Αρχείο μηνός Ιούλιος 2017

Η φιλολογική κατάρτιση και επάρκεια των μελλοντικών φιλολόγων, Φρέαρ, τχ. 19 (10 Ιουλίου 2017)

Του ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ

[…] Αρχίζω με την περιγραφή της πραγματικής κατάστασης και υπενθυμίζω ορισμένα από τα κυριότερα προβλήματα:

1) Το κυριότερο πρόβλημα, από την άποψη που μας απασχολεί, συνιστά το γλωσσικό επίπεδο των φοιτητών. Δεν πρέπει να εξακολουθήσει να παραμένει εφτασφράγιστο μυστικό ότι μεγάλο μέρος των φοιτητών των Φιλοσοφικών Σχολών έχει σοβαρότατα προβλήματα όσον αφορά στα ελληνικά τους (αρχαία και νέα): ορθογραφία, γραμματική, σύνταξη, στίξη, συλλαβισμό, τονισμό – αφήνω στην έκφραση, λεξιλόγιο, γλωσσικό πλούτο (ή μάλλον γλωσσική πενία) ή σε ακόμη ειδικότερα πεδία, όπως η ετυμολογία. Το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται, φυσικά, στους φοιτητές των Φ. Σ., αλλά αφορά και μεγάλο μέρος των σημερινών «μορφωμένων». Είναι, όμως, προφανές ότι οι ελλείψεις στην ελληνομάθεια και γενικότερα στην φιλολογική, ιστορική, ανθρωπιστική (ουμανιστική) κατάρτιση των μελλοντικών (και ικανού μέρους των σημερινών, ιδίως των νεωτέρων) φιλολόγων, είναι απαράδεκτες, ενώ οι σχετικές ελλείψεις σε άλλες κατηγορίες πολιτών είναι απλώς λυπηρές.

Ας μου επιτραπεί εδώ να μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Η βαθμολόγηση των γραπτών των φοιτητών κατά τις εξετάσεις αλλά και άλλων εργασιών τους αποτελεί μια δεινή εμπειρία, χωρίς υπερβολή, ένα ψυχικό τραύμα. Πολλά γραπτά (πιθανώς τα περισσότερα) βρίθουν από τερατώδη γλωσσικά σφάλματα (γραμματικά, συντακτικά, λεξιλογίου, εκφραστικά). Αμέτρητες φορές, όταν βλέπεις λάθη βαριά σε στοιχειώδη πράγματα (π.χ. στην ορθογραφία, στις κλίσεις των ουσιαστικών, των επιθέτων ή των ρημάτων, αλλά και στον συλλαβισμό ή στην στίξη, αφήνω στον τονισμό), αναρωτιέσαι: Μα είναι ποτέ δυνατόν, είναι επιτρεπτό, οι άνθρωποι αυτοί να διδάξουν φιλολογικά μαθήματα; Στην εκ πρώτης όψεως εύλογη παρατήρηση: «Μα, για να διοριστούν, θα πρέπει να δώσουν εξετάσεις μέσω ΑΣΕΠ», οφείλομε δυστυχώς να απαντήσομε: Ούτε οι ‒ασφαλώς απαραίτητες‒ εξετάσεις του ΑΣΕΠ αποτελούν επαρκή εγγύηση. Όπως κατάφεραν να «περάσουν» τα μαθήματά τους στο Πανεπιστήμιο, έτσι θα τα καταφέρουν οι περισσότεροι κάποτε και στο ΑΣΕΠ. Και η ζημιά θα εξακολουθήσει να γίνεται επ’ άπειρον εις βάρος άλλων. […]

[Απόσπασμα από εκτενές κείμενο που δημοσιεύεται στο Φρέαρ, τχ. 19, που μόλις κυκλοφόρησε και περιλαμβάνει αφιέρωμα στην κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών στο σημερινό σχολείο. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του έντυπου περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας.]

ΠΗΓΗ

Φρέαρ

O ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης 12 χρόνια μετά, Αθήνα 2016[*]

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Πικρότατος είναι ο λόγος του Αναξιμάνδρου: ότι έχει αρχή, υποχρεώνεται να έχει κι ένα τέλος. Σ’ αυτήν την προοπτική και ο άνθρωπος που έχει μια γέννηση, έχει και ένα θάνατο. Αλλά κι ολάκερος ο κόσμος που κάποτε άρχισε, θα έχει ένα τέλος. Συναχθήκαμε όλοι εδώ απόψε για να τιμήσουμε έναν άνθρωπο των Γραμμάτων, ο οποίος αν και γεννήθηκε στη Λέσβο, το έργο του έγινε γνωστό σ’ ένα μεγάλο κύκλο του πνευματικού κόσμου της πατρίδας μας, από τις αρχές της δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα. Είναι ο Ιωάννης Μουτζούρης, ο «παππούς της ιστορίας», όπως συχνά τον έλεγα, μιας και με το συγγραφικό του έργο πολλές φορές κατά την τελευταία εικοσαετία στις προσωπικές μου θεολογικές και ιστορικές έρευνες αναμετρήθηκα. Ο Ιωάννης Μουτζούρης ήταν ο δεύτερος «παππούς της Ιστορίας» που έτυχε προσωπικά να γνωρίσω, από την εποχή της δεκαετία του 1990, όταν άρχιζα τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Ο πρώτος ήταν ο κορυφαίος των νεότερων ιστορικών, ο «πατριάρχης του Νέου Ελληνισμού», ο αφανής σε πολλούς αλλά ακούραστος ερευνητής της εποχής της Τουρκοκρατίας και του 19ου αιώνα Απόστολος Βακαλόπουλος. Επιτρέψτε μου εδώ τον εξής αυθόρμητο λόγο, αυθόρμητος μεν, απολύτως διακριβωμένος με τη δεοντολογία που διέπει την ιστορική επιστήμη. Για την τοπική ιστοριογραφία το ιστορικό έργο του Ιωάννη Μουτζούρη είναι εφάμιλλο με του Απόστολου Βακαλόπουλου. Και οι δύο τους ασχολήθηκαν με γεγονότα και πρόσωπα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, που εμείς οι νεότεροι ερευνητές έχουμε χρέος πάντα να συμβουλευόμαστε κατά την έρευνά μας. Και των δύο το ιστορικό έργο έχει ομόκεντρους κύκλους: Λέσβος, Βόρειο Αιγαίο, Νέος Ελληνισμός για τον Ιωάννη Μουτζούρη, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία, Νέος Ελληνισμός για τον Απόστολο Βακαλόπουλο. Στην ίδια ομάδα, άλλωστε, ανήκουν κι άλλα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αναφέρω ενδεικτικά ακόμη έναν, τον εκ Δημητσάνας Τάσο Γριτσόπουλο. Θεωρώ αυτούς τους παραλληλισμούς αναγκαίους για να κατανοήσουμε πόσο σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Ιωάννης Μουτζούρης.

