Ζήσιμου Λορεντζάτου σπουδάγματα για το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ένα από τα πολλά θετικά σημεία που έχει το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά είναι η ελευθερία που δίνει στο διδάσκοντα θεολόγο καθηγητή να επιλέξει και κείμενα πέραν του Φακέλου Μαθήματος. Άλλωστε, το αίτημα για περισσότερη ελευθερία και για λιγότερο καταναγκασμό στην παιδεία, πάντοτε κάπου θα υπάρχει, με το πρεπούμενο βέβαια μέτρο, για να αποφεύγουμε τον κίνδυνο να κάμουμε ότι θέλουμε μέσα στην τάξη. Εξάλλου, κατά την ώρα του μαθήματος, για να έχει αποτέλεσμα το σμίξιμο δασκάλου και μαθητή απαιτεί την ελευθερία κάποιων επιλογών. Φτάνει, όπως παραπάνω είπαμε, οι επιλογές του διδάσκοντα θεολόγου καθηγητή να είναι καλά σχεδιασμένες.

Τελειώνοντας τη διδασκαλία της έννοιας: επιστήμη και στα τρία τμήματα της Γ΄ Λυκείου, και κάνοντας τον απαιτούμενο αναστοχασμό, για το που τελικά πήγε καλά και που όχι η διδασκαλία, αποφάσισα να κάμω ακόμη ένα βήμα παραπέρα: να αφιερώσω ακόμη μια ώρα διδασκαλίας για την επιστήμη, συζητώντας με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου κάποια αποσπάσματα από μια μελέτη του Ζήσιμου Λορεντζάτου αφιερωμένη στον Αϊνστάιν. Πρόκειται για ένα πολυσέλιδο κείμενο του κορυφαίου κριτικού και συγγραφέα, με τίτλο: «Τα Αυτοβιογραφικά (Autobiographisches) ενός μεγάλου (1879–1955)», το οποίο περιέχεται στον δεύτερο τόμο των Μελετών του, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1994, σσ. 549-600. Σ’ αυτό, ο Λορεντζάτος, με ιδιαίτερα γλαφυρή γλώσσα, σπάει κατά τη γνώμη μου το γνωστό στερεότυπο για την αντιπαλότητα θεολογίας και επιστήμης, κυρίως σε ζητήματα που αφορούν στη γένεση του σύμπαντος και την εμφάνιση της ζωής.

Ευθύς αμέσως παραθέτω τρία αποσπάσματα από την παραπάνω μελέτη του Λορεντζάτου, τα οποία με τον ανάλογο κριτικό τρόπο ανάγνωσής τους μπορούν να ανεβάσουν τη γνωστική ικανότητα των μαθητών, μακριά βέβαια, από τον συνήθη τρόπο απομνημόνευσης για μάθηση επιμέρους δηλωτικού χαρακτήρα γνώσεων.

Γράφει, λοιπόν, ο Λορεντζάτος:

«Χρειάζεται να δηλώσομε προκαταβολικά πως εδώ δεν αμφισβητούμε (όπως κάνουν οι άλλοι) καμιά από τις δύο επιλογές, τους δρόμους – οδοί μούναι διζήσιος, όπως θα έλεγε ο Παρμενίδης – ή την παράπλευρη αυτονομία τους, και δεν αποδεχόμαστε την άστοχη διαμάχη ανάμεσα θρησκεία (o altra cosa) και επιστήμη, που έχει τις ρίζες της στον Καθολικισμό και στην Ιερά Εξέταση (καταδίκη του Γαλιλαίου). Βρίσκουμε ολότελα αναχρονιστική την επίθεση της θρησκείας καταπάνω στην επιστήμη όσο και την επίθεση της επιστήμης καταπάνω στη θρησκεία. Και κάθε σχετική αντιδικία, όχι πνευματικά σοβαρή. Η θρησκεία (στροφή προς τα μέσα), στην αυτονομία της, δίνει απαντήσεις οριστικές, ή επιστήμη (στροφή προς τα έξω), στη δικιά της αυτονομία, πλησιάζει μεταβατικά – όχι οριστικά – την αλήθεια της», (σ. 555).

