O ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΟΥΤΖΟΥΡΗΣ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης 12 χρόνια μετά, Αθήνα 2016[*]

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Πικρότατος είναι ο λόγος του Αναξιμάνδρου: ότι έχει αρχή, υποχρεώνεται να έχει κι ένα τέλος. Σ’ αυτήν την προοπτική και ο άνθρωπος που έχει μια γέννηση, έχει και ένα θάνατο. Αλλά κι ολάκερος ο κόσμος που κάποτε άρχισε, θα έχει ένα τέλος. Συναχθήκαμε όλοι εδώ απόψε για να τιμήσουμε έναν άνθρωπο των Γραμμάτων, ο οποίος αν και γεννήθηκε στη Λέσβο, το έργο του έγινε γνωστό σ’ ένα μεγάλο κύκλο του πνευματικού κόσμου της πατρίδας μας, από τις αρχές της δεκαετία του 1950 μέχρι και σήμερα. Είναι ο Ιωάννης Μουτζούρης, ο «παππούς της ιστορίας», όπως συχνά τον έλεγα, μιας και με το συγγραφικό του έργο πολλές φορές κατά την τελευταία εικοσαετία στις προσωπικές μου θεολογικές και ιστορικές έρευνες αναμετρήθηκα. Ο Ιωάννης Μουτζούρης ήταν ο δεύτερος «παππούς της Ιστορίας» που έτυχε προσωπικά να γνωρίσω, από την εποχή της δεκαετία του 1990, όταν άρχιζα τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές μου σπουδές στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Ο πρώτος ήταν ο κορυφαίος των νεότερων ιστορικών, ο «πατριάρχης του Νέου Ελληνισμού», ο αφανής σε πολλούς αλλά ακούραστος ερευνητής της εποχής της Τουρκοκρατίας και του 19ου αιώνα Απόστολος Βακαλόπουλος. Επιτρέψτε μου εδώ τον εξής αυθόρμητο λόγο, αυθόρμητος μεν, απολύτως διακριβωμένος με τη δεοντολογία που διέπει την ιστορική επιστήμη. Για την τοπική ιστοριογραφία το ιστορικό έργο του Ιωάννη Μουτζούρη είναι εφάμιλλο με του Απόστολου Βακαλόπουλου. Και οι δύο τους ασχολήθηκαν με γεγονότα και πρόσωπα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, που εμείς οι νεότεροι ερευνητές έχουμε χρέος πάντα να συμβουλευόμαστε κατά την έρευνά μας. Και των δύο το ιστορικό έργο έχει ομόκεντρους κύκλους: Λέσβος, Βόρειο Αιγαίο, Νέος Ελληνισμός για τον Ιωάννη Μουτζούρη, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία, Νέος Ελληνισμός για τον Απόστολο Βακαλόπουλο. Στην ίδια ομάδα, άλλωστε, ανήκουν κι άλλα πρόσωπα που ασχολήθηκαν με την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Αναφέρω ενδεικτικά ακόμη έναν, τον εκ Δημητσάνας Τάσο Γριτσόπουλο. Θεωρώ αυτούς τους παραλληλισμούς αναγκαίους για να κατανοήσουμε πόσο σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Ιωάννης Μουτζούρης.

Έτσι, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του συνεχίζει να μας εμπνέει. Αυτή η έμπνευση σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά μιάν απλή ενθουσιαστική και συναισθηματική υπερβολή. Αντιθέτως, συνιστά χρέος προς το τιμώμενο εδώ απόψε πρόσωπο. Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος του ανθρώπου, πάντα θα είναι ο σωματικός θάνατος του, δηλαδή να μην υπάρχει κανείς στον κόσμο αυτό. Τι όμως διασώζει τη παρουσία ενός ανθρώπου των Γραμμάτων μετά το σωματικό θάνατό του; Μα φυσικά το συγγραφικό του έργο και αντοχή που αυτό έχει όταν εκείνος που αναφέρεται σ’ αυτό καλείται να φωτίσει άγνωστες πτυχές της έρευνάς του.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης δεν ήταν μόνο ιστορικός, ήταν και θεολόγος. Μιας, όμως, ομιλώ για Ιστορία και Θεολογία οφείλω με παρρησία να επισημάνω το εξής: η Ιστορία και η Θεολογία είναι «θετικές» επιστήμες. Είναι αυθύπαρκτες επιστήμες, όσο κι αν σχετίζονται και με άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία και η Ψυχολογία. Προσωπικά πιστεύω ότι ο καλός ιστορικός, ο καλός θεολόγος πρέπει να επιμένει στην έρευνα θετικών στοιχείων κι όχι να κάμει Ιστορία και Θεολογία με αοριστίες.  Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η ιστορική και η θεολογική γλώσσα, όπως η γλώσσα κάθε επιστήμης είναι γλώσσα ιερή, είναι αποκαλυπτική. Διότι μας ομιλεί και μας πείθει θα ‘λεγα για τα αθέατα, τα πνευματικά, τα οποία είναι πιο πραγματικά από την πραγματικότητα που λέμε ότι μόνον αυτή είναι αισθητή.