Έτσι, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του συνεχίζει να μας εμπνέει. Αυτή η έμπνευση σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά μιάν απλή ενθουσιαστική και συναισθηματική υπερβολή. Αντιθέτως, συνιστά χρέος προς το τιμώμενο εδώ απόψε πρόσωπο. Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος του ανθρώπου, πάντα θα είναι ο σωματικός θάνατος του, δηλαδή να μην υπάρχει κανείς στον κόσμο αυτό. Τι όμως διασώζει τη παρουσία ενός ανθρώπου των Γραμμάτων μετά το σωματικό θάνατό του; Μα φυσικά το συγγραφικό του έργο και αντοχή που αυτό έχει όταν εκείνος που αναφέρεται σ’ αυτό καλείται να φωτίσει άγνωστες πτυχές της έρευνάς του.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης δεν ήταν μόνο ιστορικός, ήταν και θεολόγος. Μιας, όμως, ομιλώ για Ιστορία και Θεολογία οφείλω με παρρησία να επισημάνω το εξής: η Ιστορία και η Θεολογία είναι «θετικές» επιστήμες. Είναι αυθύπαρκτες επιστήμες, όσο κι αν σχετίζονται και με άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία και η Ψυχολογία. Προσωπικά πιστεύω ότι ο καλός ιστορικός, ο καλός θεολόγος πρέπει να επιμένει στην έρευνα θετικών στοιχείων κι όχι να κάμει Ιστορία και Θεολογία με αοριστίες.  Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η ιστορική και η θεολογική γλώσσα, όπως η γλώσσα κάθε επιστήμης είναι γλώσσα ιερή, είναι αποκαλυπτική. Διότι μας ομιλεί και μας πείθει θα ‘λεγα για τα αθέατα, τα πνευματικά, τα οποία είναι πιο πραγματικά από την πραγματικότητα που λέμε ότι μόνον αυτή είναι αισθητή.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης, λοιπόν, διακόνησε τη θεολογική επιστήμη με τις αντίστοιχες αναφορές στον ιστορικό της τομέα, αυτόν που ονομάζουμε Εκκλησιαστική Ιστορία. Δεν προτίθεμαι εδώ να σας απαριθμήσω τα αυτοτελή βιβλία του κ. Μουτζούρη, ούτε τα πολλά δημοσιεύματά του σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Αυτά μπορεί κανείς να τα δει στο παρουσιαζόμενο εδώ απόψε βιβλίο, εργογραφία με κόπο συγκεντρωμένη από τον γιό του Κωνσταντίνο. Νομίζω ότι μια τέτοια απαρίθμηση θα ήταν κουραστική αφού θα παρέθετε μόνο τίτλους βιβλίων και άρθρων. Άλλωστε στην παρουσίαση ενός βιβλίου για ένα συγγραφέα άλλα είναι τα πρωτεύοντα. Να προσεγγιστεί το έργο του και να αναδείξει το συγγραφέα του σε πρώτο ανάστημα των Γραμμάτων, στη μακρά διάρκεια του χρόνου. Ετούτη τη διάσταση της προσωπικότητας και του έργου του Ιωάννη Μουτζούρη επιθυμώ απόψε σύντομα να διατρέξω, διότι φρονώ ότι ο αείμνηστος «παππούς της Ιστορίας», αν και δεν είναι ανάμεσά μας, δημιούργησε για τον τόπο που τον γέννησε, το Μεγαλοχώρι, το Πλωμάρι, τη Λέσβο και κατ’ επέκταση την πατρίδα του Ελλάδα, Σχολή Γραμμάτων, αυτήν που οφείλουμε να καθιερώσουμε απ’ αυτήν εδώ την αίθουσα απόψε με τον όρο Σχολή της Λέσβου. Πρόκειται για μια πρόταση που στοχεύει στην ανάδειξη εκείνων των δεδομένων που ως ιστορικά τεκμήρια συγκροτούν την τοπική μας ιστορία, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο σύνολης της ελληνικής ιστορίας, στην χρονική διάρκεια της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με τις αντίστοιχες ιστορικές αναγωγές και προς τη βυζαντινή.  Αυτό π.χ., μπορεί κανείς να το διαπιστώσει όταν μελετήσει και τα 63 λήμματα που έγραψε ο Ιωάννης Μουτζούρης για τη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, λήμματα που κυρίως αφορούν την Εκκλησιαστική Ιστορία της βυζαντινής και τουρκοκρατούμενης Λέσβου. Τι συνιστά η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια για την ιστορική και θεολογική έρευνα, νομίζω ότι όσοι από εμάς έχουμε ασχοληθεί με εκκλησιαστικά πρόσωπα και γεγονότα είναι αδύνατον να μην αρχίσαμε την έρευνά μας απ’ αυτήν. Τις πρώτες βιβλιογραφικές πληροφορίες από την περίφημη ΘΗΕ, όπως συντομογραφικά τη λέμε, τις πήραμε. Στέκομαι σε δύο παραδείγματα για να γίνω πιο σαφής. Και τα δύο σχετίζονται με προσωπικότητες που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφύπνιση του υπόδουλου Ελληνισμού. Πρόκειται για τον άγιο Ιγνάτιο τον Αγαλλιανό και τον Δωρόθεο Λέσβιο, για τους οποίους ο Ιωάννης Μουτζούρης στη ΘΗΕ, στον 6ο και 5ο τόμο αντίστοιχα, αφιερώνει τέσσερις στήλες στο βίο και το ανακαινιστικό τους έργο. Οποιαδήποτε μετέπειτα μελέτη γι’ αυτούς τους δύο λογίους, είναι αδύνατον να μην έχει βιβλιογραφική αναφορά στα λήμματα του κ. Μουτζούρη.

Ταξινομώντας κανείς σήμερα όλα τα επιστημονικά δημοσιεύματα του Ιωάννη Μουτζούρη – ένας πρώτος καλός οδηγός είναι αυτός που επιχειρεί ο γιός του Κωνσταντίνος στο παρουσιαζόμενο εδώ από βιβλίο, έστω και με αυτή τη μορφή της φωτοτυπικής παράθεσης κρίσεων για το έργο του – νομίζω ότι είναι σε θέση να κάμει τις εξής επισημάνσεις. Ο Ιωάννης Μουτζούρης διακρίθηκε για την πλούσια συγγραφική του παραγωγή. Σ’ ότι αφορά τη θεολογική επιστήμη και τον τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, δειγματοληπτικά σημειώνω την συγγραφή πάνω από τριάντα μελετών, αυτοτελών και άρθρων, δίχως να συμπεριλαμβάνω τα λήμματα στη ΘΗΕ, τα οποία, όπως παραπάνω επισήμανα, κυρίως σχετίζονται με την Εκκλησιαστική Ιστορία της Λέσβου. Στις πάνω από τριάντα μελέτες συγκαταλέγεται η διδακτορική του διατριβή, με τίτλο: Τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, (Θεολογική Σχολή ΑΠΘ,1964), με συμβούλους – επόπτες καθηγητές τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, και τον Παναγιώτη Χρήστου, διδάσκαλο στον οποίο εμείς οι νεότεροι θεολόγοι, όσοι τουλάχιστον κατά τις δεκαετίες 1980 – 1990 τον είχαμε καθηγητή σε σεμινάρια Πατρολογίας και Παλαιογραφίας στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και στο Κέντρο Αγιολογικών Μελετών στην Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης, του οφείλουμε πολλά, τόσο στη θεολογική σκέψη όσο και στη μεθοδολογία της θεολογικής έρευνας, κυρίως της πατερικής. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η υπόμνηση ότι η διατριβή του κ. Μουτζούρη δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες, στον 34ο και 35ο τόμο του επίσημου περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, τη Θεολογία. Τι, όμως, είναι τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, με τα οποία επιτυχώς και μετά επαίνου ασχολήθηκε ο Ιωάννης Μουτζούρης, ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Απαντώ: πρόκειται για μονές της βυζαντινής περιόδου, μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, στις οποίες ίσχυσε ο θεσμός του χαριστικίου, δηλαδή της χαριστικής δωρεάς που στόχευσε στην ανάπτυξη των εγκαταλειμμένων μονών και στον έλεγχο της περιουσίας τους. Αυτή η δωρεά, η χαριστική, αποτελούσε παραχώρηση μονών σε ιδιώτες για συγκεκριμένο σύντομο χρονικό διάστημα, με σκοπό αυτοί να φροντίσουν για την επισκευή, τη συντήρηση και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους. Μολονότι η χαριστική και οι ευνοημένοι πολλές φορές χαριστικάριοι προέβαιναν σε οικονομικές καταχρήσεις για δικό τους όφελος, ο θεσμός του χαριστικίου παρέμεινε ενεργός μέχρι το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην ίδια σχεδόν κλίμακα ανήκουν και τα ελεύθερα, αυτοδέσποτα, ή αυτεξούσια μοναστήρια. Η διδακτορική, λοιπόν, διατριβή του κ. Μουτζούρη άνοιξε την έρευνα γύρω από μοναστηριακούς θεσμούς της βυζαντινής περιόδου, η οποία πρόσφατα συμπληρώθηκε με την ωραία μεταπτυχιακή εργασία του Μοναχού Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη με τίτλο: Τα αυτοδέσποτα και ελεύθερα μοναστήρια  σύμφωνα με τα βυζαντινά μοναστηριακά τυπικά, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2013).