«Δεν μπορεί να μην αναφέρει κανένας, από το  ανθρώπινο ή γενικό μέρος, τη μεγαλόκαρδή αποστροφή στο Νεύτωνα (1642-1727), το δεύτερο μεγάλο σταθμό στη φυσική επιστήμη – πρώτος μεγάλος σταθμός ο Γαλιλαίος (1564-1642) και τελευταίος μεγάλος σταθμός ο ίδιος ο Αϊνστάιν (1879-1955) στον αιώνα μας – όταν του ζητάει συχώρεση: «Newton verzeih’ mir», για τη θαρραλέα παρέμβαση σε μια παντοδύναμη παράδοση, που μεσουράνησε αδιατάραχτη για τριακόσια περίπου χρόνια, με επιτυχίες μεγάλες, και που ακόμα τώρα («auch jetzt noch») χρησιμεύει για οδηγός στη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας. Μιλάμε για την παράδοση της λεγόμενης κλασικής φυσικής, σε αντιπαράθεση με την παράδοση της νεότερης φυσικής, που αρχίζει από τα πρώτα δημοσιεύματα του Αϊνστάιν. Με μια ανώτερη διακριτικότητα, που δεν έχει (όσο ξέρω) προηγούμενο, γυρεύει να περιορίσει τη σημασία τής παρέμβασής του με ευγενικά επιχειρήματα ή μάλλον προσχήματα τέτοιας λογής (μεταφράζω): «Νεύτωνα συχώρεσέ με· βρήκες το μοναδικό δρόμο που, στον καιρό σου, ένας άνθρωπος με ανώτερη σκέψη και δημιουργικότητα μπορούσε να βρει. Οι έννοιες που εσύ δημιούργησες, ακόμα σήμερα οδηγούν τη σκέψη μας στη φυσική, με όλο που ξέρομε τώρα πως πρέπει να αντικατασταθούν με άλλες, περισσότερο απομακρυσμένες από τη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας, αν αποβλέπομε σε μια βαθύτερη κατανόηση των σχέσεων που υπάρχουν», (σσ. 562-563).

«Φαντάζομαι να μη χωράει καμιά αμφιβολία πως για τον πρώτο δρόμο (στροφή προς τα έξω) κορυφαίος εκπρόσωπος στον 20ο αιώνα στάθηκε ο Αϊνστάιν. Παράλληλα, και για να κρατήσομε τις αναλογίες, φαντάζομαι να μη χωράει καμιά αμφιβολία πως για το δεύτερο δρόμο (στροφή προς τα μέσα) κορυφαίος εκπρόσωπος στον 20ο αιώνα στάθηκε ο Γκάντη (1869-1948), ο επιλεγόμενος Μαχάτμα, που θα πει Μεγάθυμος ή Μεγαλόψυχος. Λέω φαντάζομαι, γιατί ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανένας πούθε φυσάει ο άνεμος για πολλούς ανθρώπους. Κοντά στους κορυφαίους αυτούς βλέπω να ακολουθάει πλήθος από γνωστούς, από λιγότερο γνωστούς ή και από ολότελα άγνωστους και ανώνυμους (στη θρησκεία το περισσότερο), που περπάτησαν είτε τον ένα είτε τον άλλο από τους δύο δρόμους, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στη θρησκεία, στην τέχνη, και για τους οποίους θα μπορούσε να προφέρει κανένας τα δύο πιο δύσκολα, ένα το: ων ουκ ην άξιος ο κόσμος και άλλο ένα το: υμείς έστε το άλας της γης. Θα μπορούσε απαράλλαχτα, όπως για τους δυό κορυφαίους που ανάφερα», (σ. 598).