Αρχείο μηνός Μάιος 2017

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Μ. ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ. (2017). Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ, (2017), Η Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967 – 1974. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, (Πρόλογος Ιωάννης Μ. Κονιδάρης)

Είναι γεγονός ότι οι μεγαλύτερες κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας–Πολιτείας στη Ελλάδα συνέπεσαν με ανώμαλες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας. Ταυτόχρονα, συνδέθηκαν με τη δημιουργία αρχιεπισκοπικών ζητημάτων, κάτι μάλλον αναμενόμενο ως εκ της σημασίας που διαδραματίζει το πρόσωπο του «Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος» στα πολιτικά πράγματα.

Σε μια από τις πλέον σκοτεινές και δυσερμήνευτες περιόδους της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας αναφέρεται το παρόν βιβλίο που έρχεται να ρίξει φώς στις σχέσεις της διοικούσας Εκκλησίας και της Πολιτείας της περιόδου 1967 – 1974, όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το κράτος της εγκαθιδρυθείσας την 21η Απριλίου 1967 επτάχρονης δικτατορίας.

Με ενδελεχή έρευνα πηγών και βιβλιογραφίας ο Χάρης Ανδρεόπουλος πραγματεύεται το πρόβλημα, εξετάζοντας και αναλύοντας ζητήματα της εν λόγω περιόδου που αφορούσαν την νομοκανονική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας και τον βαθύ τραυματισμό της (σήμερα συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτοδιοικήσεώς της από σωρεία παρεμβάσεων της δικτατορίας στα εσωτερικά της, που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της εκκλησιαστικής διοικήσεως ώστε να υπηρετηθούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες του καθεστώτος.

Προσεγγίζοντας το όλο ζήτημα επί τη βάσει ιστορικών και νομοκανονικών κριτηρίων, ο συγγραφέας αναδεικνύει, αξιολογεί και ερμηνεύει τις ποικίλες διαστάσεις και προεκτάσεις που είχε η προβληματική αυτή σχέση στη διοίκηση και στη ζωή της ελλαδικής Εκκλησίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της Επταετίας και σε αμφότερες τις φάσεις της: επί Γ. Παπαδοπούλου, με αρχιεπίσκοπο τον Ιερώνυμο Κοτσώνη, και επί Δ. Ιωαννίδη με αρχιεπίσκοπο τον  Σεραφείμ Τίκα.  Ως ιδιαίτερης σημασίας ζητήματα αντιμετωπίζονται το θέμα της διαταραχθείσας κατά το διάστημα της πρώτης φάσης της δικτατορίας (1967 – 1973) νομοκανονικής σχέσης της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θέμα των δώδεκα εκπτώτων – «ιερωνυμικών» λεγομένων – Μητροπολιτών που δημιουργήθηκε στη δεύτερη φάση της δικτατορίας (Νοέμβριος 1973 – Ιούλιος 1974).

Στο βιβλίο παρουσιάζονται, επίσης, και αναλύονται οι πολιτικές με τις οποίες στα πρώτα κρίσιμα χρόνια της μεταπολίτευσης, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974 – 1980), αντιμετωπίσθηκε και εξομαλύνθηκε η κρίση στην Εκκλησία, αλλά και θεμελιώθηκε ο εκδημοκρατισμός της με σειρά συνταγματικών διατάξεων και νομοθετημάτων που ρύθμισαν θετικά τόσο την εσωτερική της λειτουργία, όσο και τις σχέσεις της με την Πολιτεία.

Μία σημαντική μελέτη που βοηθά στην εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών μέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος επηρεάσθηκε, συμμετείχε, έδρασε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις υπό το κράτος της επτάχρονης δικτατορίας 1967-1974. Το βιβλίο – η έκδοση του οποίου συμπίπτει με τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 – προλογίζει ο Ομότιμος Καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα έργο – σταθμό για την Εκκλησιαστική Ιστορία, αλλά και εφαλτήριο για περαιτέρω αναζητήσεις σε συναφείς κλάδους, όπως το Εκκλησιαστικό Δίκαιο ή και η Πολιτική Ιστορία του τόπου μας».

Ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος γεννήθηκε και ζει με την οικογένειά του στη Λάρισα. Υπηρετεί στη Β/θμια εκπαίδευση ως θεολόγος καθηγητής. Είναι διδάκτωρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Α.Π.Θ., και μέλος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη θεμάτων της σύγχρονης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας. Αρθρογραφεί στην «Ελευθερία» Λαρίσης, στο «Amen.gr» και στο προσωπικό του ιστολόγιο (http://religiousnet.blogspot.com).