Σημαντική εξ απόψεως Εκκλησιαστικής Ιστορίας, άμεσα συνδεόμενη με τη διδακτορική του διατριβή υπήρξε και η μελέτη του: Ο μοναχισμός της Λέσβου. Συμβολή στην ιστορία και στη μοναστηριολογία, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών το 1989, και επανεκδόθηκε το 2015, με εισαγωγικό σημείωμα του ομιλούντα. Πρόκειται για το βασικότερο βιβλιογραφικό τεκμήριο  που ο ενδιαφερόμενος για την ιστορία του μοναχισμού στη Λέσβο, από την πρωτοβυζαντινή περίοδο μέχρι και σήμερα, μπορεί να συμβουλευτεί. Τολμώ να πω ότι η εν λόγω μελέτη, με  άμεση πρόσβαση στις σχετικές με το θέμα της πηγές, είναι αξεπέραστη ως σήμερα.

Η επιστημονική κατάρτιση και εγκυρότητα του Ιωάννη Μουτζούρη παρέμεινε αδιαμφισβήτητη ως το κλείσιμο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όχι μόνο σε μελέτες ιστορικού περιεχομένου, όπως λόγου χάριν το βιβλίο του με τίτλο: Το Πλωμάρι επί Τουρκοκρατίας. Ιστορικά σύμμεικτα, (Αθήνα 1998), αλλά και σε μελέτες όπου η θεολογική και ιστορική επιστήμη είναι άρρηκτα δεμένες. Κλασικό παράδειγμα σταθερού, περιεκτικού και σαφούς εκκλησιαστικοϊστορικού λόγου το βιβλίο του με τίτλο: Βενιαμίν ο Λέσβιος. Οι κατήγοροι των ιδεών του και η Μεγάλη Εκκλησία, (Αθήνα, 1982), το οποίο συνιστά υποδειγματικό εργαλείο έρευνας για τον μεγάλο Πλωμαρίτη λόγιο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, επειδή δεν περιορίζεται μόνο στην παράθεση πληροφοριών για το έργο του, αλλά και στην ερμηνευτική προσέγγιση ζητημάτων που σχετίζονται με τις διώξεις που υπέστη από τους κατηγόρους του, κυρίως από τον κολυβά Αθανάσιο Πάριο, προσφάτως άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μολονότι η νεότερη ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως περισσότερα στοιχεία αυτής της διένεξης, και μολονότι παλαιότερα ο ομιλών σε άρθρο του με τίτλο: «Ο Βενιαμίν Λέσβιος στη θεώρηση της Λεσβιακής ιστοριογραφίας», Αιολικά Χρονικά, 7(2005)190-196, είχε εκφράσει επιφυλάξεις για τις αρνητικές αξιολογικές κρίσεις του Ιωάννη Μουτζούρη για τον Αθανάσιο Πάριο – επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι ο συγκεκριμένος λόγιος, σφοδρός κατήγορος του Βενιαμίν Λεσβίου, αποτέλεσε το θέμα της μεταπτυχιακής μου διατριβής, η οποία κατά ομολογία των καθηγητών που την επόπτευσαν άνοιξε το δρόμο της έρευνας για αποκατάσταση του Αθανασίου Παρίου στις ιδεολογικές ζυμώσεις του 18ου αιώνα, γνωστού ως Νεοελληνικού Διαφωτισμού – πιστεύω πως αυτό το βιβλίο του κ. Μουτζούρη για τον Βενιαμίν Λέσβιο, εξακολουθεί να είναι βιβλίο αναφοράς.

Κυρίες και κύριοι, ξέρω πως πιο ψύχραιμοι από εσάς θα βρουν υπερβολικό τον ενθουσιασμό μου, να ομιλώ απόψε για ένα Λέσβιο άνθρωπο των Γραμμάτων. Πιστέψτε με, ίσως, να είμαι υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς για τον Ιωάννη Μουτζούρη, γιατί μολονότι δέχομαι τη σοφία του «μέτρον άριστον» (κι όχι το κακοποιημένο «πάν μέτρον άριστον»), πιστεύω ακράδαντα όμως αυτό που με σοφία έλεγε ο Μανόλης Ανδρόνικος: «ο κόσμος δεν πάει μπροστά με τα μέτρα αλλά με τα άμετρα». Ο αξέχαστος Ιωάννης Μουτζούρης με την άψογη μεθοδολογία, την εξαντλητική αξιοποίηση των πηγών και των αρχειακών τεκμηρίων, μας άφησε ένα έργο ιδιαιτέρα σημαντικό, που χρήζει περαιτέρω αξιοποίησης.

Αν απόψε συναχθήκαμε εδώ για να τιμήσουμε τη μνήμη του, για να μη θεωρήσουμε πως έχουμε φτάσει στον ιδανικό στόχο, οφείλουμε να πούμε πως όλη ετούτη η θαυμάσια συλλογή της εργογραφίας του και των κριτικών γι’ αυτήν, είναι ένα θαρραλέο ξεκίνημα, έστω κι αν κανείς μπορεί να επισημάνει κάποιες αδυναμίες. Όμως θα ήταν άδικο να σταθούμε σ’ αυτές και να παραγνωρίσουμε την προσπάθεια να ξεκινήσει μια πιο συστηματική καταγραφή και αξιολόγηση του έργου του. Ποιος ή ποιοι θα την αναλάβουν, νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι πρόβλημα. Από την πλευρά μου, θα ήταν τιμή για εμένα να μου ανατεθεί αυτό το έργο.

[*] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης, 12 χρόνια. Αίθουσα Θεάτρου και Τεχνών του Φ.Ο.Μ. (Κυριακή 28 Μαΐου 2017).

Συντηρητισμού εγκώμιον

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Όταν οι μισοί αντιμετωπίζουν την κλασική αρχαιότητα σαν βάρος και οι άλλοι μισοί σαν εθνικό φυλαχτό, ιερό σκήνωμα, είναι φυσικό η μετάδοση της γνώσης της να κακοποιείται με τον τρόπο που την κακοποιεί η μέση εκπαίδευση. Κάποτε τουλάχιστον στο σχολείο μπορεί να μην εμβαθύναμε στα πολιτισμικά επιτεύγματα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, τουλάχιστον όμως μαθαίναμε κάποια αρχαία ελληνικά. Άλλοι περισσότερα άλλοι λιγότερα. Η δικτατορία που κατήργησε την μεταρρύθμιση του Παπανούτσου επανέφερε τη διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής από την Α΄ γυμνασίου. Δεν ήμουν άριστος μαθητής, απλώς καλός, και μέσα μου ήμουν διχασμένος. Ο αριστερός συρμός της ηλικίας μου τα αντιμετώπιζε ως τμήμα της ιδεολογίας του καθεστώτος, πλην όμως κυκλοφορούσαν και βιβλία του Λεκατσά, ο περίφημος «Επίκουρος» του Θεοδωρίδη, τα οποία κάθε άλλο παρά «δεξιά» μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Μυριζόμασταν ότι το ζήτημα ήταν πολυπλοκότερο από ό,τι μας υποχρέωνε να πιστέψουμε ο πολιτικός μας μανιχαϊσμός.

