Κυκλοφορεί το νέο τεύχος του νέου Ερμή του Λόγιου τχ. 13, (Άνοιξη 2016)

ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Στο 13ο τεύχος του νέου Λόγιου Ερμή η Mari-Mai Corbel, στο πρόσφατο άρθρο της Η υπόθεση Φαμπρ και ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, σημειώνει: «Αν ανασκαλέψουμε λίγο αυτή την πολυπολιτισμικότητα του Φαμπρ … θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για έναν παλιό αταβισμό αποικιοκρατικού έθνους» που επιθυμεί «να του φέρει την νέα πολυπολιτισμική κουλτούρα, την “υπόσχεση” που μας ευαγγελίζει η παγκοσμιοποίηση…. που ουσιαστικά περιορίζεται σε έναν εξαμερικανισμό του τρόπου ζωής και τον ευτελισμό των περιφερειακών πολιτισμών σε μεταμοντέρνα φολκλορικά σύμβολα, κατά το μάλλον ή το ήττον διασκεδαστικά και άνευ ουσίας».

Η Ιωάννα Τσιβάκου, σε διάλεξή της με τίτλο Εμπόδια στη δυναμική της ζωής και προοπτικές αποτροπής τους, σε μια αισιόδοξη ανάγνωση ή ίσως δυνατότητα εξόδου από τη σημερινή παγκόσμια κρίση, καλεί τον «κοινωνικό στοχαστή να μην καταθέσει τα όπλα του, αλλά ν’ αποδεχθεί ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο ο οποίος, παρά τις αντιφάσεις του, συμπλέκεται και αναγεννιέται από την πάντα ζωογόνο “δύναμη της ζωής”» και πως «το όραμα ενός συνδεδεμένου κόσμου, ενός δηλαδή νέου “εμείς” που στέργει στην προσφορά και την ανταπόδοση, αναγεννιέται σε πολλές περιοχές της σύγχρονης οικουμένης…»

Ο Βασίλης Καραποστόλης, σε διάλεξη Η θέληση για δράση: ένα οξυμμένο πρόβλημα, διαπιστώνει πως «στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, η θεμελιακή ικανότητα του ανθρώπου να προβαίνει σ’ ενέργειες σε συμφωνία με τους σκοπούς που ο ίδιος θέτει υφίσταται συνεχείς κλονισμούς. Μια αρρώστια βαθιά, κυτταρική, φαίνεται πως πλήττει τα κίνητρα για δράση». Εμφανώς δε αυτή η παγκόσμια κρίση πλήττει σαρωτικά την Ελλάδα και η μόνη διέξοδος «για την ανασυγκρότηση της χώρας» θα πρέπει «να οδηγείται από την επίγνωση ότι εδώ η κύρια δύναμη του λεγόμενου ανθρώπινου κεφαλαίου δεν είναι εργαλειακού τύπου· είναι πολύ μεγαλύτερη η δύναμη της αυτενέργειας, της πρωτοβουλίας».

Ο Γιάννης Παπαμιχαήλ, στο εκτενές δοκίμιο του Ο «Πολίτης του Κόσμου» και η Μετανεωτερικότητα ως νέα λαϊκή πολιτική νοοτροπία, εξετάζει τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς που επιφέρει η «νεοφιλελεύθερα παγκοσμιοποιημένη και μετανεωτερίζουσα πολιτική ορθότητα» η οποία έχει κατατάξει τον «“βαθύ λαό”, μαζί με όλες τις πατριωτικές του ευαισθησίες, στην ηθικοπολιτική κατηγορία του συντηρητικού ιδεολογικού επιβιώματος». «Ο νεώτερος, εθνοτικά ταυτοποιημένος “λαός” δαιμονοποιήθηκε. Αντικαταστάθηκε στο πεδίο των ιδεών από τους εξατομικευμένους εγγράμματους και πληροφορημένους ιδιώτες που “ασχολούνται περισσότερο με τη δουλειά τους, παρά με τα πολιτικά πράγματα”».