Ο Ιωάννης Μουτζούρης, λοιπόν, διακόνησε τη θεολογική επιστήμη με τις αντίστοιχες αναφορές στον ιστορικό της τομέα, αυτόν που ονομάζουμε Εκκλησιαστική Ιστορία. Δεν προτίθεμαι εδώ να σας απαριθμήσω τα αυτοτελή βιβλία του κ. Μουτζούρη, ούτε τα πολλά δημοσιεύματά του σε επιστημονικά περιοδικά και εφημερίδες. Αυτά μπορεί κανείς να τα δει στο παρουσιαζόμενο εδώ απόψε βιβλίο, εργογραφία με κόπο συγκεντρωμένη από τον γιό του Κωνσταντίνο. Νομίζω ότι μια τέτοια απαρίθμηση θα ήταν κουραστική αφού θα παρέθετε μόνο τίτλους βιβλίων και άρθρων. Άλλωστε στην παρουσίαση ενός βιβλίου για ένα συγγραφέα άλλα είναι τα πρωτεύοντα. Να προσεγγιστεί το έργο του και να αναδείξει το συγγραφέα του σε πρώτο ανάστημα των Γραμμάτων, στη μακρά διάρκεια του χρόνου. Ετούτη τη διάσταση της προσωπικότητας και του έργου του Ιωάννη Μουτζούρη επιθυμώ απόψε σύντομα να διατρέξω, διότι φρονώ ότι ο αείμνηστος «παππούς της Ιστορίας», αν και δεν είναι ανάμεσά μας, δημιούργησε για τον τόπο που τον γέννησε, το Μεγαλοχώρι, το Πλωμάρι, τη Λέσβο και κατ’ επέκταση την πατρίδα του Ελλάδα, Σχολή Γραμμάτων, αυτήν που οφείλουμε να καθιερώσουμε απ’ αυτήν εδώ την αίθουσα απόψε με τον όρο Σχολή της Λέσβου. Πρόκειται για μια πρόταση που στοχεύει στην ανάδειξη εκείνων των δεδομένων που ως ιστορικά τεκμήρια συγκροτούν την τοπική μας ιστορία, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο σύνολης της ελληνικής ιστορίας, στην χρονική διάρκεια της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με τις αντίστοιχες ιστορικές αναγωγές και προς τη βυζαντινή.  Αυτό π.χ., μπορεί κανείς να το διαπιστώσει όταν μελετήσει και τα 63 λήμματα που έγραψε ο Ιωάννης Μουτζούρης για τη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, λήμματα που κυρίως αφορούν την Εκκλησιαστική Ιστορία της βυζαντινής και τουρκοκρατούμενης Λέσβου. Τι συνιστά η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια για την ιστορική και θεολογική έρευνα, νομίζω ότι όσοι από εμάς έχουμε ασχοληθεί με εκκλησιαστικά πρόσωπα και γεγονότα είναι αδύνατον να μην αρχίσαμε την έρευνά μας απ’ αυτήν. Τις πρώτες βιβλιογραφικές πληροφορίες από την περίφημη ΘΗΕ, όπως συντομογραφικά τη λέμε, τις πήραμε. Στέκομαι σε δύο παραδείγματα για να γίνω πιο σαφής. Και τα δύο σχετίζονται με προσωπικότητες που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αφύπνιση του υπόδουλου Ελληνισμού. Πρόκειται για τον άγιο Ιγνάτιο τον Αγαλλιανό και τον Δωρόθεο Λέσβιο, για τους οποίους ο Ιωάννης Μουτζούρης στη ΘΗΕ, στον 6ο και 5ο τόμο αντίστοιχα, αφιερώνει τέσσερις στήλες στο βίο και το ανακαινιστικό τους έργο. Οποιαδήποτε μετέπειτα μελέτη γι’ αυτούς τους δύο λογίους, είναι αδύνατον να μην έχει βιβλιογραφική αναφορά στα λήμματα του κ. Μουτζούρη.