Τα αρχαία ελληνικά έμαθα να τα εκτιμώ στη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι. Στον πρώτο κύκλο είχα γραφτεί στο τμήμα Συγκριτικής Λογοτεχνίας, κοινώς σύγχρονης, παρ’ όλ’ αυτά οι αναφορές στην αρχαία ελληνική και τη λατινική γραμματεία ήσαν συνεχείς. Τη δεύτερη δεν την είχα ποτέ διδαχθεί, η πρώτη όμως, παρά τα κενά, μου ήταν οικεία. Είναι από τα λίγα πράγματα για τα οποία έχω μετανιώσει στη ζωή μου. Αν ξανάρχιζα σπουδές, θα γραφόμουν στα «Κλασικά Γράμματα». Εκεί, αν μη τι άλλο θα βελτίωνα τα λατινικά μου, παρ’ ό,τι ήταν ένα από τα υποχρεωτικά μαθήματα και στη Συγκριτική Λογοτεχνία. Κι όμως, με τα αρχαία ελληνικά που έμαθα στο ελληνικό λύκειο της εποχής, έγινα δεκτός για διδακτορικό από τον Βιντάλ Νακέ στο τμήμα «Κοινωνικής ανθρωπολογίας του ελληνορωμαϊκού κόσμου». Με λίγη παραπάνω προσπάθεια μπορούσα να διαβάσω και Ιπποκράτη και Ευριπίδη στο πρωτότυπο. Το θέμα της διατριβής μου ήταν «H γυναίκα και η νόσος στους τραγικούς», οπότε μου χρειάζονταν και οι δύο.

Τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τότε. Ένα από τα δεινά που μας κληροδότησε η δικτατορία είναι ότι έθεσε τους όρους των αντιθέσεων και των συγκρούσεων που μας ταλαιπώρησαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών θεωρήθηκε προπύργιο συντηρητισμού, πολιτικού, πολιτισμικού. Όταν στη δεκαετία του ογδόντα ετέθη πρώτη φορά το θέμα της κατάργησης της διδασκαλίας τους, ένας από τους σημαντικότερους κλασικούς φιλολόγους, μεταφραστής του Ομήρου συν τοις άλλοις, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, την υπερασπίσθηκε. Καταλαβαίνω πώς ένας γλωσσολόγος σαν τον Εμμανουήλ Κριαρά, που πίστευε ότι η σύγχρονη ελληνική γλώσσα δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία, να θέλει να καταργήσει τη διδασκαλία της, όμως ένας κλασικός φιλόλογος γιατί; Το ζήτημα ήταν ιδεολογικό. Η εκπαίδευση όφειλε να απαλλαγεί από τα συντηρητικά της κατάλοιπα και να αφεθεί στον χορό της προόδου.

Δυστυχώς και ο Μαρωνίτης και ο Κριαράς είναι πλέον μακαρίτες και τους έχουν διαδεχθεί διάφοροι ημιεγγράμματοι έως αγράμματοι, οι οποίοι, μη έχοντας ιδέα από την κλασική παιδεία, ενδιαφέρονται μόνον για τη λεγόμενη πρόοδο. Τα αποτελέσματα είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. Οι απόφοιτοι της Μέσης Εκπαίδευσης όχι μόνον δεν μπορούν να αποκτήσουν αναγνωστική εμπειρία των αρχαίων κειμένων, αλλά και όσα μαθαίνουν για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τα μαθαίνουν από τα κακογραμμένα εγχειρίδια. Όσοι δε υποστηρίζουν πως τα αρχαία ελληνικά πρέπει να διδάσκονται στο γυμνάσιο και το λύκειο κατατάσσονται αυθωρεί και παραχρήμα στις τάξεις των συντηρητικών, οι οποίες ταυτίζονται με τον σκοταδισμό και διάφορα άλλα δυσάρεστα και κακόηχα.

Κατ’ αρχάς, να ξεκαθαρίσω κάτι. Συντηρητικός είναι αυτός που θεωρεί ότι έχει μεγαλύτερη δύναμη η γονιμοποίηση των παραδεδεγμένων αξιών από την καταστροφή τους στο όνομα νέων, τις οποίες δεχόμαστε ως αξίες, μόνον και μόνον επειδή είναι νέες. Απ’ αυτήν την άποψη, είμαι συντηρητικός. Και το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι όταν αρχίσεις να μελετάς στα σοβαρά την κλασική σκέψη είναι ότι οι αξίες δεν κρίνονται από όρους «συντηρητικού ή προοδευτικού».

Αντιλαμβάνομαι την ορμή ορισμένων φιλελεύθερων που αντιμετωπίζουν ό,τι συντηρητικό ως απαξία. Έζησαν κι αυτοί στην παρανομία της μεταπολίτευσης, όπως και η Αριστερά έζησε στην παρανομία της δικτατορίας. Όταν υποστηρίζω τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, όταν υποστηρίζω ότι το φύλο δεν είναι θέμα επιλογής, ή ότι ο χριστιανισμός είναι πυλώνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με αποκαλούν νεο-συντηρητικό, σεξιστή ή σχεδόν ρατσιστή. Είναι μια πνευματική ασθένεια, την οποία την έχουμε ζήσει με την Αριστερά και την ξαναζούμε με τους νεόκοπους φιλελεύθερους. Η σκέψη τους έχει εξοκείλει στο τέναγος του χρόνου, όπως και της Αριστεράς που θεωρεί ότι η σκέψη ξεκινάει από τον Μαρξ και τον 19ο αιώνα. Τους λείπει η κλασική παιδεία, κοινώς για έναν συντηρητικό όπως εγώ, η παιδεία.

Είναι και ευρωπαϊστές. Απλώς αν θεωρείς ότι η Ευρώπη νομιμοποίησε τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών επειδή είναι η σημερινή Ευρώπη, χωρίς να λάβεις υπ’ όψιν σου την παράδοση και την ιστορία τόσων αιώνων, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτε απ’ την Ευρώπη.

Τόσες Κυριακές έχει το καλοκαίρι. Έπεται συνέχεια, και για τα θρησκευτικά, και για τις έμφυλες ταυτότητες, και για την Ευρώπη.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Στο δημοτικό τραγούδι έγκειται η αρετή της ποίησης

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ. (2016). Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των Δημοτικών. Πιάνω γραφή και γράφω – Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι -1. Αθήνα: Άγρα.

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου, του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1].

ΟΤΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΝΟΜΑ // Η «ΑΓΑΠΩ» ΚΑΙ ΤΟ ΣΦΡΙΓΟΣ ΤΗΣ Π

Οφείλω να ευχαριστήσω τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Teriade και την Συνύπαρξη και Επικοινωνία στο Αιγαίο για την τιμητική πρόσκληση να μιλήσω για το βιβλίο του κ. Παντελή Μπουκάλα, συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφου του οποίου το έργο και τις επιφυλλίδες του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, χρόνια παρακολουθώ και διαβάζω με ενδιαφέρον[1]