Ο Χρήστος Μούλιας στη μελέτη του, Πῶς δεῖ Ἱστορίαν συγγράφειν, αφορμάται από την εμφάνιση ενός ρεύματος «αποδόμησης της νεοελληνικής Ιστορίας» και απέναντι σε αυτήν την αποδομητική ιστοριογραφία μας καλεί να ξανασυναντήσουμε την αληθινή ιστορία ως ένα «πεδίο διαρκούς διαλόγου, μέσω του οποίου κατανοείται καλύτερα η κοινωνία στην οποία ζούμε, υπό το φως όσων συνέβησαν κατά το παρελθόν, και αναδεικνύεται και διασώζεται το παρελθόν, υπό το φως του παρόντος, μέσω της αμοιβαίας συσχέτισης παρελθόντος – παρόντος»

Το αφιέρωμα του τεύχους υπό τον γενικό τίτλο Βυζαντινή και ρωσική ταυτότητα περιλαμβάνει έξι μελέτες και κείμενα:

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, στο κείμενό του, Απόπειρες σωτηρίας στο ύστερο Βυζάντιο: Γρηγόριος Παλαμάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Πλήθων Γεμιστός, υποστηρίζει πως η πνευματική «επανάσταση» του ύστερου Βυζαντίου θα λάβει δύο διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις…, από τη μία, την υποκατάσταση του βασιλείου της Ρωμανίας από την πνευματική επικράτεια της Ορθοδοξίας, με τον ησυχασμό· από την άλλη, την απόπειρα να μεταβληθεί η κλασική Ελλάδα σε υπόδειγμα για μια αναγέννηση, όπως συμβαίνει με τον Πλήθωνα. Παράλληλα, ο Κων/νος Παλαιολόγος δοκιμάζει, σε μια τελευταία προσπάθεια, να ανασυστήσει το παραπαίον Βυζάντιο με αφετηρία την νέα Κων/πολη του Μυστρά.

Ο Κώστας Παπαϊωάννου, με το απόσπασμά του από τη Βυζαντινή και Ρωσική ζωγραφική, μας εισάγει τόσο στις απαρχές της Βυζαντινής τέχνης όσο και στη σχέση της με τη Ρωσική: «Η βυζαντινή ζωγραφική, στις απαρχές της, αποτελούσε μέρος αυτής της ελληνιστικής και ανατολίζουσας τέχνης». «Δεν είναι λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη που γεννήθηκαν αυτοί οι τρόποι έκφρασης… το Βυζάντιο, όμως, τους διατήρησε, και τους μετέτρεψε σε τεχνοτροπία… και την ίδια στιγμή που βυθιζόταν κάτω από την τουρκική πλημμυρίδα, η Ρωσία απελευθερωνόταν από τον μογγολικό ζυγό και συγκροτούνται οι μεγάλες σχολές της ζωγραφικής στο Πσκοφ, στο Νόβγκοροντ, στο Βολότοβο».

Ο Λέων Γκουμιλιώφ, γιος του δολοφονημένου ποιητή Νικολάι Γκουμιλιώφ και της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, υπήρξε διαπρεπής Ρώσος Ανατολιστής και Βυζαντινολόγος. Στο κείμενό του, Το Βυζάντιο, ο Νεστοριανισμός και η Ευρασία μέχρι τον 13ο αιώνα, διερευνά τις σχέσεις του Βυζαντίου «με τη μεγάλη ευρασιατική στέπα», δοθέντος πως «το Βυζάντιο δεν είναι μόνον πόλη και χώρα, ούτε ακόμη μόνο το Χαλκηδόνιο δόγμα, αλλά ένα σύνολο που συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα Ορθόδοξους και αιρετικούς, Μονοφυσίτες, Νεστοριανούς, και  Χριστιανούς και Γνωστικούς,  Μαρκιωνίτες και Μανιχαίους».

Ο Γιάννης Ταχόπουλος, συνεχίζοντας τις έρευνές του πάνω στη «βυζαντινή ταυτότητα», επιχειρεί να απαντήσει στον Σύριλ Μάνγκο που υποστηρίζει πως «οι “Ρωμαίοι” του Βυζαντίου ήταν απλώς χριστιανοί και η χριστιανικότητα είχε μεγαλύτερη σημασία, από την τοπική καί την αυτοκρατορική ταυτότητα». Η άποψη αυτή συνήθως συνδυάζεται με αντιλήψεις για «κοινή βυζαντινή κληρονομιά» Νεοελλήνων και λοιπών Ορθοδόξων της Βαλκανικής (κι όντως, υπάρχει τέτοια κοινή κληρονομιά). Όμως, υποστηρίζει ο Ταχόπουλος «οι ίδιοι οι Βυζαντινοί είχαν την αίσθηση ότι είναι “ομοεθνείς”, κι όχι απλώς πολίτες μιας χριστιανικής βασιλείας ή μιας ρωμαϊκής πολιτικής κοινότητας που έτυχε να καθιερώσει τα ελληνικά ως μοναδική επίσημη γλώσσα».