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ βλ., εδώ: ΑΜΕΝ

Γραφή… τόσο ακριβή και ρωμαλέα…

«Οι αιώνες κύλησαν βαρυφορτωμένοι με την ιστορία των Ελλήνων, που έφτασαν κάποτε στην καρδιά της Περσίας και άπλωσαν τη γλώσσα τους και τα σπέρματά τους ως την Ινδία. Ελληνικά βασίλεια όριζαν όλη την Ανατολή. Και πάλι η ανθρώπινη μοίρα το έφερε να χάσουν τη λευτεριά τους και να υποκύψουν στους Ρωμαίους. Αλλά αιώνες παράξενης και πλούσιας ιστορικής ζωής ακολούθησαν· οι ρωμαίοι καταχτητές έχασαν κάποτε τη δύναμή τους, η ίδια η Ρώμη πατήθηκε από τους βαρβάρους, η Νέα Ρώμη χωνεύτηκε μέσα στο Βυζάντιο, αυτοί που κράτησαν το όνομά της σ’ ένα παράξενο καινούργιο εθνικό, ρωμαίοι – ρωμιοί, μιλούσαν ελληνικά και ζούσαν σ’ ένα ευρύτερο ελλαδικό χώρο και πέρα απ’ αυτόν. Άλλοι λαοί φάνηκαν από βορρά και νότο, από δύση και ανατολή. Πάλι οι ασιατικές στέπες έστειλαν προς τις ακρογιαλιές της Μεσογείου νέες φυλές. Μια απ’ αυτές κατέλυσε το κράτος του Βυζαντίου και υπόταξε όλους τους λαούς του σε μιάν εξουσία ανελέητα τυραννική. Η σκλαβιά για πρώτη φορά γινόταν έτσι αβάσταχτη και εξοντωτική, καθώς ερχόταν από ένα λαό αλλόδοξο, πρωτόγονο και με ανύπαρχτες σχεδόν πολιτιστικές καταβολές. Πώς μέσα στα ατέλειωτα χρόνια της τουρκοκρατίας επιβίωσε ο ελληνικός λαός και προπάντων πώς κατόρθωσε να κρατήσει και να καλλιεργήσει τις δυνάμεις που θα τον οδηγούσαν στο ’21 δεν είναι της ώρας αυτής να το πούμε. Μπορούμε όμως να θυμηθούμε πως από την πρώτη μέρα της σκλαβιάς ο ελληνικός λαός, τραγουδώντας τη συμφορά του, τραγουδά την ίδια ώρα και την ελπίδα του και την πίστη του πως θα ξανακερδίσει τη λευτεριά του. “Από πολλού μεν χρόνου  προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους εφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως δια της σπάθης θ’ ανακτήση την δια της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν”, γράφει ο Ν. Πολίτης[*] προλογίζοντας το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς, που τελειώνει με το δίστιχο που εμψύχωνε στα μαύρα χρόνια τους ραγιάδες:

“Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,

Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας είναι”.

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, (1999), Ιστορία και Ποίηση, Αθήνα: Ερμής, σσ. 19-20.

[*] Εκλογαί, έκδοσις 2α, Αθήνα 1925, σ. 4.

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»

Η Μεγάλη Ποίηση του Γ. Θ. Βαφόπουλου

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

«Μα ένα όνειρο απατηλό πόσο μπορεί να ζήσει;» γράφει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος στο πρώτο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο: Τα Ρόδα της Μυρτάλης. Επικέντρωση στον έρωτα ως ψυχοσωματική λειτουργία του ανθρώπου, αλλά και επικέντρωση στο θάνατο ως αποτέλεσμα της ζωής, με γνώμονα πάντα τη χριστιανική αντίληψη της διάλυσης του σώματος, ως τη μέλλουσα ανασύνθεσή του στην ανάσταση των νεκρών. Κι αυτό γιατί η ποίηση του Βαφόπουλου διαπνέεται από την ιερότητα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας.

Ο Γ. Θ. Βαφόπουλος του Πολύκλειτου Ρέγκου

Χάρισμα… στους κατηγόρους του Νέου Προγραμμάτων Σπουδών στο μάθημα των Θρησκευτικών

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Γεγονός είναι ότι όποιος ζει μέσα στο θεολογικό και εκκλησιαστικό χώρο δεν θα δυσκολευτεί να διαπιστώνει κάθε μέρα την πίστη και το φανατισμό, τη ζωή και τη θανατίλα. Αν και η επιμόρφωση των θεολόγων καθηγητών για το ΝΠΣ στο μτΘ σε όλες τις περιφέρειες της πατρίδας μας έχει λάβει αίσιο τέλος, οι επαγγελματίες πια στην παραπληροφόρηση και κινδυνολογία συνάδελφοι θεολόγοι δεν λένε να βάλουν ένα τέλος στο άχαρο έργο τους. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Αρκετοί από δαύτους, με τη σημαία του κατήγορου του ΝΠΣ, ενώ συμμετείχαν στα επιμορφωτικά σεμινάρια, δεν χάνουν την ευκαιρία, ως νέοι ιεροεξεταστές, να σπιλώνουν και να λοιδορούν όσους με τόλμη «έμπνευση, δέσμευση και ατελείωτη επιμονή» στήριξαν και συνεχίζουν να στηρίζουν το ΝΠΣ.

