Αρχείο μηνός Οκτώβριος 2016

Θεολογία και “παραθεολογία”

Γράφει ο Α. Ι. Καλαμάτας

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ζητορθόδοξη, μονότονη, εθνομανής και πατριδοκαπηλική «παραθεολογία», που με αφορμή τα νέα προγράμματα σπουδών στο μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ), με ανέντιμο τρόπο περνά στα ΜΜΕ, ένα σκοπό έχει: να αναστείλει την προσπάθεια υλοποίησης ενός οράματος για το μτΘ, που εδώ και δεκαετίες επιζητεί μια ζωντανή θεολογία την οποία έχουν ανάγκη όχι μόνον οι νέοι, αλλά κι ολάκερη η ελληνική κοινωνία. Μια θεολογία που να αντλεί δύναμη και πνοή από τις ανόθευτες πηγές της ελληνορθόδοξης παράδοσης, σε σχέση πάντα με την αξιοπρέπεια και το σεβασμό του ανθρώπινου προσώπου, από οποιαδήποτε πολιτισμική παράδοση κι αν αυτό προέρχεται.

Έναντι αυτού του οράματος, αρκετοί συνάδελφοι θεολόγοι που καθημερινά αυτοανακηρύσσονται θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας, δεν χάνουν την ευκαιρία, επιλεκτικά να δημοσιεύουν σε διάφορα blogs αποσπάσματα κειμένων από τα νέα προγράμματα σπουδών και βάσει αυτών να κατηγορούν τους εμπειρογνώμονες για επιχείρηση αλλοίωσης της θρησκευτικότητας των μαθητών και μαθητριών. Αντί να αρθρώσουν έναν αξιοπρεπή θεολογικό και παιδαγωγικό λόγο, φιλάνθρωπο, απελευθερωτικό, φιλικό, προπάντων τίμιο και ειλικρινή, αντί να μπουν σε μια τάξη να κάμουν μάθημα, να ακούσουν τις αγωνίες και τα όνειρα των μαθητών/τριών τους, έχουν πάρει «παρανταριά» όπως λέγει ο σοφός λαός μας κανάλια και εφημερίδες, συκοφαντώντας, υβρίζοντας και κινδυνολογώντας κάθε άξιο συνάδελφο θεολόγο που με ενδιαφέρον έχει αγκαλιάσει την προσπάθεια εφαρμογής των νέων προγραμμάτων σπουδών.

Αυτή δυστυχώς δεν είναι θεολογία ζωής, ριζωμένη στα έγκατα του πυρήνα της Εκκλησίας. Αντιθέτως είναι «παραθεολογία», με κύρια χαρακτηριστικά την ανελευθερία και την κακομοιριά.

Παρέμβαση των Εμπειρογνωμόνων των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Οι Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων που εκπόνησαν τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου και Λυκείου χαιρετίζουν με ιδιαίτερη ικανοποίηση την εφαρμογή τους στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς 2016-17, ύστερα από τη δημοσίευση και την αποστολή των σχετικών ΦΕΚ στα σχολεία όλης της χώρας.

Η σύνταξη αυτών των νέων Προγραμμάτων Σπουδών ξεκίνησε το 2010-2011, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για μεταρρύθμιση της διδακτικής σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα, στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο από την τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Μάλιστα, κατά τα έτη 2011-2014 τα νέα Προγράμματα Σπουδών ετέθησαν σε πιλοτική εφαρμογή, η οποία αξιολογήθηκε και από εξωτερικούς κριτές. Οι κυρίως εργασίες τελείωσαν το 2015, με την ολοκλήρωση του Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Λυκείου, ενώ το 2016 συνεχίστηκαν οι προβλεπόμενες αναθεωρήσεις και έγιναν οι σχετικές επανεκδόσεις. Μαζί με τους εμπειρογνώμονες εργάστηκαν επικουρικά και ομάδες εκπαιδευτικών, για τη συγκέντρωση του προτεινόμενου διδακτικού και υποστηρικτικού υλικού. Οι θεολόγοι που ενεπλάκησαν στη διαδικασία δούλεψαν με πολύ μεράκι και με προσήλωση στο παιδαγωγικό καθήκον, τοποθετώντας πολύ ψηλά τον πήχη, υπερβαίνοντας κατά πολύ αυτές τις τυπικές απαιτήσεις του έργου, χωρίς να φείδονται χρόνου και κόπων και χωρίς να υπολογίζουν τις αντιξοότητες. Μοναδικό κίνητρο και στόχος ήταν η ποιοτική αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών σε όλα τα επίπεδα, τη στιγμή μάλιστα που διάφορες πολιτικές πλευρές έδειχναν να υποβαθμίζουν τη θέση του στο σχολείο. Σε όλες τις φάσεις της συγγραφής, κυριάρχησε η παιδαγωγική ευθύνη απέναντι στους σημερινούς μαθητές και μαθήτριες, η αγάπη για το μάθημα των Θρησκευτικών και η πίστη στη μορφωτική αποστολή του.

Λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του συνολικού έργου, μπορούμε να πούμε ότι επιτελέστηκε ένας τεράστιος άθλος, ο οποίος οφείλεται στον μόχθο πολλών ανθρώπων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται στελέχη του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, πανεπιστημιακοί καθηγητές, σχολικοί σύμβουλοι, συγγραφείς διδακτικών βιβλίων και εκπαιδευτικοί της τάξης, θεολόγοι και δάσκαλοι της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Εκτός από τις Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων, οι οποίες επωμίστηκαν το έργο της σύνταξης των Προγραμμάτων Σπουδών και των Οδηγών Εκπαιδευτικού, πρέπει να αναφερθεί η συμβολή της Επιτροπής Αξιολογητών του Λυκείου, των Σχολικών Συμβούλων Θεολόγων, των εκπαιδευτικών στα πιλοτικά σχολεία, οι οποίοι συνέβαλαν με την πολύτιμη εμπειρία τους, αλλά και των χιλιάδων μαθητών/μαθητριών αυτών των σχολείων, που με την ανταπόκριση και τον ενθουσιασμό τους μετέδωσαν δύναμη και ελπίδα για να ολοκληρωθεί αυτό το έργο. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναφερθούν αρκετοί θεολόγοι-εκπαιδευτικοί, οι οποίοι με φιλότιμο μοιράστηκαν διδακτικές ιδέες και πολύτιμο διδακτικό υλικό, οι εξωτερικοί παρατηρητές και κριτικοί φίλοι, καθώς επίσης όλοι όσοι -στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξήχθη- κατέθεσαν καλοπροαίρετη κριτική και παρατηρήσεις. Στον διάλογο αυτό, συνέβαλαν με τις απόψεις τους εκκλησιαστικοί θεσμοί, οι θεολογικές σχολές, σχολικοί σύμβουλοι, επιστημονικές ενώσεις θεολόγων, συνδικαλιστικές ενώσεις εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακοί καθηγητές, εκπαιδευτικοί κ.ά.

Απευθυνόμενοι προς τους εκπαιδευτικούς της τάξης, αλλά και προς τους γονείς και τους μαθητές, καταθέτουμε την πεποίθησή μας ότι τα Προγράμματα θα αρχίσουν άμεσα να αποδίδουν καρπούς, μέσα από την αναδιάταξη των διδακτικών θεμάτων και την ανανέωση της διδασκαλίας, με πλούσιο διδακτικό υλικό και με πιο σύγχρονες διδακτικές μεθόδους που ενεργοποιούν τους μαθητές. Σύντομα η εφαρμογή τους θα υποστηριχθεί και από μια εργαστηριακού τύπου στοχευμένη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά δεν είναι κλειστά και τετελεσμένα προγράμματα, αλλά από τη φύση και τη λειτουργία τους είναι ανοικτά και επιδέχονται συνεχή ανανέωση και αναθεώρηση. Κατά τη φετινή πρώτη χρονιά υλοποίησής τους θα δοθεί η ευκαιρία στους εκπαιδευτικούς να αξιολογήσουν την πορεία εφαρμογής τους, να καταθέσουν ενδεχόμενες παρατηρήσεις και προτάσεις βελτίωσης και αναθεώρησής τους, όχι θεωρητικά ή ιδεολογικά, αλλά μέσα από την ίδια τη μαθησιακή διαδικασία. Για να φθάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, χρειάζεται η συνδρομή και η συνεργασία όλων. Αυτό που είναι κατεξοχήν καινοτόμο στο μάθημα είναι η παιδαγωγική μέθοδος. Ως προς την ίδια τη φυσιογνωμία του, η διαφοροποίηση δεν είναι τόσο ριζοσπαστική όσο παρουσιάζεται στη βάση ποικίλων παραναγνώσεων. Είναι ένα μάθημα που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην παράδοση του τόπου μας, στην ορθόδοξη χριστιανική. Δεν έχει κατηχητικό χαρακτήρα, καθώς η κατήχηση είναι μια υπόθεση της Εκκλησίας και της οικογένειας, όχι του σχολείου. Παράλληλα, όπως και στα προηγούμενα προγράμματα, ενημερώνει και για τον κόσμο των θρησκειών. Η αίσθηση ότι υπάρχει «πολλή θρησκειολογία» ή ότι είναι «ουδετερόθρησκο» δεν είναι ακριβής. Ασφαλώς, εξάλλου, το μάθημα δεν είναι «θρησκειολογικό». Πόσο μάλλον δεν ισχύει η κατηγορία ότι το μάθημα προωθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Αυτό είναι απολύτως αναληθές και εδράζεται σε ακατάλληλη ανάγνωση του ΠΣ. Το μάθημα είναι ορθόδοξο, κατά αντιστοιχία με την κοινωνική πλειοψηφία και κύρια πολιτισμική ταυτότητα της κοινωνίας μας. Συνάμα είναι ανοιχτό στην ετερότητα και εμπεριέχει και γνωσιακή ύλη για άλλες θρησκείες, όπως ίσχυε και στο παρελθόν. Απλώς υπάρχει μια αναδιάρθρωση της ύλης, που υπηρετεί καλύτερα τις σύγχρονες συνθήκες και αντανακλά τις παραστάσεις για τον κόσμο που ήδη έχουν τα παιδιά. Εν τέλει, το μάθημα προάγει την κατανόηση της ετερότητας, όχι τη σύγχυση της ταυτότητας.

Παράλληλα με τα παραπάνω, επιθυμούμε να εκφράσουμε, με σαφήνεια και προς κάθε κατεύθυνση, τη θέση μας γύρω από ορισμένες εντάσεις, οι οποίες αναφύονται με αφορμή την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά. Οι Επιτροπές των εμπειρογνωμόνων που τα εκπόνησαν, έχουν αποσαφηνίσει όλα τα ζητήματα που έχουν αναδειχθεί κατά τον δημόσιο διάλογο και έχουν ανασκευάσει με επιστημονική τεκμηρίωση τις επικρίσεις που κατατέθηκαν ή είδαν το φως της δημοσιότητας, ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους. Ουδέποτε οι Επιτροπές αρνήθηκαν τον διάλογο ούτε υποτίμησαν οποιαδήποτε άποψη. Εξακολουθούμε να είμαστε ανοιχτοί σε διάλογο, καθώς περιμένουμε τον περαιτέρω εμπλουτισμό των διδακτικών υλικών, αλλά και την αξιολόγηση των συναδέλφων εκπαιδευτικών κατά την πρώτη αυτή χρονιά εφαρμογής των νέων Προγραμμάτων Σπουδών. Αναμένουμε επίσης την έντυπη έκδοση των συμβατών βιβλίων και υλικών του μαθήματος, ώστε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η διαδικασία υποστήριξης και εφαρμογής των Προγραμμάτων.

Προβληματιζόμαστε εντόνως όταν διαβάζουμε κείμενα, τα οποία προέρχονται από μέλη επιστημονικών ενώσεων, που συκοφαντούν, λοιδορούν, απειλούν ή επιδιώκουν να διχάσουν τη θεολογική και εκπαιδευτική κοινότητα, παρακινώντας σε «αντίσταση κατά της αρχής»! Τόσα χρόνια που διεξάγεται διάλογος, θα περιμέναμε από τους ενορχηστρωτές και τους πρωταγωνιστές των επικρίσεων, αντί της στείρας και άγονης κριτικής, να αντιπροβάλουν, ένα προσχέδιο, έστω ένα σκαρίφημα ή ένα σχέδιο μαθήματος, από τη δική τους παιδαγωγική πρόταση για την αναβάθμιση του μαθήματος των Θρησκευτικών, παρουσιάζοντας τη δική τους διδακτική προσέγγιση. Ακόμη και σήμερα, ύστερα από διάλογο πέντε ετών, ορισμένοι επικριτές δείχνουν να μην έχουν καταλάβει –δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι παραπλανούν σκόπιμα– ότι τα Προγράμματα Σπουδών δεν είναι διδακτικά βιβλία, ότι δεν περιλαμβάνουν την έννοια της διδακτέας ύλης, ότι δεν είναι θρησκειολογικά κ.ά. Ευτυχώς τέτοιου είδους εσκεμμένοι αποπροσανατολισμοί δεν αφορούν στο μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών θεολόγων. Σήμερα, όλοι οι εκπαιδευτικοί μπορούν να κρίνουν, μόνοι τους στην τάξη και με τους μαθητές τους, ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο του νέου Προγράμματος Σπουδών.

Είναι γνωστό ότι ποτέ δεν αρνηθήκαμε την πρόσκληση είτε της Αρχιεπισκοπής είτε της Ιεράς Συνόδου για ενημέρωση και διάλογο μαζί της -το αντίθετο μάλιστα. Όπως είναι εξίσου γνωστές και καταγεγραμμένες οι δημόσιες ενθαρρύνσεις του ίδιου του Αρχιεπισκόπου σε ενημερωτικές συναντήσεις μαζί μας (και υπήρξαν πολλές), «να συνεχίσουμε το έργο της αναβάθμισης του θρησκευτικού μαθήματος στους άξονες και τις αρχές», που ο ίδιος και γνώριζε καλά και υπεραμυνόταν. Μας ανησυχεί, όμως, το γεγονός ότι η ηγεσία της Εκκλησίας τελικώς ανέθεσε την έκφραση και εκπροσώπησή της στους ανθρώπους που εδώ και πέντε έτη βάλλουν συστηματικά εναντίον των νέων Προγραμμάτων, κατασκευάζοντας θεωρίες συνομωσίας, συκοφαντώντας και σπιλώνοντας την τιμή και τη συνείδηση ανθρώπων που προσφέρουν και διακονούν επί σειράν ετών το ποιμαντικό και θεολογικό έργο της. Εν τέλει, όσοι θεωρούν ότι είναι προτιμότερο ή καλύτερο να αλλάξει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα σήμερα, με τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή η αλλαγή, ας αναλάβουν την ευθύνη της πρότασής τους.

Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να προβούμε σε μία απαραίτητη διευκρίνιση σχετικά με ένα μέρος του προς επεξεργασία υλικού, το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος αναδεικνύει ως προβληματικό στην πρόσφατη επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό. Διευκρινίζουμε, λοιπόν, και επισημαίνουμε ότι το υλικό αυτό είναι απολύτως ενδεικτικό και ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα και την ελευθερία να το αντικαταστήσει με δικό του. Το υλικό αυτό δεν αποτελεί παραγγελία του Υπουργείου ή του ΙΕΠ, αλλά πρόκειται για μια καθαρά εθελοντική εργασία, την οποία συνέθεσαν εκπαιδευτικοί της τάξης, θεωρώντας ότι μπορεί να διευκολύνει τους συναδέλφους τους στο ξεκίνημα της εφαρμογής των νέων Προγραμμάτων. Τα όποια τραγούδια κρίνεται ότι ενδέχεται να σκανδαλίσουν τους μαθητές και τις μαθήτριες μπορούν άμεσα να αποσυρθούν από το δημοσιευμένο/αναρτημένο υλικό.

Εντούτοις, μας προκαλεί έκπληξη και απορία η απόρριψη παρόμοιων υλικών, ενώ αυτού του είδους οι παιδαγωγικές διαδικασίες και οι νέες τεχνικές μάθησης έχουν ήδη εισαχθεί και αξιοποιηθεί στην κατήχηση της Εκκλησίας, στα προγράμματα ποιμαντικής επιμόρφωσης, στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις (Βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, Γραφείο Νεότητος, Κατηχητικό Βοήθημα 2006-2007, «Σύγχρονα τραγούδια, αφορμή για συζήτηση με τους νέους μας», Επιμ. Σχόλια: Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Αθήνα 2006 και www.imcorfu.gr/website/katixi2006_2007.doc· επίσης, Αδαμάντιος Αυγουστίδης, «“Χάσμα γενεών” και η “Γεφύρωσή” του, Ψυχολογική και Θεολογική προσέγγιση», στο: Αγάπη και Μαρτυρία, αναζητήσεις λόγου και ήθους στο έργο του Ηλία Βουλγαράκη, Ακρίτας, Αθήνα, 2001, σσ. 275-290). Η αντίφαση, λοιπόν, παραμένει πώς τέτοιου είδους υλικό θεωρείται «απρεπές» για το μάθημα των Θρησκευτικών στο δημόσιο σχολείο;

Με αφορμή διάφορες μικροπολιτικές συζητήσεις του παρελθόντος -και οι οποίες επαναλαμβάνονται σήμερα με επίκαιρες προσαρμογές, με προφανή στόχο να συκοφαντηθούν τα Προγράμματα Σπουδών- τονίζουμε την πεποίθησή μας ότι οι παιδαγωγικές αξίες δεν χρωματίζονται πολιτικά, πολύ δε περισσότερο κομματικά. Η πολυετής διάρκεια της εργασίας μας και η προσήλωσή μας στις θεολογικές και παιδαγωγικές αρχές της δεν επιτρέπει σε κανέναν την ταύτισή της με οποιαδήποτε κομματική σκοπιμότητα ή ιδεολογία. Οφείλουμε να προστατεύσουμε το μάθημα των Θρησκευτικών από επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις, μικροκομματικά συμφέροντα και σκοπιμότητες που δεν έχουν σχέση με το παιδαγωγικό πλαίσιο της λειτουργίας του.

Τέλος, εκφράζουμε την ανησυχία μας επειδή ορισμένες απόψεις που κατατίθενται, με αποκλειστικό σκοπό την πάση θυσία ατομική δικαίωση εκείνων που τις διατυπώνουν, μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο ακόμη και τα κεκτημένα και αναγνωρισμένα δικαιώματα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών προχωρούν στην αναβάθμιση του μαθήματος με αφετηρία το υφιστάμενο νομικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο, χωρίς να το ανατρέπουν. Επιπλέον, παρέχουν τον ζωτικό χώρο και προσφέρουν τα διδακτικά υλικά και εργαλεία στον εκπαιδευτικό, για την ανάδειξη του πνευματικού πλούτου και της μορφωτικής δυναμικής που περιέχει το μάθημα των Θρησκευτικών με επίκεντρο την Ορθόδοξη Παράδοση και σε διάλογο με τον σύγχρονο και ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο μας. Προς όφελος, πάντα, των παιδιών και εφήβων που μαθητεύουν στα σχολεία της πατρίδας μας -και όχι, φυσικά, της πείσμονος αγκίστρωσης σε ιδεολογικά καταφύγια άσχετα με τη ζωή και το νόημά της, εν τέλει άσχετα με τη ζωή της Εκκλησίας.

Με τιμή,

Ακανθοπούλου Καλλιρρόη, Δρ. Θεολογίας, καθηγήτρια Θεολόγος

Βαλλιανάτος Άγγελος, Δρ. Θεολογίας, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

Βασιλειάδης Πέτρος, Ομ. Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Βουλγαράκη Ευαγγελία, Δρ. Θεολογίας, καθηγήτρια Θεολόγος

Γιαγκάζογλου Σταύρος, Σύμβουλος Α΄ του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, Προϊστάμενος Γραφείου Έρευνας, Σχεδιασμού και Εφαρμογών Α του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής

Γριζοπούλου Όλγα, Δρ. Θεολογίας

Διαμαντής Φώτιος, Δάσκαλος, MEd & Θεολόγος, MTh

Ζιάκα Αγγελική, Επ. Καθηγήτρια Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Ζορμπάς Κωνσταντίνος, Δρ. Θεολογίας, Κοινωνιολόγος, καθηγητής Θεολόγος

Καλαϊτζίδης Παντελεήμων, Δρ. Θεολογίας, τ. Πάρεδρος ε.θ. του Π.Ι., καθηγητής Θεολόγος

Καραχάλιας Στέφανος, Δρ. Θεολογίας, καθηγητής Θεολόγος

Κουκουνάρας-Λιάγκης Μάριος, Λέκτορας Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ

Μαλεβίτης Ηλίας, MA, καθηγητής Θεολόγος

Μητροπούλου Βασιλική, Αν. Καθηγήτρια Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Μόσχος Δημήτρης, Επίκουρος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ

Νευροκοπλής Αθανάσιος, MTh, καθηγητής Θεολόγος

Παναγάκης Αντώνης, Δάσκαλος και Θεολόγος

Παπαδόπουλος Γιώργος, καθηγητής Θεολόγος

Πλιάκου Ζωή, Θεολόγος

Στάθης Γιώργος, τ. Πάρεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

Στριλιγκάς Γεώργιος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

Συργιάννη Μαρία, Δρ. Θεολογίας, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

Ταμβάκης Παναγιώτης, Δρ. Θεολογίας, Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Τριανταφυλλίδου Κυριακή, MA, καθηγήτρια Θεολόγος

Υφαντής Παναγιώτης, Αν. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Φανάρας Βασίλειος, Δρ. Θεολογίας, καθηγητής Θεολόγος

Χριστόπουλος Νικόλαος, Δρ. Θεολογίας, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων

Πηγή

http://religionslehrer.blogspot.gr/2016/10/blog-post_5.html

ΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά απηχεί πολυετείς προβληματισμούς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Με ιδιαίτερη τιμή στους δασκάλους μας, τους θεολόγους που ανανέωσαν και αναζωπύρωσαν τον θεολογικό λόγο τις προηγούμενες δεκαετίες, με την ίδια αγάπη και μαθητεία αναστοχαστήκαμε τη φυσιογνωμία, τη θέση και τη διδακτική μεθοδολογία του Μαθήματος των Θρησκευτικών, ώστε να ανταποκρίνεται στο σήμερα. Η σύνταξη των νέων Προγραμμάτων Σπουδών ξεκίνησε το 2010-2011, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας για μεταρρύθμιση της διδακτικής διαδικασίας σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα Δημοτικού και Γυμνασίου από την τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Kατά τα έτη 2011-2014, τα νέα Προγράμματα Σπουδών τέθηκαν σε πιλοτική εφαρμογή, η οποία αξιολογήθηκε και από εξωτερικούς κριτές. Το 2014 συστάθηκε νέα Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση του Προγράμματος Σπουδών στα Θρησκευτικά Λυκείου, ολοκληρώνοντας έτσι τον κύριο κύκλο των εργασιών σχεδιασμού του Προγράμματος Σπουδών σε όλες τις βαθμίδες της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το 2016 συνεχίστηκαν οι προβλεπόμενες αναθεωρήσεις και έγιναν οι σχετικές επανεκδόσεις των Προγραμμάτων Σπουδών. Μαζί μας εργάστηκαν επικουρικά και ομάδες θεολόγων εκπαιδευτικών καθώς και δασκάλων, για τη συγκέντρωση του προτεινόμενου διδακτικού και υποστηρικτικού υλικού. Οι ομάδες των εμπειρογνωμόνων συναπαρτίζονται από έμπειρα στελέχη όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Τα κριτήρια επιλογής τους ήταν αυστηρά αξιοκρατικά, με αξιολόγηση των ιδιαίτερων προσόντων των υποψηφίων. Εκτός από τις Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων, συνέβαλε και η Επιτροπή Αξιολογητών του Λυκείου, οι Σχολικοί Σύμβουλοι Θεολόγων, οι εκπαιδευτικοί στα πιλοτικά σχολεία με την πολύτιμη εμπειρία τους, αλλά και οι χιλιάδες μαθητές αυτών των σχολείων, με την ανταπόκριση και τον ενθουσιασμό τους. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναφερθούν αρκετοί συνάδελφοι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί, οι οποίοι με φιλότιμο μοιράστηκαν διδακτικές ιδέες και πολύτιμο διδακτικό υλικό. Συνάμα, οι εξωτερικοί παρατηρητές και κριτικοί φίλοι, καθώς επίσης όλοι όσοι – στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξήχθη – κατέθεσαν καλοπροαίρετη κριτική και παρατηρήσεις, όπως εκκλησιαστικοί θεσμοί, οι θεολογικές σχολές, σχολικοί σύμβουλοι, επιστημονικές ενώσεις θεολόγων, συνδικαλιστικές ενώσεις εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακοί καθηγητές, εκπαιδευτικοί, κ.ά. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών δεν αντιγράφουν, μήτε εισάγουν άκριτα και μιμητικά ξένα μοντέλα, μήτε συνιστούν μια επιφανειακή, εμβαλωματική ή οριακή βελτίωση των προηγουμένων. Αντίθετα, είναι μια ολοκληρωμένη νέα δημιουργία, στην αιχμή της σύγχρονης Παιδαγωγικής. Από την άποψη αυτή είναι καινοτόμα και πρωτοποριακά και ελπίζουμε να εμπνεύσουν γενικότερα εκπαιδευτικούς και μαθητές στο ελληνικό σχολείο. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι που εισηγούμαστε απομακρύνονται από το μοντέλο της απομνημόνευσης, της μετωπικής διδασκαλίας, της παθητικής στάσης του μαθητή και προάγουν την πρωτοβουλία, την ελευθερία μαζί με την ευθύνη, τη μαθητοκεντρικότητα  – που συνεπάγεται ότι η μάθηση είναι ενεργητικά κατάκτηση του μαθητή με τη διακριτική φροντίδα και συνοδεία του δασκάλου του –, την αποκέντρωση και μεγάλη ευχέρεια σχεδιασμού του μαθήματος από τον διδάσκοντα και τους διδασκόμενους, σε ένα οργανωμένο γενικό πλαίσιο, αλλά και με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα της συγκεκριμένης τάξης. Οι τεχνικές που εισηγούμαστε ποικίλουν – και ανάλογα μπορεί να επιλεγούν οι πιο κατάλληλες για κάθε σχολική κοινότητα και τάξη – αλλά και ισορροπούν ανάμεσα στο παιγνιώδες, δροσερό, ευχάριστο, χαρούμενο, και το πιο συγκροτημένο, ερευνητικό, απαιτητικό. Το μάθημα από ένα βαρετό, οριακής αποδοχής, απλά επιβαρυντικό στις τελευταίες λυκειακές τάξεις μάθημα, γίνεται ένα μάθημα υψηλής εκπαιδευτικής αξίας, θελκτικό, δημιουργικό και ενδιαφέρον. Η εργασία στο σπίτι αντικαθίσταται από την ενεργητική συμμετοχή στην τάξη, σχεδιασμένη ποικιλότροπα ώστε να ενσωματώνει φιλόξενα κάθε μαθητή με τις ιδιαιτερότητές του. Όλοι οι μαθητές μπορούν σε ποικίλα επίπεδα να δημιουργήσουν και να μάθουν στο πλαίσιο του νέου μαθήματος των Θρησκευτικών. Ενώ προάγεται ένα ευρύτατο πεδίο γνώσης και ενημέρωσης, προάγεται συνάμα η κριτική σκέψη, η γλωσσική δεξιότητα και έκφραση, συνάμα προάγεται η χαρά της μάθησης και η αγάπη στο σχολείο. Καθώς ξεκίνησε η εφαρμογή των νέων ΠΣ, ήδη το ενδιαφέρον αυξάνει, ο αρνητισμός μηδενίζεται, οι μαθητές θέλουν να κάνουν Θρησκευτικά, και οι συνάδελφοι καθηγητές των άλλων ειδικοτήτων στη Δευτεροβάθμια, συνειδητοποιούν πρώτοι ότι κάτι σημαντικό συντελείται στις τάξεις την ώρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Τα νέα Προγράμματα Σπουδών δεν είναι βιβλίο του μαθητή, αλλά βιβλίο-εργαλείο του εκπαιδευτικού. Κατά συνέπεια διαβάζονται ως τέτοια. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της σωστής κατανόησης και εφαρμογής των Προγραμμάτων. Σε σχέση με το προτεινόμενο υλικό που υπάρχει υποστηρικτικά, κάθε διδάσκων επιλέγει ή και δημιουργεί. Όριο και όρος στην ελευθερία αυτή είναι η υπηρέτηση όλων των στόχων και προσδοκώμενων του ΠΣ. Η ελευθερία που θα έχει ο διδάσκων είναι πρωτόγνωρη στο ελληνικό σχολείο. Η ελευθερία όμως κάποτε είναι βαριά, καθώς πάει με την ευθύνη. Η πρώτη ευθύνη είναι η υπηρέτηση των ορίων, των γενικών και ειδικών σκοπών των Προγραμμάτων Σπουδών. Η δεύτερη ευθύνη είναι αυτή της προετοιμασίας και του σχεδιασμού του μαθήματός του. Ο διδάσκων επιβαρύνεται με την προετοιμασία, αλλά ευνοείται από την ατμόσφαιρα της τάξης κατά τη διεξαγωγή του μαθήματος. Ο διδάσκων δεν είναι μόνος του. Η κοινότητα των θεολόγων και των δασκάλων στα Θρησκευτικά συνεργάζεται σε επίσημες και άτυπες πλατφόρμες για την παραγωγή υλικού, σχεδίων μαθημάτων, αντιμετώπιση δυσκολιών τεχνικής και παιδαγωγικής φύσης, παραγωγή και προσφορά υλικού και ιδεών. Συνάμα το ΙΕΠ ξεκινά το πρόγραμμα επιμορφώσεων που θα επιτρέψει σε όλους τους εμπλεκόμενους μια βαθύτερη κατανόηση των νέων Προγραμμάτων. Η βοήθεια αυτή θα ολοκληρωθεί με την προκήρυξη και τη συγγραφή νέων εγχειριδίων για το μάθημα. Αυτό που είναι το κατεξοχήν καινοτόμο στο μάθημα είναι η παιδαγωγική μέθοδος. Ως προς την ίδια τη φυσιογνωμία του, η διαφοροποίηση δεν είναι τόσο ριζοσπαστική όσο παρουσιάζεται στη βάση ποικίλων παραναγνώσεων. Είναι ένα μάθημα που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην παράδοση του τόπου μας, στην ορθόδοξη χριστιανική. Δεν έχει κατηχητικό χαρακτήρα, καθώς η κατήχηση είναι μια υπόθεση της Εκκλησίας και της οικογένειας, όχι του σχολείου. Παράλληλα, όπως και στα προηγούμενα προγράμματα, ενημερώνει και για τον κόσμο των θρησκειών. Η αίσθηση ότι υπάρχει «πολλή θρησκειολογία» ή ότι είναι «ουδετερόθρησκο» δεν είναι ακριβής. Ασφαλώς, εξάλλου, το μάθημα δεν είναι «θρησκειολογικό». Πόσο μάλλον δεν ισχύει η κατηγορία ότι το μάθημα προωθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Αυτό είναι απολύτως αναληθές και εδράζεται σε ακατάλληλη ανάγνωση του ΠΣ. Το μάθημα είναι ορθόδοξο, κατά αντιστοιχία με την κοινωνική πλειοψηφία και κύρια πολιτισμική ταυτότητα της κοινωνίας μας. Συνάμα είναι ανοιχτό στην ετερότητα και εμπεριέχει και γνωσιακή ύλη για άλλες θρησκείες, όπως ίσχυε και στο παρελθόν. Απλώς υπάρχει μια αναδιάρθρωση της ύλης, που υπηρετεί καλύτερα τις σύγχρονες συνθήκες και αντανακλά τις παραστάσεις για τον κόσμο που ήδη έχουν τα παιδιά. Πολύ μεγάλο μέρος των αναζητήσεων των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης είναι οικείο στους μαθητές και από την τηλεόραση αλλά συχνά και από τη γειτονιά τους. Η εγκυκλοπαιδική, λοιπόν, ενημέρωση για το τι συντελείται στον κόσμο στο πεδίο της θρησκείας κατεβαίνει σε πιο μικρές ηλικίες και θεωρείται δεδομένη στο Λύκειο, όπου ο μαθητής αναμετριέται με τις προσωπικές του υπαρξιακές αναζητήσεις. Η κατάλληλη ενημέρωση για τον κόσμο γύρω μας είναι η μόνη υπεύθυνη στάση για το μάθημα των Θρησκευτικών. Το μάθημα προάγει την κατανόηση της ετερότητας, όχι τη σύγχυση της ταυτότητας. Είναι φιλόξενο και απευθύνεται σε όλους τους μαθητές, ενημερώνει θέτοντας τις κατάλληλες προτεραιότητες και σε καμιά περίπτωση δεν χειραγωγεί, μήτε επιδιώκει να χειραγωγεί, συνειδήσεις. Δεν υπάρχει τρόπος να κλειστούμε σε τείχη και να κλείσουμε έξω από τη θέα μας τον κόσμο. Από σκοπιά θεολογική δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι αυτό άλλωστε είναι και το μήνυμα της πρόσφατης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλά και από παιδαγωγική σκοπιά ισχύει πως οι μαθητές, τόσο στο μάθημα των Θρησκευτικών όσο και σε όλα τα μαθήματα, δεν προετοιμάζονται για να κρυφτούν από τον κόσμο, αλλά για να ζήσουν σε αυτόν με κατάλληλη προετοιμασία, ενημέρωση και προσωπική συγκρότηση. Οι εμπειρογνώμονες που εκπονήσαμε τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά εργαστήκαμε με πολύ μεράκι και με προσήλωση στο παιδαγωγικό καθήκον και υπηρετήσαμε το μάθημα ως θεολόγοι εκπαιδευτικοί και ως δημόσιοι λειτουργοί στο πλαίσιο της δημοκρατικής παράδοσης και των δεσμεύσεων της χώρας μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων χαιρετίζουμε την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά. Αναγνωρίζουμε παράλληλα ότι κάθε τι καινούργιο παρουσιάζει μια δυσκολία και θα είμαστε δίπλα στους συναδέλφους για ό,τι χρειαστεί. Δεν υπάρχει τρόπος να κλειστούμε σε τείχη και να κλείσουμε έξω από τη θέα μας τον κόσμο. Από σκοπιά θεολογική δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι αυτό άλλωστε είναι και το μήνυμα της πρόσφατης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αλλά και από παιδαγωγική σκοπιά ισχύει πως οι μαθητές, τόσο στο μάθημα των Θρησκευτικών όσο και σε όλα τα μαθήματα, δεν προετοιμάζονται για να κρυφτούν από τον κόσμο, αλλά για να ζήσουν σε αυτόν με κατάλληλη προετοιμασία, ενημέρωση και προσωπική συγκρότηση. Οι εμπειρογνώμονες που εκπονήσαμε τα νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά εργαστήκαμε με πολύ μεράκι και με προσήλωση στο παιδαγωγικό καθήκον και υπηρετήσαμε το μάθημα ως θεολόγοι εκπαιδευτικοί και ως δημόσιοι λειτουργοί στο πλαίσιο της δημοκρατικής παράδοσης και των δεσμεύσεων της χώρας μας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως Επιτροπές Εμπειρογνωμόνων χαιρετίζουμε την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά. Αναγνωρίζουμε παράλληλα ότι κάθε τι καινούργιο παρουσιάζει μια δυσκολία και θα είμαστε δίπλα στους συναδέλφους για ό,τι χρειαστεί.

Αλληλεγγύη στον Σταύρο Γιαγκάζογλου

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ένα τεράστιο μπράβο στον αγαπητό συνάδελφο Γιώργο Βαρδαβά που στο blog του ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ξεκίνησε ένα τίμιο αγώνα αλληλεγγύης προς τον ΣΤΑΥΡΟ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, εμπνευσμένο θεολόγο που το διάστημα αυτό υφίσταται ανοίκειες επιθέσεις και τόνους λάσπης από πολλούς ζητορθόδοξους και ορθοδοξομέτρες.

Αναμφισβήτητα το ήθος, το έργο και η προσφορά του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ στα θεολογικά γράμματα είναι γνωστά στη θεολογική και εκκλησιαστική κοινότητα. Του οφείλουμε θερμότατες ευχαριστίες για το διαρκές ενδιαφέρον και την έγνοια του για το μάθημα των Θρησκευτικών.

Συνυπογράφω την πρωτοβουλία του αγαπητού συναδέφου Γιώργου Βαρδαβά.

Η θεσμική Εκκλησία και το μάθημα των Θρησκευτικών (μτΘ)

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Ο “εχθρός” θα σφαγιασθεί και σε λίγο όλοι θα πούμε “ζήτω τα Θρησκευτικά”.

Ενώ η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος συνεδριάζει, δεν ξέρω αν έχει λάβει υπόψη την αγωνία πολλών θεολόγων που λένε το αυτονόητο: για να βγει η Ορθοδοξία από το περιθώριο της κοινωνίας μας στο οποίο δραματικά έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια – αυτό είναι μια πικρή αλήθεια κι ας κάνουν μερικοί ότι δεν καταλαβαίνουν –  οφείλει και πρέπει να επαναπροσδιορισθεί στη βάση της εκκλησιολογικής της ταυτότητας.

Παράκληση, λοιπόν, προς όλους τους ιεράρχες μας: το μάθημα των Θρησκευτικών δεν προσφέρεται για τους μικροεκκλησιαστικούς και μικροπολιτικούς σκοπούς τους.

Παρά ταύτα, στην τόσο θολή και άκρως θλιβερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών, με αναπαύουν κείμενα σαν το παρακάτω, το οποίο προφανώς είναι “ψιλά γράμματα” για αρτηριοσκληρωτικούς συναδέλφους θεολόγους και, βέβαια, ιεράρχες:

«Δεν την ξέραμε την Εκκλησία της Αγάπης; Δεν έχομε την παράδοσή μας; Πότε τη χάσαμε; Πως αναρωτιόμαστε ή φωνάζουμε (ακόμα και ο πρόσφυγας ποιητής):

Αγάπη, που ‘ναι η εκκλησιά σου / Βαρέθηκα τα μετόχια. 

Δεν ξέραμε πως μείζων δε τούτων η αγάπη; Ποιος μας είπε να τη χάσομε και τώρα να “βαριόμαστε” στα μετόχια; Ανεξήγητος, ανεξήγητος ο σημερινός Έλληνας δέκα φορές».

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ, Collectanea, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2009, σ. 147, [314].

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Φτωχοπρόδρομος, 1933· αυγοτέμπερα σε ξύλο

Επικίνδυνα Θρησκευτικά; Η «στροφή» του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμουκαι η σύμπλευσή του με τους ακραίους Ιεράρχες και την υπερσυντηρητική Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗ / Δρ. Θεολογίας / Διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
«Εγώ με μια λέξη θα έλεγα σήμερα, επειδή διάβασα τα καινούργια προγράμματα [για το Μάθημα των Θρησκευτικών] και τα είδα, πως είναι απαράδεκτα. Είναι επικίνδυνα. Είναι πράγματα που δεν θα αποδώσουν καρπούς αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία γενικότερα, στην κοινωνία μας και ρήξη στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία», δήλωσε πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, περιστοιχιζόμενος από μέλη της αρτηριοσκληρωτικής Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (την οποία ο ίδιος φρόντιζε μέχρι πρότινος να κρατά σε απόσταση ασφαλείας, εγκαλώντας τους θεολόγους-εκπροσώπους της για τις παρωχημένες ιδέες τους).

Ώστε λοιπόν δεν αποτελούν κίνδυνο (και όνειδος) για την Εκκλησία ο αντισημιτισμός του Μητροπολίτη Πειραιώς ή η απροκάλυπτη εξύμνηση των πρωτεργατών της στρατιωτικής δικατορίας και της εγκληματικής οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής», καθώς και τα κηρύγματα μνησικακίας και οι κατάρες που εξαπολύει προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων. Κίνδυνο για την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας (και τις σχέσεις της με το κράτος…) αποτελούν οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και τα νέα Προγράμματα για το ΜτΘ!Δεν φαίνεται όμως να απασχολεί την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας η όλο και μεγαλύτερη αποξένωσή της από την κοινωνία, από τους μορφωμένους και σκεπτόμενους πολίτες και τους νέους, των οποίων εξάλλου δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα ούτε έκανε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να τους προσεγγίσει.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη συνέχεια

ΤΟ ΝΕΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ ΤΟΥ

Του Παναγιώτη Υφαντή / Αναπληρωτή Καθηγητή Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Θεμελιώδης στόχευση του Προγράμματος Σπουδών του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) προκειμένου να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις του Νέου Σχολείου καθώς και στα τρέχοντα κοινωνικά δεδομένα στον ελλαδικό χώρο είναι η προσφορά ενός μαθήματος παιδείας, υποχρεωτικού και χρήσιμου για όλους τους μαθητές. Η παραπάνω στόχευση υπαγόρευσε τις εξής δεσμεύσεις που διαμορφώνουν τη θεολογική φυσιογνωμία του μαθήματος και τη λειτουργικότητά του στη διδακτική διαδικασία.

Η υπέρβαση της μονοφωνικής ομολογιακότητας που μέχρι τώρα περιόριζε το εύρος του περιεχομένου και την απήχηση του ΜτΘ κυρίως ή αποκλειστικά στους ορθοδόξους μαθητές.

Η μελέτη της Ορθόδοξης Παράδοσης και το ταυτόχρονο άνοιγμα στην προσέγγιση και άλλων θρησκειών.

Η οργάνωση, διάρθρωση και ανάπτυξη του υλικού του ΜτΘ με άξονα και επίκεντρο τους μαθητές ανεξαρτήτως πολιτισμικής καταγωγής, εθνικής ταυτότητας και κυρίως θρησκευτικής δέσμευσης.

Η ισόρροπη καλλιέργεια του διαλόγου και του κριτικού αναστοχασμού πάνω στις ποικίλες θεμελιώδεις προτάσεις και τις νοηματοδοτήσεις της ζωής που προτείνουν οι μείζονες θρησκευτικές παραδόσεις.

Η αντιμετώπιση των μαθητών όχι ως «αυριανών πολιτών» αλλά ως θρησκευτικά εγγράμματων και «δρώντων κοινωνικών προσώπων», εφόσον η θρησκεία κατανοείται και μελετάται ως διαχρονική πηγή έμπνευσης πολιτισμικών κατορθωμάτων και άντλησης νοήματος, ως συνεκτικός ιστός κοινωνικών συσσωματώσεων αλλά και αφορμή κοινωνικών εντάσεων.

Αναδιαμόρφωση του λόγου και του ρόλου των διδασκόντων, οι αυτοί δεν είναι πλέον καταδικασμένοι να μεταδίδουν πληροφορίες και γνώσεις απέναντι σε παθητικούς δέκτες αλλά καλούνται να εμψυχώνουν και να συνεργάζονται με τους μαθητές, εφαρμόζοντας καινοτόμες μεθόδους και ενορχηστρώνοντας μαζί με αυτούς τη διαδικασία και το περιεχόμενο του μαθήματος.

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου εναντίον του Προγράμματος πυροδότησαν μια μάλλον όψιμη (εφόσον το νέο Πρόγραμμα ήδη εφαρμόζεται δια νόμου σε όλα τα σχολεία της χώρας) αντιπαράθεση γύρω από τον χαρακτήρα και την αποστολή του Μαθήματος. Μια μερίδα των διαφωνούντων –κυρίως από τον χώρο της ιεραρχίας- επιμένουν στον κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα του Μαθήματος, αγνοώντας ότι ο θεολόγος καθηγητής δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί την τάξη ως ιεραποστολικό προορισμό ούτε βέβαια να αναπληρώνει το διδασκαλικό και κατηχητικό χρέος της θεσμικής Εκκλησίας απέναντι στους πιστούς. Από την πλευρά τους, αρκετοί θεολόγοι από υπερβάλλοντα ζήλο «αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν» ταυτίζουν το μάθημα με την ομολογία πίστης, ξεχνώντας μεταξύ άλλων πως η πίστη τουλάχιστον στον χώρο του σχολείου, δεν είναι επαγγελματικά εκμεταλλεύσιμη, κατά το βιβλικό «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Άλλοι πάλι θέλουν να παρουσιάσουν το Πρόγραμμα ως ιδεολογικό προϊόν ενός αριστερής έμπνευσης εκπαιδευτικού προγράμματος προκαλώντας τεχνητές εντάσεις προφανώς για ιδιοτελείς λόγους καλυμμένους πίσω από μια κινδυνολογική ρητορεία περί «αφελληνισμού», «θρησκευτικού αποχρωματισμού» των παιδιών και άλλα ηχηρά παρόμοια. Γι’ αυτό και αποσιωπούν ότι το Πρόγραμμα είχε αμιγώς ξεκίνησε επί Υπουργίας Διαμαντοπούλου (ΠΑΣΟΚ), πέρασε σε ΦΕΚ επί Υπουργίας Αρβανιτόπουλου (ΝΔ) και αποφασίστηκε να εφαρμοστεί επί Υπουργίας Φίλη (ΣΥΡΙΖΑ), ο οποίος αναγνώρισε, όπως και οι προκάτοχοί του, την ανταποκρισιμότητα του Προγράμματος στις επιταγές του σύγχρονου σχολείου. Τέλος, υπάρχουν ορισμένοι καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, οι οποίοι, έχοντας συνηθίσει στη χρήση ενός διδακτικού εγχειριδίου, απλώς αρνούνται να ξεβολευτούν αγνοώντας πεισματικά τις απέραντες δυνατότητες που τους προσφέρει το νέο Πρόγραμμα να προσαρμόσουν τον διδακτικό χειρισμό κάθε ενότητας και επιμέρους θέματος στην ζωντανή και πάντα μεταβλητή πραγματικότητα κάθε τάξης.

ΠΗΓΕΣ

εφ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης

Τα μυαλά είναι σαν τα αλεξίπτωτα: για να λειτουργήσουν πρέπει να είναι ανοικτά.

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ / Δρ. Θεολογίας / Θεολόγου Καθηγητή στο ΠΓΕΣΣ

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια αντιπαράθεση ομάδων και προσώπων, μια σύγκρουση ιδεών αλλά και φυσικών οντοτήτων με κέντρο το θέμα διαχείρισης των προσφύγων. Σύλλογοι γονέων, όπως του Ωραιόκαστρου και της Φιλιππιάδας, υιοθετούν εθνικιστικές θέσεις που κινούνται στις παρυφές ακροδεξιάς απόχρωσης κομματικών τοποθετήσεων. Στο πλευρό τους και τοπικοί άρχοντες, πολιτικοί και θρησκευτικοί, αλλά   και «αγανακτισμένοι πολίτες» που καίνε hot spot στο όνομα της εθνικής μας ταυτότητας.

Από την άλλη πλευρά πιο ψύχραιμες φωνές επικαλούνται το φιλάνθρωπο και φιλάδελφο χαρακτήρα του Χριστιανισμού, κύριο συστατικό της εθνικής μας ταυτότητας, για τη φιλοξενία των εμπερίστατων συνανθρώπων μας. Και φυσικά θα ταχθούμε με αυτές, όπως του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου, βασιζόμενοι όχι μόνο στη ρήση του Αποστόλου Παύλου στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (3,11) : «Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.» αλλά και ενθυμούμενοι τη στάση της Συρίας προς τους χριστιανούς πρόσφυγες το 1922 καθώς και αναγνωρίζοντας τις συνέπειες από τη συμμετοχή μας με στρατεύματα στο μακρινό Αφγανιστάν στηρίζοντας τις Νατοϊκές επιλογές.

Ο κος Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «χάσαμε την «κοινότητα». Είναι αυτό που έχει χάσει και η Εκκλησία πολλές φορές. Εκκλησία είναι η πρόσκληση γύρω από ένα τραπέζι να φάμε μαζί. Είναι ο Χριστός στην Αγία Τράπεζα. Παίρνω ένα ψίχουλο και μία σταγόνα, όχι για να ζήσω αλλά για να είμαι με τον Θεό. Η Εκκλησία ήταν αγάπη γύρω από μία τράπεζα, που γινόταν αγάπη σε ένα τραπέζι. Δεν γίνεται όταν κοινωνώ από ένα ποτήρι, να μην έχεις να φας εσύ και εγώ να τρώω. Στην κοινωνία γίνομαι ένα με τον συνάνθρωπό μου, που κοινωνούμε μαζί. Δεν γίνεται να είσαι ξένος και να παραμένεις ξένος για μένα. Στις μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες, η μικρή ενορία, που συγκροτείται από τους ανθρώπους που έχουν συνείδηση, αναπληρώνει το κενό της κοινωνίας μας. Αν έχουμε χάσει την κοινωνία μεταξύ μας, ο ατομισμός κυριαρχεί και η μοναξιά οδηγεί στην κατάθλιψη».

Από την άλλη πλευρά ο κ. Άνθιμος δηλώνει: «Είμαι αντίθετος στη φιλοξενία των διαφόρων μεταναστών. Μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, για πλείστους όσους λόγους, εγώ προσωπικά σαν επίσκοπος και εκπρόσωπος τη τοπικής εκκλησίας που έχει ιστορία 2.000 χρόνων, δεν θα ήθελα να εγκατασταθούν, διότι δεν ξέρουμε τι ακριβώς στη συνέχεια θα επακολουθήσει». Εκτός από τη ξενοφοβία ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης εκφράζει και έντονα αντιχριστιανικά θέσεις αφού αντιπαλεύει το παραπάνω Παύλειο εδάφιο αλλά και αρνείται την πίστη «θα χτίσω την εκκλησία μου και οι πύλες του Άδη δε θα μπορέσουν να την κατανικήσουν» (Ματθ 16,18) στερώντας μας από την ευχαριστιακή και εσχατολογική θετικότητα.

Ο Έλληνας σήμερα ζει μεταξύ κλειστότητας του παρελθόντος και ανοικτότητας του παρόντος και πιθανόν του μέλλοντος. Εγκλωβισμένος σε παλιές τακτικές ενός κλειστού πολιτισμικού περιβάλλοντος όπως ήταν οι αγροτικές κοινότητες του περασμένου αιώνα όπου ξένος ήταν ακόμη και ο κάτοικος του διπλανού χωριού, τρέχει ασθμαίνοντας να προλάβει τις κοινωνικές εξελίξεις που πραγματοποιούνται στο παγκόσμιο γίγνεσθαι όπου μέσω του διαδικτύου, πλησίον έχει γίνει κάθε κάτοικος του πλανήτη μας.

Και καθώς λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (22,37-40), υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα της συνύπαρξης: «Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: Θ” αγαπήσεις τον Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου. Αυτή είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή. Και δεύτερη, όμοια μ” αυτή, είναι: Θ” αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ” αυτές τις δύο εντολές στηρίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες».

Στο ερώτημα πως θα επιτύχουμε τη μετάβαση στην ανοικτότητα και θα καταστήσουμε την κοινωνία μας μέτοχη στα πλανητικά πολιτισμικά δρώμενα, η απάντηση είναι μία : γνώση. Η γνώση και η εργαλειακή της χρήση, η σοφία, προσφέρεται σήμερα στα δημόσια σχολεία κι όχι στην τηλεόραση ή στο internet. Το παρεχόμενο αγαθό της εκπαίδευσης οφείλει να βασίζεται και παράλληλα να αναπτύσσει την κριτική και δημιουργική σκέψη των μαθητών και μαθητριών ώστε να επεξεργάζονται το πλήθος των πληροφοριών που μπορούν να φτάνουν ως αυτούς. Και μιας και ένα από τα στοιχεία διαμόρφωσης της πολιτισμικής και εθνοτικής ταυτότητας είναι η θρησκεία, το μάθημα των θρησκευτικών θα έπρεπε να έχει κύριο ρόλο στην ανάπτυξη του συναισθηματικού και λογικού κόσμου των παιδιών μας.

Ένα σύγχρονο σχολείο που ανταποκρίνεται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις της κοινωνίας δεν μπορεί να εγκλωβίζεται σε μονολιθικές τάσεις και κατηχητικές πρακτικές, συγχέοντας τους ρόλους της εκκλησίας και του κράτους. Η παρεχόμενη Θρησκειακή Αγωγή στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να μη διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό αλλά να προάγει την ενότητα και την ομόνοια των πολιτών βασιζόμενη στην αρχή της ανεκτικότητας και το σεβασμό της ετερότητας κάτι που θα επιτυγχάνεται με τη διαθρησκειακή προσέγγιση των επιμέρους ζητημάτων και αξιών.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών που περιγράφουμε και παράγεται με τα Νέα Προγράμματα Σπουδών, προάγει την ενότητα και όχι το διαχωρισμό. Μέσα από το θρησκειακό εγγραμματισμό καθιστούμε τη Θρησκειακή Αγωγή αναγκαία προϋπόθεση της εκπαιδευτικής διαδικασίας που καταδεικνύει το σύγχρονο δημοκρατικό σχολείο όχι ως παράγοντα αναπαραγωγής ανισοτήτων και διαφορών, αλλά ως ανοικτό εργαστήριο αξιών όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο σεβασμός του περιβάλλοντος με κύριο στόχο τη συνύπαρξη.

Η θεολογία, αντί να λειτουργεί ως οπισθέλκουσα δύναμη και αδράνεια, καλείται σήμερα να προσδιορίσει και νοηματοδοτήσει θεολογικά τις δυο επικρατούσες έννοιες: την παγκοσμιοποίηση και τη μετα-νεωτερικότητα και να καταδείξει σύγχρονους τρόπους πορείας προς τη θρησκειακή γνώση. Ο συγκερασμός της παγκοσμιότητας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων (glocal) είναι επιβεβλημένος και η θρησκευτική γνώση και άρα και αγωγή πρέπει να εστιάσει σε αυτή την προοπτική.

Το Μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική δημόσια εκπαίδευση, βασισμένο στη διαθεματικότητα και διεπιστημονικότητα και εργαλειακά χρησιμοποιώντας το Μοντέλο Διαδικασίας μόνο θετικά μπορεί να λειτουργήσει στην κοινωνικοποίηση των μαθητών και να πρωτοπορήσει στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων και τελικά της ταυτότητας των νέων κοινωνιών βγάζοντάς μας από τη θρησκειακή αλλά και πολιτισμική απομόνωση.

Δημοσιεύθηκε στο περ. ΕΠΙΚΑΙΡΑ τχ. 358 (30/9/2016).

ΠΗΓΗ

…για το Μάθημα των Θρησκευτικών ΠΠ Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης