διακαινησίμου εβδομάδος εξεδήμησε προς Κύριον, πλήρης ημερών, ο διαπρεπής σλαβολόγος, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ και ακαδημαϊκός Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος. Ο εκλιπών άφησε πίσω του μια μεγάλη οικογένεια και ένα πλούσιο ερευνητικό έργο. Η εξόδιος ακολουθία του αείμνηστου δασκάλου θα τελεστεί αύριο Τετάρτη 11 Απριλίου 2018 στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Θεσσαλονίκη) στις 11:30 π.μ. Τον Οικουμενικό Πατριάρχη θα εκπροσωπήσει ο Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου και Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Ανδρέας.

ΠΗΓΗ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

Θρησκευτικά για όλους

Της Αγγελική Ζιάκα / Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Με αφορμή τον θόρυβο που δημιουργήθηκε και πάλι γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών είναι ίσως ωφέλιμο να ξαναθυμηθούμε κάποια από τα γεγονότα και να ξανασκεφτούμε το τι πραγματικά διακυβεύεται.

Για τους νέους φακέλους του προγράμματος των Θρησκευτικών συνεργάστηκαν διάφοροι άξιοι θεολόγοι της Τριτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από όλη την Ελλάδα και υπό την επίβλεψη, κατόπιν ανοιχτής πρόσκλησης, του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μεταξύ αυτών ήταν, ήδη από το 2011, πολλοί εξαίρετοι συνάδελφοι που άρχισαν από τότε ακόμη να δουλεύουν τα προγράμματα του Γυμνασίου. Αργότερα, γύρω στα τέλη του 2014, προστεθήκαμε κι άλλοι στον αγώνα για την ανανέωση του μαθήματος των Θρησκευτικών. Ένας αγώνας ωραίος, αλλά και αρκετά δύσκολος λόγω των διαφόρων υπόγειων συκοφαντιών και αντιστάσεων, αμείωτων ακόμη και έως σήμερα. Ένας αγώνας ο οποίος ποτέ δεν υποτίμησε την Εκκλησία και τις διάφορες ομολογίες και λοιπές θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, με τις οποίες και διαλέχθηκε, αλλά ούτε και τους μαθητές και τον δημόσιο χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και της αδήριτης ανάγκης ανανέωσής του, λόγω των ραγδαίων αλλαγών στην κοινωνία μας.

Τα σημαντικότερα σημεία αυτής της ανανέωσης στόχευαν σε:

* Ένα μάθημα το οποίο θα απευθύνεται σε όλους τους μαθητές χωρίς διακρίσεις χρώματος, καταγωγής, γλώσσας, θρησκευτικής παράδοσης ή κοινωνικής θέσης.

* Ένα μάθημα που θα καλλιεργεί ανοικτό πνεύμα, γνώση και σεβασμό στον καθένα χωρίς να διαχωρίζει τους μαθητές. Διότι ο διαχωρισμός στο σχολείο μπορεί να συμβάλει στην ενδυνάμωση του θρησκευτικού κοινοτισμού, και έτσι να δυσχεράνει τη συμβίωση στον κοινό δημόσιο χώρο ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Αυτό είναι άλλωστε ένα τεράστιο πρόβλημα σε πολλές χώρες του κόσμου, τόσο της «Δύσης» όσο και της «Ανατολής», όπου το μάθημα των Θρησκευτικών είτε δεν υφίσταται στο δημόσιο σχολείο είτε κλείνεται στα στενά όρια των «ομολογιακών ταυτοτήτων», μετατρέποντας σε πεδίο θρησκευτικών μαχών πολλές σύγχρονες πρωτεύουσες αλλά και ολόκληρα κράτη, λόγω ή της αγνωσίας και αμηχανίας μπρος στο φαινόμενο της θρησκείας ή της πολιτικής εργαλειοποίησής της.

* Ένα μάθημα το οποίο δεν θα είναι στατικό. Θα αναδιαμορφώνεται, εμπλουτίζεται και αφουγκράζεται τις ποικίλες και ραγδαία εξελισσόμενες ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων της με συνεχείς επιμορφώσεις διδασκόντων.

* Ένα μάθημα που θα ‘χει ως υλικό όχι ένα «κλειστό» βιβλίο, αλλά «ανοιχτούς» φακέλους, οι οποίοι θα βρίσκονται στα χέρια του κάθε διδάσκοντος προς «καλή» χρήση, αναλόγως με τις εκπαιδευτικές ανάγκες της τάξης και τις ικανότητές του.

* Ένα μάθημα το οποίο δεν θα είναι κατήχηση, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στις αρχές της εκπαίδευσης, στα δικαιώματα του παιδιού και στον σεβασμό της προσωπικότητας του κάθε μαθητή.

* Ένα μάθημα το οποίο, σεβόμενο τον πλούτο της ορθόδοξης παράδοσης και προβάλλοντας την πολύχρονη μαρτυρία της στον κόσμο, δεν θα προσκολλάται σε στενές κατανοήσεις του παρελθόντος και σε μια μονοδιάστατη ορθόδοξη ιδιοπροσωπία του παρόντος, αλλά θα την αξιοποιεί ως εφαλτήριο διαλόγου με τον υπόλοιπο κόσμο, την ιστορία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό και την κοινωνία.

* Ένα μάθημα το οποίο θα συμβάλλει στην αλληλεπίδραση του σύγχρονου μαθητή με τον δάσκαλο και θα καλλιεργεί πνεύμα ευγένειας, αγάπης και κριτικής περιέργειας για την ανθρωπότητα και τις αξίες της.

Φαίνεται ότι το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών το αποδέχονται με ενθουσιασμό αλλά και συμμετοχή τα παιδιά, διότι είναι διαδραστικό και ευχάριστο, με ελάχιστες κατευθυνόμενες εξαιρέσεις διαμαρτυριών και «επιστροφής φακέλων», εσκεμμένα προβαλλόμενες.

Φαίνεται επίσης πως σε μεγάλο βαθμό οι ταγοί του «κατηχητικού/ομολογιακού» μαθήματος των Θρησκευτικών διακρίνονται από δυσπεψία προς κάθε τι διαφορετικό, μια δυσπεψία που προδίδει τις άφιλες διαθέσεις τους και την παιδεία τους, συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής.

Φαίνεται, τέλος, πως η έριδα δεν γίνεται τόσο για την ουσία του μαθήματος αλλά για λόγους εξουσίας. Εξουσίας η οποία εκκινεί από πολύ συγκεκριμένους κύκλους που αλληλοτροφοδοτούνται εδώ και χρόνια, θέλουν να ελέγχουν τον κοινωνικό ιστό με ένα μονοδιάστατο αφήγημα, το οποίο όχι σπάνια το τρέφουν, για τη βιωσιμότητά του, με συκοφαντίες, στρεβλούς ζηλωτισμούς, διαπλεκόμενες σχέσεις και ακοινωνησία.

Εδώ είμαστε πάντως και θα συνεχίσουμε, με σεβασμό στην ορθόδοξη παράδοση αλλά και την ετερότητα. Όχι όμως με συνένοχη σιωπή στις συκοφαντίες, τις ύβρεις και στον υποβιβασμό της Εκκλησίας σε άντρο φονταμεταλιστών και εκφοβιστών, και με ομήρους τη χώρα, την παιδεία και τους πολίτες της.

Καλή Ανάσταση!

ΠΗΓΗ

Η ΑΥΓΗ