Πλουσιότατος είναι ο αμητός για το δημοτικό τραγούδι, από την εποχή του Ρομαντισμού (μέσα 19ου αιώνα) και της πρώτης απόπειρας κατάρτισης συλλογών από τον Γάλλο φιλόλογο και ιστορικό Κλωντ Σαρλ Φωριέλ, που σε δύο τόμους στα 1824-1825 συνέλεξε δημοτικά τραγούδια – ο Φωριέλ αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ την επαναστατημένη τότε Ελλάδα κατάφερε να δημοσιεύσει την πρώτη βασική συλλογή δημοτικών τραγουδιών· το χεράκι σ’ αυτήν την καταγραφή έβαλε κι ο κορυφαίος λόγιος του Νέου Ελληνισμού Αδαμάντιος Κοραής[2] – μέχρι και σήμερα. Η νεότερη, ωστόσο, βιβλιογραφία για το δημοτικό τραγούδι είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους μελετών: Δημοτικό τραγούδι. Προβλήματα καταγωγής και τεχνοτροπίας, του Κώστα Ρωμαίου, (Αθήνα 1979)· Το δημοτικό τραγούδι, του Στίλπωνα Κυριακίδη, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1990)· Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, του Ερατοσθένη Καψωμένου, (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 31996)· τα Ακριτικά δημοτικά τραγούδια. Σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή σημειογραφία, του Κωνσταντίνου Μάρκου, (τόμοι 2, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 1995-1996)· Το δημοτικό τραγούδι. Παραλογές, με επιμέλεια του αξέχαστου Γιώργου Ιωάννου, (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1996)· Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, (εκδ. παρουσία, Αθήνα 31998)· Η διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, του Μανόλη Γ. Βαρβούνη, (εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1998)· και, βέβαια, την ανθολόγηση δημοτικών τραγουδιών, Της ξενιτιάς, (επιμέλεια G. Saunier, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1983)· Κλέφτικα, (επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2000). Στις τελευταίες, ωστόσο, μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, εντάσσεται και εκείνη του Γιώργου Καραμπελιά με τίτλο: Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του Νεώτερου Ελληνισμού, (εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2017). 

Στο ασφυκτικό δεκάλεπτο που έχω στη διάθεσή μου να σας μιλήσω για το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα, είναι αδύνατον να εξαντλήσω το περιεχόμενο των 600 περίπου σελίδων του, συμπεριλαμβανομένων και των υποσημειώσεων, με κατατοπιστικές παραπομπές σε βιβλιογραφία. 

Για να είμαι, όμως, συνεπής προς τους διοργανωτές και προς τον συγγραφέα, θα τολμήσω να καταθέσω στην αγάπη και την υπομονή σας τρία βασικά στηρίγματα, τα οποία αποτελούν και τρεις βασικές αρετές του βιβλίου, καθιστώντας το έτσι άκρως πρωτότυπο τόσο για τη φιλολογία, τη λαογραφία, όσο και για τη δοκιμιογραφία. 

Αποτελεί, τωόντι, μεγάλο το εγχείρημα του πολυγραφότατου συγγραφέα που έφερε εις πέρας ένα τέτοιο έργο, το οποίο προκαταβολικά πιστεύω ότι για τις επόμενες γενιές ερευνητών επάνω στο δημοτικό τραγούδι θα καταστεί έργο αναφοράς, αφού παρέχει πλουσιότατη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και, βέβαια, με καίριο τρόπο εντάσσεται σ’ εκείνες τις γραφές γκρεμίσματος του γνωστού στερεότυπου ότι το δημοτικό τραγούδι, καρπός της λαϊκής παράδοσής μας, σε αντιδιαστολή με τη λόγια, πάντοτε θεωρούνταν υποδεέστερο. 

Η πρώτη, λοιπόν, βασική αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι μελετά το δημοτικό τραγούδι, στη μακρά διαχρονία του, ως ένα σημαντικό «προίκισμα», δηλαδή, να δύναται ο άνθρωπος να φτιάχνει πράγματα που, αν αυτός δεν τα έφτιαχνε, δεν θα γίνονταν ποτέ. Τέτοιο προίκισμα είναι το δημοτικό τραγούδι, το οποίο ενώ έχει βαθιά ριζώματα στην παράδοση του ελληνικού λαού, από την αρχαιότητα και δώθε, δυστυχώς «μαγαρίστηκε» καθώς λέγει ο συγγραφέας από κάθε «ελληνοκάπηλο κιβδηλοποιό» – έτσι για να ταιριάξει όπως αυτός ήθελε την εθνικοφροσύνη του. Ορθότατα στην περίπτωση αυτή ο κ. Μπουκάλας υποστηρίζει το εξής: «με ποια εφόδια να κρίνουμε λοιπόν, σαν ελλανόδικος επιτροπή σε οικουμενικά πολιτισμικά καλλιστεία, τι θα μετρούσαμε και πως θα το ζυγίσουμε, ώστε να αποδώσουμε τα πρωτεία; Και υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος – πέραν των όσων υπαγορεύουν οι αλληλοεξερεθιζόμενοι εθνικισμοί – να τα αποδώσουμε;» διερωτάται στη πολυσέλιδη εισαγωγή του (εκατό περίπου σελίδες). Και ευθέως, χωρίς περιστροφές απαντά: «δεν βλέπω κανένα. Η ελληνική δημοτική ποίηση έχει να καυχιέται για τα εξαιρετικά από κάθε άποψη δημιουργήματά της σε όλες τις κατηγορίες, στα ακριτικά, τα κλέφτικα, της αγάπης, της ξενιτειάς, τα μοιρολόγια, και στα δίστιχά της βέβαια. Τι περισσότερο» (σσ. 55-56). Όμως, δεν είναι μόνον οι ελληνοκάπηλοι κιβδηλοποιοί που υπεραμύνθηκαν της αξίας της δημοτικής ποίησης, υπήρξαν και εκείνοι, της αντίπερας όχθης, που την υποτίμησαν. Αναφέρει έναν ο συγγραφέας. Τον Ηπειρώτη καθηγητή Κωνσταντίνο Ζήσιο, που σε ένα από τα έργα του, το Γλώσσα κομψή και γλώσσα συρφετώδης, στα 1915, με «χολερική ακρότητα» όπως λέγει ο κ. Μπουκάλας χαρακτήριζε τη δημοτική ποίηση χυδαία (σσ. 60–61) Επιτρέψτε μου, εδώ, να σημειώσω το εξής: τέτοιες αναθυμιάσεις, όπως η τελευταία, που σηκώνουν σκόνη ακροτήτων, δεν μπορεί να μην έχουν την απάντησή τους. Πέραν της χολερικής ακρότητας, καλόν είναι εδώ να υπενθυμίσω τον ακριβό λόγο του Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος καυτηρίαζε απόψεις που ήθελαν καθετί που προέρχεται από την παράδοση του ελληνικού λαού να είναι υποδεέστερο και υποτιμημένο. Γράφει ο Πικιώνης σ’ ένα κείμενό του: «να ζει μέσα του ο θείος σπόρος. Ζει η πανάρχαια λαλιά του. Και ρυθμοί και μέλη και σχήματα και ουσίες απ’ τους πανάρχαιους χρόνους, όπου τούτα ήταν ορισμένο να συλληφθούνε και που αν πέθαιναν ουδ’ ο Θεός ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τ’ αναστήσει»[3]