Τα παρακάτω γραφόμενα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, χάρισμά τους. Άμα πια! Έλεος!

«Συμπληρώνοντας τώρα το σχήμα που ζητώντας μού δόθηκε να φορέσω, επιστρέφω κι εγώ στη Θεσσαλονίκη απ’ όπου κατάγομαι και γεννήθηκα. Έρχομαι να τερματίσω στον τόπο της αφετηρίας μου. Πέρασα τους τρεις ποταμούς και πλησίασα προς μιάν άκρη του ημικυκλικού λιμένα, στο μυχό του κόλπου, όπου οι βόρειοι άνεμοι ανταμώνουν με τους μεσημβρινούς. Βλέπω, στις υπώρειες των βουνών με τις κορυφές Πατέρα, Περιστερά, Χριστός και Αδάμ, κάτω από τα τείχη του κάστρου, αμφιθεατρικά έως τη θάλασσα, όμορφα ανάμεσα στα δέντρα τα σπίτια της πόλης. Είναι πρωί, της πόλης το πρόσωπο ξεκούραστο από τον προηγούμενο κάματο, το σκεπάζουν ακόμα, με την τελευταία του ύπνου νωχέλεια, σύννεφα γεμάτα όνειρα, που μπορείς να ταξιδέψεις προς όλες τις διαστάσεις σε κάθε απόσταση. Όταν ο ήλιος ανέβηκε περισσότερο απ’ την ανατολή, φάνηκαν ρόδινοι οι καπνοί των σπιτιών. Ξυπνούσαν. Τότε θυμήθηκα τη διήγηση από ένα όνειρο που είχε δει επανειλημμένα η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, πως στο πατρικό μας σπίτι από κάτω ήταν εκκλησία θαμμένη. Της παρουσιάζονταν Σεβάσμια μορφή, που έδινε την εντολή να γκρεμίσουμε το σπίτι και να σκάψουμε, να βρούμε από κάτω την Εκκλησία», ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, (1987), Ο πεθαμένος και η ανάσταση, Αθήνα: Άγρα, σσ. 152-153.

19η Μαΐου· Ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Από τα υψηλότερα δωρήματα των Ποντίων είναι ο ηρωισμός τους. Κι επειδή η 19η Μαΐου είναι ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από το κίνημα των Νεότουρκων, κατά την περίοδο 1914 – 1923, οφείλουμε να αναμετρηθούμε τίμια και ειλικρινά με την τραγωδία του Ποντιακού Ελληνισμού, παίρνοντας από τα συμβάντα της, τα αναγκαία διδάγματα για να στεριώσουμε και να οργανώσουμε δυναμικά ξανά τη σημερινή Ελλάδα, την Ελλάδα της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης, κρίσης ταυτότητας και προσανατολισμού εν γένει.

Αυτό, όμως, επιβάλει να δούμε το παρελθόν ως παρόν και μέλλον, ταυτόχρονα. Γιατί η ιστορική εξέλιξη κάθε λαού συναρτάται άμεσα με τη συγκεκριμένη στάση που κρατά έναντι του παρελθόντος. Κι αυτό το λέγω διότι εμείς οι σημερινοί επίγονοι του Ποντιακού Ελληνισμού, αντί για επιστημονική σπουδή της γενοκτονίας που υπέστη, επιδιδόμαστε σε μια άλλη γενοκτονία, τη γενοκτονία της μνήμης. Ενάντια σ’ αυτή βρίσκεται ο ακριβός λόγος του Μακρυγιάννη, λόγος όχι θανατίλας, αλλά ελπίδας: «ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούν. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

Ολάκερος ο Ποντιακός Ελληνισμός καθημερινά μας καταλείπει εκείνη την «αρχοντιά του ήθους». Την ψηλαφούμε, άλλωστε, στους χορούς και στα τραγούδια του. Η μνήμη της γενοκτονίας που κάθε χρόνο τελούμε την 19η Μαΐου ένα στόχο έχει: μακριά από στείρους εθνικισμούς και φανατισμούς, που σε καμιά περίπτωση δεν υπηρετούν την ιστορική αλήθεια, οφείλουμε να αντισταθούμε και στην υπονόμευση της ιστορικής μας αυτοσυνειδησίας.

Με αφορμή την ημέρα της Μάνας

«Η Ρωμιά του Παπαδιαμάντη για το σημερινό αναγνώστη, προπάντων η γερόντισσα, αλλά και όλες οι άλλες με, πολυχρώματη ουρά, το τελικό ουδέτερο ωμέγα στα ονόματά τους – το Σεραϊνώ, το Μαλάμω, το Μπραϊνώ – είναι κάτι αυτονόητο, σχεδόν όπως η ταυτότητα ή το διαβατήριό μας που γράφουν, υπηκοότητα: ελληνική· θρήσκευμα: χριστιανός ορθόδοξος. Με τον Παπαδιαμάντη το θέμα αυτό δεν χρειάζεται ανάπτυξη. Διάβασμα μοναχά χρειάζεται και ξαναδιάβασμα από γενιά σε γενιά. Με τους διάφορους μεσάζοντες ή τους ξεναγούς το διάφορο απομένει και τελικά μάλλον θόρυβος γίνεται», ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, (1979), Οι Ρωμιές, Αθήνα: Δόμος, σσ. 11-12.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ: Δεν είναι καθόλου δύσκολο να διακρίνει κανείς εδώ το γεγονός ότι στον Παπαδιαμάντη η Ρωμιά γυναίκα, η μάνα, είναι ένα αρχέτυπο, το οποίο πάντα τείνουμε να το προσωποποιούμε και να το μεταφέρουμε σε κάποιο χαρακτήρα της μυθολογίας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Καπράλος η μάνα μου

Χρήστος Καπράλος (1909-1993), Η Μάνα μου, 1940-1945· γύψος, 65 x 36 x 46 εκ., Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

Σε σένα, μάνα..

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Θεολόγου Καθηγητή

– Σπρώχνεις με δυσκολία το καροτσάκι στη λαϊκή. Από τα λιγοστά πράγματα μέσα είναι φανερό ότι είσαι μόνη. Το σκυφτό κορμί σου δείχνει ότι τα χρόνια πέρασαν, τα βάσανα έμειναν. Σε αυτή την καμπούρα που κάποτε ήταν όρθια πλάτη, παιδιά έπαιζαν τον αναβάτη. Παιδιά που μεγάλωσαν και έφυγαν, κάποια για πάντα. Χρόνια πολλά σε σένα, μάνα.

– Σε σένα, μάνα, που είσαι σε ένα νοσοκομείο και πονάς. Που αν ζυγίσει κανείς την καρδιά σου, προτιμάς χίλιες φορές να αγκαλιάζεις εσύ τον πόνο παρά το παιδί σου.

– Σε σένα, μάνα, που είσαι στη φυλακή ή σε κάποια κλινική αποτοξίνωσης. Μέσα από τα ρουφηγμένα μάτια σου βλέπεις λίγο ουρανό, θυμάσαι το παιδικό χαμόγελο και υπάρχεις ακόμη.

– Σε σένα, μάνα, μάνα της προσφυγιάς. Που σε έδιωξαν από το σπίτι σου, σου ξερίζωσαν τη χώρα, αλλά όχι την αγάπη. Που μεγαλώνεις τα παιδιά σου σε κουτιά, τα κοιμίζεις σε ξένο χώμα.

– Σε σένα, μάνα, που δεν θυμάσαι τίποτα. Όλοι γύρω σου είναι ξένοι, όλα μακρινά. Κάπου κάπου, ένα δάκρυ σου ίσως και να κουβαλάει μια θύμηση.

– Σε σένα, μάνα, που δεν πήρες ποτέ το παιδί στα χέρια σου. Το «γιατί» δεν έχει τώρα σημασία. Που μόνο εσύ ξέρεις πώς είναι, μόνο εσύ νιώθεις την καρδιά σου.

– Σε σένα, μάνα, που μοχθείς και αγωνίζεσαι. Που λύνεις τα προβλήματα με μια αγκαλιά, που στο άκουσμά σου καλοσυνεύουν όλα. Μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χαμόγελο. Ακόμη κι αν μεγαλώσαμε, το αξίζεις.

Κι αν δεν είσαι εδώ, δες το δάκρυ μας από ψηλά. Μη μας παρηγορήσεις, όπως παλιά. Από αγάπη και νοσταλγία είναι.

Σε σένα μάνα, μητέρα, γυναίκα…

ΠΗΓΗ

http://theologosnaf.blogspot.gr/2017/05/blog-post_13.html