Του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
Ο πανηγυρικός της ημέρας από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής στην εκδήλωση για τον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως ημέρας αφιερωμένης στους Τρεις Ιεράρχες αποδίδεται στον σύμβουλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1055 μ.Χ.), μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα. Πιθανότατα η θέσπιση της γιορτής συνιστούσε την απάντηση από εκκλησιαστικής πλευράς στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική φιλοσοφία και τα αρχαιοελληνικά γράμματα που εκδηλώθηκε κατά τον ια΄ μ.Χ. αιώνα.
Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που εκδηλωνόταν ένα τέτοιο ενδιαφέρον. Όπως είναι γνωστό, το κύριο χαρακτηριστικό του χώρου όπου αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός ήταν η ανοιχτότητά του. Από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν οι Έλληνες στην περιοχή ως τις αρχές του ιθ΄ μ.Χ. αιώνα, ο χώρος δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Η απουσία συνόρων και η γεωγραφική διασπορά των ελληνικών φύλων σε όλα τα παράλια της ανατολικής Μεσογείου είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί ο χώρος ένα σταυροδρόμι πολιτισμών. Και οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στον χώρο να δείχνουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τους γύρω πολιτισμούς και να προσλαμβάνουν συνεχώς στοιχεία από αυτούς, να τα αφομοιώνουν και να τους δίνουν τελικά ένα νέο νόημα. Η πρακτική αυτή φτάνει στο απόγειό της στο πλαίσιο των βασιλείων που προέκυψαν από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, με αποτέλεσμα ο ελληνισμός όχι μόνο να ριζώσει για τρεις περίπου αιώνες στις νέες περιοχές αλλά, μπολιασμένος με τα τοπικά πολιτισμικά στοιχεία, αιγυπτιακά, βαβυλωνιακά, κλπ, να παράξει, χωρίς να χάσει τίποτε από την ελληνικότητά του, έναν καινούργιο πολιτισμό που οι ιστορικοί τον χαρακτηρίζουν με τον όρο “ελληνιστικός”. Και ήταν τέτοια η ζωτική δύναμη αυτού του πολιτισμού, που, όταν η Ρώμη κατέκτησε τις περιοχές αυτές, δεν βρήκε καλύτερο συνεκτικό μεταξύ τους στοιχείο, ώστε να συγκροτήσει την απέραντη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από αυτόν ακριβώς τον ελληνικό πολιτισμό. Ήδη από τον β΄ π.Χ. αιώνα, η αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές συναναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Έτσι, δεν είναι τυχαίο το ότι όταν τον α΄ μ.Χ. αιώνα ο απόστολος Παύλος θα απευθυνθεί στους Ρωμαίους με την ομώνυμη επιστολή του, δεν θα γράψει λατινικά, αλλά ελληνικά.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