Έρχομαι τώρα στη δεύτερη αρετή του βιβλίου. Ο συγγραφέας μελετά την ποιητική γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών πιστεύοντας ότι δεν είναι μόνο «μουσικοποιητική τέχνη» αλλά και «αναπαραστατική»«Λόγια είναι και τα τραγούδια· λέξεις που τις θέλουμε ιαματικές, μα μπορεί να αποδειχθούν ατελέσφορες», γράφει. Και συνεχίζει: «αλλά τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι μόνο λέξεις. Είναι τριαδικά, τρισυπόστατα: Λόγος, Μέλος, Χορός. Είναι πλουτισμένα με τη μουσική τους και, τις περισσότερες φορές, έχουν το χορό να τα ιστορεί, και να οδηγεί συχνά τα βήματά του αντίθετα προς το περιεχόμενο: πικρό το νόημα, αλλά ο χορός ανοίγει το σώμα, το αναπτύσσει μέσα στο πείσμα του και στην επιμονή του» (σ. 103). Επιτρέψτε μου, εδώ, ένα ερμηνευτικό σχόλιο στα γραφόμενα του κ. Μπουκάλα. Φρονώ ότι η δημοτική ποίηση έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή, την οποία συντηρεί και ολοκληρώνει. Ετούτο, άλλωστε, το γεγονός αφ’ ενός φανερώνει ο συνοδεύων ρυθμός και χορός και αφετέρου η δραματικότητα του περιεχομένου το οποίο αναπαριστά. Και μιας ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δημοτικού τραγουδιού, κοντά πάντα στη μουσική και στο στίχο, εκφράζει και τον καημό «που επιμένει στη δημοτική ποίηση». Μια ποίηση, που κατά τον συγγραφέα «δεν διστάζει να αυτοσχολιασθεί και να αυτοκριθεί, ελευθερόφωνη όπως είναι και ελευθερωτική» (σ. 106). Εδώ, βρίσκεται και το «τεράστιο γλωσσικό εργαστήριο», εκείνο το «δοκιμαστήριο νέων λέξεων» (σ. 107), με τις αντίστοιχες νέες γραμματικές «παρεκτροπές», τις οποίες ο συγγραφέας μελετά στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του. Τα παραδείγματα που παραθέτει πολλά· πρόκειται για ένα «κοιμητήριο λέξεων» «όλης της ελληνικής» (σ. 132), που είναι απέραντο και προέρχεται από κάθε γωνιά της πατρίδας μας, με τις γνωστές παραλογές, σωσμένα απ’ όσους τα κατέγραψαν, όπως λόγου χάριν ο Ν. Γ. Πολίτης, ο Νουάρος Μιχαηλίδης, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κ.ά. 

Μια μικρή αναφορά «στον κόσμο των μοιρολογιών» νομίζω ότι είναι επιβεβλημένη για να κατανοήσουμε πώς ο συγγραφέας προσεγγίζει το δημοτικό τραγούδι, δίχως να το ξεκαρφώνει από τις συντεταγμένες του κόσμου μας και δίχως να παραβλέπει το κύλισμα της μακράς ιστορίας του σε παρελθόντες χρόνους. Τα μοιρολόγια, λοιπόν, είναι τραγούδια που δεν χορεύονται. Τραγουδιούνται στο ξόδι, στην έξοδο του νεκρού. Είναι εκείνη η δημοτική ποίηση που «η γλώσσα της βαθιάς λύπης, επί θανάτου, είναι ένα ουρλιαχτό. Ή η σιωπή», σχετίζονται δηλαδή με την «κουλτούρα του θανάτου» (σ. 154), σημειώνει ο κ. Μπουκάλας. 

Είναι βέβαιο ότι όταν καλείσαι να παρουσιάσεις ένα βιβλίο που διαβάζοντάς το τό αγάπησες πολύ, δεν το βρήκες δηλαδή μόνο ενδιαφέρον, έστω και σε σύντομο χρόνο απαιτείται να δώσεις το καλύτερό σου εαυτό σ’ αυτά που θα πεις. Δεν σας κρύβω ότι ολόκληρος ο μήνας Ιούνιος κύλησε μελετώντας σελίδα – σελίδα το πόνημα του κ. Μπουκάλα. Δεν σας κρύβω, επίσης, ότι αρκετές φορές έψαχνα και τον τεράστιο πλούτο των υποσημειώσεων και της βιβλιογραφίας που παραθέτει. Αυτό κι αν δείχνει πόσο «υψηλής αισθητικής πραγμάτευσης» είναι ετούτο το βιβλίο. Ιδιαίτερα το τρίτο κεφάλαιό του, Τα ρήματα της αγάπης (σσ. 267-392), το σημαντικότερο κατ’ εμέ. Γιατί φανερώνει το βαθύτερο νόημα των όσων γράφει ο συγγραφέας για το πάθος των συνθέτων λέξεων και επιθέτων στη δημοτική ποίηση. Και για να τεκμηριώσει τις απόψεις τους ψάχνει προσεκτικά τα γραπτά και τα λόγια των άλλων, του Κωνσταντίνου Σάθα, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Λίνου Πολίτη, του Γιώργου Κεχαγιόγλου, του Ιωάννη Κακριδή, της Παλατινής Ανθολογίας κ.ά., για να δει το χέρι που τείνει, ποια προσέγγιση επιδιώκει. Πρόκειται για μια ακόμη αρετή του βιβλίου, την τρίτη, και με αυτή τελειώνω την ομιλία μου. Οι αναφορές του για τη χρήση συνθέτων στη δημοτική ποίηση πολλαπλές. Ακόμη και στην αγιολογία με ιδιαίτερη άνεση καταφεύγει ο συγγραφέας, αφού καταγράφει το παράδειγμα του Γρηγορίου Ναζιανζηνού, αγίου πράου και ζωγράφου του ποιητικού λόγου, ο οποίος δεν δίσταζε να στηλιτεύει όσους γλεντοκοπούσαν σε ναούς μαρτύρων, επιδιδόμενοι έτσι στην τυμβωρυχία, αποκαλώντας τους «τυμβολέτες» και «γάστρωνες», δηλαδή τυμβωρύχους και κοιλαράδες, (σ. 293). 

Ανάμεσα στις εκατοντάδες ή πολλές χιλιάδες των δημοτικών ποιημάτων, σημαντική θέση για τον συγγραφέα κατέχει και «η Αγαπώ» (σσ. 346 κ.ε.), που μάλλον πρόκειται για ουσιαστικοποίηση ρήματος με χρήση άρθρου με αναφορική σημασία, και που απαντά σε δημοτικά τραγούδια από τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με μια πρώτη απογραφή που συνέταξε ο Αλέξης Πολίτης και που δίστιχό της βρίσκουμε και σε χειρόγραφο της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, (σ. 323). Καλοί, εδώ, για τον συγγραφέα βιβλιογραφικοί οδηγοί οι γνωστοί μελετητές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, ο Ε. Legrand, o Μανούσος Μανούσακας, ο Catharinus Dulsis, μαθητής του Μαρτίνου Κρούσιου. 

Το βιβλίο του κ. Π. Μπουκάλα έτυχε θετικών κριτικών. Σταχυολογώ δύο, αυτή της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλάκη στο ΒΗΜΑ, και εκείνη της Ανθούλας Δανιήλ στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ. Επίσης, το βιβλίο εκδιδόμενο από τις καλύτερες κατ’ εμέ εκδόσεις: Άγρα, και στο πολυτονικό. 

Έχω την γνώμη ότι και στους επόμενους τόμους που θα ακολουθήσουν, με γενικό τίτλο Πιάνω γραφή και γράφω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι, με μελέτες όπως Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίησηΟ Διάκος της ιστορίας και των δημοτικών τραγουδιών. Πως αποθανάτισαν τον αγωνιστή του ’21 η λαϊκή μούσα, οι ιστοριογράφοι και επώνυμοι ποιητές, κ.ά., ο συγγραφέας θα απαντήσει σε τρία βασικά ερωτήματα που σχετίζονται με το παραδοσιακό εν γένει τραγούδι[4], όπως: Τι νόημα έχει στις μέρες μας η αποζήτηση στο δημοτικό τραγούδι της έννοιας της παραδοσιακότητας; Και κατά πόσο αυτή η αποζήτηση αφορά τον σημερινό Έλληνα; Επίσης, κατά πόσο το δημοτικό τραγούδι, ενώ αναπολεί το πλούσιο ιστορικό παρελθόν του Ελληνισμού, μπορεί να παίξει σήμερα κι έναν άλλον ρόλο πέραν του διακοσμητικού; 

 [1] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου του Παντελή Μπουκάλα, Όταν το ρήμα γίνεται όνομα· στον αύλειο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Teriade (30 Ιουνίου 2017). 