Ταξινομώντας κανείς σήμερα όλα τα επιστημονικά δημοσιεύματα του Ιωάννη Μουτζούρη – ένας πρώτος καλός οδηγός είναι αυτός που επιχειρεί ο γιός του Κωνσταντίνος στο παρουσιαζόμενο εδώ από βιβλίο, έστω και με αυτή τη μορφή της φωτοτυπικής παράθεσης κρίσεων για το έργο του – νομίζω ότι είναι σε θέση να κάμει τις εξής επισημάνσεις. Ο Ιωάννης Μουτζούρης διακρίθηκε για την πλούσια συγγραφική του παραγωγή. Σ’ ότι αφορά τη θεολογική επιστήμη και τον τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, δειγματοληπτικά σημειώνω την συγγραφή πάνω από τριάντα μελετών, αυτοτελών και άρθρων, δίχως να συμπεριλαμβάνω τα λήμματα στη ΘΗΕ, τα οποία, όπως παραπάνω επισήμανα, κυρίως σχετίζονται με την Εκκλησιαστική Ιστορία της Λέσβου. Στις πάνω από τριάντα μελέτες συγκαταλέγεται η διδακτορική του διατριβή, με τίτλο: Τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, (Θεολογική Σχολή ΑΠΘ,1964), με συμβούλους – επόπτες καθηγητές τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, και τον Παναγιώτη Χρήστου, διδάσκαλο στον οποίο εμείς οι νεότεροι θεολόγοι, όσοι τουλάχιστον κατά τις δεκαετίες 1980 – 1990 τον είχαμε καθηγητή σε σεμινάρια Πατρολογίας και Παλαιογραφίας στο Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών και στο Κέντρο Αγιολογικών Μελετών στην Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης, του οφείλουμε πολλά, τόσο στη θεολογική σκέψη όσο και στη μεθοδολογία της θεολογικής έρευνας, κυρίως της πατερικής. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η υπόμνηση ότι η διατριβή του κ. Μουτζούρη δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες, στον 34ο και 35ο τόμο του επίσημου περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, τη Θεολογία. Τι, όμως, είναι τα χαριστικά και ελεύθερα μοναστήρια, με τα οποία επιτυχώς και μετά επαίνου ασχολήθηκε ο Ιωάννης Μουτζούρης, ίσως αναρωτηθεί κάποιος. Απαντώ: πρόκειται για μονές της βυζαντινής περιόδου, μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, στις οποίες ίσχυσε ο θεσμός του χαριστικίου, δηλαδή της χαριστικής δωρεάς που στόχευσε στην ανάπτυξη των εγκαταλειμμένων μονών και στον έλεγχο της περιουσίας τους. Αυτή η δωρεά, η χαριστική, αποτελούσε παραχώρηση μονών σε ιδιώτες για συγκεκριμένο σύντομο χρονικό διάστημα, με σκοπό αυτοί να φροντίσουν για την επισκευή, τη συντήρηση και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους. Μολονότι η χαριστική και οι ευνοημένοι πολλές φορές χαριστικάριοι προέβαιναν σε οικονομικές καταχρήσεις για δικό τους όφελος, ο θεσμός του χαριστικίου παρέμεινε ενεργός μέχρι το τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην ίδια σχεδόν κλίμακα ανήκουν και τα ελεύθερα, αυτοδέσποτα, ή αυτεξούσια μοναστήρια. Η διδακτορική, λοιπόν, διατριβή του κ. Μουτζούρη άνοιξε την έρευνα γύρω από μοναστηριακούς θεσμούς της βυζαντινής περιόδου, η οποία πρόσφατα συμπληρώθηκε με την ωραία μεταπτυχιακή εργασία του Μοναχού Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη με τίτλο: Τα αυτοδέσποτα και ελεύθερα μοναστήρια  σύμφωνα με τα βυζαντινά μοναστηριακά τυπικά, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2013).

Σημαντική εξ απόψεως Εκκλησιαστικής Ιστορίας, άμεσα συνδεόμενη με τη διδακτορική του διατριβή υπήρξε και η μελέτη του: Ο μοναχισμός της Λέσβου. Συμβολή στην ιστορία και στη μοναστηριολογία, που εκδόθηκε από την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών το 1989, και επανεκδόθηκε το 2015, με εισαγωγικό σημείωμα του ομιλούντα. Πρόκειται για το βασικότερο βιβλιογραφικό τεκμήριο  που ο ενδιαφερόμενος για την ιστορία του μοναχισμού στη Λέσβο, από την πρωτοβυζαντινή περίοδο μέχρι και σήμερα, μπορεί να συμβουλευτεί. Τολμώ να πω ότι η εν λόγω μελέτη, με  άμεση πρόσβαση στις σχετικές με το θέμα της πηγές, είναι αξεπέραστη ως σήμερα.

Η επιστημονική κατάρτιση και εγκυρότητα του Ιωάννη Μουτζούρη παρέμεινε αδιαμφισβήτητη ως το κλείσιμο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όχι μόνο σε μελέτες ιστορικού περιεχομένου, όπως λόγου χάριν το βιβλίο του με τίτλο: Το Πλωμάρι επί Τουρκοκρατίας. Ιστορικά σύμμεικτα, (Αθήνα 1998), αλλά και σε μελέτες όπου η θεολογική και ιστορική επιστήμη είναι άρρηκτα δεμένες. Κλασικό παράδειγμα σταθερού, περιεκτικού και σαφούς εκκλησιαστικοϊστορικού λόγου το βιβλίο του με τίτλο: Βενιαμίν ο Λέσβιος. Οι κατήγοροι των ιδεών του και η Μεγάλη Εκκλησία, (Αθήνα, 1982), το οποίο συνιστά υποδειγματικό εργαλείο έρευνας για τον μεγάλο Πλωμαρίτη λόγιο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, επειδή δεν περιορίζεται μόνο στην παράθεση πληροφοριών για το έργο του, αλλά και στην ερμηνευτική προσέγγιση ζητημάτων που σχετίζονται με τις διώξεις που υπέστη από τους κατηγόρους του, κυρίως από τον κολυβά Αθανάσιο Πάριο, προσφάτως άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μολονότι η νεότερη ιστορική έρευνα έχει φέρει στο φως περισσότερα στοιχεία αυτής της διένεξης, και μολονότι παλαιότερα ο ομιλών σε άρθρο του με τίτλο: «Ο Βενιαμίν Λέσβιος στη θεώρηση της Λεσβιακής ιστοριογραφίας», Αιολικά Χρονικά, 7(2005)190-196, είχε εκφράσει επιφυλάξεις για τις αρνητικές αξιολογικές κρίσεις του Ιωάννη Μουτζούρη για τον Αθανάσιο Πάριο – επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι ο συγκεκριμένος λόγιος, σφοδρός κατήγορος του Βενιαμίν Λεσβίου, αποτέλεσε το θέμα της μεταπτυχιακής μου διατριβής, η οποία κατά ομολογία των καθηγητών που την επόπτευσαν άνοιξε το δρόμο της έρευνας για αποκατάσταση του Αθανασίου Παρίου στις ιδεολογικές ζυμώσεις του 18ου αιώνα, γνωστού ως Νεοελληνικού Διαφωτισμού – πιστεύω πως αυτό το βιβλίο του κ. Μουτζούρη για τον Βενιαμίν Λέσβιο, εξακολουθεί να είναι βιβλίο αναφοράς.

Κυρίες και κύριοι, ξέρω πως πιο ψύχραιμοι από εσάς θα βρουν υπερβολικό τον ενθουσιασμό μου, να ομιλώ απόψε για ένα Λέσβιο άνθρωπο των Γραμμάτων. Πιστέψτε με, ίσως, να είμαι υπερβολικός στους χαρακτηρισμούς για τον Ιωάννη Μουτζούρη, γιατί μολονότι δέχομαι τη σοφία του «μέτρον άριστον» (κι όχι το κακοποιημένο «πάν μέτρον άριστον»), πιστεύω ακράδαντα όμως αυτό που με σοφία έλεγε ο Μανόλης Ανδρόνικος: «ο κόσμος δεν πάει μπροστά με τα μέτρα αλλά με τα άμετρα». Ο αξέχαστος Ιωάννης Μουτζούρης με την άψογη μεθοδολογία, την εξαντλητική αξιοποίηση των πηγών και των αρχειακών τεκμηρίων, μας άφησε ένα έργο ιδιαιτέρα σημαντικό, που χρήζει περαιτέρω αξιοποίησης.

Αν απόψε συναχθήκαμε εδώ για να τιμήσουμε τη μνήμη του, για να μη θεωρήσουμε πως έχουμε φτάσει στον ιδανικό στόχο, οφείλουμε να πούμε πως όλη ετούτη η θαυμάσια συλλογή της εργογραφίας του και των κριτικών γι’ αυτήν, είναι ένα θαρραλέο ξεκίνημα, έστω κι αν κανείς μπορεί να επισημάνει κάποιες αδυναμίες. Όμως θα ήταν άδικο να σταθούμε σ’ αυτές και να παραγνωρίσουμε την προσπάθεια να ξεκινήσει μια πιο συστηματική καταγραφή και αξιολόγηση του έργου του. Ποιος ή ποιοι θα την αναλάβουν, νομίζω ότι δεν μπορεί να είναι πρόβλημα. Από την πλευρά μου, θα ήταν τιμή για εμένα να μου ανατεθεί αυτό το έργο.

[*] Ομιλία που έγινε στην παρουσίαση του βιβλίου: Ιωάννης Μουτζούρης, 12 χρόνια. Αίθουσα Θεάτρου και Τεχνών του Φ.Ο.Μ. (Κυριακή 28 Μαΐου 2017).