Ο Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, στη μελέτη του Έλληνες και Πανσλαβισμός με βάση την αρθρογραφία του Κονσταντίν Λεόντιεφ, αποσκοπεί «στην κριτική ανάλυση της προσέγγισης του ζητήματος του Πανσλαβισμού στην οποία προέβη ο Κονσταντίν Νικολάγεβιτς Λεόντιεφ το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, επιχειρώντας να ανασκευάσει τις σχετικές θέσεις της ελληνικής πλευράς και να δικαιολογήσει τον ρόλο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο των ευρύτερων εθνικών ανταγωνισμών στη Βαλκανική».

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, σε αυτή τη δεύτερη συμβολή του στο αφιέρωμα του ν. Λόγιου Ερμή, Ελληνική Ορθοδοξία και Ρωσία, αφού υποδεικνύει τον ρόλο της Ορθοδοξίας ως φορέα της επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στη Ρωσία για περισσότερο από χίλια χρόνια, και υπογραμμίζει την επίδραση της Φιλικής Εταιρείας στο κίνημα των Ρώσων Δεκεμβριστών, επικεντρώνεται στην επίδραση των Κολλυβάδων στην σλαβική και ρωσική ζωή και τέχνη, από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, έως τον Γκόγκολ, τον Λεόντιεφ, τον Τολστόι, τον Σολοβιώφ και τον Ντοστογιέφσκι και το κίνημα των σλαβοφίλων και των ναρόντνικων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «ίσως επρόκειτο για την τελευταία φορά που η ελληνική οικουμένη θα επιδράσει τόσο ουσιαστικά στον γεωπολιτικό και πολιτισμικό της περίγυρο».

Στο δεύτερο μέρος, ο διεθνολόγος Σωτήρης Δημόπουλος, στη μελέτη του Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και η «ανατολική» στροφή του Λένιν, καταδεικνύει πως το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία επηρέασε καταλυτικά το σύνολο των ιδεολογικών ρευμάτων που εκδηλώθηκαν στην επικράτειά της. Οι μπολσεβίκοι προσανατολίζονται εν τέλει όχι προς την ανεπτυγμένη καπιταλιστική Δύση, αλλά προς τους «λαούς της Ανατολής» και, επιδιώκοντας την εσωτερική συνοχή ενός πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού κράτους, κατανόησαν πως μια πιθανή αποτυχία στη διαχείριση του εθνικού ζητήματος θα σήμαινε και την κατάρρευσή τους και κατέληξαν παραδόξως «διασώστες» της παραπαίουσας Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Ο Ευάγγελος Κοροβίνης, με το επίκαιρο για τα τεκταινόμενα στην Αμερική άρθρο του, Ο «ιδεαλισμός με αρβύλες» και ο νεοσυντηρητισμός, που αφορά το «νεοσυντηρητικό ρεύμα» που κυριάρχησε στην Αμερική επί του Μπους του νεώτερου, αλλά αποτελεί και «ένα διακομματικό ρεύμα», επικεντρώνει το ενδιαφέρον του κυρίως στην εξωτερική πολιτική, σε συνεργασία με τους επίσης διακομματικούς νεοφιλελεύθερους. Οι νεοσυντηρητικοί, παρ’ όλο τον πολυδιαφημισμένο «ιδεαλισμό» τους και τις συνεχείς αναφορές στη «διάδοση της δημοκρατίας», υπήρξαν «πολύ πρόθυμοι να υποστηρίζουν φιλοαμερικανικά, αλλά ταυτόχρονα βαθιά αντιδημοκρατικά καθεστώτα».

Ο καθηγητής Μανώλης Γ. Βαρβούνης, στην μελέτη της ιστορικής και λαογραφικής φυσιογνωμίας των Πομάκων της Θράκης, προβαίνει στην «αναδίφηση και κατηγοριοποίηση της βιβλιογραφικής παραγωγής», της σχετικής με τους Πομάκους, η οποία «μπορεί από μόνη της να αποτελέσει ένα είδος ιστορίας των πομακικών σπουδών, αλλά και έναν αξιόπιστο καθρέπτη των διαφόρων τάσεων –ενίοτε και σκοπιμοτήτων– που έχουν επικρατήσει στις σχετικές σπουδές».

Ο φιλόλογος Χρίστος Δάλκος, στο άρθρο Η μόνη μας ελπίδα: μια πολιτισμική επανάσταση, με αφετηρία την κριτική του στην «προκρούστεια θεωρία τῶν γερμανῶν νεογραμματικῶν ὅτι ἡ γλωσσική ἐξέλιξη ἀκολουθεῖ ὡρισμένους αὐστηρούς φωνητικούς νόμους», προτάσσει ως αποφασιστικής σημασίας όχημα για την υπέρβαση της κρίσης την «ἀξιοποίηση τοῦ τεράστιου συγκριτικοῦ μας πλεονεκτήματος πού εἶναι ἡ γλῶσσα μας καί ἡ ἀχανής μας γραμματειακή παράδοση» οι οποίες «θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν τό ὄχημα πού θά μᾶς μεταβίβαζε μέ ἀσφάλεια καί ἀξιώσεις στήν νέα ἐποχή».

Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στο σημείωμά του Μὲ ἀνεμικὸ ντουφέκι, διαπιστώνει με ευχάριστη έκπληξη πως «ὑπάρχουν ἀκόμη ἄνθρωποι ποὺ νοιάζονται γιὰ τὴν παλαιὰ γραμματικὴ καὶ τὴν ὀρθογραφία καὶ μάλιστα σὲ καιροὺς ἄχαρους!»

Ο Γιώργος Κοντογιώργης, στη κριτική παρουσίαση του έργου του Κωνσταντίνου Δημάδη Πεζογραφία και Εξουσία στη νεότερη Ελλάδα, στην αγγλική του έκδοση, σημειώνει: «…από το 1830 έως τον εμφύλιο πόλεμο και το πέρας της δεκαετίας του 1950… εντοπίζονται γεγονότα από τον χώρο της ελληνικής πεζογραφικής παραγωγής και του θεάτρου, τα οποία αποτελούν σταθμό στην ιστορία της ελληνικής πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής γενικότερα».

Ο Απόστολος Διαμαντής, στη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά, 1821: H παλιγγενεσία, γράφει: «Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης ιστοριογραφικής εμβέλειας, συνθετικό και ταυτόχρονα αναλυτικό, που τοποθετεί την Επανάσταση του ’21 μέσα σε μια συνολική ιστορική διαδικασία, η οποία συνθέτει οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, διεθνείς σχέσεις, αλλά και εθνικές και θρησκευτικές ιδιομορφίες, οι οποίες συγκροτούν εν τέλει την ιδιότυπη ελληνική εθνική συνείδηση».

Ο Σπύρος Κουτρούλης παρουσιάζει το έργο του Έρνεστ Γκέλλνερ και κυρίως το τελευταίο βιβλίο του Το ψυχαναλυτικό κίνημα: η πανουργία του παραλόγου, το οποίο αποτελεί «μια πυκνή και προσιτή παρουσίαση της εξέλιξης του ψυχαναλυτικού κινήματος, της αφετηρίας του, των δυνατοτήτων που αρχικά περιείχε και της κατάληξής του ως μιας κοσμικής θρησκείας, ενός λαϊκού ιερατείου που επιδιώκει να ελέγχει τον μέσα άνθρωπο».

Τέλος, η Παναγιώτα Βάσση, με αφορμή την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά, Δημόσιος Καιρός, διερωτάται «εάν το έργο αποτελεί ένα σχόλιο της ποιήτριας στα δημόσια, στα κοινά, για πολιτική πράξη διά της ποιήσεως, ή λειτουργεί προσχηματικά, ως μέσο για την προσπέλαση πιο σύνθετων και υπαρξιακών ζητημάτων;».

ΝΛΕ13εξώφυλλο