[2] Για το θέμα κατατοπιστική είναι η μελέτη του ΑΛΕΞΗ ΠΟΛΙΤΗ, (1999), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, Αθήνα: Θεμέλιο. 

[3] Δ. ΠΙΚΙΩΝΗΣ, (1999), «Το πρόβλημα της μορφής», στο: Κείμενα, πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 220. 

[4] Τα ερωτήματα τίθενται με καίριο τρόπο στο προλογικό σημείωμα του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, (2005), «Περί ασμάτων καινών, κενών και άλλων», στη: Σύναξη, τχ. 95, (Ιούλιος – Σεπτέμβριος), σ. 3, [τεύχος αφιερωμένο στο τραγούδι].

Αγάπη

«Η Θεία Αγάπη κατέβη πάλι στα Πράγματα. Επλημμύρησε τα φύλλα του ανοιχτού βιβλίου, του πηλού τη μαλακήν ύλη και του μαρμάρου την αδάμαστη σκληράδα. Με θείο φως έντυσε του λύχνου την αδύνατη λάμψη. Στην παρουσία της ακτινοβολούν οι γήινοι τοίχοι, το ταπεινό κατώφλι. Ένα φως περνάει τα σκοτάδια της νύχτας, και οι άνεμοι βουίζουν για τη δόξα Της.

Βάλσαμο θείο στην πονεμένη ψυχή σταλάζει, παρηγοριά, ειρήνη. Τις χρυσές ελπίδες αναφτερώνει. Και συγγνώμην όλη γεμάτη, στην περασμένη ζωή, στα έργα της Λήθης ρίχνει για μια στιγμή την απάτη της Αιωνιότητας».

Δ. ΠΙΚΙΩΝΗ, (1999), «Αγάπη», στο: Κείμενα, πρόλογος Ζήσιμου Λορεντζάτου, επιμέλεια Αγνή Πικιώνη – Μιχάλης Παρούσης, Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ. 49.

Αποτέλεσμα εικόνας για Πικιώνης Πίνακες

Μολύβι σε διαφανές χαρτί (20χ18)

ΠΗΓΗ: ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΝ

5 Ιουλίου: Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου

Athanasios.jpg

Πρωτάτο, Καρυές Αγίου Όρους. Έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, (1290).

Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, γέρων, φαλακρός, οξυγένης, θεωρείται ο ιδρυτής του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιον Όρος. γεννημένος στην Τραπεζούντα, ασκήτεψε πρώτα στον Όλυμπο της Βιθυνίας, στη λαύρα του Μιχαήλ του Μελεΐνου. Από εκεί μετέβη στο Άγιον όρος και το 963, με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ίδρυσε το αρχαιότερο μοναστήρι του Όρους, τη μεγίστη Λαύρα. Όπως αναφέρει ο Ευστρατιάδης, “κατά την οικοδομήν του θόλου του ιερού βήματος του ναού, ανελθών προς επιθεώρησιν της συντελεσθείσης εργασίας μετά εξ αυτού μαθητών, εκρημνήσθη εντός του ναού μετά των μαθητών, του θόλου καταπέσοντος, και εύρε τραγικόν θάνατον εντός του ναού, ένθα και ο τάφος αυτού”.

Ι. Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ, (1995), Μακεδονική Σχολή. Η Σχολή του Πανσελήνου (1290-1320), Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Νεότητος, σσ. 218-219.

Σημαντικές ειδήσεις για το βίο του Αγίου Αθανασίου παρέχει η παλαιά μελέτη του Οδυσσέα Λαμψίδη, “Μια παραλλαγή της βιογραφίας Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου”, Βυζαντινά, 6 (1974) 283-319.

ΟΔΥΣΣΣΕΑΣ ΛΑΜΨΙΔΗΣ, Μια παραλλαγή της βιογραφίας Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Η Εκκλησία της Ελλάδος, το Υπουργείο Παιδείας και τα Νέα Θρησκευτικά

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης»

Χολαργός 29-6-2017

Ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης» παρακολουθώντας την όλη διαδικασία υλοποίησης στη πράξη των Νέων Προγραμμάτων για τα Θρησκευτικά που φαίνεται να ολοκληρώνεται με τα νέα ΦΕΚ και μετά το πέρας της συζήτησης μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας πάνω στα ίδια τα προγράμματα κι όχι περί των προγραμμάτων, των συντακτών τους και των προθέσεών τους, όπως γίνεται εδώ και πολύ καιρό, επιθυμεί να επισημάνει τα εξής:

  1. Είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος για τον τρόπο και το περιεχόμενο της θρησκευτικής αγωγής που πρέπει να δίνει το δημόσιο σχολείο ειδικά στη σύγχρονη κοινωνία με τους συνεχείς μετασχηματισμούς της, είναι απαραίτητος και έπρεπε να γίνει θεσμικά ανάμεσα στους ενδιαφερομένους, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι θεολογικές ενώσεις, και οι θρησκευτικές κοινότητες με πρώτη και κύρια την Εκκλησία της Ελλάδος. Πολλά σημαντικά θέματα που τώρα εμφανίζονται ως παραχωρήσεις του Υπουργείου προς την Εκκλησία, όπως η υποχρεωτικότητα του μαθήματος, η θέση του στο Νέο Λύκειο, η ονομασία και ο αριθμός διδακτικών ωρών είναι προϊόν παρεμβάσεων συντονισμένα ή χωριστά όλων αυτών των φορέων. Ωστόσο, ο διάλογος πάνω στις λεπτομέρειες των Νέων Προγραμμάτων που έχουν δημοσιοποιηθεί και πιλοτικά εφαρμοστεί μέχρι και έξι χρόνια πριν, δεν έγινε με νηφαλιότητα και καλόπιστη διάθεση. Έτσι κατέληξε τελικά να διεξαχθεί ανάμεσα σε επιτροπές του Υπουργείου και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με τη συμμετοχή θεολόγων εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης και Ιεραρχών. Όλοι, ως πρόσωπα, έφεραν σε πέρας ένα πολύ αξιόλογο έργο∙ ωστόσο το πρόβλημα που παρουσιάστηκε δεν παύει είναι ξεκάθαρα δομικό. Ευτυχώς, πρόλαβε ήδη και το διατύπωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής της Συνόδου Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ύδρας Εφραίμ, ο οποίος παρότι παρουσίασε τη διαδικασία αυτή ως μια «συναπόφαση» της Ιεραρχίας με την Πολιτεία και ως ένα «κεκτημένο» επισήμανε ταυτόχρονα, ότι υπάρχει σοβαρό έλλειμμα στη «συνομιλία» της Εκκλησίας με την κοινωνία και ότι είναι παρωχημένος ο τρόπος λειτουργίας συνοδικών επιτροπών, που απαιτούν από τους Αρχιερείς να είναι ειδικοί επί παντός και ιδιαίτερα σε αλλαγές, που έχουν σημειωθεί στις επιστήμες της Αγωγής, όσον αφορά στις νέες παιδαγωγικές θεωρίες, στις μεθόδους και στις τεχνικές διδασκαλίας, στις στρατηγικές μάθησης.
  2. Βεβαίως, τόσο ένας διάλογος μεταξύ ειδικώς ενδιαφερομένων για ένα θέμα όσο και η επιστημονική συζήτηση προϋποθέτουν μια ευρύτερη παιδεία για το επίπεδο της οποίας δεν έχει μόνο ευθύνη η Ιεραρχία αλλά όλοι μας. Είναι γνωστό ότι μερίδα θεολόγων και άλλων εκπαιδευτικών καταφέρθηκε από την αρχή μέσα από διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά δημοσιογραφικά βήματα και μηχανισμούς περισσότερο με εμπάθεια και μένος – λιγότερο με σαφή επιστημονικά και παιδαγωγικά επιχειρήματα – εναντίον και των Νέων Προγραμμάτων συλλήβδην αλλά και εναντίον των προσώπων των συντακτών τους, με ανυπόστατες και αήθεις κατηγορίες για χρηματισμό, προσηλυτισμό, αντιγραφή «νεοβουδιστικών» προγραμμάτων και άλλα πολλά. Μέρος τους, δυστυχώς, ταυτίζεται και με ηγετική ομάδα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων. Αυτό φαίνεται και από την πρόσφατη επίθεση με ανοίκειους χαρακτηρισμούς μέλους του ΔΣ της ΠΕΘ κατά του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου με ευθεία αναφορά στην υποστήριξη που παρέσχε με την γραπτή του μαρτυρική κατάθεση (ο ίδιος μαζί με την θεολόγο Βασίλη Αργυριάδη και την αυτοπρόσωπη μαρτυρία του Προ-κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Μάριου Μπέγζου) όχι στις απόψεις μας, αλλά στο αυτονόητο δικαίωμα μιας ομάδας ανθρώπων, εντός της δημοκρατικής κοινωνίας, να λειτουργούν ως συλλογική οντότητα και να υποστηρίζουν τη διαφορετική τους γνώμη, καθώς το περασμένο έτος, η ίδια η ΠΕΘ επιδίωξε δικαστικά, ευτυχώς χωρίς επιτυχία, τη διάλυση του συλλόγου μας. Στα δημοσιογραφικά τους όργανα ασκείται έντονη, ακόμη και ένα χρόνο μετά, πολεμική κατά της Συνόδου της Κρήτης, και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ορθά, λοιπόν, και πάλι η εισήγηση του Αγίου Ύδρας εφιστά την προσοχή στα δημοσιογραφικά κείμενα, τα «υποκινούμενα υπό αμφιβόλου ποιότητος ελατήρια συντεχνιακών και κομματικών συμφερόντων».
  3. Παρά τις παραπάνω γενικές παρατηρήσεις και τις άχαρες αντεγκλήσεις για το ποια τραγούδια «κόπηκαν» ή παρέμειναν στο διδακτικό υλικό, παραμένει δεδομένο και «κεκτημένο» ότι μέσα σε μια γενικότερη ομοθυμία εφαρμόζεται ένα εντυπωσιακά καινοτόμο Πρόγραμμα Σπουδών που συμπυκνώνει σύγχρονες εκπαιδευτικές τάσεις (πρόγραμμα διαδικασίας, φάκελος μαθητή αντί βιβλίου) και απευθύνεται σε όλους τους μαθητές κι αυτό θέτει τις βάσεις για έναν σημαντικό επόμενο στόχο: να περιοριστούν ουσιαστικά τα αιτήματα απαλλαγών. Το μάθημα ενημερώνει με τρόπο παιδαγωγικά ελκυστικό για το ευρύτερο θρησκευτικό φαινόμενο, καλλιεργεί τον σεβασμό και την κατανόηση του διαφορετικού χωρίς να απεμπολεί την καλλιέργεια της προσωπικής πίστης καθώς διευκολύνει την εμβάθυνση σ’ αυτήν, ούτε και την ένταξη σ’ ένα πολιτιστικό και αξιακό πλαίσιο των Ορθόδοξων και αλλόδοξων Ελλήνων και αλλόθρησκων μαθητών που μαθαίνουν υπεύθυνα για την ιστορικά βαρύνουσα πορεία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σ’ αυτή τη χώρα.
  4. Ο Σύλλογός μας ιδρύθηκε ως μια προσπάθεια ανθρώπων που κινούμενοι πέρα από κομματικά δίκτυα και άλλου είδους διαπλοκές οραματίζονται ένα μάθημα Θρησκευτικών και μια Θεολογία ανοικτών οριζόντων που λειτουργεί τελικά ως ένας αγωγός, αλλά και ένα εργαλείο για την συνάντηση της Εκκλησίας με την κοινωνία. Μιας Εκκλησίας που απαρτίζεται εκτός από επισκόπους ή έστω κληρικούς (ως Σώμα) κι από ένα πλήθος πιστών, διαφόρων κατηγοριών και ρόλων, που κομίζει λόγο περί σωτηρίας μέσα και από τη γνώση για το θρησκευτικό φαινόμενο και το διάλογο με την επιστήμη στη δημόσια εκπαίδευση. Αλλά και συνάντηση με μια κοινωνία που δεν την βλέπουμε κύρια ως εχθρό, απειλή ή βλάσφημο εισβολέα, αλλά ως σώμα ανθρώπων τραυματισμένων, που πάσχουν με ποικίλους τρόπους, βρίσκονται σε σύγχυση, και έχουν δικαίωμα σ’ ένα λόγο στήριξης και νοήματος ζωής κι όχι μόνο σε μια ατομικά περιχαρακωμένη θρησκευτικότητα. Μ’ αυτό το σκεπτικό μέλη μας συμμετείχαν στην περιπέτεια των Νέων Προγραμμάτων από πολλές θέσεις και ως Σύλλογος επιχειρήσαμε το φθινόπωρο του 2015 με ηχηρή δημόσια παρέμβαση να στρέψουμε την προσοχή του Υπουργείου Παιδείας στην ύπαρξή τους.
  5. Η τελευταία εξέλιξη προκαλεί εύλογα αισθήματα δικαίωσης, αλλά και ιλιγγιώδους ευθύνης απέναντι σε όσα πρέπει να γίνουν ακόμη, καθώς ούτε η σύνταξη ούτε ακόμα και η εφαρμογή των Νέων Προγραμμάτων περιορίζουν το εύρος και την ανάγκη παρέμβασης στην κοινωνία, ώστε να αποκτήσει η θεολογία που ονειρευόμαστε το ρόλο και τη λειτουργία της στη νεοελληνική μετανεωτερική πραγματικότητα. Καθώς, παρόλο που το είχαμε ζητήσει με επιμονή, η πρώτη πειραματική χρονιά δεν συνοδεύθηκε από έγκαιρη επιμόρφωση, ο Σύλλογός μας προσπάθησε με δράσεις του να συνδράμει και να υποστηρίξει αυτή τη διαδικασία. Όμως, πολύ πιο πέρα και από αυτά είναι σημαντικό μέσα από μεγάλες και μικρές μορφές συλλογικής δουλειάς στο σχολείο, στην ενορία, αλλά και στη θρησκευτική κοινότητα του διαφορετικού από μας, να ζυμωθεί η θεολογία μας, η παιδαγωγική μας δράση και η «ερευνώσα τον λόγο» πίστη, σε μια κοινωνία που θεριεύει ο φανατισμός και η ανορθολογική σκέψη, που ενσπείρεται ο πανικός απέναντι στις παγκόσμιες αλλαγές, ενώ ταυτόχρονα εδραιώνεται ο αποκλεισμός του αδύναμου και αποθεώνεται η λατρεία της δύναμης και της συσσώρευσης πλούτου, ενώ ταυτόχρονα η εκκοσμίκευση παγκοσμίως επελαύνει κατά του θρησκευτικού φαινομένου. Για όλα αυτά ο Σύλλογός μας καλεί τους θεολόγους, αλλά και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, σε μια ειλικρινή συνεργασία όχι μόνο για την εμπνευσμένη και ουσιαστική εφαρμογή των Νέων Προγραμμάτων, αλλά, με αφετηρία τη θρησκευτική αγωγή, συνολικά για το στοχασμό και τη δράση μέσα κι έξω από τη σχολική τάξη για μια βιώσιμη ανθρώπινη κοινωνία.

Για το ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ο Πρόεδρος

Δ. ΜΟΣΧΟΣ

Αναπληρωτής Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

Ο Γενικός Γραμματέας

Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Θεολόγος – Διευθυντής Λυκείου

Αποτέλεσμα εικόνας για Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης»